Πώς να αποφευχθεί ένας πόλεμος για την Ταϊβάν
Η αποφυγή του πολέμου στο Στενό της Ταϊβάν προϋποθέτει το να αποτραπούν όλες οι πλευρές. Κατ’ ελάχιστον, η Ταϊβάν πρέπει να αποτραπεί από το να ανακηρύξει την επίσημη ανεξαρτησία της, η Ουάσιγκτον πρέπει να αποτραπεί από την αναγνώριση της Ταϊβάν ως ανεξάρτητο κράτος ή από την αποκατάσταση μιας επίσημης συμμαχίας με το νησί, και το Πεκίνο πρέπει να αποτραπεί από την χρήση στρατιωτικής βίας εναντίον της Ταϊβάν για να επιβάλλει την ενοποίηση.
Ο THOMAS J. CHRISTENSEN είναι διευθυντής του China and the World Program στο School of International and Public Affairs του Columbia University και πρώην αναπληρωτής υφυπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ για τις υποθέσεις της Ανατολικής Ασίας και του Ειρηνικού.
O M. TAYLOR FRAVEL είναι καθηγητής πολιτικών επιστημών στην έδρα «Arthur and Ruth Sloan» και διευθυντής του Προγράμματος Μελετών Ασφαλείας στο Massachusetts Institute of Technology.
H BONNIE S. GLAZER είναι διευθύντρια του Προγράμματος για την Ασία στο German Marshall Fund of the United States.
O ANDREW J. NATHAN είναι καθηγητής πολιτικών επιστημών στην έδρα «Class of 1919» του Columbia University.
H JESSICA CHEN WEISS είναι καθηγήτρια σπουδών για την Κίνα και τον Ινδο-Ειρηνικό στην έδρα «Michael J. Zak» στο Cornell University και πρώην συνεργάτης του Council on Foreign Relations στο προσωπικό σχεδιασμού πολιτικής του υπουργείου Εξωτερικών των ΗΠΑ.
Είναι μεταξύ των συνεισφερόντων στην Avoiding War Over Taiwan [1], μια έκθεση της ομάδας εργασίας για την πολιτική ΗΠΑ – Κίνας που συνεκλήθη από το Asia Society’s Center on US-China Relations και το 21st Century China Center της Σχολής Παγκόσμιας Πολιτικής και Στρατηγικής στο University of California, στο San Diego, από την οποία προσαρμόστηκε αυτό το άρθρο.
Για τον σκοπό αυτό, οι Ηνωμένες Πολιτείες θα πρέπει να συνεχίσουν να τονίζουν στους περιφερειακούς συμμάχους τους ότι [και οι ίδιοι] έχουν διακύβευμα στις ειρηνικές, σταθερές σχέσεις μεταξύ των δύο πλευρών του Στενού και ότι πρέπει επομένως να συμβάλουν σε μια μετριοπαθή, υπεύθυνη στρατηγική των ΗΠΑ για την αποτροπή της επιθετικότητας της ηπειρωτικής χώρας. Κατ’ ελάχιστον, ο στρατός των ΗΠΑ θα χρειαστεί μεγαλύτερη πρόσβαση σε ένα πιο ποικίλο σύνολο τοποθεσιών στην Ιαπωνία για να κάνει την στάση του πιο ανθεκτική και δυσκολότερη στην στόχευση, αλλά ίσως επίσης να χρειαστεί τέτοια πρόσβαση σε άλλες χώρες, συμπεριλαμβανομένων των Φιλιππίνων. Στο μέτρο του δυνατού, οι Ηνωμένες Πολιτείες θα πρέπει επίσης να προσπαθήσουν να ενισχύσουν την συνεργασία με τους συμμάχους για να προετοιμαστούν για κοινές ή συντονισμένες στρατιωτικές απαντήσεις σε μια σύγκρουση για την Ταϊβάν. Ταυτόχρονα, η Ουάσιγκτον θα πρέπει να συνεχίσει να καταβάλλει μια παγκόσμια διπλωματική προσπάθεια για να τονίσει στο Πεκίνο το οικονομικό και διπλωματικό κόστος που θα υφίστατο σε περίπτωση σύγκρουσης.
