Μια συμφωνία είναι ακόμα πιθανή στην Συρία | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Μια συμφωνία είναι ακόμα πιθανή στην Συρία

Αλλά η Ουάσιγκτον πρέπει να σταματήσει να αγνοεί την σύγκρουση

Καθώς ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Τζο Μπάιντεν, και η ομάδα του επικεντρώνονται στον πυρηνικό φάκελο του Ιράν, ο πόλεμος στην Συρία παραμένει μια χαίνουσα πληγή στην καρδιά της Μέσης Ανατολής. Μολονότι η σημερινή κυβέρνηση δεν έχει αποκλίνει δραματικά από την προσέγγιση των προηγούμενων κυβερνήσεων, η απόφασή της να βάλει σε δεύτερο πλάνο την σύγκρουση έρχεται σε μια ιδιαίτερα άσχημη στιγμή. Ευκαιρίες για την εξεύρεση λύσης στην κρίση στη Συρία εμφανίζονται τώρα —και οι Ηνωμένες Πολιτείες πρέπει να αφιερώσουν την διπλωματική ενέργεια που απαιτείται για να τις αδράξουν. Τα κλειδιά της επιτυχίας μετά από χρόνια αποτυχίας περιλαμβάνουν όχι απλώς την εμπλοκή σε υψηλό επίπεδο, αλλά μια ρεαλιστική εκτίμηση του τι μπορεί να επιτευχθεί σε οποιαδήποτε συμφωνία.

14122021-1.jpg

Αναμονή για ανθρωπιστική βοήθεια στο Deir Al Zor, στην Συρία, τον Μάρτιο του 2019. Rodi Said/ Reuters
-------------------------------------------

Οι κίνδυνοι του να παραμένει η Συρία στο περιθώριο είναι σημαντικοί. Η σύγκρουση είναι ήδη μια στρατηγική καταστροφή: μια νίκη του καθεστώτος του προέδρου Μπασάρ αλ Άσαντ θα έστελνε ένα μήνυμα στους αυταρχικούς όλου του κόσμου ότι οι μαζικές δολοφονίες είναι μια βιώσιμη τακτική για την διατήρηση της εξουσίας και θα σηματοδοτούσε την περιφερειακή επικράτηση των Ρώσων και Ιρανών υποκινητών του Άσαντ. Έχει επίσης δημιουργήσει γεωπολιτικές απειλές, από την άνοδο του Ισλαμικού Κράτους (γνωστού και ως ISIS) και την ανάπτυξη ιρανικών πυραύλων ακριβείας που στοχεύουν το Ισραήλ έως τις μαζικές ροές προσφύγων που απειλούν να αποσταθεροποιήσουν τα γειτονικά κράτη και την Ευρώπη. Και για τους ίδιους τους Σύρους, ο δεκαετής εμφύλιος πόλεμος οδήγησε σε φρικτές απώλειες, εκτόπισε τον μισό πληθυσμό από τα σπίτια του και άφησε άπορους τους περισσότερους πολίτες. Εάν δεν αντιμετωπιστούν, αυτές οι δυναμικές θα απειλήσουν να αποσταθεροποιήσουν τη Μέση Ανατολή για τα επόμενα χρόνια.

Ο πόλεμος της Συρίας έχει επίσης εμπλέξει τους στρατούς των ΗΠΑ, του Ισραήλ, και της Τουρκίας και ο κίνδυνος συγκρούσεων μεταξύ αυτών και των ιρανικών, ρωσικών, και συριακών δυνάμεων παραμένει πραγματικός. Η Ουάσιγκτον θεωρεί τον θύλακα των Συριακών Δημοκρατικών Δυνάμεων (Syrian Democratic Forces, SDF) στην βορειοανατολική Συρία έναν σημαντικό σύμμαχο κατά του ISIS, αλλά η Άγκυρα θεωρεί την κουρδική ομάδα τρομοκρατική απειλή. Δύο πρόσφατες προκλήσεις —η παραβίαση από τον Άσαντ, τον Ιούλιο, της κατάπαυσης του πυρός του 2017 στα νοτιοδυτικά, την οποία είχαν διαπραγματευτεί ο προέδρος των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, και ο Ρώσος πρόεδρος, Βλαντιμίρ Πούτιν, και μια επίθεση υποστηριζόμενων από το Ιράν μαχητών, τον Οκτώβριο, κατά των δυνάμεων των ΗΠΑ στην βάση τους, στο al-Tanf της Νότιας Συρίας— συνέβησαν χωρίς αξιοσημείωτη αμερικανική απάντηση και θα μπορούσαν να ενθαρρύνουν τον Άσαντ ή τους Ιρανούς να κλιμακώσουν σε περιοχές που περιπολούνται από τουρκικά ή αμερικανικά στρατεύματα.

