Η Κίνα δεν προσπαθεί να κυριαρχήσει στη Μέση Ανατολή | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Η Κίνα δεν προσπαθεί να κυριαρχήσει στη Μέση Ανατολή

Αλλά η απόσυρση των ΗΠΑ ίσως να της το επιτρέψει

Ταυτόχρονα, ωστόσο, το σύμφωνο του Πεκίνου με το Ιράν ήταν μια κατανοητή αντανάκλαση των οικονομικών και διπλωματικών συμφερόντων της Κίνας. Δεδομένης της ιδιότητας του Ιράν ως ενός από τους κύριους προμηθευτές πετρελαίου της Κίνας, το Πεκίνο έχει συμφέρον [6] να αποτρέψει την κατάρρευση του ιρανικού καθεστώτος υπό το βάρος της οικονομικής και διπλωματικής πίεσης των ΗΠΑ. Οι ηγέτες της Κίνας είναι επίσης πρόθυμοι να διατηρήσουν την θέση του Ιράν στην περιοχή -κρατώντας τις Ηνωμένες Πολιτείες περισπασμένες από τις εξελίξεις στον Περσικό Κόλπο και εκτός Ανατολικής Ασίας. Παρόλο που το Πεκίνο μπορεί να μην παραβλέπει τις δραστηριότητες ένοπλων ομάδων που υποστηρίζονται από το Ιράν στο Λεβάντε ή στον Κόλπο, οι Κινέζοι αξιωματούχοι δεν βλέπουν την ανάγκη να διακόψουν τις σχέσεις τους με την Τεχεράνη για τέτοια θέματα. Το Πεκίνο παραμένει επίσης ανενόχλητο από τις καταστολές του 2009 και του 2019 στο ίδιο το Ιράν -στην πραγματικότητα, υπήρξαν έγκυρες αναφορές ότι η Τεχεράνη βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στην κινεζική τεχνολογία για να κυνηγά τους εγχώριους εχθρούς της.

ΕΣΩΤΕΡΙΚΕΣ ΥΠΟΘΕΣΕΙΣ

Αλλά οι κινεζικές πολιτικές δεν αφορούν μόνο το πετρέλαιο. Στο κάτω-κάτω, η Κίνα χρησιμοποίησε επιτυχώς έναν συνδυασμό διπλωματίας, νέων επενδύσεων, και διαφοροποίησης της αγοράς για να καλύψει την αυξανόμενη εγχώρια ζήτηση για ορυκτά καύσιμα. Το αργό πετρέλαιο από τις Ηνωμένες Πολιτείες, το φυσικό αέριο από την Αυστραλία, και η εγχώρια εξόρυξη άνθρακα συμπληρώνουν τις αυξανόμενες εισαγωγές της Κίνας από τη Μέση Ανατολή. Οι επενδύσεις σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας αναπόφευκτα θα αντισταθμίσουν κάποια από την εξάρτηση της χώρας από υδρογονάνθρακες.

Έτσι, αντί να βλέπει τη Μέση Ανατολή αποκλειστικά ως πηγή ενέργειας, η Κίνα θεωρεί επίσης τους δεσμούς της ως μια διασφάλιση ενάντια σε μια εντελώς ξεχωριστή εσωτερική απειλή: το αυτονομιστικό κίνημα μεταξύ κυρίως Μουσουλμάνων Ουιγούρων στην αυτόνομη περιοχή Σιντζιάνγκ. Το Πεκίνο ξεκίνησε την βάναυση εκστρατεία καταστολής [7] εναντίον του πληθυσμού των Ουιγούρων της Κίνας μετά τις τρομοκρατικές επιθέσεις του Σεπτεμβρίου 2001 στις Ηνωμένες Πολιτείες και κλιμάκωσε αυτή την εκστρατεία μετά από μια σειρά επιθέσεων που πραγματοποίησαν Ουιγούροι αυτονομιστές στην Κίνα και τις γειτονικές χώρες το 2014 και το 2015 . Ο Σι δήλωσε το 2019 ότι «όποιος επιχειρήσει να χωρίσει οποιαδήποτε περιοχή από την Κίνα θα συντριβεί με θρυμματισμένο σώμα και οστά». Τόσο η κυβέρνηση Τραμπ όσο και η κυβέρνηση Μπάιντεν κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι η σκληρή καταστολή των Ουιγούρων από το Πεκίνο –συμπεριλαμβανομένων των αυθαίρετων φυλακίσεων, αναγκαστικών στειρώσεων, βιασμών, βασανιστηρίων, καταναγκαστικής εργασίας, και δρακόντειων περιορισμών στην ελευθερία της θρησκείας- συνιστά έγκλημα κατά της ανθρωπότητας και γενοκτονία.

