Η ανέλπιστη επιτυχία της εκεχειρίας στην Υεμένη | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Η ανέλπιστη επιτυχία της εκεχειρίας στην Υεμένη

Η οικοδόμηση πάνω στη διπλωματία προϋποθέτει την αποκωδικοποίηση των Χούθι

Μόλις πριν από λίγους μήνες, ο πόλεμος στην Υεμένη έμοιαζε με μια από τις πιο δυσεπίλυτες συγκρούσεις στον κόσμο. Μετά από επτά χρόνια βάναυσων μαχών, η χώρα είχε διασπαστεί σε ένα συνονθύλευμα ολοένα και πιο καλά εξοπλισμένων αντίπαλων ομάδων που υποστηρίζονταν από μια σειρά εξωτερικών δυνάμεων, συμπεριλαμβανομένων του Ιράν, της Σαουδικής Αραβίας και των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων (ΗΑΕ). Κανένας από τους δρώντες που εμπλέκονται στη σύγκρουση—οι αντάρτες Χούθι που ελέγχουν την Σαναά, την πρωτεύουσα της Υεμένης· οι πολυάριθμες ομάδες της Υεμένης που πολεμούν τους Χούθι επί του πεδίου· η διεθνώς αναγνωρισμένη κυβέρνηση της Υεμένης· ή ο συνασπισμός υπό την ηγεσία της Σαουδικής Αραβίας που υποστηρίζει την κυβέρνηση— δεν εμφανίστηκε πρόθυμος να κάνει τους συμβιβασμούς που απαιτούνται για τον τερματισμό της σύγκρουσης. Με τις πόλεις της Υεμένης υπό πολιορκία, το αεροδρόμιο της Σαναά κλειστό για εμπορικές πτήσεις, και την κυβέρνηση και τον συνασπισμό να περιορίζουν την ροή καυσίμων στο κατεχόμενο από τους Χούθι λιμάνι της Hodeidah στην Ερυθρά Θάλασσα, έναν ζωτικής σημασίας εμπορικό αγωγό, ο πληθυσμός αντιμετώπιζε μια από τις χειρότερες ανθρωπιστικές κρίσεις στον κόσμο. Σοβαρές ελλείψεις καυσίμων συγκλόνισαν τις ελεγχόμενες από τους Χούθι περιοχές και η κατάρρευση της αξίας του εθνικού νομίσματος καθιστούσε τα τρόφιμα απλησίαστα στις περιοχές της χώρας [που βρίσκονταν] υπό τον θεωρητικό έλεγχο της κυβέρνησης. Ο Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών και άλλοι μεσολαβητές φαινόταν να έχουν ελάχιστες επιλογές για να σπάσουν το αδιέξοδο.

29062022-1.jpg
Φιλοκυβερνητικοί μαχητές μιας φυλής, νοτιοανατολικά της [πόλης] Marib, στην Υεμένη, τον Δεκέμβριο του 2021. Ali Owidha / Reuters
-------------------------------------------

Σήμερα, αντίθετα, οι μάχες βρίσκονται σε κάποια από τα χαμηλότερα επίπεδα από την έναρξη του πολέμου. Οι διασυνοριακές επιθέσεις -είτε από τον υπό την ηγεσία της Σαουδικής Αραβίας συνασπισμό για να πλήξει κατεχόμενες από τους Χούθι περιοχές, είτε από τους αντάρτες Χούθι για να εξαπολύσουν χτυπήματα με πυραύλους και drones στην Σαουδική Αραβία και στα ΗΑΕ - έχουν σταματήσει εντελώς. Για πρώτη φορά εδώ και έξι χρόνια, οι εμπορικές πτήσεις έχουν ξαναρχίσει στην Σαναά. Και στην Hodeidah, μια σταθερή ροή δεξαμενόπλοιων φέρνει πλέον τα πολύ αναγκαία καύσιμα στην χώρα. Όλα αυτά κατέστησαν δυνατά με μια εκεχειρία που επιτεύχθηκε τον Απρίλιο με τη μεσολάβηση του ΟΗΕ, μεταξύ των Χούθι και της κυβέρνησης της Υεμένης (και κατ' επέκτασην του συνασπισμού υπό την ηγεσία της Σαουδικής Αραβίας). Είναι αξιοσημείωτο ότι η εκεχειρία όχι μόνο έχει διατηρηθεί, αλλά έχει παραταθεί για επιπλέον δύο μήνες. Επιπλέον, στα μέσα Ιουνίου, οι Χούθι και οι Σαουδάραβες φέρονται να ξανάρχισαν τις απευθείας συνομιλίες για να συζητήσουν τη μακροπρόθεσμη ασφάλεια των συνόρων και άλλα ανεπίλυτα ζητήματα, διάλογοι που εδώ και πολύ καιρό έχουν λειτουργήσει παράλληλα με τις διαπραγματεύσεις υπό την ηγεσία του ΟΗΕ και θα αποτελέσουν ένα απαραίτητο μέρος οποιωνδήποτε προσπαθειών για τον τερματισμό του πολέμου.

