Τι έμαθε η Κίνα από τον πόλεμο στην Ουκρανία | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Τι έμαθε η Κίνα από τον πόλεμο στην Ουκρανία

Ακόμα και οι μεγάλες δυνάμεις δεν είναι ασφαλείς από τον οικονομικό πόλεμο -αν η υπό την ηγεσία των ΗΠΑ τάξη παραμείνει ενωμένη
Περίληψη: 

Το σημαντικότερο ίσως μάθημα κυρώσεων από την τρέχουσα σύγκρουση είναι η ζωτική σημασία των συμμαχιών. Η Ουάσινγκτον έχει τεράστια επιρροή όταν εκμεταλλεύεται την αμερικανική τεχνολογία, τις χρηματοπιστωτικές αγορές, και το δολάριο. Οι κυρώσεις κατά της Ρωσίας, ωστόσο, θα είχαν ένα κλάσμα της επιρροής τους αν δεν επρόκειτο για μια κοινή προσπάθεια με την Αυστραλία, τον Καναδά, την Ιαπωνία, τη Νότια Κορέα, την Ταϊβάν, το Ηνωμένο Βασίλειο, και την ΕΕ.

Ο EVAN A. FEIGENBAUM είναι αντιπρόεδρος Σπουδών στο Carnegie Endowment for International Peace. Από το 2006 έως το 2007 και ξανά από το 2007 έως το 2009, υπηρέτησε ως Αναπληρωτής Βοηθός Υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ.
Ο ADAM SZUBIN είναι διακεκριμένος επισκέπτης διδάσκων στην Σχολή Προηγμένων Διεθνών Σπουδών του Πανεπιστημίου Johns Hopkins. Από το 2015 έως το 2017, διετέλεσε εκτελών χρέη Αναπληρωτή Υφυπουργού Οικονομικών και από το 2006 έως το 2015 διευθυντής του Γραφείου Ελέγχου Εξωτερικών Περιουσιακών Στοιχείων του Υπουργείου Οικονομικών των ΗΠΑ.

Όταν η Ρωσία εισέβαλε στην Ουκρανία τον Φεβρουάριο του 2022, οι ηγέτες της Κίνας προσπάθησαν να εξισορροπήσουν δύο θεμελιωδώς ασυμβίβαστα συμφέροντα. Πρώτον, αποσκοπούσαν στην ενίσχυση της συμμαχίας της Κίνας με την Ρωσία για να αντισταθμίσουν την αμερικανική ισχύ και να μετριάσουν την αυξανόμενη στρατηγική πίεση από την Δύση. Δεύτερον, αν και υποστήριζαν τη Μόσχα, επεδίωκαν να αποφύγουν μονομερείς και συντονισμένες κυρώσεις που στόχευαν την κυβέρνηση, τις εταιρείες, και τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα της Κίνας.

15022023-1.jpg

Ο Ρώσος πρόεδρος, Βλαντιμίρ Πούτιν, συνομιλεί με τον Κινέζο πρόεδρο, Σι Τζινπίνγκ, στη Μόσχα, τον Δεκέμβριο του 2022. Mikhail Kuravlev / Sputnik / Kremlin / Reuters
-----------------------------------------------------

Επί έναν χρόνο, η Κίνα εκτελεί την «αμφισημία του Πεκίνου», ακροβατώντας με άβολο τρόπο μεταξύ αυτών των ανταγωνιστικών στόχων υπό το εκτυφλωτικό φως του διεθνούς ελέγχου. Η Κίνα έχει γενικά αρνηθεί να πουλήσει όπλα στην Ρωσία και να παρακάμψει τις κυρώσεις για λογαριασμό της Μόσχας, επειδή η διατήρηση της πρόσβασης στην παγκόσμια αγορά είναι πιο σημαντική για το Πεκίνο από οποιαδήποτε οικονομική σύνδεση με την Ρωσία. Με απλά λόγια, η Κίνα δεν ενδιαφέρεται να γίνει ο πληρεξούσιος της Ρωσίας. Αλλά το Πεκίνο έχει επίσης προσπαθήσει να έχει και την πίτα ολόκληρη και τον σκύλο χορτάτο, εγκρίνοντας τις αιτιάσεις της Ρωσίας για την σύγκρουση, συντονιζόμενο διπλωματικά με τη Μόσχα ενώ απέχει προσεκτικά από τις ψηφοφορίες των Ηνωμένων Εθνών, εκμεταλλευόμενο πλήρως το φθηνότερο ρωσικό πετρέλαιο, και ενισχύοντας τους οικονομικούς δεσμούς με την Ρωσία που δεν παραβιάζουν τις Δυτικές κυρώσεις. Πράγματι, το εμπόριο Κίνας-Ρωσίας αυξήθηκε κατά το εντυπωσιακό 34,3% το 2022 σε ρεκόρ 190 δισεκατομμυρίων δολαρίων.

