Οι πόλεμοι του Κρεμλίνου με το φυσικό αέριο | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Οι πόλεμοι του Κρεμλίνου με το φυσικό αέριο

Πώς μπορεί η Ευρώπη να προστατευθεί από ρωσικό εκβιασμό

Τις ημέρες πριν από την εισβολή του Ρώσου προέδρου, Βλαντιμίρ Πούτιν, στην Ουκρανία, οι Ηνωμένες Πολιτείες, και οι Ευρωπαίοι σύμμαχοί τους ανακοίνωσαν αυστηρές οικονομικές κυρώσεις στην Ρωσία, συμπεριλαμβανομένου του ενεργειακού της τομέα. Η Γερμανία, από την πλευρά της, ανέστειλε επισήμως την έγκριση του νέου αγωγού Nord Stream 2, ιδιοκτησίας της ρωσικής κρατικής εταιρείας φυσικού αερίου, που σχεδιάστηκε για την παράδοση ρωσικού φυσικού αερίου στην Γερμανία. Το ερώτημα τώρα είναι εάν και πώς θα ανταποδώσει η Μόσχα. Υπάρχει ένας αυξανόμενος φόβος σε όλη την ήπειρο ότι η Ρωσία θα μπορούσε να αντεπιτεθεί στην Ευρώπη εκεί όπου πονάει περισσότερο: θα αποκόψει τις χώρες που εξαρτώνται περισσότερο από το ρωσικό φυσικό αέριο.

01032022-1.jpg

Ένας αγωγός φυσικού αερίου κοντά στην [πόλη] Sudzha, στην Ρωσία, τον Ιανουάριο του 2009. Denis Sinyakov / Reuters
----------------------------------------------

Για πολλά ευρωπαϊκά κράτη, η απειλή να απολέσουν την πρόσβαση στην ενέργεια της Ρωσίας δεν είναι μια ανούσια ανησυχία. Η Ευρώπη εισάγει το 40% του φυσικού της αερίου από την Ρωσία και πολλά κράτη έχουν σημαντική εμπορική και επενδυτική έκθεση στις ρωσικές αγορές. Το ίδιο σημαντικό [είναι ότι], αυτοί οι ενεργειακοί και οικονομικοί δεσμοί δεν επηρεάζουν εξίσου όλες τις ευρωπαϊκές χώρες. Το Κρεμλίνο αναμφίβολα θα προσπαθήσει να εκμεταλλευτεί αυτές τις διαφορές για να σπείρει διχόνοια στην απάντηση της ΕΕ στην εισβολή. Εάν η Ρωσία μπορέσει να χρησιμοποιήσει την ενεργειακή της μόχλευση για να πείσει, ας πούμε, την Γερμανία ή την Ιταλία να αναβάλλει την υποστήριξη [της] στις πιο σκληρές κυρώσεις, θα μπορούσε να δώσει στη Μόσχα έναν τρόπο να αντέξει τις οικονομικές συνέπειες της εισβολής της.

Αλλά η επιτυχία αυτής της στρατηγικής του «διαίρει και βασίλευε» δεν είναι προκαθορισμένη. Με την πρόθεση να κάνουν τη Μόσχα να λογοδοτήσει για την παράνομη επιθετικότητά της, τα ευρωπαϊκά κράτη μπορούν να αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά τον Πούτιν. Για να το κάνει αυτό, η ΕΕ θα πρέπει να ενισχύσει εκείνα τα μέλη που είναι πιο ευάλωτα στον ρωσικό εκβιασμό και δυνητικά να επανεξετάσει την δομή των ευρωπαϊκών αγορών ενέργειας.