Οι Κινέζοι ηγέτες ελπίζουν εδώ και καιρό ότι καλλιεργώντας στενότερους δεσμούς με καθεστώτα της Μέσης Ανατολής και της Κεντρικής Ασίας, θα μπορούσαν να αποτρέψουν την εξωτερική υποστήριξη προς τους αυτονομιστές Ουιγούρους και να καταπνίξουν τα διασυνοριακά ισλαμιστικά δίκτυα. Παρά τις σκληρές επικρίσεις από την Ουάσινγκτον, η προσέγγιση του Πεκίνου στη Μέση Ανατολή φαίνεται να λειτουργεί. Μέσω τακτικής διπλωματίας, αγορών υδρογονανθράκων, και επενδύσεων μεγάλης κλίμακας, το Πεκίνο κατάφερε με επιτυχία να αποτρέψει κυβερνήσεις και θρησκευτικές οργανώσεις σε χώρες με μουσουλμανική πλειοψηφία από το να παράσχουν υλική και ρητορική υποστήριξη στον λαό των Ουιγούρων -ή έστω και να επικρίνουν τα ακραία βήματα που έχει κάνει το Πεκίνο εναντίον τους. Πολλές από αυτές τις κυβερνήσεις και οργανώσεις έχουν απορρίψει τις καταστολές ως καθαρά εσωτερική υπόθεση. Άλλοι μάλιστα συνεργάστηκαν με την Κίνα εναντίον ακτιβιστών Ουιγούρων. Αξιωματούχοι στην Σαουδική Αραβία, την Τουρκία, και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα έχουν στοχοποιήσει και φέρεται να έχουν απελάσει Ουιγούρους κατ' εντολή του Πεκίνου.

ΣΕ ΕΠΙΦΥΛΑΚΗ

Το γεγονός ότι οι πολιτικές της Κίνας στη Μέση Ανατολή πηγάζουν κυρίως από εγχώριους οικονομικούς και πολιτικούς υπολογισμούς δεν σημαίνει ότι η Ουάσιγκτον πρέπει να μην ανησυχεί καθόλου για την κινεζική συμπεριφορά στην περιοχή. Η κινεζική ηγεσία παραμένει προσηλωμένη στον στρατιωτικό εκσυγχρονισμό και σε πλατφόρμες προβολής ισχύος που θα μπορούσαν να επηρεάσουν τη Μέση Ανατολή. Για παράδειγμα, η συμμετοχή των Κινέζων σε μια ειδική ομάδα κατά της πειρατείας στον Κόλπο του Άντεν, μπορεί να διαβαστεί ως δέσμευση για διεθνή συνεργασία -αλλά η εμπειρία θα βοηθήσει επίσης στην προετοιμασία του ναυτικού της Κίνας για μελλοντικές αποστολές μακριά από την κινεζική ακτογραμμή.

Και το Πεκίνο ξεκάθαρα δεν απεχθάνεται την στρατιωτική δράση. Από την ίδρυσή της το 1949, η Λαϊκή Δημοκρατία πολέμησε σε ένοπλες συγκρούσεις με σχεδόν όλους τους γείτονές της, από τον πόλεμο της Κορέας το 1950 έως τις πρόσφατες συνοριακές συγκρούσεις με την Ινδία. Η ανάπτυξη κινεζικών στρατιωτικών στοιχείων στην Θάλασσα της Νότιας Κίνας, την Θάλασσα της Ανατολικής Κίνας, και το Στενό της Ταϊβάν παραμένει ανησυχητική, όπως και οι προσπάθειες του Πεκίνου να υπονομεύσει τους παγκόσμιους κανόνες και θεσμούς.

Τούτου λεχθέντος, υπάρχουν ελάχιστοι λόγοι να πιστεύουμε ότι οι Κινέζοι ηγέτες θα ακολουθήσουν ένα παρόμοιο σενάριο στη Μέση Ανατολή. Το πολλών γενεών αποτύπωμα ασφάλειας της Ουάσινγκτον σε όλη την περιοχή προσελκύει ελάχιστα το Πεκίνο. Μια τέτοια ωμή προσέγγιση θα υπονόμευε τα προσεκτικά καλλιεργημένα οικονομικά και διπλωματικά επιτεύγματα της Κίνας.