Οι αυξανόμενοι κίνδυνοι της ασάφειας των ΗΠΑ στην Ταϊβάν | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Οι αυξανόμενοι κίνδυνοι της ασάφειας των ΗΠΑ στην Ταϊβάν

Ο Μπάιντεν πρέπει να κάνει ξεκάθαρη την δέσμευση της Αμερικής προς την Κίνα -και τον κόσμο

Κατά την διάρκεια του περασμένου έτους, τα ερωτήματα για το εάν η Κίνα θα κινηθεί απειλητικά κατά της Ταϊβάν και [για] το πώς να ανασχεθεί καλύτερα η κινεζική επιθετικότητα, έχουν μετακινηθεί στο επίκεντρο των συζητήσεων για την εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ. Αυτό οφείλεται σε έναν συνδυασμό παραγόντων. Αξιωματούχοι και αναλυτές στην Ουάσιγκτον αναγνωρίζουν ολοένα και περισσότερο ότι η Κίνα έχει τώρα την ικανότητα να πολεμήσει με τις Ηνωμένες Πολιτείες για την Ταϊβάν -μια αντίληψη που κάποτε φαινόταν υπερβολική. Μεταξύ των Αμερικανών παρατηρητών, υπάρχει επίσης μια αυξανόμενη αίσθηση ότι ο Κινέζος πρόεδρος, Σι Τζινπίνγκ, έχοντας υποστεί ελάχιστες συνέπειες για την καταστολή του στο Χονγκ Κονγκ και τις επιθετικές κινήσεις του στην Θάλασσα της Νότιας Κίνας, και όντας πεπεισμένος ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες βρίσκονται σε αναπόφευκτη παρακμή, αισθάνεται ενθαρρυμένος να επιταχύνει την ενοποίηση με την Ταϊβάν.

16122021-1.jpg

Σκάφη του κινεζικού ναυτικού στα ανοιχτά της επαρχίας Shandong, τον Απρίλιο του 2009. Guang Niu / Reuters
----------------------------------------------

Ως απάντηση σε αυτήν την αυξανόμενη ανησυχία, η κυβέρνηση του προέδρου των ΗΠΑ, Τζο Μπάιντεν, έχει προτεραιοποιήσει την ενδυνάμωση των σχέσεων με την Ταϊβάν και την σηματαδότηση ότι λαμβάνει στα σοβαρά την απειλή για την Ταϊβάν. Το Υπουργείο Άμυνας έχει δικαίως αποκαλέσει την Κίνα ως «προελαύνουσα πρόκλησή» του και έχει περιγράψει μια πιθανή σύγκρουση για την Ταϊβάν ως «προελαύνον σενάριο», ενώ ο διοικητής της Διοίκησης Ινδο-Ειρηνικού των ΗΠΑ έχει δηλώσει ότι ο μεγαλύτερος κίνδυνος στην περιοχή προέρχεται από την απειλή της Κίνας να χρησιμοποιήσει βία εναντίον της Ταϊβάν. Αλλά οι δημοσιονομικές προτεραιότητες και η παγκόσμια πολεμική στάση της κυβέρνησης δεν αντανακλούν την αίσθηση του επείγοντος. Η κυβέρνηση έχει αποτύχει επίσης να εξηγήσει στο Κογκρέσο και στον αμερικανικό λαό γιατί η Ταϊβάν έχει τόση σημασία ώστε να θέσει τις ζωές Αμερικανών σε κίνδυνο για να την υπερασπιστούν.

Αυτό που έχει κάνει η κυβέρνηση Μπάιντεν ήταν επίσης προβληματικό. Έχει ενστερνιστεί επίσημα τη μακροχρόνια πολιτική της στρατηγικής ασάφειας, αποφεύγοντας να δηλώσει ρητά ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες θα υπερασπίζονταν την Ταϊβάν εάν η Κίνα χρησιμοποιούσε βία κατά του νησιού. Αλλά αυτή η προσέγγιση είναι απίθανο να αποτρέψει μια αυξανόμενα αποφασιστική, ανεκτική στον κίνδυνο, και ικανή Κίνα. Το σενάριο που λειτούργησε όταν η Ταϊβάν και οι Ηνωμένες Πολιτείες είχαν στρατιωτικό πλεονέκτημα έναντι της Κίνας είναι απίθανο να κρατήσει σε απόσταση έναν Λαϊκό Απελευθερωτικό Στρατό (People’s Liberation Army, PLA) που έχει αφιερώσει τις τελευταίες δυόμισι δεκαετίες προετοιμαζόμενος για μια σύγκρουση στην Ταϊβάν. Αυτό που χρειάζεται τώρα η Ουάσιγκτον είναι μια πολιτική «στρατηγικής σαφήνειας». Όπως υποστηρίξαμε στο Foreign Affairs [2] πριν από ένα χρόνο, ο καλύτερος τρόπος για να μειωθεί ο κίνδυνος πολέμου θα ήταν να καταστήσουμε σαφές στην Κίνα ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες θα απαντούσαν σε μια επίθεση εναντίον της Ταϊβάν με όλα τα εργαλεία που έχουν στην διάθεσή τους, συμπεριλαμβανομένων των αυστηρών οικονομικών κυρώσεων και της στρατιωτικής βίας. Η Ουάσιγκτον πρέπει να καταστήσει σαφές στο Πεκίνο ότι το κόστος της επιθετικότητας θα υπερέβαινε κατά πολύ τα όποια πιθανά οφέλη.

