Ο επιδραστικός αρχηγός | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Ο επιδραστικός αρχηγός

Πώς ο Κόλιν Πάουελ άλλαξε τις πολιτικοστρατιωτικές σχέσεις

Ομοίως, ο Πάουελ και οι αρχηγοί των Σωμάτων κατά την διάρκεια της αρχηγίας του αντιτάχθηκαν στις αλλαγές που πρότεινε ο πρόεδρος Μπιλ Κλίντον για να επιτραπεί στους ομοφυλόφιλους και στις λεσβίες να υπηρετήσουν στο στρατό, με αποτέλεσμα τον συμβιβασμό «μη ρωτάς, μη λες» (“don’t ask, don’t tell”, DADT) που ίσχυε από το 1993 έως τον κατάργησή του το 2011. Κατά την διάρκεια μιας συνέντευξης το 2010, ο Κλίντον ισχυρίστηκε ότι η πολιτική DADT που του είχε «πουλήσει» ο Πάουελ ήταν πολύ διαφορετική από εκείνη που τελικά εφαρμόστηκε, κάνοντας την κατάσταση για τους γκέι και τις λεσβίες στον στρατό «χειρότερη από ό,τι πριν». Δικαιολογώντας το DADT, τόσο ο Κλίντον όσο και ο Πάουελ ανέφεραν την υποστήριξη του Κογκρέσου για την πλήρη απαγόρευση των ομοφυλόφιλων, αλλά είναι δύσκολο να μην δούμε την αντίθεση του Πάουελ σε αυτούς να λειτουργεί ανοιχτά ως βασικός παράγοντας. Το 2009, ο γερουσιαστής John McCain, Ρεπουμπλικανός της Αριζόνα, δήλωσε ότι ο κύριος λόγος που υποστήριξε το DADT ήταν ότι ο Πάουελ το συνιστούσε εμφατικά.

Ο Πάουελ είχε επίσης επιρροή στην διαμόρφωση της συζήτησης για την χρήση βίας, η οποία έγινε ολοένα και πιο σημαντική καθώς το λεγόμενο σύνδρομο του Βιετνάμ υποχώρησε και το τέλος του Ψυχρού Πολέμου άνοιξε την πόρτα σε περισσότερες στρατιωτικές εμπλοκές των ΗΠΑ. Για πολλούς μελετητές των πολιτικοστρατιωτικών σχέσεων, το άρθρο του Πάουελ στους New York Times με τίτλο «Γιατί οι στρατηγοί γίνονται νευρικοί», [4], που δημοσιεύτηκε λιγότερο από τέσσερις εβδομάδες πριν από τις προεδρικές εκλογές του 1992, παραμένει ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα για τους τρόπους με τους οποίους ένα στρατιωτικός ηγέτης μπορεί να παγιδευτεί στα διασταυρούμενα πυρά μιας πολιτικής [προεκλογικής] εκστρατείας. Στο άρθρο, ο Πάουελ περιέγραψε την αντίθεσή του στις προτεινόμενες από τον Κλίντον χρήσεις του στρατού στην Βοσνία. Στην συνέχεια επανέλαβε την στρατηγική που προτιμούσε, για στρατιωτική αυτοσυγκράτηση σε ένα άρθρο στο Foreign Affairs [5] που κυκλοφόρησε λίγο πριν από την ορκωμοσία του Κλίντον. Η αντίθεσή του για άλλη μια φορά αποδείχθηκε κρίσιμη στην διαμόρφωση των πολιτικών που τελικά υιοθετήθηκαν, ωθώντας έναν πρώην βοηθό του Κλίντον να σημειώσει: «Όσο ο Πάουελ δεν ήθελε να βομβαρδίσει, δεν θα βομβαρδίζαμε». Ο Πάουελ υπερασπίστηκε το δημοσίευμά του με το επιχείρημα ότι είχε εγκριθεί από τον Λευκό Οίκο ενώ ήταν ακόμη πρόεδρος ο George H. W. Bush και, επομένως, ακόμη πολιτικός αρχηγός του Πάουελ. Αλλά πολλοί πολιτικο-στρατιωτικοί ειδικοί το έχουν επισημάνει ως το είδος της πολιτικής εμπλοκής που ο στρατός πρέπει να αποφεύγει, ειδικά κατά την διάρκεια μιας αμφιλεγόμενης κομματικής εκστρατείας.