Όμως η παράταση της εκεχειρίας δεν σημαίνει ότι επίκειται ειρήνη. Το πιο σημαντικό είναι ότι μολονότι τα αιτήματα των Χούθι που τέθηκαν επί τάπητος στην συμφωνία εκεχειρίας του ΟΗΕ —δηλαδή, το άνοιγμα του αεροδρομίου της Σαναά στις διεθνείς πτήσεις και η χαλάρωση των περιορισμών στο λιμάνι της Hodeidah— έχουν ικανοποιηθεί, οι απαιτήσεις της κυβέρνησης της Υεμένης να αποκαταστήσουν οι Χούθι την πρόσβαση στους δρόμους που συνδέουν την ελεγχόμενη από την κυβέρνηση πόλη Taiz με την υπόλοιπη χώρα δεν έχουν ικανοποιηθεί. Οι Χούθι πολιορκούν την Taiz από το 2015, καθιστώντας την ένα από τα πιο επικίνδυνα και ακριβά μέρη για να ζει κάποιος στην Υεμένη, και μετατρέποντας τις διαδρομές μέσα και έξω από την πόλη σε μια επικίνδυνη δοκιμασία για τους κατοίκους της. Χωρίς πρόοδο για το [ζήτημα της] Taiz, της δεύτερης πιο πυκνοκατοικημένης πόλης της χώρας και ενός ζωτικού βιομηχανικού κόμβου πριν από τον πόλεμο, οι άμεσες συνομιλίες για τον οριστικό τερματισμό της σύγκρουσης είναι απίθανο να οδηγήσουν οπουδήποτε. Αλλά κάποιο είδος κίνησης, κυριολεκτικής ή μεταφορικής, είναι απελπιστικά απαραίτητο. Η φρικτή κρίση επισιτιστικής ασφάλειας της Υεμένης έχει δει το κόστος διαβίωσης να εκτοξεύεται και να βρίσκεται εκτός της εμβέλειας πολλών εκατομμυρίων Υεμενιτών. Παρά την εκεχειρία, ο κίνδυνος λοιμού αυξάνεται εν μέσω των απότομα αυξανόμενων τιμών για βασικά είδη, όπως το σιτάρι και τα καύσιμα, στις διεθνείς αγορές.

Η εκεχειρία παραμένει εύθραυστη. Ένας συνδυασμός μετατοπίσεων ισχύος στο πεδίο της μάχης, η επαπειλούμενη επέκταση των διασυνοριακών επιθέσεων των Χούθι, μια αναδιάταξη της ισχύος εντός της κυβέρνησης που υποστηρίζεται από τη Σαουδική Αραβία και μια σειρά από συντριπτικές οικονομικές και ανθρωπιστικές κρίσεις έχουν ευθυγραμμιστεί για να δημιουργήσουν μια στιγμή ευκαιρίας για πρόοδο. Ο κόσμος δεν μπορεί να αφήσει αυτό το άνοιγμα να πάει χαμένο. O καθορισμός σοβαρών συνομιλιών, πόσω μάλλον η επίτευξη ειρηνευτικής συμφωνίας, θα απαιτήσει από τον ΟΗΕ [1] και άλλους διεθνείς παίκτες να επιτύχουν κάτι που προηγουμένως είχε αποδειχθεί αδύνατο: την απόσπαση μεγάλων παραχωρήσεων από τους Χούθι για την Taiz. Για να γίνει αυτό, η διεθνής κοινότητα πρέπει πρώτα να κατανοήσει ποιοι είναι οι Χούθι και τι θέλουν.

ΘΕΟΚΡΑΤΙΚΟΙ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΕΣ

Επί χρόνια, οι Χούθι έχουν χαρακτηριστεί ποικιλοτρόπως ως ισλαμιστές εξτρεμιστές που επιδιώκουν να εγκαταστήσουν μια υπερσυντηρητική θεοκρατία στην Υεμένη, ως Ιρανοί πληρεξούσιοι, ως αντιδυτικοί επαναστάτες, ακόμη και ως τρομοκράτες, αφότου υποδείχθηκαν ως τρομοκρατική ομάδα από την κυβέρνηση Τραμπ. Καμία από αυτές τις ταμπέλες δεν δίνει την πλήρη εικόνα. Οι ίδιοι οι Χούθι αποκαλούν το κίνημά τους Ansar Allah (υποστηρικτές του Θεού) και αυτοπεριγράφονται ως επαναστάτες που απωθούν την διαφθείρουσα και εξουσιαστική επιρροή των Δυτικών δυνάμεων και του Ισραήλ, το οποίο συχνά αναφέρεται ως «η σιωνιστική οντότητα».

