Η καλύτερη ευκαιρία της Ουκρανίας για ειρήνη | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Η καλύτερη ευκαιρία της Ουκρανίας για ειρήνη

Πώς η ουδετερότητα μπορεί να φέρει την ασφάλεια –και να ικανοποιήσει αμφότερες την Ρωσία και την Δύση

Το 1914, φυσικά, η Γερμανία παραβίασε την εγγύησή της, εισβάλλοντας και καταλαμβάνοντας το Βέλγιο ως μέρος του Σχεδίου Schlieffen για να επιτεθεί στην Γαλλία, απορρίπτοντας ως γνωστόν την συνθήκη του 1839 ως ένα απλό «κομμάτι χαρτί». Ως εκ τούτου, η ουδετερότητα του Βελγίου θεωρείται μερικές φορές ως ένα αποτυχημένο πείραμα. Αλλά το Ηνωμένο Βασίλειο τίμησε την εγγύησή του και εισήλθε στον πόλεμο εναντίον της Γερμανίας, λόγω της γερμανικής επίθεσης στο Βέλγιο. Επιπλέον, σε αυτό το σημείο το Βέλγιο είχε απολαύσει τρία τέταρτα του αιώνα ειρήνης υπό την Συνθήκη -σχεδόν τρεις φορές μεγαλύτερη από την σύντομη εποχή της σχετικής ειρήνης που απήλαυσε η μετασοβιετική Ουκρανία πριν από την πρώτη επίθεση της Ρωσίας, το 2014 [6].

Η γεωγραφία της Ουκρανίας, όπως και αυτή του Βελγίου, καθιστά την χώρα βασικό μέλημα ασφάλειας για τους γεωπολιτικούς αντιπάλους που συνορεύουν με αυτήν. Και, όπως [συνέβη] και με την ασφάλεια του Βελγίου τον 19ο και στις αρχές του 20ού αιώνα, η ασφάλεια της Ουκρανίας θεωρείται πλέον κεντρική για την ειρήνη και την σταθερότητα ολόκληρης της ηπείρου. Και όπως οι βελγικές Συνθήκες, το ανακοινωθέν της Κωνσταντινούπολης προσφέρει οφέλη τόσο στο υπό εγγύηση κράτος όσο και στους εγγυητές. Η Ουκρανία θα έπαιρνε έναν τερματισμό της τρέχουσας ρωσικής επίθεσης και ισχυρές εγγυήσεις έναντι μιας δυνητικής μελλοντικής επίθεσης. Θα έπαιρνε επίσης την υπόσχεση της Μόσχας να παραμερίσει από την πορεία της [Ουκρανίας] για ένταξη στην ΕΕ. Από την πλευρά της, η Ρωσία θα έπαιρνε την ουκρανική ουδετερότητα, τερματίζοντας την προοπτική ένταξής της στο ΝΑΤΟ, σε μια συμφωνία που θα ήταν εγγυημένη νομικά από τις Ηνωμένες Πολιτείες, τους συμμάχους τους, και την Ουκρανία˙ θα λάμβανε επίσης διαβεβαιώσεις ότι δεν θα υπάρξουν ξένες βάσεις στην Ουκρανία ή ξένοι στρατοί που θα κάνουν γυμνάσια εκεί, χωρίς την συγκατάθεση της Μόσχας. Και για την Δύση, η παραίτηση του Κρεμλίνου από τις αντιρρήσεις του για την ένταξη της Ουκρανίας στην ΕΕ θα σήμαινε την οριστική αποχώρηση της Ουκρανίας από την ρωσική σφαίρα επιρροής.

ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΓΙΝΕΙ;

Μολονότι η Ρωσία θα επωφελείτο από το σχέδιο της Κωνσταντινούπολης, πολλοί παρατηρητές αμφιβάλλουν ότι η Μόσχα τελικά θα το εγκρίνει. Εν τέλει, η Ρωσία θα ήταν σαν να συμφωνούσε στο ότι εάν επιτίθετο ξανά στην Ουκρανία θα αντιμετώπιζε υψηλό κίνδυνο, αν όχι σχεδόν την βεβαιότητα, πολέμου με τις Ηνωμένες Πολιτείες και τους συμμάχους τους. Υπάρχουν δύο πιθανές εξηγήσεις, λοιπόν, γιατί το Κρεμλίνο σηματοδότησε την αρχική υποστήριξή του στην φόρμουλα της Κωνσταντινούπολης. Πρώτον, είναι πιθανό η Ρωσία να μην παίρνει στα σοβαρά την προοπτική να εκπληρώσουν οι Ηνωμένες Πολιτείες και οι σύμμαχοι τους τις εγγυήσεις προς την Ουκρανία, και να υπογράψει με την πρόθεση να παραβιάσει την συμφωνία –ακριβώς όπως απέρριψε η Γερμανία την βελγική Συνθήκη ως ένα «κομμάτι χαρτί» όταν εισέβαλε το 1914. Αλλά ο κίνδυνος να προσέτρεχε ο στρατός των ΗΠΑ προς υπεράσπιση της Ουκρανίας θα ήταν υπαρξιακός για την Ρωσία. Φαίνεται ιδιαίτερα απίθανο να θέλει η Μόσχα να ανοίξει την προοπτική ενός πολέμου με τις Ηνωμένες Πολιτείες απλώς για να αποδείξει κάτι.