Στο έτος που πέρασε αφότου διατυπώσαμε αυτό το επιχείρημα, ο Μπάιντεν συχνά φάνηκε να διατυπώνει μια εκδοχή στρατηγικής σαφήνειας, υποδηλώνοντας ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες θα βοηθούσαν στην άμυνα της Ταϊβάν σε περίπτωση κινεζικής επίθεσης. Σε κάθε περίπτωση, ωστόσο, αξιωματούχοι της κυβέρνησης ανακάλεσαν αργότερα τις δηλώσεις του Μπάιντεν, σηματοδοτώντας στην πορεία την έλλειψη βούλησης προς την Κίνα και προκαλώντας ανησυχία στους συμμάχους και εταίρους που αναζητούν σαφή καθοδήγηση από τις Ηνωμένες Πολιτείες ώστε να μπορούν να προσαρμόσουν ανάλογα την στάση τους. Επιπρόσθετο στην σύγχυση είναι το γεγονός ότι παρά την επίσημη επιμονή ότι τίποτα δεν έχει αλλάξει, η κυβέρνηση έχει κάνει εμφανείς κινήσεις για να αναβαθμίσει τους δεσμούς των ΗΠΑ με την Ταϊβάν: οι ενέργειές της συχνά ευθυγραμμίζονται περισσότερο με τα άτυπα σχόλια του Μπάιντεν παρά με την επίσημη θέση της. Το τελικό αποτέλεσμα είναι ότι ο κίνδυνος ενός λανθασμένου υπολογισμού της Κίνας και οι πιθανότητες μιας σύγκρουσης έχουν αυξηθεί.

Τούτου λεχθέντος, μολονότι η στρατηγική σαφήνεια θα μείωνε την πιθανότητα σύγκρουσης, δεν είναι ένα μαγικό ραβδί. Θα πρέπει να συνοδεύεται από σημαντικές επενδύσεις στις ικανότητες των ΗΠΑ ώστε να καταστεί δυνατή η άμυνα της Ταϊβάν. Και η Ουάσιγκτον πρέπει να συμπληρώσει τις στρατιωτικές αναβαθμίσεις με διπλωματικές προσπάθειες που θα σηματοδοτούσαν στην Κίνα το οικονομικό και πολιτικό κόστος που θα υποστεί εάν ενεργούσε επιθετικά. Σκεφτείτε το ως επιδίωξη σαφήνειας για την ενίσχυση της αποτροπής.

Οι Ηνωμένες Πολιτείες πρέπει επίσης να παράσχουν ορισμένες διαβεβαιώσεις στην Κίνα, τονίζοντας ότι η Ουάσιγκτον συνεχίζει να τηρεί την πολιτική της «μιας Κίνας» και δεν υποστηρίζει την ανεξαρτησία της Ταϊβάν. Στην πράξη, αυτό θα συνεπάγετο την διατήρηση χαμηλού προφίλ δημοσίως για τις σχέσεις ΗΠΑ-Ταϊβάν, ενώ την ίδια στιγμή [η Ουάσιγκτον] θα βελτιώνει την οικονομική ασφάλεια της Ταϊβάν, θα αυξάνει την ανθεκτικότητα του νησιού στην κινεζική πίεση, και θα συνεργάζεται μαζί του για την ασφάλεια της εφοδιαστικής αλυσίδας.

Τα κακά νέα είναι ότι το παράθυρο της ευκαιρίας για να υλοποιηθεί αυτή η μετατόπιση είναι στενό και ενδεχομένως κλείνει. Τα καλά νέα, ωστόσο, είναι ότι είναι πιθανό οι Ηνωμένες Πολιτείες να επιτύχουν σαφήνεια στην πολιτική τους και να ενισχύσουν τις ικανότητες τους με τρόπο απολύτως συνεπή με την δέσμευση για την διατήρηση μιας καλής συνεργασίας με την Κίνα. Εάν σχεδιαστεί και εφαρμοστεί σωστά, μια τέτοια προσέγγιση όχι απλώς θα αποφύγει τις συγκρούσεις, αλλά θα επιτρέψει την επιλεκτική συνεργασία ΗΠΑ-Κίνας.

