Το μέλλον του ισλαμικού καθεστώτος στο Ιράν | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Το μέλλον του ισλαμικού καθεστώτος στο Ιράν

Το διακύβευμα των εκλογών της 18ης Ιουνίου για την συντηρητική θεοκρατία και την θέση του Ιράν στον κόσμο

Η συμμαχία ανάμεσα στην Δαμασκό και την Τεχεράνη, η πλέον μακρόχρονη και ανθεκτική στη Μέση Ανατολή, χαλυβδώθηκε στην Βηρυτό, μετά την ισραηλινή εισβολή στον Λίβανο τον Ιούνιο του 1982. Η ριζοσπαστικοποίηση της σιιτικής κοινότητας του Λιβάνου είχε κάνει το έδαφος πρόσφορο για το Ιράν. Με την συνεργασία του καθεστώτος Άσαντ, η Τεχεράνη έστειλε τους Φρουρούς της Επανάστασης στην κοιλάδα Μπεκάα του Λιβάνου, όπου τον Αύγουστο του 1982 άρχισε να συγκροτείται η Χεζμπολά. Η δυνατότητα του Ιράν να αποκτήσει επιρροή έως τη Μεσόγειο, μέσω της ριζοσπαστικοποίησης των σιιτών του Λιβάνου, άνοιξε μια νέα διάσταση στην πολιτική του Χομεϊνί στη Μέση Ανατολή.

Στο στόχαστρο των Λιβανέζων σιιτών και του Ιράν βρέθηκαν αρχικά οι ισραηλινές δυνάμεις στον Λίβανο και ύστερα η Αμερική. Ο Χομεϊνί είχε επιτεθεί για πρώτη φορά με σφοδρότητα εναντίον της Αμερικής το 1964 από την ιερή πόλη της Κομ όπου δίδασκε, τότε με αφορμή τον νέο νόμο του ιρανικού κοινοβουλίου για την ασυλία του αμερικανικού στρατιωτικού και διπλωματικού προσωπικού που βρισκόταν στην χώρα. Η ραγδαία επιδείνωση των σχέσεων ανάμεσα στην Ουάσιγκτον και το νέο καθεστώς της Τεχεράνης είχε ήδη ξεκινήσει από τον Νοέμβριο του 1979, όταν ομάδες φοιτητές κατέλαβαν την αμερικανική πρεσβεία στην Τεχεράνη και πήραν όμηρους δεκάδες Αμερικανούς διπλωμάτες. Καθ’ όλη την διάρκεια της δεκαετίας του 1980, η σύγκρουση ανάμεσα στο Ιράν και την Αμερική θα εκτεινόταν από τον Λίβανο και τις φονικές βομβιστικές επιθέσεις των Λιβανέζων σιιτών εναντίον της αμερικανικής πρεσβείας και των Αμερικανών πεζοναυτών στην Βηρυτό έως τον Περσικό Κόλπο και τις συγκρούσεις των ναυτικών δυνάμεων των δύο χωρών.

ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΜΕΡΙΚΑΝΙΚΗ ΕΙΣΒΟΛΗ ΣΤΟ ΙΡΑΚ ΣΤΟΝ ΕΜΦΥΛΙΟ ΤΗΣ ΣΥΡΙΑΣ

Μέσα στις επόμενες δύο δεκαετίες, οι αμερικανικές δυνάμεις αναπτύχθηκαν ξανά στην περιοχή του Περσικού Κόλπου. Όπως το 1990, στο στόχαστρο βρισκόταν αυτή τη φορά το καθεστώς του Σαντάμ Χουσεΐν στο Ιράκ και όχι το ισλαμικό καθεστώς στο Ιράν, και το 2003 το αμερικανικό σχέδιο προέβλεπε ένα οριστικό πλήγμα στον ιρακινό δικτάτορα. Τον Απρίλιο του 2003 οι αμερικανικές μονάδες μπήκαν στην πρωτεύουσα του Ιράκ και έθεσαν τέλος σε τέσσερις δεκαετίες μπααθικής δικτατορίας, αλλά και σουνιτικής κυριαρχίας. Η στιγμή ήταν ιστορική και δραματική. Όπως δραματικές και μακροχρόνιες θα ήταν και οι συνέπειες, όχι μόνο για το Ιράκ, αλλά για ολόκληρη τη Μέση Ανατολή.

