Πού κάνει λάθος η νέα εστίαση στην Κίνα | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Πού κάνει λάθος η νέα εστίαση στην Κίνα

Η ανάσχεση απαιτεί ισορροπία

Το 2019, ο ασκών καθήκοντα υπουργού Άμυνας των ΗΠΑ, Πάτρικ Σάναχαν, μίλησε εξ’ ονόματος πολλών στην Ουάσιγκτον, όταν θερμοπαρακαλούσε το Πεντάγωνο να εστιάσει στην «Κίνα, Κίνα, Κίνα». Πράγματι, αν υπάρχει μια ομοφωνία μεταξύ των υπεύθυνων χάραξης πολιτικής και των πολιτικών ηγετών των ΗΠΑ, είναι ότι η Κίνα αντιπροσωπεύει την κορυφαία στρατηγική πρόκληση των Ηνωμένων Πολιτειών και ότι η Ουάσιγκτον υστερεί θλιβερά στην ανάλογη ανακατεύθυνση των ενεργειών της.

04112021-1.jpg

Οι σημαίες των ΗΠΑ και της Κίνας στην Βοστώνη, τον Νοέμβριο του 2021. Brian Snyder / Reuters
------------------------------------------------------

Η νέα αποφασιστικότητα είναι, σε μεγάλο βαθμό, ένα χρήσιμο διορθωτικό μέτρο για όλα τα χρόνια ανεπαρκούς εστίασης στην Κίνα. Δεδομένου του παγκόσμιου οικονομικού μεγέθους του, των ταχέως αναπτυσσόμενων στρατιωτικών δυνατοτήτων του, των ανελεύθερων αξιών του, και της αυξανόμενης αυτοπεποίθησής του, το Πεκίνο αποτελεί τρομερό μακροπρόθεσμο κίνδυνο για την ασφάλεια και την ελευθερία της Αμερικής. Αναμφισβήτητα, μια πιο ολοκληρωμένη προσέγγιση από τις ΗΠΑ είναι επιβεβλημένη. Στην βιασύνη να αντιμετωπίσει την αμέλειά της, ωστόσο, η Ουάσιγκτον κινδυνεύει να κάνει μια διαφορετική γκάφα: να εντάξει όλη την εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ στην σινοαμερικανική αντιπαλότητα. Ήδη, σε αρκετά μέρη του κόσμου στρατεύματα έχουν αποσυρθεί, η περιφερειακή διπλωματία έχει επανακαθοριστεί, και τα εργαλεία των πληροφοριών των ΗΠΑ έχουν ανακατευθυνθεί, όλα στο όνομα μιας πιο σθεναρής στάσης απέναντι στην Κίνα.

Αλλά οι Ηνωμένες Πολιτείες είναι μια παγκόσμια δύναμη, όχι μια περιφερειακή, και η Κίνα δεν είναι σε καμία περίπτωση το μόνο πρόβλημα που αντιμετωπίζουν. Ούτε τα διαρκή αμερικανικά συμφέροντα πέραν του Ινδο-Ειρηνικού απορρέουν απλώς από τον αυξανόμενο ανταγωνισμό με την Κίνα. Είναι απαραίτητο για την Ουάσιγκτον να δώσει προτεραιότητα στην Κίνα χωρίς να επιτρέψει σε αυτή την εστίαση να βλάψει άλλα συμφέροντα και προτεραιότητες. Η ισορροπία, αντί να κλίνει πολύ προς μια κατεύθυνση, θα πρέπει να γίνει το σύνθημα.

Η τάση να ευνοείται ένα μόνο ζήτημα επανεμφανίζεται περιοδικά στην εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ. Οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής και οι πολιτικοί, που συχνά υποστηρίζονται από μια ζωηρή ομοφωνία, μεγεθύνουν σοβαρές, βάσιμες απειλές –τον κομμουνισμό, την τρομοκρατία, τώρα την Κίνα- με τρόπο που εκτοπίζει την προσοχή που απαιτείται για την αντιμετώπιση άλλων προτεραιοτήτων και συμφερόντων. Όταν πρόκειται για την μετατόπιση στρατιωτικών πόρων, διπλωματικής ενέργειας, και προσήλωσης σε επίπεδο ηγετών από άλλα θέματα στην Κίνα, οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής θα πρέπει να είναι επιφυλακτικοί ως προς το αφηρημένο καθήκον να «κάνουν περισσότερα». Αγνοώντας τις συνέπειες για τα συμφέροντα των ΗΠΑ σε άλλες περιοχές του κόσμου, η προσέγγιση όλα για την Κίνα κινδυνεύει να υπονομεύσει, αντί να ενισχύσει, την διεθνή τάξη στην οποία ηγούνται οι ΗΠΑ.