ΤΑ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΣΑΦΗΝΕΙΑ

Ένας παράγοντας που ευνοεί έντονα την μεγαλύτερη σαφήνεια σχετικά με την θέση της Ουάσιγκτον για την Ταϊβάν είναι ο τρόπος με τον οποίο οι αμφιβολίες σχετικά με την αξιοπιστία των ΗΠΑ έχουν αυξηθεί τα τελευταία χρόνια. Παρά τις διαβεβαιώσεις που παρείχαν οι Ηνωμένες Πολιτείες στην Ουκρανία στο Μνημόνιο της Βουδαπέστης (Budapest Memorandum) του 1994, όταν η Ρωσία εισέβαλε στην Κριμαία και κινήθηκε για να προσαρτήσει την περιοχή, το 2014, η Ουάσιγκτον περιόρισε την απάντησή της στις οικονομικές κυρώσεις. Πέρυσι, όταν η Κίνα επέφερε θανάσιμα πλήγματα στην δημοκρατία του Χονγκ Κονγκ παραβιάζοντας μια συνθήκη που είχε υπογράψει με το Ηνωμένο Βασίλειο, οι Ηνωμένες Πολιτείες και οι εταίροι τους γενικώς έκαναν στην άκρη. Πιο πρόσφατα, οι Ηνωμένες Πολιτείες εγκατέλειψαν τους εταίρους τους στο Αφγανιστάν αντί να ακολουθήσουν μια βασισμένη σε όρους προσέγγιση για την απόσυρσή τους.

Σε συνδυασμό με την σκόπιμη ασάφεια της πολιτικής των ΗΠΑ έναντι της Ταϊβάν, η παραπαίουσα αμερικανική αξιοπιστία τροφοδοτεί την δυνατότητα για έναν επικίνδυνο κινεζικό λανθασμένο υπολογισμό που θα μπορούσε να οδηγήσει σε πόλεμο. Ιστορικά, η αβεβαιότητα σχετικά με τις προθέσεις της άλλης πλευράς ήταν συχνά μείζων κινητήριος δύναμη αστάθειας και σύγκρουσης, με τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο και τον Πόλεμο της Κορέας να χρησιμεύουν ως παραδείγματα. Η σαφήνεια μειώνει τον κίνδυνο να ξεκινήσει μια σύγκρουση επειδή το ένα μέρος εκτιμά λανθασμένα τις προθέσεις και τις ικανότητες της άλλης πλευράς.

Κάποιοι έχουν υποστηρίξει [3] ότι η εγκατάλειψη της στρατηγικής ασάφειας θα οδηγούσε σε ρήξη τις σχέσεις μεταξύ Ουάσιγκτον και Πεκίνου. Αλλά τίποτα στα τρία κοινά ανακοινωθέντα που έθεσαν την βάση των σύγχρονων σχέσεων ΗΠΑ-Κίνας δεν θα απέκλειε μια τέτοια αλλαγή στην πολιτική των ΗΠΑ. Πράγματι, είναι σημαντικό να θυμόμαστε ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες υιοθέτησαν μια πολιτική στρατηγικής ασάφειας, επειδή διαδοχικοί πρόεδροι αποφάσισαν ότι μια τέτοια προσέγγιση ήταν ο καλύτερος τρόπος για την διασφάλιση των συμφερόντων των ΗΠΑ, όχι επειδή ήταν μια προϋπόθεση ομαλοποίησης ή μια υπόσχεση που η Ουάσιγκτον έδωσε στο Πεκίνο . Ήταν πάντα μια μονομερής πολιτική επιλογή για τις Ηνωμένες Πολιτείες, μια [επιλογή] που πρέπει να προσαρμοστεί στις μεταβαλλόμενες συνθήκες.

