Ο άλλος πόλεμος της Σαουδικής Αραβίας στην Υεμένη | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Ο άλλος πόλεμος της Σαουδικής Αραβίας στην Υεμένη

Η επί δεκαετίες επίθεση στην υεμενική οικονομία

Οι φόβοι των Σαουδαράβων για το παράδειγμα που θα μπορούσε να δώσει η Υεμένη στην περιοχή έφθασαν στο απόγειό τους με την ενοποίηση της χώρας το 1990 και την δημιουργία μιας πολυκομματικής δημοκρατίας σε μια περιοχή που διοικείτο από οικογενειακές απολυταρχίες. Συγκεκριμένα, οι Σαουδάραβες ανησυχούσαν ότι ο νότιος γείτονάς τους μπορούσε να γίνει καταφύγιο για ομάδες της αντιπολίτευσης. Για να αποτρέψουν αυτό το ενδεχόμενο, οι Σαουδάραβες προσπάθησαν να αποδυναμώσουν το νέο κράτος της Υεμένης περιορίζοντας το οικονομικά. Και η κυβέρνηση της Υεμένης, με ένα ατυχές παραστράτημα, βοήθησε αυτή την εκστρατεία μετά την εισβολή του ιρακινού προέδρου, Σαντάμ Χουσεΐν, στο Κουβέιτ.

ΠΟΥΘΕΝΑ ΝΑ ΣΤΡΑΦΕΙ

Εκείνη την εποχή, η Υεμένη κατείχε μια θέση στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ και ο αντιπρόσωπός της ψήφισε κατά της έγκρισης χρήσης βίας «με όλα τα απαραίτητα μέσα» για την απελευθέρωση του Κουβέιτ από την ιρακινή κατοχή τον Νοέμβριο του 1990. Αυτή η σιωπηρή υποστήριξη προς το καθεστώς του Σαντάμ πήγαζε από την μακρά ιστορία οικονομικής και στρατιωτικής συνεργασίας της Υεμένης με το Ιράκ —μια σχέση που επισημοποιήθηκε το 1989 με την δημιουργία του Συμβουλίου Αραβικής Συνεργασίας (Arab Cooperation Council - ACC), μιας συμμαχίας που αποτελείτο από την Αίγυπτο, το Ιράκ, την Ιορδανία, και την Υεμένη και παρουσίασε τον εαυτό της ως περιφερειακή εναλλακτική στο ελιτίστικο GCC.

Η ψήφος της Υεμένης ήταν, όπως παρατήρησε ο υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ, Τζέιμς Μπέικερ, ένα από τα πιο ακριβά λάθη της χώρας. Οι Ηνωμένες Πολιτείες, η Παγκόσμια Τράπεζα, και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο διέκοψαν αμέσως τα προγράμματα βοήθειας προς την Υεμένη. Μεταξύ των κρατών του Κόλπου, η Σαουδική Αραβία [3] και άλλοι γείτονες ανακάλεσαν το ειδικό καθεστώς που είχε χορηγηθεί στους Υεμενίτες μετανάστες εργάτες, εκδιώκοντας ουσιαστικά 880.000 Υεμενίτες εργαζόμενους. Αν και η εκδίωξή τους έγινε ως αντίδραση στην στάση της Υεμένης υπέρ του Σαντάμ, ήταν επίσης το αποκορύφωμα της σταδιακής μετάβασης της Σαουδικής Αραβίας μακριά από το εργατικό δυναμικό της Υεμένης. Οι απελαθέντες μετανάστες επέστρεψαν στην πατρίδα τους, με εκτιμώμενο ποσοστό ανεργίας 30% έως 40%, χωρίς κατάρτιση για άλλο επάγγελμα και χωρίς επαρκή στέγαση, με αποτέλεσμα μια ανθρωπογενή προσφυγική κρίση.