Η ΠΛΑΝΗ ΤΟΥ ΕΝΟΣ ΖΗΤΗΜΑΤΟΣ

Δεν είναι δύσκολο να βρει κάποιος στοιχεία για την αυξανόμενη κυριαρχία της Κίνας στην εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ, η οποία διαπερνά κόμματα και κυβερνήσεις. Η Στρατηγική Εθνικής Άμυνας (National Defense Strategy) του προέδρου Ντόναλντ Τραμπ, το 2018, περιέγραψε μια Κίνα που «επιδιώκει βραχυπρόθεσμα την περιφερειακή ηγεμονία του Ινδο-Ειρηνικού» και «την παγκόσμια υπεροχή στο μέλλον» και έδωσε προτεραιότητα στον μακροπρόθεσμο ανταγωνισμό. Πέρυσι, κορυφαίοι αξιωματούχοι της κυβέρνησης Τραμπ έκαναν ομιλίες με σαφές πρότυπο το «Μακρό Τηλεγράφημα» του Τζορτζ Κέναν, της κλασικής διαμόρφωσης της πολιτικής των ΗΠΑ από τον Αμερικάνο διπλωμάτη για τον περιορισμό της Σοβιετικής Ένωσης, αλλά με μια σημαντική διαφορά: «Η Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας», είπε [1] ο Λευκός Οίκος του Τραμπ «είναι πιο ικανός ανταγωνιστής από την Σοβιετική Ένωση στο απόγειό της».

Η Κίνα είναι ακόμη πιο προεξάρχουσα στην κυβέρνηση του προέδρου Τζο Μπάιντεν. Ήταν η κύρια εστίαση της Ενδιάμεσης Στρατηγικής Καθοδήγησης Εθνικής Ασφάλειας (Interim National Security Strategic Guidance) και υπήρξε κεντρικό θέμα της διπλωματίας των ΗΠΑ στις συνόδους κορυφής του G-7, της Ευρωπαϊκής Ένωσης, του ΝΑΤΟ, και του Τετραμερούς Διαλόγου για την Ασφάλεια (Quadrilateral Security Dialogue). Η νέα τριμερής συμφωνία ασφαλείας AUKUS (Αυστραλία-Ηνωμένο Βασίλειο-Ηνωμένες Πολιτείες) χαιρετίστηκε από τους περισσότερους παρατηρητές στην Ουάσιγκτον ως ένα σημαντικό βήμα προς τα εμπρός στην πολιτική για την Κίνα, ακόμη και όταν οδήγησε σε νέες εντάσεις με την σύμμαχο στο ΝΑΤΟ, Γαλλία. Ο Μπάιντεν έχει πει ότι ο Κινέζος πρόεδρος, Σι Τζινπίνγκ, «είναι απόλυτα σοβαρός στο να γίνει το πιο σημαντικό, σπουδαίο έθνος στον κόσμο». Λέγεται στο Πεντάγωνο ότι η Κίνα είναι η «επερχόμενη απειλή», ενώ ο υπουργός Εξωτερικών, Άντονι Μπλίνκεν, περιγράφει τις σχέσεις των ΗΠΑ μαζί της ως «την μεγαλύτερη γεωπολιτική δοκιμασία» του 21ου αιώνα. Προχωρώντας παραπέρα, ο υφυπουργός χάραξης πολιτικής στο Υπουργείο Άμυνας των ΗΠΑ έχει περιγράψει την στρατηγική για την Κίνα ως ότι περιλαμβάνει όχι μόνο ένα στοιχείο εθνικής ισχύος, ή ακόμα και το σύνολο της κυβέρνησης των ΗΠΑ, αλλά μάλλον «μια προσέγγιση ολόκληρης της κοινωνίας [2]».