Άλλοι έχουν υποστηρίξει ότι η στρατηγική σαφήνεια θα ενθάρρυνε την Ταϊβάν να επιδιώξει επισήμως την ανεξαρτησία. Οι δημοσκοπήσεις του κοινού, ωστόσο, αποκαλύπτουν ότι ακόμη και αν ο βαθμός στον οποίο οι κάτοικοι της Ταϊβάν αυτοπροσδιορίζονται κυρίως ως Ταϊβανέζοι (αντί για Κινέζοι ή τόσο Ταϊβανέζοι όσο και Κινέζοι) έχει αυξηθεί δραματικά [4] τα τελευταία 15 χρόνια, λιγότερο από το 6% [5 ] υποστηρίζει την ανεξαρτησία το συντομότερο δυνατό˙ η πλειοψηφία θέλει να διατηρήσει το status quo επ' αόριστον ή να αποφασίσει στο μέλλον. Ο πρόεδρος της Ταϊβάν, Tsai Ing-wen, από το θεωρητικά υπέρ της ανεξαρτησίας Δημοκρατικό Προοδευτικό Κόμμα (Democratic Progressive Party), έχει δηλώσει επανειλημμένα [6] ότι η Ταϊβάν δεν χρειάζεται να διακηρύξει ανεξαρτησία επειδή είναι ήδη μια ανεξάρτητη χώρα. Ωστόσο, οι Ηνωμένες Πολιτείες πρέπει να καταστήσουν σαφές ότι η υπόσχεσή τους να βοηθήσουν την Ταϊβάν δεν είναι άνευ όρων και δεν θα κάλυπτε υποχρεωτικά μια κρίση που θα ξεκινούσε από την Ταϊπέι.

ΥΠΕΡΒΟΛΙΚΗ ΑΣΑΦΕΙΑ

Επισήμως, η κυβέρνηση Μπάιντεν έχει επιλέξει να διατηρήσει τη μακροχρόνια πολιτική της στρατηγικής ασάφειας. Η διευθύντρια της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών (National Intelligence), Avril Haines, δήλωσε ότι η Κίνα θα θεωρούσε μια μετατόπιση από αυτήν την παράδοση ως «βαθιά αποσταθεροποιητική». Ο Kurt Campbell, συντονιστής του Λευκού Οίκου για τον Ινδο-Ειρηνικό, υποστήριξε ότι μια αλλαγή θα είχε «σημαντικά μειονεκτήματα». Ο Νίκολας Μπερνς, η επιλογή του Μπάιντεν για να γίνει πρέσβης των ΗΠΑ στην Κίνα, επανέλαβε πρόσφατα ότι η κυβέρνηση παραμένει προσηλωμένη στην στρατηγική ασάφεια.

Στην πράξη, ωστόσο, ο εναγκαλισμός της στρατηγικής ασάφειας από την κυβέρνηση Μπάιντεν ήταν περισσότερο… ασαφής. Τον Αύγουστο, ο Μπάιντεν παρατήρησε ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες είχαν την ίδια «ιερή δέσμευση» προς την Ταϊβάν που έχουν προς τους μέσω Συνθηκών συμμάχους τους. Μόλις δύο μήνες αργότερα, ο Μπάιντεν ρωτήθηκε εάν οι Ηνωμένες Πολιτείες θα υπερασπίζονταν την Ταϊβάν εάν η Κίνα επιτίθετο στο νησί. «Ναι, έχουμε δέσμευση να το κάνουμε αυτό», απάντησε.

Και στις δύο περιπτώσεις, ο Λευκός Οίκος ανακάλεσε γρήγορα [7] τις δηλώσεις του Μπάιντεν, σπέρνοντας σύγχυση σχετικά με την πραγματική φύση της πολιτικής της κυβέρνησης. Εν τω μεταξύ, η κυβέρνηση έχει κάνει μια σειρά από βήματα που φαίνεται να υποδηλώνουν μια ενισχυμένη δέσμευση προς την Ταϊβάν. Ακόμη και πριν από την ανάληψη των καθηκόντων του, ο Μπάιντεν κάλεσε στην ορκωμοσία του τον εκπρόσωπο της Ταϊβάν στις Ηνωμένες Πολιτείες, η πρώτη φορά εδώ και τέσσερις δεκαετίες που ένας εκλεγείς πρόεδρος των ΗΠΑ απηύθυνε μια τέτοια πρόσκληση. Στις τελευταίες ημέρες της, η κυβέρνηση Τραμπ είχε άρει τους μακροχρόνιους περιορισμούς στους αξιωματούχους των ΗΠΑ να έχουν επαφές με ομολόγους τους της Ταϊβάν. Αντί να ανατρέψει αυτή την απόφαση, η κυβέρνηση Μπάιντεν την προώθησε ακόμη περισσότερο, στέλνοντας τον πρέσβη των ΗΠΑ στο Παλάου να επισκεφθεί την Ταϊβάν, η πρώτη φορά που ένας εν ενεργεία πρέσβης των ΗΠΑ έκανε κάτι τέτοιο από τότε που οι Ηνωμένες Πολιτείες συνήψαν διπλωματικές σχέσεις με την Κίνα. Και η κυβέρνηση Μπάιντεν έχει επανειλημμένα τονίσει την «ακλόνητη» δέσμευσή της στην Ταϊβάν και έχει υπογραμμίσει την σημασία της ειρήνης και της σταθερότητας στο Στενό της Ταϊβάν σε κοινές δηλώσεις με την Ιαπωνία, τη Νότια Κορέα, την Ευρωπαϊκή Ένωση, και το G-7.

