Οι επερχόμενες καταιγίδες | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Οι επερχόμενες καταιγίδες

Η επιστροφή του πολέμου των Μεγάλων Δυνάμεων*

Σήμερα, η σχέση ΗΠΑ-Κίνας βρίσκεται σε ελεύθερη πτώση. Οι οικονομικές σχέσεις είναι δύσκολες [11] λόγω του εμπορικού πολέμου της κυβέρνησης Τραμπ, και η πολιτική των ΗΠΑ για την τεχνολογία στοχεύει να θέσει εκτός λειτουργίας κινεζικές εταιρείες όπως η Huawei. Είναι εύκολο να δούμε το πώς οποιοσδήποτε αριθμός σημείων ανάφλεξης θα μπορούσε να προκαλέσει πόλεμο τα επόμενα χρόνια. Τα γεγονότα στην Κορεατική Χερσόνησο θα μπορούσαν να προσελκύσουν τις Ηνωμένες Πολιτείες και την Κίνα, και οι στρατιωτικοί ελιγμοί αμφότερων των χωρών έχουν προκαλέσει εντάσεις στην Θάλασσα της Νότιας Κίνας και στα Στενά της Ταϊβάν. Η Ουάσιγκτον αμφισβητεί επίσης τις καθιερωμένες αντιλήψεις για το καθεστώς της Ταϊβάν πλησιάζοντας στο να αναγνωρίσει την ανεξαρτησία του νησιού από την Κίνα και ομολογώντας ανοιχτά την στρατιωτική δέσμευση των Ηνωμένων Πολιτειών για την υπεράσπιση της Ταϊβάν. Οι Ηνωμένες Πολιτείες αντέδρασαν επίσης έντονα στην καταστολή του Πεκίνου έναντι της μουσουλμανικής μειονότητας των Ουιγούρων της Κίνας και στην επιβολή ενός αυστηρού νέου νόμου περί ασφάλειας στο Χονγκ Κονγκ. Και στις δύο περιπτώσεις, μια διακομματική σειρά αξιωματούχων των ΗΠΑ έχουν καταδικάσει την Κίνα, και αμφότερα το Κογκρέσο και η κυβέρνηση Τραμπ επέβαλαν κυρώσεις ως αντίποινα.

Παρά την εν λόγω ώθηση, η Κίνα είναι απίθανο να εγκαταλείψει τον στόχο της να γίνει περιφερειακός ηγεμόνας στην Ανατολική Ασία. Το Πεκίνο θα συνεχίσει επίσης να πιέζει τις Ηνωμένες Πολιτείες για να το θεωρήσουν ως ισοδύναμη μεγάλη δύναμη. Η αποφυγή του πολέμου με το να ικανοποιηθούν οι επιθυμίες της Κίνας θα απαιτούσε από τις Ηνωμένες Πολιτείες να ανακαλέσουν την εγγύηση ασφάλειας στην Ταϊβάν και να αναγνωρίσουν τις διεκδικήσεις του Πεκίνου στο νησί. Η Ουάσινγκτον θα πρέπει επίσης να αποδεχθεί την πραγματικότητα ότι οι φιλελεύθερες αξίες της δεν είναι καθολικές και, ως εκ τούτου, να σταματήσει να παρεμβαίνει στις εσωτερικές υποθέσεις της Κίνας καταδικάζοντας τις πολιτικές του Πεκίνου στο Χονγκ Κονγκ και την [επαρχία] Σιντζιάνγκ και να μην απευθύνει ελάχιστα καλυμμένες εκκλήσεις για αλλαγή καθεστώτος.

Υπάρχει ελάχιστη πιθανότητα οι Ηνωμένες Πολιτείες να κάνουν αυτά τα βήματα. Κάτι τέτοιο θα σήμαινε την αναγνώριση του τέλους της υπεροχής των ΗΠΑ. Αυτό καθιστά την προοπτική ενός θερμού πολέμου όλο και πιο πιθανή. Σε αντίθεση με τον Ψυχρό Πόλεμο, όταν οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Σοβιετική Ένωση γενικά αποδέχθηκαν τις ευρωπαϊκές σφαίρες επιρροής η μια της άλλης, σήμερα η Ουάσινγκτον και το Πεκίνο έχουν εντελώς διαφορετικές απόψεις για το ποιος θα πρέπει να υπερισχύει στις θάλασσες της Ανατολικής Κίνας και της Νότιας Κίνας και στην Ταϊβάν.