Οι ιδέες που διατύπωσε στο άρθρο του στο Foreign Affairs, καθώς και στην Εθνική Στρατιωτική Στρατηγική του 1992 (1992 National Military Strategy) και αργότερα στην αυτοβιογραφία του, My American Journey, έγιναν γνωστές ως «το Δόγμα Πάουελ». Το δόγμα βασίζεται πρωτίστως σε μια αυστηρή δοκιμασία για τον καθορισμό του κατά πόσον η στρατιωτική δράση αποτελεί την σωστή πορεία: πρέπει να έχει έναν σαφή πολιτικό στόχο, να αναλαμβάνεται μόνο εάν διακυβεύεται το εθνικό συμφέρον, να είναι πάντα η έσχατη λύση -και, μόλις ξεκινήσει, να χρησιμοποιεί αποφασιστική δύναμη.

Οι επικριτές υποστηρίζουν ότι αυτές οι συνθήκες ισοδυναμούν με ένα μη ρεαλιστικό ιδανικό. Το πραγματικό πρόβλημα με το Δόγμα Πάουελ, ωστόσο, δεν είναι ο μη πρακτικός κατάλογός του, αλλά το γεγονός ότι προσφέρθηκε από έναν στρατηγό ως ένας τρόπος να περιοριστούν οι πολιτικοί ηγέτες. Όπως υποστηρίξαμε πρόσφατα [6] σε αυτές τις σελίδες, ο έλεγχος των ενόπλων δυνάμεων δεν πρέπει να θεωρείται ως μια δυαδική συνθήκη [τύπου «άσπρο-μαύρο»] αλλά θα πρέπει να μετράται σε βαθμούς. Το Δόγμα Πάουελ καταδεικνύει το πώς η στρατιωτική εκτίμηση -ειδικά όταν αναμεταδίδεται στο κοινό και δεν παρέχεται στους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής κεκλεισμένων των θυρών- μπορεί να περιορίσει και τελικά να υποβαθμίσει τον πολιτικό έλεγχο.

ΕΝΑΣ ΚΑΙ ΜΟΝΑΔΙΚΟΣ;

Η εξουσία που είχε ο Πάουελ ως αρχηγός εγείρει ένα ερώτημα που δεν έχει απαντηθεί επαρκώς τις τρεις δεκαετίες από τότε που συνταξιοδοτήθηκε: Μπορεί ένας ανώτερος στρατιωτικός ηγέτης να έχει την εξαιρετική πολιτική δεξιότητα που κατέκτησε ο Πάουελ, αλλά να μην το παρακάνει χρησιμοποιώντας την οξυδέρκειά του για να προωθήσει τα συμφέροντα του στρατού επί των προτιμήσεων των πολιτικών; Μια απάντηση σε αυτή την ερώτηση μπορεί να είναι ότι η χώρα απλώς δεν έχει δει ακόμη άλλους Πάουελ, οπότε είναι δύσκολο να είμαστε σίγουροι.

Από πολλές απόψεις, η στρατιωτική καριέρα του Πάουελ ήταν μια εξαίρεση που δεν μιμήθηκαν οι διάδοχοί του ως αρχηγοί. Ο Πάουελ πέρασε τα 19 από τα τελευταία 24 ένστολα χρόνια του στην Ουάσιγκτον. Η στρατιωτική του σταδιοδρομία, η οποία περιελάμβανε πολυάριθμες θέσεις διοίκησης που συντομεύθηκαν ώστε τον τοποθετήσουν σε ανώτερες θέσεις εντός του Beltway [στμ: της Ουάσινγκτον], θα ήταν πρωτόγνωρη στον σημερινό στρατό των ΗΠΑ [7], ο οποίος δίνει κίνητρα για υπηρεσία σε τακτικό επίπεδο και στον οποίο οι τοποθετήσεις στην Ουάσιγκτον αντιμετωπίζονται με καχυποψία. Καθώς οι σημερινοί στρατηγοί τριών και τεσσάρων αστέρων παρακολουθούν την αναταραχή που σημάδεψε την αρχηγία του στρατηγού Mark Milley, πολλοί ίσως να καταλήξουν στο συμπέρασμα ότι η αποφυγή της πολιτικής με κάθε κόστος παραμένει απείρως προτιμότερη από την προσπάθεια να ελιχθεί κάποιος σε αυτήν. Από αυτή την άποψη, ο Πάουελ παραμένει μια προσωπικότητα που πολλοί ανώτεροι αξιωματικοί ειδωλοποιούν, αλλά λίγοι φαίνονται πρόθυμοι ή ικανοί να μιμηθούν.