Μπροστά στην ασυνέπεια της Ουάσιγκτον, οι σύμμαχοι των ΗΠΑ έχουν κινηθεί προς τις δικές τους εκδοχές στρατηγικής σαφήνειας, πιθανότατα σε μια προσπάθεια να ενθαρρύνουν την Ουάσιγκτον να κάνει το ίδιο. Τον περασμένο Ιούνιο, ο τότε υπουργός Άμυνας της Ιαπωνίας, Nobuo Kishi, δήλωσε ότι «η ειρήνη και η σταθερότητα της Ταϊβάν συνδέονται άμεσα με την Ιαπωνία», μοιάζοντας να υπονοεί ότι η Ιαπωνία θα απαντούσε σε μια κινεζική επίθεση στην Ταϊβάν. Ο Ιάπωνας πρωθυπουργός, Fumio Kishida, έχει υποστηρίξει ότι «η πρώτη γραμμή της σύγκρουσης μεταξύ αυταρχισμού και δημοκρατίας είναι η Ασία, και ιδιαίτερα η Ταϊβάν». Ο πρώην πρωθυπουργός, Shinzo Abe, ο οποίος εξακολουθεί να ασκεί σημαντική επιρροή στην ιαπωνική πολιτική, ήταν ο πιο προωθημένος από όλους, προειδοποιώντας ευθαρσώς: «Μια έκτακτη ανάγκη στην Ταϊβάν είναι μια ιαπωνική έκτακτη ανάγκη και επομένως μια έκτακτη ανάγκη για την συμμαχία Ιαπωνίας-ΗΠΑ. Οι άνθρωποι στο Πεκίνο, ειδικότερα ο πρόεδρος, Σι Τζινπίνγκ, δεν πρέπει ποτέ να αποτύχουν να το καταλάβουν».

Η Αυστραλία έχει προχωρήσει ακόμη περισσότερο. Τον Νοέμβριο, ο υπουργός Άμυνας, Peter Dutton, δήλωσε δημοσίως ότι θα ήταν «αδιανόητο» για την Αυστραλία να μην συμπράξει με τις Ηνωμένες Πολιτείες για να υπερασπιστεί την Ταϊβάν και προειδοποίησε ότι η αποδοχή της κινεζικής επιθετικότητας θα οδηγούσε σε μια νέα περιφερειακή τάξη. Αυτή η υποστήριξη από δύο από τους σημαντικότερους περιφερειακούς συμμάχους της Ουάσιγκτον αποκαλύπτει πόσο πολύ έχουν μεγαλώσει τα διακυβεύματα.

ΕΠΙΔΙΩΚΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΣΑΦΗΝΕΙΑ

Οι Ηνωμένες Πολιτείες πρέπει να συνοδεύσουν μια δήλωση στρατηγικής σαφήνειας με μείζονες προσπάθειες για να επιδείξουν την ικανότητα και την βούλησή τους να υπερισχύσουν της κινεζικής επιθετικότητας. Πάνω απ' όλα, η Ουάσιγκτον πρέπει να καταστήσει την προετοιμασία για μια σύγκρουση για την Ταϊβάν κορυφαία προτεραιότητα για το Υπουργείο Άμυνας και να του δώσει ανάλογους πόρους. Αυτό θα σήμαινε επένδυση σε ικανότητες κρούσης μεγάλης εμβέλειας, μετατόπιση επιπρόσθετων στρατιωτικών μέσων στο Γκουάμ, και βελτίωση της εμβέλειας και των εφεδρειών των μέσων πληροφοριών, επιτήρησης, και αναγνώρισης στην περιοχή.

Στην ιδανική περίπτωση, η κυβέρνηση Μπάιντεν θα κάλυπτε αυτά τα νέα κόστη αυξάνοντας την συνολική αμυντική δαπάνη. Ειδάλλως, ο μόνος τρόπος να πληρώσει για αυτά θα ήταν ο περιορισμός [του κόστους] σε άλλα θέατρα, κυρίως στην Ευρώπη και τη Μέση Ανατολή. Ωστόσο, κάτι τέτοιο δεν θα ήταν εύκολο (ή σοφό) δεδομένων των προκλήσεων που θέτουν η Ρωσία και το Ιράν. Όλα αυτά σημαίνουν ότι η αποτροπή μιας πιο ικανής Κίνας είναι πιθανό να απαιτήσει περισσότερα όσον αφορά τόσο τους στρατιωτικούς όσο και τους διπλωματικούς πόρους.