Η Ταϊβάν έχει επίσης να παίξει σημαντικό ρόλο στην αποτροπή μιας επίθεσης από την ηπειρωτική Κίνα. Πρέπει να επιδείξει την ικανότητά της να παραμείνει ανθεκτική κατά την διάρκεια ενός αποκλεισμού και να επιβάλλει υψηλό κόστος στην ηπειρωτική δύναμη που θα εισβάλει. Η Ταϊβάν θα πρέπει να δημιουργήσει βαθύτερα αποθέματα στρατηγικών πόρων, όπως καύσιμα και τρόφιμα, σε περίπτωση που το Πεκίνο επιλέξει να αποκλείσει το νησί αντί να εισβάλει σε αυτό. Οι Ηνωμένες Πολιτείες θα πρέπει να συνεχίσουν να πιέζουν την Ταϊβάν να δημιουργήσει πιο σθεναρές, κινητικές παράκτιες άμυνες και αεράμυνα, μετατρέποντας τον εαυτό της σε «ακανθόχοιρο» ικανό να προκαλέσει πραγματικό πόνο στον στρατό της ηπειρωτικής Κίνας που θα εισβάλει. Σε αντίθεση με την Ουκρανία, η οποία απολαμβάνει χερσαία σύνορα με τους συμμάχους των ΗΠΑ, οι Ηνωμένες Πολιτείες θα ήταν εξαιρετικά δύσκολο να ανεφοδιάσουν την Ταϊβάν σε περίπτωση σύγκρουσης. Για τον λόγο αυτό, η Ταϊβάν πρέπει να αποθηκεύσει και να εκπαιδεύσει εκ των προτέρων στα όπλα που χρειάζεται. Πρέπει επίσης να επεκτείνει τις ικανότητες πολιτικής άμυνας της, τόσο για να θέσει την απειλή της άμυνας εις βάθος σε έναν στρατό που θα εισβάλει όσο και για να διανείμει βασικούς πόρους στο κοινό κατά την διάρκεια ενός αποκλεισμού. Οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν μπορούν να συμβάλλουν στην άμυνα της Ταϊβάν εάν το νησί δεν αμυνθεί.
Αλλά η αξιόπιστη απειλή δεν αρκεί για να αποτρέψει έναν πόλεμο. Οι Ηνωμένες Πολιτείες πρέπει επίσης να αποκαταστήσουν την αξιόπιστη διαβεβαίωση, διασφαλίζοντας ότι τόσο η Ταϊπέι όσο και το Πεκίνο κατανοούν ότι ο στόχος τους δεν είναι μια ανεξάρτητη Ταϊβάν αλλά μάλλον η ειρήνη και η σταθερότητα στο Στενό της Ταϊβάν. Η Ουάσιγκτον πρέπει να καταστήσει σαφές ότι δεν υποστηρίζει την ανεξαρτησία της Ταϊβάν, ότι αντιτίθεται σε οποιαδήποτε μονομερή αλλαγή του status quo από οποιαδήποτε πλευρά και ότι θα αποδεχτεί οποιοδήποτε αποτέλεσμα συμφωνηθεί ειρηνικά από την ηπειρωτική Κίνα και την Ταϊβάν. Αυτή είναι εδώ και καιρό η επίσημη θέση των ΗΠΑ, αλλά μια σειρά δηλώσεων και παραλείψεων από τους πολιτικούς ηγέτες στην Ουάσιγκτον έχουν θέσει υπό αμφισβήτηση την προσέγγιση των ΗΠΑ και κατά καιρούς οι ενέργειες των ΗΠΑ αντιβαίνουν αυτές τις δηλώσεις. Η κυβέρνηση Μπάιντεν θα πρέπει επομένως να μιλά και να ενεργεί με μεγαλύτερη πειθαρχία και συνέπεια για την Ταϊβάν από όσο έχει κάνει μέχρι τώρα. Οι ανώτεροι αξιωματούχοι δεν πρέπει να αναφέρονται στην Ταϊβάν ως χώρα και δεν πρέπει να λένε ότι η Ταϊβάν μπορεί να αποφασίσει μονομερώς ότι θέλει να είναι ανεξάρτητη, σαν να μην έχουν οι Ηνωμένες Πολιτείες κανένα διακύβευμα σε μια τέτοια απόφαση. Οι Ηνωμένες Πολιτείες πρέπει να καταστήσουν σαφές ότι δεν επιδιώκουν καθεστώς κυριαρχίας για την Ταϊβάν, ακόμη και όταν πιέζουν για την ένταξη του νησιού σε διεθνείς οργανισμούς που δεν απαιτούν από τα μέλη να είναι ανεξάρτητα κράτη, ή για την ουσιαστική συμμετοχή της Ταϊβάν, εκτός από την ένταξη της, σε διακυβερνητικούς οργανισμούς όπως η Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (World Health Organization) και ο Διεθνής Οργανισμός Πολιτικής Αεροπορίας (International Civil Aviation Organization) που απαιτούν την κρατική υπόσταση για ένταξη, ή για την διαπραγμάτευση διμερών εμπορικών και επενδυτικών συμφωνιών που θα ενισχύσουν την οικονομική σχέση ΗΠΑ-Ταϊβάν. Η κυβέρνηση Μπάιντεν θα πρέπει να συνεχίσει να πιέζει το Πεκίνο να εμπλακεί σε άμεσες συζητήσεις με την δημοκρατικά εκλεγμένη ηγεσία της Ταϊπέι και να επιδιώξει μια μακροπρόθεσμη επίλυση των διαφορών μεταξύ των δύο πλευρών του Στενού που θα είναι αποδεκτή από τον λαό της Ταϊβάν.