Η Κίνα δεν προσπαθεί να κυριαρχήσει στη Μέση Ανατολή | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Η Κίνα δεν προσπαθεί να κυριαρχήσει στη Μέση Ανατολή

Αλλά η απόσυρση των ΗΠΑ ίσως να της το επιτρέψει
Περίληψη: 

Η αυξανόμενη παρουσία του Πεκίνου στη Μέση Ανατολή παρακινείται λιγότερο από την επιθυμία του για ηγεμονία από όσο από τις οικονομικές ανησυχίες του και την εγχώρια πολιτική. Η εξάρτησή του από τα ορυκτά καύσιμα, σε συνδυασμό με την επιθυμία να απομονωθεί από την περιφερειακή καταισχύνη σχετικά με τη μεταχείριση των Μουσουλμάνων Ουιγούρων, οδηγεί σε μεγάλο βαθμό την προσέγγισή του.

Ο STEVEN A. COOK είναι ανώτερος συνεργάτης για Μελέτες Μέσης Ανατολής και Αφρικής στην έδρα Eni Enrico Mattei στο Council on Foreign Relations.
Ο JAMES GREEN είναι ανώτερος ερευνητικός συνεργάτης στην Πρωτοβουλία Αμερικανο-κινεζικού Διαλόγου σε Παγκόσμια Θέματα στο Πανεπιστήμιο Georgetown.

Τα τελευταία χρόνια παρατηρήθηκε μια αλλαγή παραδείγματος στην εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ. Η Μέση Ανατολή δεν είναι πλέον η κορυφαία προτεραιότητα της Ουάσινγκτον. Η Ουάσινγκτον μείωσε σημαντικά τον αριθμό των αμερικανικών στρατευμάτων στο Ιράκ και ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Τζο Μπάιντεν, δεσμεύτηκε να επικεντρωθεί σε έναν μικρό αριθμό σκοπών στην περιοχή. Καθώς αυτή η περισυλλογή έχει προχωρήσει, αναλυτές, αρθρογράφοι, και εκλεγμένοι ηγέτες έχουν προειδοποιήσει ότι η Κίνα είναι έτοιμη να πάρει την θέση των Ηνωμένων Πολιτειών σε ένα μέρος του κόσμου όπου η Ουάσιγκτον ήταν από καιρό κυρίαρχη. Στη Μέση Ανατολή, όπως κι αλλού, υποστηρίζει το επιχείρημα, οι Ηνωμένες Πολιτείες πρέπει να αντισταθμίσουν την στρατιωτική ισχύ, την οικονομική επιρροή, και την ιδεολογία της Κίνας σε κάθε στροφή, μήπως το Πεκίνο αντικαταστήσει την Ουάσινγκτον ως η κατεξοχήν παγκόσμια υπερδύναμη.

12082021-1.jpg

Ο υπουργός Εξωτερικών της Κίνας, Wang Yi, και ο υπουργός Εξωτερικών του Ιράν, Mohammad Javad Zarif, στην Τεχεράνη, στο Ιράν, τον Μάρτιο του 2021. Majid Asgaripour / WANA News Agency / Reuters
-------------------------------------------------------

Ακόμη και ενώ οι Ηνωμένες Πολιτείες αποχωρούν από τη Μέση Ανατολή, ορισμένοι στην κοινότητα της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής πιστεύουν ότι η περιοχή θα είναι μεταξύ των τόπων όπου θα διεξαχθεί ο λεγόμενος ανταγωνισμός μεγάλων δυνάμεων μεταξύ Ουάσινγκτον και Πεκίνου. Αυτοί οι αναλυτές αναφέρουν τις επενδύσεις της Κίνας στην περιοχή, τις διμερείς εμπορικές της συμφωνίες με περιφερειακές δυνάμεις, την στρατιωτική βάση της στο Τζιμπουτί, και τους ολοένα και πιο στενούς δεσμούς του Πεκίνου με το Ιράν ως απόδειξη νέων και επικίνδυνων απειλών για την ασφάλεια των ΗΠΑ. Σε συμφωνία με αυτήν την άποψη, οι μελετητές Michael Doran και Peter Rough υποστήριξαν [1] ότι η «αδίστακτη» επιθυμία της Κίνας για πρόοδο στην περιοχή συμβάλλει σε έναν ευρύτερο κίνδυνο να χάσουν οι Ηνωμένες Πολιτείες τον έλεγχο του διεθνούς συστήματος γενικά.