Ανώτεροι αξιωματούχοι της κυβέρνησης Μπάιντεν έχουν επισημάνει επανειλημμένα ότι δεν ενδιαφέρονται [1] για μια σημαντική προσπάθεια επίλυσης της συριακής σύγκρουσης. Καθώς η κατάσταση μεταβάλλεται και διαμορφώνεται ένας πιθανός συμβιβασμός, θα πρέπει να επανεξετάσουν αυτήν την απόφαση. Μολονότι η προσοχή των ΗΠΑ αναφορικά με το Ιράν κυριαρχείται από τις κρίσιμες διαπραγματεύσεις για το πυρηνικό πρόγραμμα [του Ιράν] αντί για τις περιφερειακές ενέργειες της Τεχεράνης, αμέσως μόλις η κυβέρνηση έχει περισσότερη σαφήνεια σχετικά με το πού βρίσκονται τα πράγματα σε αυτές τις συνομιλίες, πρέπει να εμπλακεί σοβαρά στην Συρία. Οι κίνδυνοι από την αγνόηση της σύγκρουσης και τα πιθανά οφέλη από την επίτευξη συμφωνίας είναι πολύ σημαντικά για να αφήσει μια ευκαιρία να περάσει.

ΑΣ ΚΑΝΟΥΜΕ ΜΙΑ ΣΥΜΦΩΝΙΑ

Οι Ηνωμένες Πολιτείες πρέπει να ηγηθούν [2] οποιασδήποτε ανανεωμένης διπλωματικής προσπάθειας για την επίτευξη λύσης στην συριακή σύγκρουση. Μολονότι οποιαδήποτε συμφωνία θα πρέπει να συνάδει με τον επίσημο ρόλο του ΟΗΕ, μόνο η Ουάσιγκτον μπορεί να συντονίσει τα πολλά μέλη της συμμαχίας κατά του Άσαντ. Και ο μόνος βιώσιμος συνομιλητής για τις Ηνωμένες Πολιτείες σε αυτές τις διαπραγματεύσεις είναι η Ρωσία. Όσοι προσπάθησαν να συνάψουν συμφωνίες απευθείας με τον Άσαντ από το 2011 απογοητεύονται σταθερά, και το Ιράν συνήθως απορρίπτει τις συζητήσεις με χώρες εκτός της περιοχής για τις ενέργειές του σε γειτονικά κράτη. Η Μόσχα δεν έχει τον απόλυτο έλεγχο του Άσαντ και πρέπει να ανταγωνιστεί για επιρροή με το Ιράν, αλλά παραμένει ο ανώτερος εταίρος στην συμμαχία Ρωσίας-Συρίας-Ιράν. Η Μόσχα έχει επίσης πιο περιορισμένες φιλοδοξίες από την Δαμασκό ή την Τεχεράνη, κάτι που την καθιστά πιο δεκτική σε μια επίλυση της σύγκρουσης μέσω διαπραγματεύσεων.

Η κυβέρνηση Μπάιντεν πρέπει να επιδιώξει μια σταδιακή αποκλιμάκωση και από τις δύο πλευρές. Αυτό θα έμοιαζε με την στρατηγική που υιοθέτησαν οι δύο προηγούμενες κυβερνήσεις των ΗΠΑ, αλλά τα συγκεκριμένα ζητήματα που θα προτεραιοποιηθούν θα εξαρτηθούν από τις προτιμήσεις της κυβέρνησης Μπάιντεν και εκείνες [τις προτιμήσεις] των εταίρων της και της άλλης πλευράς. Ψηλά στον κατάλογο θα είναι πιθανώς πολιτικές παραχωρήσεις από την Δαμασκό για την διασφάλιση της ασφαλούς επιστροφής των προσφύγων, συμπεριλαμβανομένης της διεθνώς παρακολουθούμενης επανεγκατάστασης˙ παρόμοιες διατάξεις ασφαλείας και παρακολούθησης για την επανένταξη των δυνάμεων της αντιπολίτευσης και των SDF˙ εγγυήσεις ασφαλείας για τα νότια σύνορα της Τουρκίας˙ και μόνιμη απομάκρυνση από το συριακό έδαφος των στρατηγικών όπλων του Ιράν, ιδιαίτερα των πυραύλων ακριβείας του. (Η πλήρης απόσυρση του Ιράν δεν είναι ρεαλιστική).