Η αύξηση του συντονισμού με την Ιαπωνία θα είναι κρίσιμη, δεδομένου ότι [η Ιαπωνία] είναι η έδρα των βάσεων των ΗΠΑ που βρίσκονται πιο κοντά στην Ταϊβάν, [και] στις οποίες σταθμεύουν πάνω από 50.000 Αμερικανοί στρατιώτες. Οι Ηνωμένες Πολιτείες θα πρέπει να εκσυγχρονίσουν την δομή διοίκησης και ελέγχου (Command-and-Control) στην Ιαπωνία, να καθιερώσουν μια εκ περιτροπής παρουσία στρατευμάτων στα δυτικότερα νησιά της χώρας και να συζητήσουν τον καταμερισμό των ευθυνών με την Ιαπωνία σε περίπτωση στρατιωτικής σύγκρουσης για την Ταϊβάν. Δεδομένης της προθυμίας της Αυστραλίας να κρατήσει αμετακίνητη στάση σε αυτό το ζήτημα, η Ουάσιγκτον πρέπει επίσης να διερευνήσει την τριμερή συνεργασία με την Καμπέρα και το Τόκιο.

Η υπεράσπιση της Ταϊβάν θα καταπονήσει σοβαρά την επιμελητεία των ΗΠΑ, απαιτώντας από τις Ηνωμένες Πολιτείες να μεταφέρουν γρήγορα κρίσιμες προμήθειες στην περιοχή. Το Πεντάγωνο πρέπει να αρχίσει να εξασκείται για αυτήν την πρόκληση, διεξάγοντας τακτικά ασκήσεις στις οποίες οι δυνάμεις σπεύδουν στην περιοχή, και στέλνοντας εκ των προτέρων πρόσθετες προμήθειες στο Γκουάμ και την Ιαπωνία.

Οι Ηνωμένες Πολιτείες πρέπει επίσης να καταστήσουν σαφές ότι μια κινεζική χρήση βίας όχι μόνο θα προκαλούσε μια αμερικανική στρατιωτική απάντηση, αλλά θα έθετε επίσης σε κίνδυνο την συνεχιζόμενη οικονομική ανάπτυξη της Κίνας, η οποία με την σειρά της θα μπορούσε να απειλήσει την λαβή του Κινεζικού Κομμουνιστικού Κόμματος στην εξουσία. Για τον σκοπό αυτό, η Ουάσιγκτον και οι Ευρωπαίοι εταίροι της πρέπει να επινοήσουν ένα καθεστώς κυρώσεων που θα τεθεί σε εφαρμογή σε περίπτωση μιας κινεζικής επίθεσης -και θα πρέπει να αποκαλύψουν το εύρος αυτών των πιθανών κυρώσεων στην Κίνα. Οι Ηνωμένες Πολιτείες πρέπει επίσης να αναπτύξουν ένα σχέδιο για να αντισταθμίσουν τις οικονομικές κυρώσεις που θα επιβάλει η ίδια η Κίνα εναντίον χωρών που βοήθησαν στην άμυνα της Ταϊβάν.

Αναγνωρίζοντας ότι μια στροφή προς την σαφήνεια πιθανότατα θα προκαλούσε την Κίνα να αυξήσει βραχυπρόθεσμα την πίεση στην Ταϊβάν, οι Ηνωμένες Πολιτείες πρέπει επίσης να βοηθήσουν την Ταϊβάν να γίνει πιο ανθεκτική στην κινεζική πίεση και να γίνει πιο δύσκολος στρατιωτικός στόχος. Αυτό θα περιλαμβάνει την βοήθεια στην Ταϊβάν για την εκλογική ασφάλεια και την κυβερνο-άμυνα και την βοήθεια στο νησί να επεκτείνει την οικονομία του με την διαπραγμάτευση μιας συμφωνίας ελεύθερου εμπορίου ΗΠΑ-Ταϊβάν. Στο στρατιωτικό μέτωπο, η Ουάσιγκτον πρέπει να συνεχίσει να πιέζει την Ταϊπέι να αυξήσει τις αμυντικές δαπάνες της, να βοηθήσει το νησί στην αναμόρφωση των εφεδρικών δυνάμεών του, και να εισαγάγει μια πρωτοβουλία βοήθειας για την ασφάλεια που θα παρείχε χρηματοδότηση από τις ΗΠΑ στην Ταϊβάν εάν [η Ταϊβάν] επενδύσει δικά της χρήματα σε ασύμμετρες ικανότητες όπως πυραύλους, drones, θαλάσσιες νάρκες, και πλοία ταχείας επίθεσης.