Η ομάδα ακολουθεί τον σιιτικό κλάδο των Ζαϊντιστών του Ισλάμ, ο οποίος είναι από πολλές απόψεις πιο κοντά στις κυρίαρχες σουνιτικές πρακτικές, παρά στον κυρίαρχο κλάδο του σιιτικού Ισλάμ που είναι γνωστός ως σιισμός των δωδεκατιστών. Ο σιϊσμός των Ζαϊντιστών ισχυρίζεται συγκεκριμένα ότι οι άμεσοι απόγονοι του Προφήτη Μωάμεθ έχουν το μεγαλύτερο δικαίωμα για να κυβερνήσουν την ισλαμική ούμα, ή αλλιώς τον μουσουλμανικό κόσμο, και ως εκ τούτου, οι Χούθι έχουν κατηγορηθεί ότι επιδιώκουν να αποκαταστήσουν το αυταρχικό και θεοκρατικό ιμαμάτο που κυβέρνησε την Υεμένη επί μια χιλιετία, μέχρι την επανάσταση της δεκαετίας του 1960. (Οι Χούθι το αρνούνται.) Η ιδεολογία των Χούθι επικεντρώνεται στις διδασκαλίες του ιδρυτή τους, Hussein Badreddin al-Houthi, ενός Ζαϊντιστή λόγιου και κληρικού, ο οποίος στα χρόνια μετά την 11η Σεπτεμβρίου [2001] δημιούργησε μια μεγάλη ακολουθία στην βόρεια Υεμένη. Έντονα επηρεασμένος από την Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν, από τα πολιτικά ισλαμιστικά κινήματα όπως η Μουσουλμανική Αδελφότητα (Muslim Brotherhood), και από την δεύτερη παλαιστινιακή ιντιφάντα, και εξοργισμένος από τον αποκαλούμενο πόλεμο των Ηνωμένων Πολιτειών κατά της τρομοκρατίας, ο al-Houthi υποστήριξε ότι οι Δυτικές επεμβάσεις στη Μέση Ανατολή [2] —και ιδιαίτερα η υποστήριξη προς το Ισραήλ – ήταν σχεδιασμένες για να υποτάξουν τον μουσουλμανικό κόσμο και να κλέψουν τους πόρους του. Μόνο με την επιστροφή στη σωστή μορφή του Ισλάμ θα μπορούσε η ούμα να αποτρέψει την ξένη κυριαρχία.

Ένα μείγμα κατασταλτικών τακτικών από την υποστηριζόμενη από τις ΗΠΑ κυβέρνηση της Υεμένης και της αναζήτησης των Χούθι για πολιτική ισχύ έχουν επισπεύσει την σημερινή σύγκρουση. Ο ίδιος ο Houthi σκοτώθηκε από τις δυνάμεις ασφαλείας της Υεμένης το 2004, στον πρώτο από τους έξι πολέμους μεταξύ των ακολούθων του και της κυβέρνησης του προέδρου Ali Abdullah Saleh. Ο νεότερος ετεροθαλής αδελφός του Houthi, Abdul – Malik, ανήλθε για να τον αντικαταστήσει ως επικεφαλής του κινήματος, οδηγώντας μια ολοένα και πιο ικανή στρατιωτική δύναμη σε μάχες εναντίον των στρατευμάτων της Υεμένης στα εδάφη των Χούθι, που συνορεύουν με την Σαουδική Αραβία. Ο Abdul-Malikal-Houthi παραμένει ο ηγέτης της ομάδας μέχρι σήμερα, μολονότι δεν έχει θεαθεί δημόσια εδώ και πολλά χρόνια. Στην συνέχεια, το φθινόπωρο του 2014, η ομάδα απέκτησε τον έλεγχο της Σαναά και απομάκρυνε τον διάδοχο του Saleh, Abd-Rabbu Mansour Hadi, οδηγώντας το Ριάντ να δηλώσει ότι αντιμετώπιζε μια «Χεζμπολάχ στα νότια σύνορά του» —ή, με άλλα λόγια, έναν Ιρανό πληρεξούσιο που αποτελούσε μια ατέρμονη απειλή για την σαουδαραβική ασφάλεια. Τον επόμενο Μάρτιο, καθώς οι Χούθι και οι πρώην εχθροί τους μετατράπηκαν σε συμμάχους [και] πιστοί του πρώην προέδρου Saleh, καταδίωξαν τον Hadi προς τα νότια, στην παράκτια πόλη Άντεν, το Ριάντ συγκέντρωσε έναν στρατιωτικό συνασπισμό για τον οποίο έλεγε ότι θα νικήσει τους Χούθι και θα αποκαταστήσει τον Hadi στην εξουσία. Αμέσως μετά, ξεκίνησε μια βάναυση αεροπορική επίθεση στην Υεμένη – βοηθούμενη από τις υπηρεσίες πληροφοριών των ΗΠΑ και τα οπλικά συστήματα των ΗΠΑ – σε υποστήριξη της κυβέρνησης του Hadi, η οποία διεκδίκησε την ενίσχυση των πολυάριθμων ομάδων που είχαν πάρει τα όπλα εναντίον των Χούθι.