Σε αντάλλαγμα, η Ρωσία πιθανώς θα πιέσει για αποχώρηση των στρατευμάτων των ΗΠΑ, του Ισραήλ, και της Τουρκίας από την Συρία. Η Μόσχα πιθανώς θα απαιτήσει επίσης την αντιτρομοκρατική συνεργασία των ΗΠΑ στην Συρία εναντίον του ISIS, το οποίο ο Άσαντ φαίνεται ανήμπορος να νικήσει, μαζί με την ελάφρυνση των κυρώσεων και την επιστροφή των προσφύγων από την Τουρκία, την Ιορδανία, και τον Λίβανο στις γενέτειρες και στις πόλεις τους. Η Ρωσία μπορεί να ελπίζει, ίσως μη ρεαλιστικά, ότι αυτά τα βήματα θα «ξεκλειδώσουν» τις ξένες επενδύσεις στην Συρία -απελευθερώνοντας έτσι την Μόσχα από την προσπάθεια να στηρίξει την καταρρέουσα οικονομία της χώρας. Τέλος, ένα νέο ψήφισμα του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ θα πρέπει να επισφραγίσει επίσημα οποιαδήποτε συμφωνία και να καθορίσει την εποπτεία των δεσμεύσεων κάθε πλευράς. Το τελικό αποτέλεσμα θα ήταν η επιστροφή της Συρίας ως ένα «κανονικό» έθνος και πλήρες μέλος του Αραβικού Συνδέσμου (Arab League).

Η Μόσχα μπορεί να είναι πιο δεκτική σε μια συμφωνία προς αυτή την κατεύθυνση από όσο εκτιμά η κυβέρνηση Μπάιντεν. Η ιστορία υποδεικνύει ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες, μαζί με τους εταίρους τους, μπορούν να ασκήσουν πίεση [3] που επηρεάζει τους στρατηγικούς υπολογισμούς της Ρωσίας στην Συρία. Για να προωθήσουν την προσπάθεια του ΟΗΕ, οι κυβερνήσεις Τραμπ και Ομπάμα, μαζί με τα κράτη της ΕΕ και τα αραβικά κράτη, έθεσαν το καθεστώς Άσαντ υπό οικονομική και διπλωματική πίεση. Η κυβέρνηση Τραμπ τελικά συμμάζεψε πρόχειρα στρατιωτική πίεση για να συμπληρώσει την οικονομική και διπλωματική δράση: εξαπέλυσε αεροπορικές επιδρομές που σταμάτησαν τις φονικές επιθέσεις του Άσαντ με χημικά όπλα, διατήρησε τα στρατεύματα των ΗΠΑ στην βορειοανατολική και νότια Συρία, και υποστήριξε τις στρατιωτικές επεμβάσεις του Ισραήλ και της Τουρκίας στην χώρα. Μέχρι τα τέλη του 2018, αυτά τα βήματα είχαν οδηγήσει στο αδιέξοδο που διαρκεί μέχρι σήμερα.

Στην συνέχεια, η κυβέρνηση Τραμπ πίεσε τους Ρώσους για μια συμβιβαστική λύση βασισμένη γενικά στην παύση της διεθνούς πίεσης, ιδιαίτερα των κυρώσεων, και αποδέχθηκε τον Άσαντ, με αντάλλαγμα παραχωρήσεις σε γεωστρατηγικά ζητήματα. Αυτές περιελάμβαναν, όπως επισημάνθηκε, την απομάκρυνση των ιρανικών στρατηγικών όπλων, την συνεργασία με την πολιτική διαδικασία του ΟΗΕ για την συμφιλίωση με τις δυνάμεις της αντιπολίτευσης και τους πρόσφυγες, και τον τερματισμό των προγραμμάτων χημικών όπλων.