ΔΙΑΙΡΕΙ ΚΑΙ ΒΑΣΙΛΕΥΕ

Στην θεωρία, η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει ένα σημαντικό πλεονέκτημα στην οικονομική της σχέση με την Ρωσία. Η Ρωσία βασίζεται στις ευρωπαϊκές αγορές για περισσότερες από τις μισές εξαγωγές της, ενώ η Ευρωπαϊκή Ένωση στέλνει μόνο το 5% των εξαγωγών της στην Ρωσία. Αυτή η ανομοιότητα αντικατοπτρίζει την διαφορά μεγέθους —η οικονομία της ΕΕ είναι δέκα φορές μεγαλύτερη από εκείνη της Ρωσίας— και την διαφορετική έκθεση στο διεθνές εμπόριο. Η Ρωσία έχει ενσωματωθεί ελάχιστα στην παγκόσμια οικονομία και, παρά τον θόρυβο γύρω από την αυξανόμενη προσέγγιση μεταξύ Πεκίνου και Μόσχας, θα δυσκολευόταν να αντικαταστήσει τα χαμένα έσοδα από τις εξαγωγές στην ΕΕ με έσοδα από τις κινεζικές αγορές.

Αντίθετα, καμία χώρα της ΕΕ δεν στέλνει περισσότερο από το 20% των εξαγωγών της στην Ρωσία. Μολονότι η Βουλγαρία, η Εσθονία, και η Λιθουανία είναι περισσότερο εκτεθειμένες σε εμπορικούς κραδασμούς, οι εξαγωγές τους στην Ρωσία αντιστοιχούν μόνο στο 3%, 3%, και 6% του ΑΕΠ τους, αντίστοιχα. Η Ρωσία είναι ακόμη λιγότερο σημαντική για μεγάλες οικονομίες όπως αυτές της Γαλλίας, της Γερμανίας, και της Ιταλίας, αντιστοιχώντας μεταξύ 1% και 2% των συνολικών εξαγωγών τους. Οποιεσδήποτε πιθανές ρωσικές αντικυρώσεις [1] που στοχεύουν τις εισαγωγές από την ΕΕ θα είχαν επομένως μόνο οριακά αποτελέσματα.

Ωστόσο, η ενέργεια είναι μια διαφορετική ιστορία. Το φυσικό αέριο έχει αναγνωριστεί εδώ και καιρό ως ο ισχυρότερος οικονομικός μοχλός της Ρωσίας στην Ευρώπη, και παραμένει τέτοιος παρά τις προσπάθειες της ΕΕ να μειώσει την εξάρτησή της από τις ρωσικές προμήθειες. Η ικανότητα της Μόσχας να εκμεταλλευτεί αυτή την εξάρτηση θα μπορούσε να επιδεινωθεί από τις μεγάλες διαφορές μεταξύ των αναγκών των κρατών-μελών. Το Βέλγιο, η Γαλλία, και η Ολλανδία εισάγουν λιγότερο από το 10% του φυσικού τους αερίου από την Ρωσία. Η Ισπανία και η Πορτογαλία δεν εισάγουν καθόλου. Η Γερμανία, αντίθετα, βασίζεται στη Μόσχα για περίπου το ήμισυ των εισαγωγών φυσικού αερίου της και η Ιταλία για περίπου το 40%. Για την Αυστρία, την Ουγγαρία, την Σλοβενία, και την Σλοβακία, ο αριθμός είναι περίπου 60% και για την Πολωνία 80%. Η Βουλγαρία βασίζεται στην Ρωσία για όλο το φυσικό της αέριο.

Αυτές οι διαφορές στην κατανάλωση ενέργειας αντιπροσωπεύουν ένα πλεονέκτημα για τη Μόσχα, καθώς οι πιο εκτεθειμένες χώρες της ΕΕ ενδέχεται να είναι απρόθυμες να υποστηρίξουν ισχυρότερες αντιρωσικές στο αέριο [της Ρωσίας] κυρώσεις, φοβούμενες ότι η Ρωσία [2] θα μπορούσε ως αντίποινα να διαταράξει ή να διακόψει τον εφοδιασμό τους με αέριο. Αυτές οι ανησυχίες μπορεί, για παράδειγμα, να εξηγούν την αρχική αντίθεση της Γερμανίας και της Ιταλίας στην αναστολή της πρόσβασης της Ρωσίας στο παγκόσμιο σύστημα διατραπεζικών πληρωμών SWIFT.