Σε επτά χρόνια μαχών, ωστόσο, καμία πλευρά δεν έχει κερδίσει πλήρως το πάνω χέρι, με την ισορροπία δυνάμεων να ταλαντεύεται μεταξύ των αντιπάλων δυνάμεων. Πιο πρόσφατα, μέχρι τα τέλη του 2021, οι Χούθι φαίνονταν να βρίσκονται στα πρόθυρα της κατάληψης της πλούσιας σε πετρέλαιο και φυσικό αέριο επαρχίας Marib από τις δυνάμεις που συμμάχησαν με την κυβέρνηση της Υεμένης. Αν το είχαν κάνει, θα είχαν ουσιαστικά κερδίσει τον πόλεμο για τον βορρά της Υεμένης και θα είχαν εξασφαλίσει τις εγκαταστάσεις παραγωγής πετρελαίου, φυσικού αερίου και ηλεκτρικής ενέργειας που θα είχαν συμβάλει πολύ στο να καταστήσουν το de facto κράτος τους οικονομικά βιώσιμο. Όμως, τον Ιανουάριο και τον Φεβρουάριο του 2022, οι [τασσόμενες] εναντίον των Χούθι δυνάμεις που ήταν ευθυγραμμισμένες με τα ΗΑΕ κατάφεραν να σταματήσουν την εκστρατεία για τη Marib και προκάλεσαν σημαντικές απώλειες στους Χούθι. Μολονότι η ομάδα λέει ότι συνεχίζει να επιδιώκει τον έλεγχο της Marib, τα εμπόδια επί του εδάφους φαίνεται ότι έχουν υποχρεώσει τους Χούθι να σκεφτούν τη νέα εκεχειρία, για την οποία μεσολάβησε ο ΟΗΕ, με την κυβέρνηση αυτή την άνοιξη. Αλλά αυτό έχει αφήσει, επίσης, αναπάντητο το ευρύτερο ερώτημα για το τι είδους ευρύτερη διευθέτηση θα ήταν διατεθειμένοι να δεχτούν οι Χούθι -ή οι αντίπαλοί τους.

Η ΕΙΡΗΝΗ ΠΡΙΝ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗ

Τουλάχιστον από το 2019, οι Χούθι έχουν προτείνει ένα ευρύ σχέδιο για τον τερματισμό του πολέμου, που περιλαμβάνει κατάπαυση του πυρός, μια μεταβατική περίοδο εσωτερικού διαλόγου υπό την επίβλεψη ενός ουδέτερου τρίτου μέρους που δεν θα είναι από την Υεμένη και την ανοικοδόμηση. Αλλά επίσης έχουν θέσει και όρους. Το 2020, οι Χούθι κατέστησαν την επαναλειτουργία του Διεθνούς Αεροδρομίου της Σαναά και τον τερματισμό των περιορισμών στα πλοία που εισέρχονται στο λιμάνι της Hodeidah ως προϋπόθεση για κάθε είδους διάλογο. Μόνο τότε, είπαν οι Χούθι, θα επιδίωκαν την ειρήνη. Από μόνες τους, αυτές είναι λογικές απαιτήσεις που θα βοηθούσαν στην ανακούφιση των βασάνων του πληθυσμού της Υεμένης. Αλλά για τους διπλωμάτες που επιδιώκουν να μεσολαβήσουν για τον τερματισμό του πολέμου, ο διάβολος βρίσκεται στις λεπτομέρειες.