Ταυτόχρονα, οι Ηνωμένες Πολιτείες πρέπει να απέχουν από συμβολικά βήματα που το Πεκίνο θα ερμήνευε ως προπομπούς μιας πολιτικής «μια Κίνα, μια Ταϊβάν» και που δεν θα προετοίμαζαν ουσιαστικά την Ταϊβάν για εισβολή ή θα έκαναν το νησί πιο ικανό να αντέξει στην κινεζική πίεση. Τα στρατιωτικά πλοία των ΗΠΑ πρέπει να απέχουν από την επίσκεψη σε λιμάνια της Ταϊβάν και οι διμερείς στρατιωτικές ασκήσεις πρέπει να συνεχιστούν αλλά να γίνονται μυστικά. Οι διπλωμάτες των ΗΠΑ πρέπει να συναντώνται με τους Ταϊβανέζους ομολόγους τους, αλλά να το κάνουν χωρίς να ανακοινώνουν στον κόσμο κάθε συνάντηση. Και τα μέλη του Κογκρέσου πρέπει να απέχουν από το να εκφράζουν το συμφέρον των ΗΠΑ να κρατήσουν την Ταϊβάν χωριστά από την Κίνα, τονίζοντας, αντίθετα, ότι οποιαδήποτε επίλυση των διαφορών μεταξύ των δύο πλευρών του Στενού πρέπει να επιτευχθεί με την συναίνεση του λαού στην Ταϊβάν.

ΠΡΟΣΑΡΜΟΖΟΜΕΝΟΙ ΓΙΑ ΝΑ ΔΙΑΤΗΡΗΘΕΙ ΤΟ STATUS QUO

Είτε η κυβέρνηση Μπάιντεν επιδιώκει μια πολιτική στρατηγικής σαφήνειας είτε όχι, δεν πρέπει να υπάρχει αμφιβολία στην κυβέρνηση των ΗΠΑ ότι εάν η Κίνα επιτεθεί στην Ταϊβάν, οι Ηνωμένες Πολιτείες θα απαντούσαν δυναμικά. Μια αποτυχία να το κάνουν θα μπορούσε κάλλιστα να προκαλέσει την αποσύνθεση του δικτύου συμμαχιών των ΗΠΑ στην Ασία και να υπονομεύσει αμετάκλητα την θέση της Ουάσιγκτον στην πιο δυναμική οικονομικά περιοχή του κόσμου. Οι 24 εκατομμύρια άνθρωποι της Ταϊβάν θα έβλεπαν την δύσκολα αποκτηθείσα δημοκρατία τους να συντρίβεται. Η Κίνα θα ενσωμάτωνε τον κυριότερο κόμβο παραγωγής ημιαγωγών στον κόσμο και τον ένατο μεγαλύτερο εμπορικό εταίρο των Ηνωμένων Πολιτειών. Οι σύμμαχοι των ΗΠΑ όπως η Αυστραλία, η Ιαπωνία, και η Νότια Κορέα πιθανότατα είτε θα προσαρμόζονταν στην Κίνα είτε θα επιδίωκαν να γίνουν στρατηγικά αυτάρκεις. Οι αναδυόμενοι εταίροι των ΗΠΑ, όπως η Ινδία και το Βιετνάμ, πιθανώς θα έκαναν τον ίδιο υπολογισμό. Η διάδοση των πυρηνικών όπλων θα γινόταν πραγματικός κίνδυνος. Η επιρροή των ΗΠΑ θα κατρακυλούσε και η περιφερειακή σταθερότητα θα υπέφερε. Η Κίνα, σπάζοντας την λεγόμενη αλυσίδα του πρώτου νησιού (first island chain) που παραδοσιακά περιόριζε τον στρατό της, θα αποκτούσε την ικανότητα να προβάλλει ισχύ σε όλο τον δυτικό Ειρηνικό και να θέσει μια πιο σοβαρή απειλή για το Γκουάμ και την Χαβάη. Το να παραμερίσουν ενώπιον της κινεζικής επιθετικότητας θα έθετε σε κίνδυνο την διεθνή τάξη που οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν χτίσει με κόπο τα τελευταία τρία τέταρτα του αιώνα.