Ωστόσο, ακόμη και οι πιο εκτεθειμένες ευρωπαϊκές χώρες έχουν εναλλακτικές για τις ρωσικές ενεργειακές προμήθειες. Εάν η Μόσχα κλείσει το αέριο, η ΕΕ θα μπορούσε να αντεπεξέλθει συλλογικά —τουλάχιστον για κάποιο χρονικό διάστημα. Οι ευρωπαϊκοί εμπορικοί αποθηκευτικοί χώροι αποθεμάτων αερίου είναι, κατά προσέγγιση, γεμάτοι [σε ποσοστό] 30% και ορισμένα κράτη διαθέτουν επίσης στρατηγικά αποθέματα αερίου (παρόμοια με τα στρατηγικά αποθέματα πετρελαίου των ΗΠΑ). Μέσω ενός συνδυασμού περισσότερων αναλήψεων από αυτά τα αποθέματα, αυξημένων εισαγωγών υγροποιημένου φυσικού αερίου, και περιορισμένων μέτρων για την πλευρά της ζήτησης, όπως οι περικοπές στο βιομηχανικό αέριο, τα περισσότερα κράτη πιθανώς θα τα κατάφερναν μέχρι το φθινόπωρο του 2022 χωρίς σοβαρές ελλείψεις. Αλλά χώρες όπως η Βουλγαρία και η Πολωνία που είναι σε μεγάλο βαθμό εξαρτημένες από το ρωσικό αέριο και άσχημα συνδεδεμένες με τους Δυτικούς γείτονές τους θα έπρεπε να μειώσουν σημαντικά την ζήτηση φυσικού αερίου για να διαχειριστούν την κατάσταση.

Ωστόσο, τέτοιες ενέργειες θα οδηγούσαν στα ύψη την τιμή της ενέργειας στην Ευρώπη, επιδεινώνοντας μια ήδη συνεχιζόμενη κρίση. Μόνο στις 24 Φεβρουαρίου, καθώς τα ρωσικά στρατεύματα διέσχισαν τα ουκρανικά σύνορα, οι τιμές του φυσικού αερίου σε όλη την ήπειρο αυξήθηκαν κατά 60%. Οι ευρωπαϊκές χώρες μπορεί να δουν γρήγορα την οικονομική τους ανάκαμψη μετά την [πανδημία] COVID-19 να εκτροχιάζεται, καθώς οι υψηλότερες τιμές του φυσικού αερίου μεταφράζονται σε αύξηση του κόστους ηλεκτρικής ενέργειας –πιέζοντας προς τα πάνω τον πληθωρισμό και διαβρώνοντας την αγοραστική δύναμη των νοικοκυριών και την ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων.

Ωστόσο, το να τα βγάλουμε πέρα αυτόν τον χειμώνα χωρίς περαιτέρω ρωσικές εισαγωγές είναι ένα πράγμα. Θα είναι πολύ πιο δύσκολο να λειτουργήσει η ευρωπαϊκή οικονομία για αρκετά χρόνια χωρίς ρωσικό αέριο. Από την πλευρά της προσφοράς, ορισμένα κράτη μπορεί να είναι σε θέση να απομυζήσουν πλεονάζουσα ικανότητα εισαγωγής από το Κατάρ και τις Ηνωμένες Πολιτείες [3]. Σύμμαχοι όπως η Ιαπωνία και η Νότια Κορέα ενδέχεται επίσης να είναι ικανοί να εκτρέψουν ορισμένες από τις πλεονάζουσες θαλάσσιες αποστολές αερίου τους. Αλλά η πλήρης αντικατάσταση του ρωσικού αερίου θα ήταν πολύ ακριβή και θα μπορούσε να αποδειχθεί φυσικά αδύνατη. Οι παγκόσμιες αγορές αερίου και οι άλλοι προμηθευτές αγωγών της Ευρώπης, όπως η Αλγερία και η Νορβηγία, ήδη παράγουν και εξάγουν με πλήρη ισχύ. Οι μακροπρόθεσμες συμβάσεις, επιπλέον, δυνητικά περιορίζουν τον όγκο του αερίου που οι εταιρείες θα μπορούσαν να ανακατευθύνουν στην Ευρώπη, ακόμη και όταν οι τιμές στην ηπειρωτική Ευρώπη αυξάνονται.