Οι Χούθι πιστεύουν ότι αντιμετωπίζουν δύο συνδεδεμένες αλλά ξεχωριστές συγκρούσεις: η πρώτη, είναι ένας πόλεμος με την Σαουδική Αραβία˙ η δεύτερη, είναι ένας αγώνας για πολιτική ισχύ στην Υεμένη που μπορεί να επιλυθεί μόνο όταν οι ξένες δυνάμεις εκδιωχθούν από την χώρα. [Οι Χούθι] απορρίπτουν την ιδέα ότι οι μάχες επί του πεδίου στην Υεμένη συνιστούν εμφύλιο πόλεμο, περιγράφοντάς τον, αντίθετα, ως «επιθετική πράξη υπό την ηγεσία των ΗΠΑ και εκτελεσμένη από την Σαουδική Αραβία» εναντίον της δικής τους νόμιμης κυβέρνησής της Σαναά. Χαρακτηρίζουν τους Υεμενίτες αντιπάλους τους ως υποστηρικτές της Αλ Κάιντα και ως μισθοφόρους που εξοπλίζονται και πληρώνονται από την Σαουδική Αραβία και τις Ηνωμένες Πολιτείες. Οι Χούθι υποστηρίζουν εδώ και καιρό ότι η μόνη οδός προς την ειρήνη θα ήταν η διακοπή των αεροπορικών επιδρομών υπό την ηγεσία Σαουδικής Αραβίας και η πλήρης απόσυρση των ξένων δυνάμεων από την Υεμένη˙ σε αντάλλαγμα, οι Χούθι θα τερμάτιζαν τις δικές τους διασυνοριακές επιθέσεις — αλλά, αυτό είναι σημαντικό, όχι τις χερσαίες μάχες. Μόνο όταν επιτευχθούν αυτά τα βήματα θα ξεκινούσαν οι συνομιλίες για τον τερματισμό του πολέμου με τους Σαουδάραβες, ακολουθούμενες από συζητήσεις για το πολιτικό μέλλον της Υεμένης. Κατά την άποψη των Χούθι, επομένως, η συμφωνία να σταματήσει τόσο ο εναέριος όσο και ο χερσαίος πόλεμος σύμφωνα με τους όρους της εκεχειρίας του ΟΗΕ, με αντάλλαγμα μια μερική προσπάθεια συζήτησης των αιτημάτων τους θα αποτελούσε σημαντική παραχώρηση. (Μολονότι οι Σαουδάραβες και η κυβέρνηση της Υεμένης έχουν χαλαρώσει τους ελέγχους τους, εξακολουθούν να καθορίζουν τον αριθμό των δεξαμενόπλοιων με καύσιμα που φτάνουν στην Hodeidah και τον αριθμό των πτήσεων που διέρχονται από το αεροδρόμιο της Σαναά.) Άλλα μέτρα που περιγράφονται στην συμφωνία της εκεχειρίας, συμπεριλαμβανομένου του εκ νέου ανοίγματος των δρόμων προς την Taiz , θα ήταν μια πρόσθετη πράξη καλής θέλησης εκ μέρους τους.

Οι Υεμενίτες αντίπαλοι των Χούθι θεωρούν μη βιώσιμη την προσέγγιση των Χούθι. Οι δυνάμεις που τάσσονται εναντίον των Χούθι, τόσο εντός όσο και εκτός της χώρας, φοβούνται ότι η πρόταση των Χούθι θα άφηνε ολόκληρη την χώρα να τεθεί υπό τον έλεγχο των Χούθι, τους οποίους θεωρούν συνώνυμους με την εγκατάσταση μιας κατασταλτικής θεοκρατίας. Εάν ο συνασπισμός υπό την ηγεσία της Σαουδικής Αραβίας επρόκειτο να αποσύρει την υποστήριξή του στις δυνάμεις που τάσσονται κατά των Χούθι στην Υεμένη, οι Χούθι θα ήταν η πιο ισχυρή φατρία της πληγείσας από τον πόλεμο χώρας. Για τους Σαουδάραβες, η συμφωνία με τους όρους των Χούθι στο σύνολό τους, θα σήμαινε ουσιαστικά την παραχώρηση της νίκης στην ομάδα, με κανένα άλλο πλεονέκτημα εκτός από τον τερματισμό της αποστράγγισης των σαουδαραβικών πόρων˙ ειδικότερα, οι Σαουδάραβες δεν θα αποκτούσαν τις ζωτικής σημασίας εγγυήσεις ασφαλείας που σχετίζονται με την ασφάλεια των συνόρων, την οποία έχουν επιδιώξει καθ' όλη την διάρκεια της σύγκρουσης. Παρά αυτές τις επιφυλάξεις, οι περισσότερες ένοπλες ομάδες επί του εδάφους βασίζονται είτε στην Σαουδική Αραβία είτε στα ΗΑΕ για υποστήριξη και δεν είχαν άλλη επιλογή από το να συμφωνήσουν στην εκεχειρία, μόλις το Ριάντ και το Άμπου Ντάμπι αποφασίσουν ότι ήταν προς το συμφέρον τους. Αλλά πολλοί στο στρατόπεδο που τάσσεται εναντίον των Χούθι ελπίζουν σιωπηρά ότι η εκεχειρία δεν θα αντέξει και ότι οι Σαουδάραβες θα επιδιώξουν ξανά την ολοκληρωτική νίκη επί των αντιπάλων τους, των Χούθι.

Οι Χούθι δεν έχουν κάνει πολλά για να οικοδομήσουν την εμπιστοσύνη μεταξύ των αντιπάλων τους. Είναι ελάχιστα καθησυχαστικό για την υπόλοιπη χώρα το ότι παραμένουν ασαφείς οι τρόποι με τους οποίους η ιδεολογία των Χούθι θα επηρεάσει το όραμά τους για την διακυβέρνηση της Υεμένης. Μολονότι ο Hussein Badreddin al-Houthi ήταν σθεναρά αντίθετος στο ρεπουμπλικανικό σύστημα διακυβέρνησης της Υεμένης -εν μέρει, είπε, διότι θα μπορούσε να επιτρέψει σε έναν Εβραίο να γίνει αρχηγός του κράτους- δεν πρότεινε άλλη μορφή διακυβέρνησης. Και οι σημερινοί ηγέτες του κινήματος έχουν πει ότι είναι αφοσιωμένοι στο ρεπουμπλικανικό σύστημα, δεν επιδιώκουν να αποκαταστήσουν το ιμαμάτο, και ακόμη, με κάποιους περιορισμούς, ελπίζουν να εγκαταστήσουν μια δημοκρατία.