Γενικά, τέτοιες πολιτικές και δηλώσεις διατυπώνουν χρήσιμα την πρόκληση της Κίνας, ξεφεύγοντας από προηγούμενες προσεγγίσεις που αποσκοπούσαν στον μετασχηματισμό της κινεζικής συμπεριφοράς παρά στο να απαντούν σε αυτήν. Το πρόβλημα δεν είναι ο τόνος ή η συνολική κατεύθυνση της νέας στάσης, αλλά ό,τι αποκλείει: άλλες, μη κινεζικές προκλήσεις και άλλα συμφέροντα των ΗΠΑ εκτός της περιοχής του Ινδο-Ειρηνικού. Αυτά, επίσης, είναι σημαντικά σε έναν κόσμο που χαρακτηρίζεται από πολλαπλές απειλές σε πολλούς τομείς.

Η σπουδή για την Κίνα [3] έχει ισχυρά προηγούμενα στην εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ. Σε διάφορες περιπτώσεις κατά την διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου και τις δεκαετίες που ακολούθησαν, εμφανίστηκε γρήγορα μια αμερικανική συναίνεση γύρω από μια στρατηγική πρόκληση που ξαφνικά θεωρείται ότι είναι πρωταρχικής σημασίας σε σχέση με όλες τις άλλες. Σύμφωνα με τη μόνιμη επωδό, οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής χαρακτηρίζουν άσκοπες και αναποτελεσματικές τις πρόσφατες δεσμεύσεις των ΗΠΑ αλλού και είναι αποφασισμένοι να ξεκινήσουν άμεσα μια εθνική προσπάθεια μεγάλης κλίμακας για την αντιμετώπιση της κυρίαρχης απειλής που συγκέντρωσε κρυφά δύναμη ενώ η Ουάσιγκτον κοιτούσε αλλού.

Στα χρόνια μετά την εκτόξευση του Sputnik, η σοβιετική απειλή φάνηκε τόσο εκτεταμένη που οδήγησε τους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής να δουν την ασφάλεια των ΗΠΑ ως εξαρτημένη, εν μέρει, από την παρέμβαση για την αντιμετώπιση των κομμουνιστών στην εσωτερική πολιτική δεκάδων χωρών, από το Λάος μέχρι την Αγκόλα, και ως την Γρενάδα. Ομοίως, μετά τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου, οι Ηνωμένες Πολιτείες κήρυξαν παγκόσμιο «πόλεμο κατά της τρομοκρατίας», μετατοπίζοντας σημαντικά διπλωματικά και στρατιωτικά εργαλεία και πηγές πληροφοριών από την εστίαση στην Κίνα και την Ρωσία προκειμένου να αντιμετωπίσουν τις τρομοκρατικές απειλές σε κάθε περιοχή. Ο αντικομμουνισμός και η αντιτρομοκρατία ήταν οι σωστές προσεγγίσεις, αλλά η δυσανάλογη εστίαση σε αυτές οδήγησε τους Αμερικανούς πολιτικούς να αγνοήσουν άλλα επιτακτικά ζητήματα ή να τα δουν ως απλώς παρελκόμενα της πρωταρχικής στρατηγικής προτεραιότητας.

Σήμερα η Ουάσιγκτον ρισκάρει ένα παρόμοιο φαινόμενο με την πολιτική της για την Κίνα. Ήδη κατά την διάρκεια της διακυβέρνησης Τραμπ, οι Ηνωμένες Πολιτείες προσπάθησαν να αποσύρουν στρατεύματα από την Γερμανία, να απομακρύνουν δυναμικό συλλογής πληροφοριών από τις γαλλικές αντιτρομοκρατικές επιχειρήσεις στην Αφρική, και να μειώσουν την εμπλοκή τους στη Μέση Ανατολή, προκειμένου να αυξήσουν τους πόρους των ΗΠΑ στον Ινδο-Ειρηνικό. Και μεταξύ των πρωταρχικών συλλογισμών για την αποχώρηση του Μπάιντεν [4] από το Αφγανιστάν ήταν η απελευθέρωση πόρων για την Κίνα. Είναι ενδεικτικό ότι ο αρχηγός του Γενικού Επιτελείου, περιγράφοντας μια πρόσφατη κινεζική δοκιμή υπερηχητικών όπλων, την παρομοίασε με μια «στιγμή Σπούτνικ».