Η προληπτική αντιμετώπιση αυτών των προκλήσεων πρέπει να είναι η κορυφαία προτεραιότητα της Ευρώπης εάν θέλει να διατηρήσει τις μακροπρόθεσμες κυρώσεις εναντίον της Ρωσίας. Το να το κάνει με επιτυχία θα περιλαμβάνει μια σειρά από δύσκολες πολιτικές, περιβαλλοντικές, και κοινωνικές επιλογές. Στην Ολλανδία, για παράδειγμα, η αυξημένη παραγωγή φυσικού αερίου θα προκαλούσε άνοδο της σεισμικής δραστηριότητας γύρω από το μεγαλύτερο κοίτασμα αερίου της χώρας -ένας παράγοντας που κάποτε ώθησε το Άμστερνταμ να περιορίσει την παραγωγή. Θα το δεχτούν ετούτο τα ολλανδικά νοικοκυριά ως συνέπεια της μεγαλύτερης πρόσβασης σε αέριο; Θα έπρεπε η Γερμανία να λειτουργήσει περισσότερο τα πυρηνικά της εργοστάσια, ακόμη και να επανεκκινήσει μερικές ρυπογόνες λιγνιτικές μονάδες άνθρακα; Τι θα χρειαζόταν για να δεχτεί η Γαλλία περισσότερες συνδέσεις αερίου και ηλεκτρισμού μέσω των Πυρηναίων –δίνοντας στην υπόλοιπη Ευρώπη πρόσβαση στην τεράστια ικανότητα υποδοχής της Ισπανίας; Και τι θα γίνει με τους εκτοξευόμενους λογαριασμούς ηλεκτρικής ενέργειας για τον ιταλικό κλάδο ηλεκτρικής ενέργειας ή της θέρμανσης στην Ανατολική Ευρώπη;

ΔΥΣΚΟΛΗ ΚΑΙ ΜΑΚΡΟΠΡΟΘΕΣΜΗ ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΑ

Εάν η ΕΕ ελπίζει να διατηρήσει τολμηρές και εκτεταμένες κυρώσεις ενόψει των δυνητικών ρωσικών οικονομικών αντίμετρων, οι Βρυξέλλες πρέπει να προετοιμαστούν για μια μακρά μάχη. Για να είναι τελικά αποτελεσματικές οι κυρώσεις, ο Πούτιν [4] πρέπει να ανησυχήσει ότι η Ευρώπη μπορεί να τις διατηρήσει σε ισχύ για αρκετά χρόνια. Τα βραχυχρόνια μέτρα μπορεί να είναι επώδυνα για ορισμένα μέρη της ρωσικής κοινωνίας, αλλά είναι απίθανο να αλλάξουν ριζικά τον υπολογισμό της Μόσχας.

Η Ευρώπη και οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν πρέπει να υποτιμήσουν την πρόκληση της διατήρησης τέτοιων ευρείας βάσης κυρώσεων. Μολονότι η πολιτική υποστήριξη θα είναι υψηλή στον άμεσο απόηχο της ρωσικής εισβολής, το πάγωμα περιουσιακών στοιχείων, ο μακροπρόθεσμος αποκλεισμός της Ρωσίας από το Δυτικό χρηματοπιστωτικό σύστημα, και οποιαδήποτε αντίμετρα από τη Μόσχα θα πλήξουν τελικά συγκεκριμένα συμφέροντα σε όλη την Ευρώπη. Πέρα από τον άμεσο οικονομικό αντίκτυπο στους καθημερινούς Ευρωπαίους πολίτες, οι εταιρείες που εξάγουν στην Ρωσία θα πληγούν επίσης σκληρά —όπως [θα πληγούν] οι τράπεζες με μεγαλύτερη έκθεση στις ρωσικές χρηματοπιστωτικές αγορές. Όσο ευρύτερο είναι το πεδίο των νέων κυρώσεων και όσο περισσότερο διαρκέσουν, τόσο μεγαλύτερες είναι οι πιθανότητες ότι η «διαίρει και βασίλευε» στρατηγική της Ρωσίας θα επιτύχει.