Η απώλεια των εμβασμάτων απείλησε με διάλυση την οικονομία της Υεμένης. Ευτυχώς, η ανακάλυψη πετρελαίου στην Υεμένη στα τέλη της δεκαετίας του 1980 και η αξιοποίησή του κατά την δεκαετία του 1990 εισήγαγαν μια νέα πηγή εσόδων στο κράτος της Υεμένης. Η μετάβαση του κρατικού ταμείου από τα εμβάσματα των εργαζομένων στα έσοδα από το πετρέλαιο, ωστόσο, επέτεινε τις υπάρχουσες κοινωνικοοικονομικές αντιθέσεις και επιδείνωσε την βαθιά ανισότητα. Η πλειοψηφία του εργατικού δυναμικού της Υεμένης παρέμεινε αναξιοποίητη, αποξενωμένη, και φτωχοποιημένη, ενώ ένα μικρό τμήμα της πολιτικής ελίτ της Υεμένης επωφελήθηκε από την κάνουλα των πετρελαϊκών εσόδων. Η ενδημική διαφθορά και η οικονομική κακοδιαχείριση, επιπλέον, σήμαιναν ότι τα ήδη λιγοστά κρατικά κονδύλια που διένειμε η κυβέρνηση για την κοινωνική και οικονομική ανάπτυξη χρησιμοποιούνταν συχνά για την πολιτική πατρωνία παρά για επενδύσεις σε υποδομές.

Η οικονομική απόγνωση και τα σχετικά διάτρητα σύνορα 800 μιλίων με την Σαουδική Αραβία οδήγησαν τεράστιους αριθμούς Υεμενιτών εργαζομένων χωρίς έγγραφα να εισέλθουν στο βασίλειο. Οι Σαουδάραβες αξιωματούχοι έκλειναν σε μεγάλο βαθμό τα μάτια στους μετανάστες εργάτες, οι οποίοι κάλυπταν θέσεις εργασίας που οι Σαουδάραβες πολίτες δεν ήθελαν -αλλά οι περιοδικές καταστολές της Σαουδικής Αραβίας κατά των παράνομων εργαζομένων στόχευαν πάντα τους Υεμενίτες. Το 2013, για παράδειγμα, σχεδόν 400.000 Υεμενίτες απελάθηκαν σύμφωνα με τις νέες οικονομικές πολιτικές στο βασίλειο. Παρά αυτή την μαζική απέλαση, χρόνια σταδιακής οικονομικής συμφιλίωσης και μεταναστευτικών ροών είχαν οδηγήσει περίπου δύο εκατομμύρια Υεμενίτες να εργάζονται στην Σαουδική Αραβία πριν την πιο πρόσφατη εντολή εκδίωξης. Τα εμβάσματα από αυτούς τους εργαζόμενους ανέρχονταν σε 2,3 δισεκατομμύρια δολάρια ετησίως, τα οποία αντιπροσώπευαν το 61% των συνολικών εμβασμάτων της Υεμένης που αποστέλλονταν από το εξωτερικό. Για μια χώρα με εκτιμώμενο ετήσιο ΑΕΠ στα 20 δισεκατομμύρια δολάρια, αυτά τα κεφάλαια παίζουν τεράστιο ρόλο, και η απώλεια αυτής της εισροής μετρητών θα ήταν καταστροφική για μια χώρα που βρισκόταν ήδη σε οικονομική και πολιτική ελεύθερη πτώση. Ο συνεχιζόμενος υπό την ηγεσία της Σαουδικής Αραβίας αποκλεισμός και η εσωτερική πολιτική και κοινωνική καταστολή των Χούτι έχουν αφήσει τον πληθυσμό της Υεμένης με λίγες άλλες επιλογές [4] για τακτική απασχόληση.

ΕΝΑ ΣΤΕΡΕΟ ΘΕΜΕΛΙΟ

Η Υεμένη πρέπει να επιστρέψει στην οικονομική κανονικότητα και η διαδικασία πρέπει να ξεκινήσει ακόμη και πριν επιτευχθεί πλήρης κατάπαυση του πυρός και υπάρξει ειρηνικός συμβιβασμός. Κεφάλαια για την οικονομική ανασυγκρότηση θα μπορούσαν να οικοδομήσουν πάνω στην κληρονομιά της τοπικής ανάπτυξης της Υεμένης, χρηματοδοτώντας τις ίδιες Τοπικές Αναπτυξιακές Ενώσεις και άλλες οργανώσεις λαϊκής βάσης που εμφανίστηκαν κατά την περίοδο της πετρελαϊκής έκρηξης των δεκαετιών του 1970 και του 1980.