ΡΙΣΚΑ ΣΕ ΑΛΛΑ ΜΕΡΗ

Οι επικριτές της νέας συναίνεσης για την Κίνα στην Ουάσιγκτον την έχουν περιγράψει [5] ως υπερμεγεθυμένη απειλή, υποστηρίζοντας ότι μια πιο ήπια προσέγγιση που βασίζεται στην συνεργασία και στα κοινά συμφέροντα θα αποφέρει καλύτερα αποτελέσματα. Αυτό είναι κοντόφθαλμο. Το πρόβλημα με τη νέα έμφαση δεν είναι η αξιολόγησή της για τις κινεζικές δυνατότητες και προθέσεις, αλλά ότι —όπως στον Ψυχρό Πόλεμο και στον πόλεμο κατά της τρομοκρατίας— απειλεί να παραγκωνίσει ζωτικές ανησυχίες που αφορούν άλλες χώρες και άλλα θέματα.

Δεν είναι η Κίνα αλλά η Ρωσία, για παράδειγμα, που αποτελεί την κύρια τρέχουσα απειλή [6] για τους δημοκρατικούς θεσμούς στις Ηνωμένες Πολιτείες και την Ευρώπη. Από τα πρώτα χρόνια αυτού του αιώνα, ομάδες που υποστηρίζονται από την ρωσική κυβέρνηση έχουν αναμειχθεί δύο φορές στις προεδρικές εκλογές των ΗΠΑ και έχουν εξαπολύσει κυβερνοεπιθέσεις, εκστρατείες παραπληροφόρησης, και άλλες μορφές παρέμβασης σε περίπου 27 διαφορετικές χώρες. Ωστόσο, μέχρι τώρα δεν υπήρξε καμία συλλογική προσπάθεια για την υπεράσπιση των δημοκρατικών πολιτικών συστημάτων έναντι της ρωσικής διείσδυσης, ακόμη και μεταξύ των πολλών χωρών που έχουν υποστεί ευθεία παρέμβαση στις εκλογές τους.

Εν τω μεταξύ, οι Ηνωμένες Πολιτείες αντιμετωπίζουν μια αυξανόμενη κρίση στα νότια σύνορά τους. Ενώ το Μεξικό συνεχίζει να δυσκολεύεται με τα δικά του οικονομικά προβλήματα και τα προβλήματα ασφάλειας, η κυβέρνηση Μπάιντεν έχει αντιμετωπίσει ένα νέο κύμα μεταναστών από την Λατινική Αμερική και την Αϊτή που προσπαθούν να περάσουν από το Μεξικό στις Ηνωμένες Πολιτείες. Ωστόσο, η Ουάσιγκτον έχει καταβάλει πολύ περισσότερες προσπάθειες για να αντιμετωπίσει την «Πρωτοβουλία Μια Ζώνη Μια Οδός» (Belt and Road Initiative) της Κίνας [7] παρά να εκπονήσει μια συνεκτική στρατηγική με χώρες όπως το Ελ Σαλβαδόρ, η Γουατεμάλα, και η Ονδούρα για τον περιορισμό της ροής των μεταναστών.

Ακόμη και σε τομείς όπως η τεχνολογία και η καινοτομία, η Κίνα δεν είναι ο μόνος ανταγωνιστής των Ηνωμένων Πολιτειών. Οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής ανησυχούν όλο και περισσότερο για την πιθανότητα η Κίνα να θέσει οικονομικά και τεχνολογικά πρότυπα από τα οποία θα εξαρτώνται οι Αμερικάνοι. Αλλά ακόμη και χώρες που έχουν γενικά την ίδια νοοτροπία όπως η Ινδία και ορισμένοι από τους συμμάχους μας στην Ευρώπη υιοθετούν προσεγγίσεις στο εμπόριο και την τεχνολογία που συγκρούονται με τις αμερικανικές θέσεις. Αυτές οι άλλες χώρες απαιτούν επίσης την δέσμευση των ΗΠΑ.