Η κοινή γνώμη των ΗΠΑ είναι επίσης απίθανο να λειτουργήσει ως ένας έλεγχος σε αυτήν την πιθανή πορεία προς τον πόλεμο. Ιστορικά, το κατεστημένο της εξωτερικής πολιτικής της χώρας δεν ανταποκρίθηκε ιδιαίτερα στην κοινή γνώμη και πολλοί Αμερικανοί ψηφοφόροι γνωρίζουν λίγα για τις στρατιωτικές δεσμεύσεις των ΗΠΑ στο εξωτερικό και τις επιπτώσεις τους. Σε περίπτωση κινεζικής επίθεσης, ειδικά στην Ταϊβάν, το φαινόμενο «συσπείρωσης γύρω από την σημαία» και η ικανότητα της αμερικανικής κυβέρνησης να χειραγωγεί την κοινή γνώμη πιθανότατα θα εξουδετέρωναν την δημόσια αντίθεση στον πόλεμο. Οι ηγέτες των ΗΠΑ θα καταδίκαζαν το Πεκίνο ως μια αδίστακτη, επιθετική και επεκτατική κομμουνιστική δικτατορία με στόχο την καταστολή των ανθρώπων που αγαπούν την ελευθερία εντός μιας δημοκρατικής επικράτειας. Στο αμερικάνικο κοινό θα έλεγαν ότι ο πόλεμος ήταν απαραίτητος για την υπεράσπιση των παγκόσμιων αξιών των Ηνωμένων Πολιτειών. Φυσικά, όπως συνέβη με τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο, τον πόλεμο του Βιετνάμ, και τον πόλεμο στο Ιράκ, η δημόσια απογοήτευση θα ξεκινούσε αν ο πόλεμος πήγαινε άσχημα. Μέχρι τότε, ωστόσο, θα ήταν πολύ αργά.

Τα τελευταία χρόνια, πολλοί παρατηρητές -συμπεριλαμβανομένων κορυφαίων αναλυτών για την Κίνα στις Ηνωμένες Πολιτείες, όπως ο Robert Kagan και ο Evan Osnos- έχουν προτείνει ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Κίνα θα μπορούσαν, όπως το Ηνωμένο Βασίλειο και η Γερμανία το 1914, να «υπνοβατούν» προς τον [12] πόλεμο. Αν και η πορεία προς την σύγκρουση συνεχίζεται, τα μάτια όλων είναι τώρα ανοιχτά. Το πρόβλημα είναι ότι, παρόλο που οι υποστηρικτές της αυξημένης αντιπαράθεσης λένε την υπόθεσή τους δυνατά και ξεκάθαρα, η αντίθεση σε τέτοιες πολιτικές υπήρξε εκπληκτικά σιωπηλή στο πλαίσιο της εξωτερικής πολιτικής. Ένας λόγος είναι ότι πολλοί που συνήθως υποστηρίζουν πολιτικές στρατηγικής αυτοπειθαρχίας και αυτοσυγκράτησης στην εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ, έχουν γίνει, τα τελευταία χρόνια, πολύ πιο επιθετικοί όταν πρόκειται για την Κίνα. Μεταξύ μελετητών και αναλυτών που συμφωνούν γενικά ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες πρέπει να αποδεσμευτούν από τη Μέση Ανατολή (και, μερικοί λένε, ακόμη και από την Ευρώπη), λίγοι υποστηρίζουν [13] παρόμοιες στρατηγικές προσαρμογές στην Ανατολική Ασία. Αντ' αυτού, ορισμένοι σε αυτό το στρατόπεδο -ιδίως ο διακεκριμένος ρεαλιστής ακαδημαϊκός John Mearsheimer- ισχυρίζονται τώρα ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες πρέπει να αντιταχθούν στην προσπάθεια της Κίνας για περιφερειακή ηγεμονία. Αλλά αυτό το επιχείρημα βασίζεται στον γεωπολιτικό εφιάλτη που αποτέλεσε εμμονή του Βρετανού στρατηγικού στοχαστή Sir Halford Mackinder στις αρχές του εικοστού αιώνα: εάν μια μόνο δύναμη κυριαρχήσει στην ευρασιατική ενδοχώρα, θα μπορούσε να επιτύχει παγκόσμια ηγεμονία. Το επιχείρημα του Mackinder έχει πολλές αδυναμίες. Είναι το προϊόν μιας εποχής που εξισώνει την στρατιωτική δύναμη με το μέγεθος του πληθυσμού και την παραγωγή άνθρακα και χάλυβα. Η ευρασιατική απειλή είχε υπερτιμηθεί την εποχή του Μάκιντερ και εξακολουθεί να είναι [υπερτιμημένη]. Η κινεζική περιφερειακή ηγεμονία δεν είναι κάτι για το οποίο αξίζει να πάμε σε πόλεμο.