Η αρχή έγινε από το ίδιο το Ιράκ, το οποίο σχεδόν αμέσως μετά την αμερικανική εισβολή βυθίστηκε σε έναν σεχταριστικό εμφύλιο πόλεμο ανάμεσα στην έως τότε κυρίαρχη σουνιτική μειονότητα και την διαρκώς καταπιεσμένη σιιτική πλειονότητα. Μέσα από το χάος του εμφυλίου και την έξαρση των ισλαμικών ριζοσπαστισμών, το Ιράν άρχισε να αναδεικνύεται, αργά αλλά σταθερά, σε ρυθμιστή των εξελίξεων στο εσωτερικό του Ιράκ. Έως το 2010 και με βασικό όπλο τις ιρακινές σιιτικές πολιτοφυλακές, το Ιράν θα ασκούσε τη μεγαλύτερη επιρροή στο Ιράκ από οποιαδήποτε άλλη ξένη δύναμη. Για πρώτη φορά στην σύγχρονη ιστορία του, το Ιράν ήταν η κυρίαρχη δύναμη στο Ιράκ και η αραβική ενδοχώρα της Μέσης Ανατολής ήταν πια ανοιχτή στην ιρανική επιρροή.

Αυτή η εξέλιξη άλλαζε και πάλι τις περιφερειακές ισορροπίες, καθώς για δεύτερη φορά μετά το 1979 το σιιτικό καθεστώς της Τεχεράνης αμφισβητούσε το σουνιτικό στάτους κβο της Μέσης Ανατολής. Αυτή την φορά, η ιρανική αμφισβήτηση της σουνιτικής περιφερειακής κυριαρχίας, άμεσο αποτέλεσμα του αμερικανικού τυχοδιωκτισμού στο Ιράκ, δεν ήταν τόσο ιδεολογικής φύσεως αλλά κυρίως στρατηγική, καθώς η ιρανική παρουσία και επιρροή με αιχμή τους Φρουρούς της Επανάστασης εδραιωνόταν από την Βαγδάτη έως την Βηρυτό. Αυτή η στρατηγική ανατροπή ενεργοποίησε εκ νέου τα αντανακλαστικά της σαουδαραβικής μοναρχίας και μετέτρεψε ολόκληρη την περιοχή της ιστορικής Λεβαντίνης, από τον Λίβανο έως το Ιράκ, σε ένα ενιαίο πεδίο σκιώδους περιφερειακής αναμέτρησης ανάμεσα στην Σαουδική Αραβία και το Ιράν.

Ο επόμενος εμφύλιος πόλεμος στην αραβική ενδοχώρα, εκείνος που ξεκίνησε το 2011 στην Συρία, θα αποτελούσε μια συνέχεια της ιρανικής παρουσίας στη Μέση Ανατολή, αλλά και μια επέκταση της περιφερειακής σύγκρουσης της Τεχεράνης με το Ριάντ. Ο πόλεμος για την Συρία, που απείλησε με ανατροπή τον ιστορικό σύμμαχο της Τεχεράνης στην Δαμασκό, τους Άσαντ, κρίθηκε, εν μέρει, από την δυνατότητα της Τεχεράνης να κινητοποιήσει την Χεζμπολά από τον Λίβανο και τις σιιτικές πολιτοφυλακές από το Ιράκ, το Πακιστάν και το Αφγανιστάν και να τις φέρει στα πεδία των μαχών της Συρίας [4], αλλά και από την καθοριστική ευθυγράμμιση της μεσανατολικής πολιτικής της Μόσχας με εκείνην της Τεχεράνης. Το ρήγμα που προσπάθησαν να επιφέρουν οι σουνιτικές δυνάμεις της περιοχής στην Συρία είχε αποτύχει, με τρομακτικό κόστος για τον συριακό πληθυσμό και τις ιστορικές πόλεις της Συρίας.

Η διατήρηση του καθεστώτος των Άσαντ στην Δαμασκό σήμαινε, ταυτοχρόνως, και την εμβάθυνση της επιρροής του Ιράν από τον Περσικό Κόλπο έως τη Μεσόγειο Θάλασσα. Εξάλλου, το ένα μετά το άλλο τα αραβικά κράτη στην περιοχή είχαν βυθιστεί σε διακοινοτικές συγκρούσεις: πρώτα το Ιράκ το 2003, μετά ο Λίβανος το 2006 και ύστερα η Συρία το 2011. Οι κυβερνήσεις που αναδύονταν ήταν αδύναμες και ευάλωτες, οι θρησκευτικές ταυτότητες άρχισαν να καθορίζουν όλο και περισσότερο τους πολιτικούς συσχετισμούς και η πολιτική και στρατιωτική ισχύς είχε μετατοπιστεί από το κράτος σε παρακρατικές δυνάμεις που στηρίζονταν από τις διαφορετικές θρησκευτικές κοινότητες. Αυτή η συνεχιζόμενη αδυναμία των αραβικών κρατών της Λεβαντίνης αποτελεί ένα διαρκές στρατηγικό πλεονέκτημα για το Ιράν και τις σιιτικές πολιτοφυλακές που καθοδηγούνται και στηρίζονται από τους Φρουρούς της Επανάστασης.