Αυτή η πρόταση ήταν επαρκώς ελκυστική για τον Πούτιν [4] ώστε να προσκαλέσει τον υπουργό Εξωτερικών των ΗΠΑ, Μάικ Πομπέο, στο Σότσι τον Μάιο του 2019 για να την αξιολογήσουν. Ο Πούτιν τελικά επέλεξε να μην κλείσει την συμφωνία εκείνη την στιγμή. Πιθανότατα πίστευε ότι θα μπορούσε να κερδίσει μια ξεκάθαρη στρατιωτική νίκη που όχι μόνο θα επιτύγχανε τους βασικούς του στόχους στην Συρία, αλλά θα καθιστούσε επίσης τη Μόσχα μείζονα περιφερειακό παίκτη. [Ο Πούτιν] σίγουρα ενθαρρυνόταν για αυτή την θέση από τις επανειλημμένες προσπάθειες του Τραμπ να αποσύρει τις αμερικανικές δυνάμεις από την χώρα. Η Μόσχα προσπαθούσε συνεχώς να διχάσει την συμμαχία κατά του Άσαντ, πιέζοντας τους Τούρκους, τους Ισραηλινούς, και τους Αμερικανούς συμμάχους των Κούρδων να κάνουν χωριστές συμφωνίες με τον Άσαντ. Η προσέγγιση των αραβικών κρατών στην Δαμασκό ενθάρρυνε επίσης τους Ρώσους.

ΠΡΟΟΠΤΙΚΕΣ ΓΙΑ ΕΙΡΗΝΗ

Σήμερα, ωστόσο, οι ρωσικές ελπίδες για μια ξεκάθαρη νίκη του Άσαντ έχουν υποχωρήσει. Αντιμέτωποι με την αδιαλλαξία του συριακού καθεστώτος, οι Τούρκοι, οι Ισραηλινοί, και οι Κούρδοι διατηρούν τις στρατιωτικές τους θέσεις στην Συρία. Η προσέγγιση ορισμένων αραβικών κρατών [5] στον Άσαντ είναι ανησυχητική, αλλά μέχρι στιγμής δεν έχει οδηγήσει στην επανένταξη του Άσαντ στον Αραβικό Σύνδεσμο. Η κυβέρνηση Μπάιντεν έχει πλέον επιβεβαιώσει τα περισσότερα από τα στοιχεία της προηγούμενης στρατηγικής: διατηρώντας την παρουσία των αμερικανικών στρατευμάτων και, με ορισμένες τροποποιήσεις, [διατηρώντας] το καθεστώς των κυρώσεων˙ προειδοποιώντας όλα τα μέρη να μην αμφισβητήσουν τις διάφορες καταπαύσεις του πυρός με τουρκικές, αντιπολιτευόμενες, και κουρδικές δυνάμεις˙ υποστηρίζοντας την ισραηλινή αεροπορική δράση κατά του Ιράν˙ συνεργαζόμενη με τις SDF εναντίον του ISIS και, εμμέσως, της Δαμασκού˙ θεωρώντας το καθεστώς του Άσαντ υπεύθυνο μέσω διπλωματικών προσπαθειών και συλλογής πληροφοριών για την υποστήριξη των ερευνών του ΟΗΕ και των ευρωπαϊκών δικαστικών διαδικασιών σε βάρος Σύρων αξιωματούχων˙ και στηρίζοντας την πολιτική προσπάθεια του ΟΗΕ.