Ετούτο αφήνει μια δεύτερη ερμηνεία: εάν η Ουκρανία αποδεχτεί τη μόνιμη ουδετερότητα, όπως προβλέπει το σχέδιο, η Ρωσία δεν θα είχε κανένα συμφέρον να της επιτεθεί. Αυτό όχι μόνο θα εξηγούσε την προθυμία της Μόσχας να αναλάβει τον κίνδυνο σύγκρουσης με τις Ηνωμένες Πολιτείες˙ θα ήταν επίσης συνεπές με την τεράστια προσπάθεια που έχει κάνει η Ρωσία για να αποκλείσει την ένταξη της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ. Με άλλα λόγια, τα κίνητρα που θα δημιουργηθούν από μια νομικά δεσμευτική συμφωνία που θα διασφάλιζε την ουδετερότητα της Ουκρανίας και θα κρατούσε τα ξένα στρατεύματα εκτός της επικράτειάς της, υπερτερούν των οποιονδήποτε πιθανών ωφελειών από μια μελλοντική εισβολή. Διότι, εάν η Ρωσία επρόκειτο να επαναλάβει την επιθετικότητά της, θα διακινδύνευε πλέον τόσο μια άμεση σύγκρουση με τις Ηνωμένες Πολιτείες όσο και το τέλος της ουκρανικής ουδετερότητας.

Φυσικά, μια τέτοια συμφωνία θα συνεπαγόταν σημαντικές προκλήσεις. Για τις Ηνωμένες Πολιτείες, η αξιοπιστία των παγκόσμιων συμμαχιών τους θα βασιζόταν σε αυτήν την ριψοκίνδυνη συμφωνία. Η ουδετερότητα της Ουκρανίας και η απαγόρευση των ξένων βάσεων και των [στρατιωτικών] ασκήσεων θα προκαλούσε ιδιαίτερα διλήμματα για τον στρατό των ΗΠΑ. Η συνήθης προσέγγιση του Πενταγώνου για την διασφάλιση των δεσμεύσεων ασφαλείας —όπως, για παράδειγμα, οι προωθημένες αναπτύξεις, η πλήρης πρόσβαση σε εδάφη, και ο κάποιος βαθμός επιχειρησιακού σχεδιασμού με τους εταίρους— δεν θα ήταν δυνατή σε αυτή την περίπτωση. Τέλος, η περιοχή της εφαρμογής των εγγυήσεων θα πρέπει να ευθυγραμμιστεί με την γραμμή του de facto εδαφικού ελέγχου όταν κηρυχθεί η κατάπαυση του πυρός. Οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν βρει φόρμουλες για να εγγυηθούν την ασφάλεια των κρατών με εδαφικές διαφορές -η ασφάλεια της Δυτικής Γερμανίας και της Νοτίου Κορέας ήταν εγγυημένη στα de facto σύνορά τους, παρόλο που η Ουάσιγκτον αναγνώρισε επίσημα τις νομικές αξιώσεις τους για το σύνολο των διαιρεμένων χωρών τους. Αλλά σε εκείνες τις περιπτώσεις, οι γραμμές οριοθέτησης ήταν σχετικά καλώς καθορισμένες και σταθερές -τα εσωτερικά γερμανικά σύνορα και ο 38ος παράλληλος- ενώ οι γραμμές που χωρίζουν τις ρωσικές και τις ουκρανικές δυνάμεις σε περιοχές της Ουκρανίας που η Μόσχα έχει καταλάβει από τις 24 Φεβρουαρίου [7] και μετά, αλλάζουν σχεδόν καθημερινά. Για να πετύχει αυτό, η Μόσχα θα έπρεπε να αποσυρθεί από πολλές, αν όχι όλες, τις περιοχές που έχει καταλάβει από την εισβολή και μετά.