Καθώς η Ρωσία συγκεντρώνει στρατεύματα στα σύνορά της με την Ουκρανία, αξίζει να εξεταστεί γιατί οι Ηνωμένες Πολιτείες πρέπει να υπερασπιστούν την Ταϊβάν αλλά όχι να στείλουν ένοπλες δυνάμεις για να υπερασπιστούν την Ουκρανία. Και στις δύο περιοχές, η γεωγραφία λειτουργεί ενάντια στις στρατιωτικές επιλογές των ΗΠΑ και σε καμία περίπτωση οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν δεσμεύονται από μια ακλόνητη δέσμευση ασφαλείας. Αλλά στην περίπτωση της Ουκρανίας, οι σύμμαχοι και οι εταίροι των ΗΠΑ δεν είναι προετοιμασμένοι να αμυνθούν έναντι μιας ρωσικής επίθεσης και δεν περιμένουν από τις Ηνωμένες Πολιτείες να το κάνουν. Με την Ταϊβάν, αντίθετα, οι σύμμαχοι και οι εταίροι των ΗΠΑ στην περιοχή είναι αμφότεροι έτοιμοι να αντισταθούν στην κινεζική επιθετικότητα και έχουν κάθε ελπίδα και προσδοκία ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες θα βρίσκονται εκεί μαζί τους για να εξουδετερώσουν κάθε κινεζική απόπειρα για περιφερειακή ηγεμονία. Ως αποτέλεσμα, υπάρχουν βιώσιμες στρατιωτικές επιλογές.

Φυσικά, ένας πόλεμος με την Κίνα για την Ταϊβάν θα ήταν καταστροφικός ακόμα κι αν η Κίνα αποκρούετο. Γι’ αυτό, παρά την αυξανόμενη απογοήτευση σε ορισμένους κύκλους για το ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν διατηρούν διπλωματικές σχέσεις με την Ταϊβάν, η Ουάσιγκτον θα πρέπει να αποφύγει τις εκκλήσεις να αντιμετωπίσει την Ταϊβάν ως κυρίαρχη χώρα, κάτι που πιθανώς θα πυροδοτούσε έναν πόλεμο. Από την άλλη πλευρά, εκείνοι που υποστηρίζουν ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες θα έπρεπε ουσιαστικά να αποδεσμεύσουν την Ταϊβάν συχνά αποτυγχάνουν να λάβουν υπόψη το πώς θα έμοιαζε η περιοχή -και ο κόσμος- την επόμενη μέρα μιας βίαιης κατάληψης της Ταϊβάν από την Κίνα.

Η αποτροπή ενός πολέμου είναι μακράν η καλύτερη επιλογή. Αυτός είναι ένας άλλος τρόπος να πει κάποιος ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες πρέπει να επιδιώξουν την διατήρηση του status quo. Το status quo, ωστόσο, δεν είναι στατικό και η Ουάσιγκτον πρέπει να αλλάξει ταχύτητα για να το διατηρήσει. Η στρατηγική ασάφεια ήταν μια οξυδερκής και αποτελεσματική προσέγγιση για δεκαετίες τώρα όμως έχει κάνει τον κύκλο της. Η σαφήνεια σχετικά με τη δέσμευση των ΗΠΑ στην Ταϊβάν θα ωθήσει ορισμένους Αμερικανούς σχεδιαστές πολιτικής να βγουν από τις ζώνες άνεσής τους. Αλλά είναι ο μόνος τρόπος για να ενισχυθεί η αποτροπή, να καθησυχαστούν οι σύμμαχοι, να τύχει υπεράσπισης η Ταϊβάν, και να προστατευθούν τα συμφέροντα των ΗΠΑ. Είναι καιρός να γίνουμε σαφείς για την σαφήνεια.

Σύνδεσμοι:
[1] https://nam10.safelinks.protection.outlook.com/?url=https%3A%2F%2Fwww.am...
[2] https://www.foreignaffairs.com/articles/united-states/american-support-t...
[3] https://www.foreignaffairs.com/articles/united-states/2020-09-24/dire-st...
[4] https://nam10.safelinks.protection.outlook.com/?url=https%3A%2F%2Fesc.nc...
[5] https://nam10.safelinks.protection.outlook.com/?url=https%3A%2F%2Fesc.nc...
[6] https://nam10.safelinks.protection.outlook.com/?url=https%3A%2F%2Fenglis...
[7] https://nam10.safelinks.protection.outlook.com/?url=https%3A%2F%2Fwww.wh...

Copyright © 2021 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved.

Στα αγγλικά: https://www.foreignaffairs.com/articles/china/2021-12-13/growing-danger-...

Μπορείτε να ακολουθείτε το «Foreign Affairs, The Hellenic Edition» στο TWITTER στην διεύθυνση www.twitter.com/foreigngr αλλά και στο FACEBOOK, στην διεύθυνση www.facebook.com/ForeignAffairs.gr και στο linkedin στην διεύθυνση https://www.linkedin.com/company/foreign-affairs-the-hellenic-edition