Το Πεκίνο έχει επίσης διδαχθεί σημαντικά μαθήματα, ακόμη και όταν αγωνίζεται να διατηρήσει αυτήν την ισορροπία. Συγκεκριμένα, έχει μελετήσει στενά την υπό την Δυτική ηγεσία εκστρατεία κυρώσεων. Και γνωρίζει ότι, αν οι εντάσεις με την Δύση συνεχίσουν να οξύνονται, τα ίδια αυτά οικονομικά όπλα μπορεί κάλλιστα να στραφούν εναντίον της Κίνας. Τα τελευταία 20 χρόνια, οι ηγέτες της Κίνας παρακολουθούσαν την Ουάσινγκτον να τελειοποιεί και να αναπτύσσει όλο και συχνότερα τα οικονομικά της όπλα, συμπεριλαμβανομένων των κυρώσεων, των ελέγχων επί των εξαγωγών, των επενδυτικών περιορισμών, και των δασμών. Αλλά οι μεγάλες Δυτικές εκστρατείες κυρώσεων δεν είχαν γενικά εφαρμογή στην Κίνα, επειδή στόχευαν οικονομίες δεύτερης κατηγορίας, όπως το Ιράν και το Ιράκ, ή πιο συχνά, περιθωριακές οικονομίες όπως η Κούβα, η Βόρεια Κορέα, και το Σουδάν. Η τρέχουσα σύγκρουση στην Ουκρανία έδωσε, επιτέλους, στο Πεκίνο την ευκαιρία να μελετήσει την στρατηγική, την τακτική, και τις δυνατότητες ενός Δυτικού συνασπισμού κυρώσεων, καθώς εργάζεται για να παραλύσει μια από τις μεγαλύτερες οικονομίες του κόσμου.

Βέβαια, κατά κάποιον τρόπο, είναι πολύ νωρίς για το Πεκίνο να αντλήσει το πλήρες φάσμα των διδαγμάτων από την προσπάθεια της Δύσης να επιβάλει κυρώσεις στην Ρωσία. Οι κυρώσεις περιλαμβάνουν τόσο μέτρα που έχουν άμεσο αποτέλεσμα, όπως το πάγωμα περιουσιακών στοιχείων, όσο και εκείνα που έχουν σχεδιαστεί για να πλήξουν όλο και πιο έντονα στα επόμενα χρόνια. Μεταξύ των τελευταίων είναι οι έλεγχοι εξαγωγών σε τσιπ υπολογιστών και προηγμένες τεχνολογίες και οι περιορισμοί στην βοήθεια της Ρωσίας για την ανάπτυξη πόρων από βαθέα ύδατα υδάτων, την Αρκτική, και σχιστολιθικά [πετρώματα] από τους οποίους εξαρτώνται τα μελλοντικά ενεργειακά της έσοδα. Αλλά η Κίνα έχει ήδη λάβει κάποια βασικά μαθήματα, ορισμένα από τα οποία είναι απογοητευτικά. Ίσως το πιο σημαντικό δεν έχει να κάνει με συστήματα πληρωμών ή πετρελαιοφόρα, αλλά αφορά μάλλον την δύναμη των διεθνών συνεργασιών.

ΚΑΝΕ ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΣΟΥ ΛΕΩ, ΟΧΙ ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΚΑΝΩ

Τα διδάγματα που αντλεί η Κίνα από την τρέχουσα σύγκρουση αντικατοπτρίζουν, εν μέρει, την βαθιά αλλαγή που συντελέστηκε στην δική της προσέγγιση στον οικονομικό πόλεμο τα τελευταία χρόνια. Ιστορικά, η Κίνα επέκρινε τις κυρώσεις που εξαπέλυαν μονομερώς χώρες -κυρίως οι Ηνωμένες Πολιτείες- ως παράνομη εισβολή στην κυριαρχία της στοχευμένης χώρας. Κατά την άποψη του Πεκίνου, μόνο το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ, όπου η Κίνα μπορεί και έχει ασκήσει το βέτο της, μερικές φορές σε συντονισμό με την Ρωσία, έχει τη νομιμοποίηση να επιβάλει κυρώσεις σε ένα άλλο κράτος-μέλος του ΟΗΕ. Τις τελευταίες δύο δεκαετίες, η Κίνα καταδίκασε τις αμερικανικές κυρώσεις κατά της Κούβας, του Ιράν, της Μιανμάρ, και άλλων χωρών που υπερέβαιναν τις απαγορεύσεις του Συμβουλίου, υποστηρίζοντας ότι «υπονόμευαν σοβαρά την κυριαρχία και την ασφάλεια άλλων χωρών ... και συνιστούν σοβαρή παραβίαση του διεθνούς δικαίου και των βασικών κανόνων των διεθνών σχέσεων».