Ωστόσο, πολλοί από τους Υεμενίτες αντιπάλους των Χούθι πιστεύουν ότι η εξουσία των Χούθι θα συνεπάγετο μια συμμαχική με το Ιράν θεοκρατία, βασισμένη σε κάστες. Συγκεκριμένα, στις περισσότερες περιοχές που ελέγχουν, οι Χούθι έχουν οικοδομήσει ένα αστυνομικό κράτος που καταστέλλει κάθε επικριτικό λόγο για το κίνημα˙ που επιβάλλει συντηρητικούς κοινωνικούς κανόνες, συμπεριλαμβανομένων των απαγορεύσεων της μουσικής και του διαχωρισμού των φύλων· και που επιβάλλει την ιδεολογία της ομάδας σε σχολεία και κυβερνητικούς θεσμούς. Επιπλέον, εκτός από αυτό το ιστορικό καταστολής, ένα άλλο στοιχείο της διακυβέρνησης των Χούθι έχει τροφοδοτήσει τον φόβο και την καχυποψία στους γείτονες της Υεμένης στο Κόλπο: η ομάδα λαμβάνει στρατιωτική υποστήριξη από το Ιράν.

ΤΑ ΦΟΝΙΚΑ ΟΠΛΑ ΤΗΣ ΤΕΧΕΡΑΝΗΣ

Στην αρχή του πολέμου, πολλοί εξωτερικοί παρατηρητές έκριναν ότι η ιρανική υποστήριξη προς τους Χούθι ήταν περιορισμένη. Κατά την διάρκεια της κατάληψη της Σαναά από τους Χούθι, για παράδειγμα, οι υποκλαπείσες επικοινωνίες μεταξύ των Χούθι και Ιρανών αξιωματούχων έδειξαν ότι η ομάδα αγνόησε επανειλημμένα τις συμβουλές της Τεχεράνης. Αλλά η σχέση έχει σαφώς αναπτυχθεί και εμβαθυνθεί κατά την διάρκεια της σύγκρουσης. Οι Χούθι έχουν αποκτήσει και κατασκευάσει ιρανικά συστήματα πυραύλων και drones και τα έχουν αναπτύξει σε ένα αυξανόμενο βεληνεκές. Το οπλοστάσιό τους μπορεί πλέον να φτάσει στόχους 800 μίλια μακριά ή περισσότερο, συμπεριλαμβανομένων του Ριάντ και του Άμπου Ντάμπι. Ισραηλινοί αξιωματούχοι φοβούνται ότι οι Χούθι θα μπορέσουν σύντομα να εξαπολύσουν επιθέσεις στο νότιο Ισραήλ. Οι προσπάθειες καταστολής των δικτύων λαθρεμπορίου που λειτουργούν μέσω των εμπορικών σκαφών που διασχίζουν την Ερυθρά Θάλασσα προς την Υεμένη έχουν αποδώσει κάποιες κατασχέσεις όπλων, αλλά δεν έχουν εμποδίσει την ροή όπλων.

Μολονότι οι Χούθι αρνούνται ότι λαμβάνουν εντολές από την Τεχεράνη, οι περιφερειακές συμμαχίες τους είναι σαφείς. Οι Χούθι έχουν από καιρό περιγράψει τους εαυτούς τους ως έναν ολοένα και πιο σημαντικό παίκτη στον αποκαλούμενο άξονα της αντίστασης -την συμμαχία του Ιράν, της Συρίας, της Χεζμπολάχ και, κατά καιρούς, της Χαμάς και των υποστηριζόμενων από το Ιράν παραστρατιωτικών ομάδων στο Ιράκ- εναντίον της αντιληπτής ηγεμονίας του Ισραήλ και των ΗΠΑ στην περιοχή. Από την πλευρά της, η ιρανική κυβέρνηση έχει ανταλλάξει πρέσβεις με την ηγεσία των Χούθι στην Σαναά, αναγνωρίζοντας σιωπηρά ότι τους θεωρεί ως τους νομιμοποιημένους κυβερνήτες της Υεμένης, μολονότι ισχυρίζεται ότι η σχέση τους φτάνει μέχρι εκεί. Αλλά όσο οι Χούθι επιτίθενται στους περιφερειακούς αντιπάλους με όπλα που βασίζονται στην ιρανική τεχνολογία, οποιαδήποτε διαφοροποιημένη αξιολόγηση της σχέσης δεν θα φανεί ιδιαίτερα πειστική στην Ουάσιγκτον ή σε άλλες Δυτικές πρωτεύουσες. Οι αμερικανοί αξιωματούχοι γνωρίζουν επίσης ότι οι Χούθι είναι απίθανο να εγκαταλείψουν την αντιιμπεριαλιστική ρητορική τους και την δέσμευσή τους στον άξονα της αντίστασης, ακόμη και αν τελειώσει ο πόλεμος. Το Ιράν, εν τω μεταξύ, είναι εξίσου απίθανο να εκχωρήσει μια στρατηγική συνεργασία με μια μεγάλη στρατιωτική δύναμη στην Αραβική Χερσόνησο.