ΙΣΟΡΡΟΠΙΑ, ΙΣΟΡΡΟΠΙΑ, ΙΣΟΡΡΟΠΙΑ

Για να είμαστε δίκαιοι, ακόμη και τα πιο ένθερμα «γεράκια» για την Κίνα δεν ζητούν από τις Ηνωμένες Πολιτείες να εγκαταλείψουν άλλες περιοχές υπέρ του Ινδο-Ειρηνικού. Ωστόσο, οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής και οι πολιτικοί ηγέτες έχουν καταστήσει σαφές ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες αποσύρονται από περιοχές στις οποίες είχαν μακρόχρονα στρατηγικά συμφέροντα. Με την πρόσφατη αποδέσμευση του Τραμπ από την Ευρώπη και την Αφρική και του Μπάιντεν από το Αφγανιστάν και τη Μέση Ανατολή, οι απαρχές μιας μονόπλευρης εξωτερικής πολιτικής είναι ευδιάκριτες. Και η εμπειρία των τελευταίων 70 ετών υποδηλώνει ότι μια μη ισορροπημένη δέσμευση στον κόσμο μπορεί να οδηγήσει σε καταστροφικές συνέπειες.

Στην προσέγγιση των ΗΠΑ για την Κίνα, υπάρχουν δύο κυρίαρχοι λόγοι για να επιδιώξουμε μεγαλύτερη ισορροπία με άλλα συμφέροντα. Πρώτα είναι τα κόστη ευκαιρίας μιας στροφής προς την Ασία.

Δεδομένης της ανόδου του Πεκίνου, είναι απολύτως λογικό για τους Αμερικανούς διαμορφωτές πολιτικής να επιδιώξουν να αφιερώσουν σε αυτή την πρόκληση νέους διπλωματικούς, οικονομικούς, και στρατιωτικούς πόρους. Σχεδόν σε κάθε περίπτωση, ωστόσο, μια τέτοια πρόσθετη δέσμευση έχει ως τίμημα τη μικρότερη προσοχή σε άλλες περιοχές. Κατά τον εντοπισμό των πόρων που θα μπορούσαν να αντληθούν, οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής θα πρέπει να είναι σε θέση να αποδείξουν ότι τα οφέλη τού να γίνουν περισσότερα στην Κίνα και τον Ινδο-Ειρηνικό υπερτερούν του πιθανού κόστους του να γίνουν λιγότερα αλλού. Και όταν ο υπολογισμός υποδεικνύει ότι μια αλλαγή προτεραιοτήτων είναι δικαιολογημένη, η απόφαση θα πρέπει να λαμβάνεται με όσο το δυνατόν μεγαλύτερη ακρίβεια —με βάση ένα συγκεκριμένο σύνολο εργαλείων πολιτικής ή στρατιωτικών αναπτύξεων— και όχι στην αφηρημένη βάση ότι το να γίνονται περισσότερα είναι καλύτερο.

Σκεφτείτε την προσπάθεια των ΗΠΑ, το 2020, να μετακινήσουν στην περιοχή του Ινδο-Ειρηνικού κάποιους από τους περίπου 5.000 στρατιώτες τους που ήταν τοποθετημένοι στην Αφρική. Μια τέτοια κίνηση ήταν απολύτως συνεπής με μια προσέγγιση «πρώτα η Κίνα» και με την έμφαση που έδινε η κυβέρνηση Τραμπ στον ανταγωνισμό των μεγάλων δυνάμεων. Και όμως η υποστήριξη των ΗΠΑ —συμπεριλαμβανομένων των εργαλείων πληροφοριών και αναγνώρισης— ήταν κρίσιμη για τις γαλλικές επιχειρήσεις ασφαλείας στο Σαχέλ. Είναι εξαιρετικά απίθανο τα οφέλη μιας μετρίως αυξημένης παρουσίας στον Ινδο-Ειρηνικό να αξίζουν την αποχώρηση από ένα σημαντικό μέτωπο των Δυτικών αντιτρομοκρατικών προσπαθειών.