Για να αποφύγει αυτόν τον κίνδυνο και να διασφαλίσει ότι η ΕΕ θα διατηρήσει την ενότητά της, η Ευρώπη πρέπει να ενστερνιστεί μια συνολική ενεργειακή στρατηγική σε ολόκληρη την ήπειρο. Η ανακοίνωση της Γερμανίδας υπουργού Εξωτερικών, Annalena Baerbock, στην πρόσφατη Διάσκεψη Ασφαλείας του Μονάχου (Munich Security Conference) ότι το Βερολίνο θα ήταν έτοιμο να πληρώσει ένα «υψηλό οικονομικό τίμημα» για την ειρήνη στην Ουκρανία, για παράδειγμα, είναι ευπρόσδεκτη, αλλά δεν αρκεί. Αντίθετα, οι Βρυξέλλες χρειάζονται μια συστηματική προσέγγιση για να διασφαλίσουν ότι μπορούν να καλυφθούν όλες οι ενεργειακές ανάγκες των κρατών-μελών -συμπεριλαμβανομένων εκείνων που έχουν ήδη εκφράσει ανησυχίες για τις κυρώσεις- με αντάλλαγμα μια πιο στιβαρή υποστήριξη για μια συλλογική απάντηση της ΕΕ στην Ρωσία.

Πάνω απ' όλα, η ΕΕ πρέπει πρώτα να διενεργήσει μια λεπτομερή αξιολόγηση των τρωτών σημείων των κρατών-μελών και των εταιρειών της στην ρωσική πίεση. Ειδικότερα, οι κυβερνήσεις θα πρέπει να καταγράψουν τις διαθέσιμες επιλογές για να μειώσουν την εξάρτησή τους από το ρωσικό αέριο και την έκθεση του ιδιωτικού τομέα στην ρωσική αγορά. Με αυτόν τον τρόπο, οι εθνικές κυβερνήσεις και η ΕΕ μπορούν να αρχίσουν να κατανοούν πιθανά σημεία πίεσης που ίσως χρησιμοποιήσει η Μόσχα για να υπονομεύσει το αναδυόμενο καθεστώς κυρώσεων. Οι κυβερνήσεις χρειάζονται μια μικροσκοπική εικόνα των συμφερόντων των χωρών τους για να τα περιφρουρήσουν σωστά.

Μολονότι είναι πολύ πιο εύκολο στην θεωρία παρά στην πράξη, οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις πρέπει επίσης να μειώσουν την ενεργειακή εξάρτηση των χωρών τους από την Ρωσία. Αυτό σημαίνει ότι, στην αμέσως επόμενη χρονική περίοδο, οι χώρες με περισσότερο αέριο στην διάθεση τους, όπως η Γαλλία ή η Ολλανδία, πρέπει να το μοιραστούν με χώρες που αντιμετωπίζουν ελλείψεις, όπως η Αυστρία και η Γερμανία. Τα κράτη θα πρέπει επίσης να διερευνήσουν νέες μακροπρόθεσμες συμβάσεις με προμηθευτές αερίου για να προσθέσουν πρόσθετη ευελιξία στην ευρωπαϊκή αγορά. Οι κυβερνήσεις θα χρειαστεί επίσης να ενθαρρύνουν τις εταιρείες αερίου να γεμίσουν ξανά τις αποθηκευτικές τους εγκαταστάσεις κατά τους εαρινούς και καλοκαιρινούς μήνες, παρά τις ιστορικά υψηλές τιμές. Τα κράτη θα μπορούσαν να δώσουν κίνητρα για την δημιουργία αποθέματος μέσω επίσημων εντολών και, τελικά, οικονομικής βοήθειας. Μακροπρόθεσμα, η τρέχουσα κρίση θα ωθήσει τα ευρωπαϊκά κράτη να επιταχύνουν τις επενδύσεις στις ανανεώσιμες [πηγές ενέργειας] και στις καλύτερες τεχνικές μόνωσης. Μολονότι τα μέτρα αυτά δεν θα αντικαταστήσουν βραχυπρόθεσμα το ρωσικό αέριο, ενδέχεται να αποφέρουν σημαντικά αποτελέσματα σε πέντε έως δέκα χρόνια.