Στην προσπάθειά τους να πλοηγηθούν στην αναζήτηση των Χούθι για την εξουσία, διπλωμάτες και άλλοι ξένοι αξιωματούχοι έχουν επιδιώξει εδώ και αρκετό καιρό να βρουν ένα λειτουργικό σύνολο ρυθμίσεων που θα συμβιβάζουν τέσσερις βασικές πραγματικότητες του σημερινού status quo. Πρώτον, οι Χούθι έχουν κερδίσει το πάνω χέρι στα βόρεια υψίπεδα και αποτελούν την κυρίαρχη δύναμη στην πολυπληθέστερη περιοχή της χώρας. Πιθανώς ελέγχουν το 70% με 80% του πληθυσμού της Υεμένης. Δεύτερον, το εμπόριο και η περιφερειακή ασφάλεια θα συνεχίσουν να απειλούνται όσο συνεχίζεται ο πόλεμος, ειδικά καθώς οι Χούθι ελέγχουν μεγάλο μέρος της ακτής της Ερυθράς Θάλασσας [που ανήκει στην] Υεμένη και θα μπορούσαν να κλείσουν μια ζωτικής σημασίας διεθνή εμπορική οδό, εμποδίζοντας την θαλάσσια κυκλοφορία να διέρχεται από το στενό Bab el Mandeb —ιδιαίτερα εάν μπορέσουν να αποκτήσουν πιο εξελιγμένα οπλικά συστήματα από το Ιράν. Τρίτον, ο πόλεμος δεν μπορεί να τελειώσει χωρίς οι Σαουδάραβες και οι Χούθι να καταλήξουν σε κάποιο είδος συνεννόησης σχετικά με την διασυνοριακή ασφάλεια και τις ρυθμίσεις για την διακυβέρνηση. Και τέλος, οι εγχώριοι αντίπαλοι των Χούθι -που τώρα εκπροσωπούνται από ένα προεδρικό συμβούλιο που εγκαταστάθηκε για να αντικαταστήσει τον Hadi, τον Μάρτιο του 2022- δεν μπορούν να δεχτούν την ιδέα της ζωής υπό την κυριαρχία των Χούθι και πολλοί έχουν ορκιστεί να συνεχίσουν να πολεμούν σε περίπτωση που ο συνασπισμός αποσυρθεί.

Αυτές είναι οι σκέψεις στις οποίες πρέπει να πλοηγηθούν οι ξένοι διπλωμάτες καθώς αναζητούν έναν τρόπο να καταστήσουν την Υεμένη μικρότερο κόμβο αστάθειας και να δημιουργήσουν ένα λειτουργικό modus vivendi μεταξύ των Χούθι και των εγχώριων αντιπάλων τους και των διεθνών εχθρών. Μέχρι τώρα, η κύρια πρόκληση ήταν η δημιουργία μιας ευκαιρίας για πρόοδο. Με την εκεχειρία σε ισχύ και τις προοπτικές για άμεσες συνομιλίες μεταξύ των Χούθι και των διαφόρων αντιπάλων τους να θεωρούνται υποσχόμενες, αυτή η στιγμή έχει φτάσει.

Με την κυβέρνηση να έχει κάνει παραχωρήσεις για να διευκολύνει τις μετακινήσεις στο αεροδρόμιο της Σαναά και στο λιμάνι της Hodeidah, όλα τα βλέμματα βρίσκονται πλέον στους αντάρτες για να δουν εάν θα συνεργαστούν με την κυβέρνηση για να ανοίξουν ξανά τους δρόμους μέσα και γύρω από την Taiz. Κατά την διάρκεια δύο πολύ φιλόνικων γύρων διαπραγματεύσεων υπό την καθοδήγηση των Ηνωμένων Εθνών στο Αμμάν, τον Μάιο και τον Ιούνιο, ο απεσταλμένος του ΟΗΕ Hans Grundberg παρουσίασε μια σειρά προτάσεων για να ανοίξουν εκ νέου κάποιοι από τους δρόμους. Η κυβέρνηση αποδέχθηκε την πιο πρόσφατη πρόταση, αλλά οι Χούθι δεν έχουν απαντήσει ακόμη στον απεσταλμένο. Με πολλούς Υεμενίτες που τάσσονται εναντίον των Χούθι να φοβούνται ότι η εκεχειρία είναι το προοίμιο μιας ξαφνικής αποχώρησης της Σαουδικής Αραβίας, μια ειρηνευτική συμφωνία θα γίνεται πιο δύσκολη όσο περισσότερο καθυστερούν οι διαπραγματεύσεις σχετικά με την Taiz. Εάν η εκεχειρία πρόκειται να είναι ένα βήμα προς τον βιώσιμο τερματισμό του πολέμου, οι Χούθι πρέπει ομοίως να εργαστούν για να οικοδομήσουν την εμπιστοσύνη με τους αντιπάλους τους.