Η αποχώρηση των ΗΠΑ από το Αφγανιστάν αποτελεί ένα άλλο παράδειγμα. Οι περίπου 2.500 στρατιώτες των ΗΠΑ στο Αφγανιστάν κατά την διάρκεια της προεδρίας Μπάιντεν θα έχουν μικρό αντίκτυπο στην ισορροπία δυνάμεων στον Ινδο-Ειρηνικό, ακόμα κι αν τελικά αναδιαταχθούν όλοι ανατολικά. Αλλά στο Αφγανιστάν έκαναν την διαφορά μεταξύ μιας δημοκρατικής κυβέρνησης και της κυριαρχίας των Ταλιμπάν. Η αποχώρηση των ΗΠΑ, που έγινε εν μέρει στο όνομα της εκ νέου εστίασης στην Κίνα, φαίνεται πιθανό να αφήσει στον απόηχο της μια σημαντικά αυξημένη τρομοκρατική απειλή. Η υπεράσπιση της Ασίας ενάντια στην κινεζική ηγεμονία είναι σημαντική, αλλά η προστασία των Αμερικανών από τρομοκρατικές επιθέσεις είναι επίσης αποφασιστικής σημασίας.

Ο δεύτερος λόγος για την διατήρηση της ισορροπίας στην εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ βρίσκεται στην καρδιά του ίδιου του ανταγωνισμού ΗΠΑ-Κίνας. Το Πεκίνο βλέπει τις Ηνωμένες Πολιτείες και την Ευρώπη ως δύο κέντρα ισχύος αντί για ένα συμμαχικό μπλοκ και έχει από καιρό επιδιώξει να βάλει προσκόμματα στην διατλαντική σχέση. Αλλά οι Ηνωμένες Πολιτείες μπορούν να ανταγωνιστούν αποτελεσματικά την Κίνα μόνο μαζί με τους εταίρους τους -όχι μόνο στην Ασία αλλά και στην Ευρώπη. Η ιδέα ενός διατλαντικού καταμερισμού έργου, στο οποίο η Ευρώπη ασχολείται με την ήπειρό της και την Μέση Ανατολή, ελευθερώνοντας τις Ηνωμένες Πολιτείες να επικεντρωθούν στον Ινδο-Ειρηνικό, είναι μακροπρόθεσμα μη βιώσιμη. Η Κίνα πρέπει να κατανοήσει ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες και οι σύμμαχοί τους είναι ενωμένοι στην αντιμετώπιση της οικονομικής και στρατιωτικής της πίεσης, και τόσο η Ευρώπη όσο και η Μέση Ανατολή χρειάζονται την ηγεσία των ΗΠΑ που θα παράσχουν αποτελεσματική μακροπρόθεσμη σταθερότητα. Ο καθορισμός προτεραιοτήτων είναι σημαντικός και μάλιστα απαραίτητος. Αλλά χωρίς ισορροπία μπορούν να κάνουν περισσότερο κακό παρά καλό.

Ταυτόχρονα, η ανανέωση της δέσμευσης των ΗΠΑ με τους συμμάχους τους μπορεί από μόνη της να βοηθήσει στην μετατόπιση των προτεραιοτήτων. Οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής των ΗΠΑ, για παράδειγμα, θα πρέπει να χαιρετίσουν την αυξανόμενη αντίδραση της Ευρώπης έναντι της Κίνας, συμπεριλαμβανομένης της πρόσφατα εκδοθείσας περιφερειακής στρατηγικής της ΕΕ που βασίζεται σε έναν «ελεύθερο και ανοιχτό Ινδο-Ειρηνικό», των ασκήσεων ελεύθερης πλοήγησης της Γαλλίας στην Θάλασσα της Νότιας Κίνας, και της «στροφής» του Ηνωμένου Βασιλείου στην Ασία. Αντί να ελαχιστοποιήσει τα οφέλη αυτών των προσπαθειών, η Ουάσιγκτον θα πρέπει να ενθαρρύνει ακόμα περισσότερες [προσπάθειες] —και να διαβεβαιώσει τους Ευρωπαίους ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες θα παραμείνουν αφοσιωμένες και στην γειτονιά τους.