Λαμβάνοντας υπόψη αυτή την κατάσταση, οι επιλογές της Μόσχας [6] είναι περιορισμένες. Γνωρίζει ότι ο Άσαντ δεν έχει κερδίσει την σύγκρουση και δεν έχει προφανείς επιλογές για να το κάνει. Ομάδες που υποστηρίζονται από τις ΗΠΑ και την Τουρκία κατέχουν σχεδόν το 30% του συριακού εδάφους, συμπεριλαμβανομένων των περισσότερων αποθεμάτων πετρελαίου της χώρας και μεγάλου μέρους της καλλιεργήσιμης γης της. Το μισό του πληθυσμού, που παραμένουν πρόσφυγες ή εκτοπισμένοι στο εσωτερικό, ακόμα φοβάται μια επιστροφή υπό την εξουσία του Άσαντ, και η ισραηλινή αεροπορική ισχύς έχει περιορίσει τις πυραυλικές αναπτύξεις του Ιράν. Μολονότι οι κίνδυνοι και τα κόστη για τη Μόσχα είναι περιορισμένα, δεν είναι ασήμαντα. Αυτά περιλαμβάνουν μια περαιτέρω επιδείνωση της κλονισμένης οικονομίας του Άσαντ, τις εσωτερικές τριβές στο καθεστώς και την ακούσια κλιμάκωση με τις υπέρτερες δυνάμεις του Ισραήλ, των ΗΠΑ, ή της Τουρκίας. Στην πραγματικότητα, μέχρι την λήξη [της θητείας] της κυβέρνησης Τραμπ, υψηλόβαθμοι Ρώσοι αξιωματούχοι διακινούσαν πιθανές συμφωνίες με τις Ηνωμένες Πολιτείες που θα μπορούσαν να είχαν βάλει τέλος στην σύγκρουση.

Επιπλέον, οι περιφερειακοί σύμμαχοι της Ουάσιγκτον είναι πλέον πιο ευθυγραμμισμένοι. Οι Συμφωνίες του Αβραάμ (Abraham Accords) έχουν εμβαθύνει τους δεσμούς του Ισραήλ με τα κράτη του Αραβικού Κόλπου, ο Τούρκος πρόεδρος, Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, μετρίασε σημαντικά τους καυγάδες του με άλλους εταίρους των ΗΠΑ στην περιοχή, και η ρήξη του Κατάρ με το Συμβούλιο Συνεργασίας του Κόλπου (Gulf Cooperation Council) έχει διορθωθεί. Οι ηγέτες από τα πιο σημαντικά περιφερειακά κράτη προτρέπουν τις Ηνωμένες Πολιτείες να αναλάβουν έναν πιο εξέχοντα ρόλο. Ακόμη και μια ανεπιτυχής προσπάθεια να επιτευχθεί σημαντική πρόοδος στην Συρία θα ενίσχυε την περιφερειακή υποστήριξη για τo εναλλακτικό σχέδιο της Ουάσιγκτον, να διατηρηθεί ένα αδιέξοδο που να στερεί από το Ιράν και την Ρωσία μια στρατηγική νίκη.

Βεβαίως, μια μεγάλη διπλωματική πρωτοβουλία για την Συρία είναι κάτι δύσκολο για την κυβέρνηση. Αλλά το να το κάνει είναι λιγότερο επικίνδυνο από το να επιτρέψει στην σύγκρουση -και σε όλους τους συνακόλουθους κινδύνους για ανθρωπιστική τραγωδία και για την ασφάλεια- να συνεχίζεται επ' αόριστον. Μολονότι μια συμφωνία δεν θα είναι τέλεια, ο τερματισμός του πολέμου της Συρίας θα ενισχύσει δραματικά την αξία της Ουάσιγκτον ως εταίρου ασφαλείας στην Μέση Ανατολή και πέρα από αυτήν.

Σύνδεσμοι:
[1] https://www.foreignaffairs.com/articles/united-states/2021-09-29/biden-t...
[2] https://www.foreignaffairs.com/articles/united-states/2020-01-23/why-ame...
[3] https://www.foreignaffairs.com/articles/russia-fsu/2021-06-14/how-biden-...
[4] https://www.foreignaffairs.com/articles/russian-federation/2020-06-09/pi...
[5] https://www.washingtonpost.com/world/middle_east/syria-assad-uae-arab-re...
[6] https://www.foreignaffairs.com/articles/middle-east/2021-10-18/russia-no...

Copyright © 2021 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved.

Στα αγγλικά: https://www.foreignaffairs.com/articles/syria/2021-12-13/deal-still-poss...

Μπορείτε να ακολουθείτε το «Foreign Affairs, The Hellenic Edition» στο TWITTER στην διεύθυνση www.twitter.com/foreigngr αλλά και στο FACEBOOK, στην διεύθυνση www.facebook.com/ForeignAffairs.gr και στο linkedin στην διεύθυνση https://www.linkedin.com/company/foreign-affairs-the-hellenic-edition