Για να επιτύχει οποιονδήποτε από αυτούς τους στόχους, που θα είναι επώδυνοι, η ΕΕ θα χρειαστεί να αναπτύξει ένα εποικοδομητικό σχήμα για να αποφασίσει το πώς θα πρέπει να συνεισφέρει κάθε κράτος. Οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις θα αντιμετωπίσουν μια σειρά πολιτικά δύσκολων προκλήσεων τους επόμενους αρκετούς μήνες και η αμοιβαία υποστήριξη είναι ο μόνος τρόπος για να ξεπεράσουν την κρίση. Μια επιλογή είναι μια τακτική συνεδρίαση του συμβουλίου των υπουργών -παρόμοια με το Συμβούλιο Εθνικής Ασφάλειας των ΗΠΑ- που θα αποφάσιζε για τις άμεσες απαντήσεις στις πιθανές ελλείψεις ενέργειας.

Τέλος, η ΕΕ θα πρέπει να ιδρύσει ένα ειδικό ταμείο για την αποζημίωση συγκεκριμένων χωρών, περιοχών, ή κλάδων για τις οικονομικές απώλειες που προκαλούνται από τις κυρώσεις. Οι Βρυξέλλες θα μπορούσαν να στήσουν γρήγορα το ταμείο, χρησιμοποιώντας το Ταμείο Προσαρμογής στην Παγκοσμιοποίηση της ΕΕ (EU Globalization Adjustment Fund) ή το Ταμείο Δίκαιης Μετάβασης της ΕΕ (EU Just Transition Fund) ως μοντέλα -αμφότερα εκ των οποίων σχεδιάστηκαν για να αντιμετωπίσουν τις συγκεκριμένες για κάθε περιοχή επιπτώσεις της παγκοσμιοποίησης και των προσπαθειών μετριασμού της κλιματικής αλλαγής. Το ταμείο θα μπορούσε να ξεκινήσει με 20 δισεκατομμύρια ευρώ ετησίως, χρηματοδοτούμενο από δανεισμό της ΕΕ. Ένας τέτοιος μηχανισμός θα μείωνε τις εθνικές ευαλωτότητες και θα βοηθούσε την Ευρώπη να διατηρήσει την πολιτική της ενότητα και σημασία.

Οι Ευρωπαίοι ηγέτες γνωρίζουν ότι η Μόσχα θα προσπαθήσει να κατακερματίσει και να αποδυναμώσει την απάντηση της ΕΕ στην εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία. Η Ευρώπη πρέπει να ανταποκριθεί στην πρόκληση και να αρθρώσει μια συνεκτική απάντηση στην στρατηγική «διαίρει και βασίλευε» του Πούτιν [5]. Με τα σωστά βήματα, οι Βρυξέλλες μπορούν να εφαρμόσουν μια τέτοια στρατηγική άμεσα και με οικονομικά εφικτό τρόπο. Αλλά θα χρειαστεί να δράσουν γρήγορα. Εάν δεν το κάνουν, η Ευρωπαϊκή Ένωση θα μπορούσε να αντιμετωπίσει μια αυξανόμενη ενεργειακή κρίση, αφήνοντας τη Μόσχα περαιτέρω ενθαρρυμένη να οπλοποιήσει τις ενεργειακές προμήθειες του κόσμου.

Σύνδεσμοι:
[1] https://www.foreignaffairs.com/articles/world/2022-01-17/hidden-toll-san...
[2] https://www.foreignaffairs.com/articles/russia-fsu/2022-02-07/how-break-...
[3] https://www.foreignaffairs.com/articles/united-states/2021-09-27/kremlin...
[4] https://www.foreignaffairs.com/articles/russia-fsu/2021-06-14/how-biden-...
[5] https://www.foreignaffairs.com/articles/middle-east/2021-10-18/russia-no...

Copyright © 2022 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved.
Στα αγγλικά: https://www.foreignaffairs.com/articles/russian-federation/2022-02-27/kr...

Μπορείτε να ακολουθείτε το «Foreign Affairs, The Hellenic Edition» στο TWITTER στην διεύθυνση www.twitter.com/foreigngr αλλά και στο FACEBOOK, στην διεύθυνση www.facebook.com/ForeignAffairs.gr και στο linkedin στην διεύθυνση https://www.linkedin.com/company/foreign-affairs-the-hellenic-edition