ΤΑ ΑΓΝΩΣΤΑ ΜΕΛΛΟΥΜΕΝΑ

Τέλος, οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής των ΗΠΑ θα έκαναν καλά να δουν το πρόβλημα της Κίνας στις σωστές του διαστάσεις. Η Κίνα μπορεί να φαίνεται σε πολλούς στην Ουάσιγκτον σήμερα ως η πιο σημαντική πρόκληση εθνικής ασφάλειας που αντιμετωπίζουν οι Ηνωμένες Πολιτείες, μια πρόκληση που δεν έχει εύκολες λύσεις και είναι πιθανό να διαρκέσει πολύ στο μέλλον. Ωστόσο, με την προσοχή τους στην Κίνα, οι Ηνωμένες Πολιτείες κινδυνεύουν να παραβλέψουν τις οξείες απειλές σε άλλα μέρη του κόσμου. Όπως είπε ο πρώην υπουργός Άμυνας, Ρόμπερτ Γκέιτς, «στα 40 χρόνια από το Βιετνάμ, έχουμε ένα τέλειο ιστορικό στο να προβλέπουμε πού θα χρησιμοποιήσουμε στρατιωτική δύναμη στην συνέχεια. Δεν το βρήκαμε σωστά ούτε μια φορά». Η μετριοφροσύνη σχετικά με την ικανότητά μας να προβλέψουμε την επόμενη απειλή είναι ένας ακόμη λόγος για να διατηρήσουμε μια παρουσία εθνικής ασφάλειας των ΗΠΑ σε πολλές περιοχές και ζητήματα ταυτόχρονα.

Υπάρχει μια βαθιά ειρωνεία στην ιδιαίτερη εστίαση της Ουάσιγκτον στην Κίνα σήμερα. Αντί για μια παγκόσμια δύναμη, οι Ηνωμένες Πολιτείες μοιάζουν όλο και περισσότερο με μια περιφερειακή δύναμη που είναι ανήμπορη να κυνηγήσει πολλαπλά συμφέροντα ταυτόχρονα. Την στιγμή που η Κίνα φιλοδοξεί να αποκτήσει παγκόσμια επιρροή, οι Ηνωμένες Πολιτείες φαίνεται να απομακρύνονται από την παγκόσμια σκηνή για να αφοσιωθούν στον Ινδο-Ειρηνικό, πάνω από όλες τις άλλες περιοχές. Μόνο εξισορροπώντας την κινεζική απειλή με τα συμφέροντά τους σε άλλες περιοχές και ζητήματα μπορούν οι Ηνωμένες Πολιτείες να ανταγωνιστούν αποτελεσματικά την κινεζική ισχύ —και να ενισχύσουν την δική τους θέση στον κόσμο.

Σύνδεσμοι:
[1] https://trumpwhitehouse.archives.gov/briefings-statements/president-trum...
[2] https://twitter.com/DOD_Policy/status/1402385743834664961
[3] https://www.foreignaffairs.com/articles/china/2021-10-19/inevitable-riva...
[4] https://www.foreignaffairs.com/articles/afghanistan/2020-02-10/how-good-...
[5] https://www.foreignaffairs.com/articles/china/2019-12-06/new-china-scare
[6] https://www.foreignaffairs.com/articles/russia-fsu/2021-06-14/how-biden-...
[7] https://www.foreignaffairs.com/articles/china/2019-05-22/demystifying-be...

Copyright © 2021 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved.

Στα αγγλικά: https://www.foreignaffairs.com/articles/china/2021-11-02/what-new-china-...

Μπορείτε να ακολουθείτε το «Foreign Affairs, The Hellenic Edition» στο TWITTER στην διεύθυνση www.twitter.com/foreigngr αλλά και στο FACEBOOK, στην διεύθυνση www.facebook.com/ForeignAffairs.gr και στο linkedin στην διεύθυνση https://www.linkedin.com/company/foreign-affairs-the-hellenic-edition