Ωστόσο, οι ισχυρισμοί αυτοί βασίζονται σε ελάχιστα στοιχεία. Οι αμερικανικές αντιλήψεις για τον ρόλο της Κίνας στη Μέση Ανατολή συχνά διαμορφώνονται περισσότερο από την εμπειρία της ίδιας της Ουάσινγκτον εκεί -που καθορίζεται από στρατιωτικές συμμαχίες και ένοπλες επεμβάσεις- παρά από την πραγματική κινεζική συμπεριφορά. Στην πραγματικότητα, η αυξανόμενη παρουσία του Πεκίνου παρακινείται λιγότερο από την επιθυμία του για ηγεμονία από όσο από τις οικονομικές ανησυχίες του και την εγχώρια πολιτική. Η εξάρτησή του από τα ορυκτά καύσιμα, σε συνδυασμό με την επιθυμία να απομονωθεί από την περιφερειακή καταισχύνη σχετικά με τη μεταχείριση των Μουσουλμάνων Ουιγούρων, οδηγεί σε μεγάλο βαθμό την προσέγγισή του.

Η στρατηγική της Κίνας απέχει πολύ από το να έχει παγιωθεί, και μια παγκόσμια οικονομική καταστροφή ή μια γεωπολιτική κατάρρευση θα μπορούσε να ωθήσει το Κινεζικό Κομμουνιστικό Κόμμα να επανεξετάσει την τρέχουσα προσέγγισή του. Όμως, το γεγονός παραμένει ότι το Πεκίνο διατηρεί σχέσεις με χώρες που πλήττονται από εσωτερικές και εξωτερικές συγκρούσεις τις τελευταίες δύο δεκαετίες -συμπεριλαμβανομένων του Αφγανιστάν, της Μιανμάρ, και του Σουδάν- και πιθανότατα θα συνεχίσει να επιδεικνύει υψηλή ανοχή στην βία και την αστάθεια στη Μέση Ανατολή. Η Κίνα μπορεί και πάλι να καταλήξει η κυρίαρχη δύναμη στην περιοχή, αλλά αν συμβεί αυτό, θα οφείλεται λιγότερο σε οποιουσδήποτε σχεδιασμούς υψηλής στρατηγικής από την πλευρά του Πεκίνου από όσο στην αργή αλλά σταθερή απόσυρση της Ουάσινγκτον από τη Μέση Ανατολή.

ΕΙΝΑΙ Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ, ΑΝΟΗΤΕ

Τις τελευταίες δύο δεκαετίες, το Πεκίνο έχει αφιερώσει σημαντικό χρόνο και πόρους στην οικοδόμηση διπλωματικών και εμπορικών σχέσεων με όλους τους σημαντικούς παίκτες στη Μέση Ανατολή. Λίγες άλλες χώρες μπορούν να καυχηθούν για καλές σχέσεις με το Ιράν, το Ισραήλ, την Σαουδική Αραβία, και τα κράτη του Κόλπου, και αυτή η πράξη εξισορρόπησης παραμένει ένα κρίσιμο συστατικό της περιφερειακής στρατηγικής του Πεκίνου. Όταν ο Σι Τζινπίνγκ πραγματοποίησε το πρώτο του ταξίδι [2] στην περιοχή ως πρόεδρος της Λαϊκής Δημοκρατίας τον Ιανουάριο του 2016, σταμάτησε για πρώτη φορά στην Σαουδική Αραβία, όπου υπέγραψε μια ολοκληρωμένη συμφωνία στρατηγικής συνεργασίας μεταξύ Πεκίνου και Ριάντ. Στην συνέχεια πέταξε απευθείας στην Τεχεράνη και έκανε το ίδιο με το Ιράν. Η επίσκεψη του Κινέζου υπουργού Εξωτερικών, Wang Yi, στην περιοχή τον Μάρτιο -κατά την διάρκεια της οποίας επανέλαβε τετριμμένα θέματα της ρητορικής της κινεζικής εξωτερικής πολιτικής σχετικά με «σχέδια win-win», αμοιβαίο σεβασμό, και διάλογο στη Μέση Ανατολή- σηματοδοτεί την συνέχιση την προσέγγιση «φίλοι με όλους» που έχει εξυπηρετήσει το Πεκίνο τόσο καλά.