ΤΟ ΤΕΣΤ ΤΗΣ ΕΚΕΧΕΙΡΙΑΣ

Η εκεχειρία και οι διαπραγματεύσεις για την Taiz αποτελούν ένα τεστ αντοχής για τις ειρηνευτικές προσπάθειες στην Υεμένη. Δεν είναι αδιανόητο ότι εάν οι Σαουδάραβες και οι Χούθι μπορέσουν να βρουν το σωστό σύνολο συμφωνιών για την ασφάλεια των συνόρων, το Ριάντ θα μπορέσει να πιέσει το προεδρικό συμβούλιο της Υεμένης να κινηθεί προς τις διαπραγματεύσεις με τους Χούθι, χωρίς να ανοίξουν ξανά οι δρόμοι της Taiz. Κάποιοι διπλωμάτες ίσως αναπνεύσουν με ανακούφιση, όπως ίσως και οι αξιωματούχοι της κυβέρνησης Μπάιντεν, οι οποίοι χρειάζονται πάρα πολύ κάποιου είδους νίκη στην εξωτερική πολιτική. Η κυβέρνηση κατέστησε τον τερματισμό του πολέμου στην Υεμένη κεντρικό στοιχείο της πολιτικής της για τη Μέση Ανατολή, στις αρχές του 2021, παράλληλα με τη μομφή στον Σαουδάραβα πρίγκιπα – διάδοχο Μοχάμεντ μπιν Σαλμάν. Με τον Μπάιντεν να ταξιδεύει τον Ιούλιο στο Ριάντ, για να συναντήσει τον πρίγκιπα Μοχάμεντ και άλλους αξιωματούχους για να συζητήσουν τις τιμές της ενέργειας, η κυβέρνησή του ίσως επιδιώξει μια γρήγορη νίκη στην Υεμένη για να μειώσει την αποδοκιμασία από τους προοδευτικούς επικριτές σχετικά με τη μεταστροφή του.

Όμως, η πίεση στους Σαουδάραβες και στην κυβέρνηση της Υεμένης να επινοήσουν μια διευθέτηση με τους Χούθι χωρίς να αντιμετωπίσουν καμία από τις απαιτήσεις των αντιπάλων τους θα καταδίκαζε εκ των προτέρων σε αποτυχία οποιαδήποτε ειρηνευτική διαδικασία. Εάν η κυβέρνηση της Υεμένης υπέκυπτε, θα έχανε γρήγορα τη νομιμοποίησή της επί του πεδίου, και θα αυξάνονταν οι φόβοι μεταξύ των αντιπάλων των Χούθι ότι η ομάδα θα ξεκινούσε ώστε να κυριαρχήσει στην χώρα για τις επόμενες δεκαετίες. Πολλές ομάδες της Υεμένης θα υπόσχονταν ότι θα συνεχίσουν να μάχονται, με ή χωρίς την σαουδαραβική υποστήριξη. Ο πόλεμος θα γινόταν πιο δυσεπίλυτος. Το να συμφωνήσουν οι Χούθι να ανοίξουν ξανά τουλάχιστον κάποιους από τους δρόμους που προτείνει η κυβέρνηση θα είναι μια δύσκολη δουλειά και θα απαιτήσει προσεκτική διπλωματία με τους αξιωματούχους των Χούθι στην Σαναά. Αλλά κάθε προσπάθεια που αφήνει την Taiz - και τις παραχωρήσεις των Χούθι - να παραβλέπονται αποτελεί μια συνταγή για περαιτέρω καταστροφή.

Σύνδεσμοι:
[1] https://www.foreignaffairs.com/topics/united-nations
[2] https://www.foreignaffairs.com/articles/middle-east/2022-03-22/middle-ea...

Copyright © 2022 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved.

Στα αγγλικά: https://www.foreignaffairs.com/articles/yemen/202

Μπορείτε να ακολουθείτε το «Foreign Affairs, The Hellenic Edition» στο TWITTER στην διεύθυνση www.twitter.com/foreigngr αλλά και στο FACEBOOK, στην διεύθυνση www.facebook.com/ForeignAffairs.gr και στο linkedin στην διεύθυνση https://www.linkedin.com/company/foreign-affairs-the-hellenic-edition