Μια νέα προσέγγιση στον έλεγχο των εξοπλισμών | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Μια νέα προσέγγιση στον έλεγχο των εξοπλισμών

Πώς να διασφαλίσουμε τα πυρηνικά όπλα σε μια εποχή πολιτικής μεγάλων δυνάμεων
Περίληψη: 

O έλεγχος των εξοπλισμών όπως τον ξέρουμε έχει φτάσει στο τέλος του. Αυτό σημαίνει ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες, αντί να επικεντρώνονται στον αριθμό των όπλων ανά είδος και δυνατότητα, θα πρέπει να προσπαθήσουν να ενθαρρύνουν τις υπεύθυνες συμπεριφορές και να βοηθήσουν στον στιγματισμό των ανεύθυνων.

Ο ULRICH KÜHN είναι εξωτερικός υπότροφος στο Carnegie Endowment for International Peace και επικεφαλής του προγράμματος για τον έλεγχο των εξοπλισμών και τις αναδυόμενες τεχνολογίες στο Institute for Peace Research and Security Policy του Πανεπιστημίου του Αμβούργου.
Η HEATHER WILLIAMS είναι διευθύντρια του Project on Nuclear Issues και ανώτερη συνεργάτιδα στο Πρόγραμμα Διεθνούς Ασφάλειας στο Center for Strategic and International Studies, και συνεργάτιδα στο Project on Managing the Atom στην Σχολή Κένεντι του Harvard.

Με τον πόλεμο της Ρωσίας κατά της Ουκρανίας να διανύει τον δεύτερο χρόνο του και τις εντάσεις στις σχέσεις ΗΠΑ-Κίνας να αυξάνονται, τα πυρηνικά όπλα επανέρχονται στην παγκόσμια πολιτική ατζέντα. Στην σύνοδο κορυφής στην Χιροσίμα στις 19 Μαΐου, οι ηγέτες του G7 δεσμεύτηκαν να προωθήσουν την «υπεύθυνη πυρηνική συμπεριφορά», συμπεριλαμβανομένων μέτρων μείωσης του κινδύνου και μεγαλύτερης διαφάνειας σχετικά με τα πυρηνικά οπλοστάσια των κρατών. Παρά την ανανεωμένη αυτή προσοχή στον κίνδυνο των πυρηνικών όπλων, ο παραδοσιακός έλεγχος των εξοπλισμών -κατά τον οποίο οι πυρηνικές δυνάμεις συμφωνούν επίσημα να λάβουν μέτρα για τη μείωση των οπλοστασίων τους- έχει καταρρεύσει εντελώς.

15062023-1.jpg

Ρωσικό σύστημα διηπειρωτικών βαλλιστικών πυραύλων στη Μόσχα, τον Μάιο του 2023. Gavriil Grigorov / Sputnik / Reuters
---------------------------------------------

Υπάρχουν πολλοί λόγοι για την αποτυχία αυτή. Η Ουάσιγκτον και η Μόσχα ανταγωνίζονται και πάλι στον πυρηνικό τομέα. Η Κίνα έχει εν τω μεταξύ εισέλθει στην κούρσα των εξοπλισμών, καθιστώντας τον ανταγωνισμό τριπολικό. Νέες τεχνολογίες, όπως η τεχνητή νοημοσύνη, παρέχουν στους στρατούς νέες δυνατότητες, που συχνά θολώνουν τα όρια μεταξύ συμβατικού και πυρηνικού τομέα. Επιπλέον, ο βαθιά ριζωμένος κομματισμός στην αμερικανική Γερουσία έχει πλήξει σοβαρά την ικανότητα των Ηνωμένων Πολιτειών να συνάπτουν νομικά δεσμευτικές συμφωνίες για τους εξοπλισμούς.

Όλοι κατηγορούν ο ένας τον άλλον. Η Ρωσία και η Κίνα κατηγορούν την Ουάσινγκτον για την κατάρρευση [των ελέγχων]. Τον Νοέμβριο του 2022, η Ρωσία κατηγόρησε τις Ηνωμένες Πολιτείες για «τοξική» συμπεριφορά που οδήγησε στην κατάρρευση των συνομιλιών στρατηγικής σταθερότητας και τον Φεβρουάριο, η Μόσχα χρησιμοποίησε μια παρόμοια δικαιολογία για να αναστείλει την συμμετοχή της στη Νέα Συνθήκη Μείωσης Στρατηγικών Όπλων (New Strategic Arms Reduction Treaty) του 2010, γνωστή ως New START. Η Κίνα έχει σε μεγάλο βαθμό σιωπήσει σχετικά με την τύχη της συνθήκης και η Ουάσινγκτον έχει καταδικάσει την απόφαση της Μόσχας να συνδέσει την εφαρμογή της New START με την στάση των ΗΠΑ στον πόλεμο στην Ουκρανία. Εν τω μεταξύ, το Πεκίνο αρνείται να συμμετάσχει στον έλεγχο των εξοπλισμών μέχρι να μειωθούν τα αμερικανικά και ρωσικά οπλοστάσια.

Ανεξάρτητα από το ποιος φταίει, ο έλεγχος των εξοπλισμών όπως τον ξέρουμε έχει φτάσει στο τέλος του. Αυτό σημαίνει ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες πρέπει να μετατρέψουν την υπόσχεση του G7 έτσι ώστε να προκαλέσει «υπεύθυνη» πυρηνική συμπεριφορά σε μια νέα ατζέντα. Αντί να επικεντρώνονται στον αριθμό των όπλων, οι Ηνωμένες Πολιτείες θα πρέπει να προσπαθήσουν να ενθαρρύνουν τις υπεύθυνες συμπεριφορές και να βοηθήσουν στον στιγματισμό των ανεύθυνων. Οι υπεύθυνες συμπεριφορές περιλαμβάνουν την διαφάνεια σχετικά με τα πυρηνικά οπλοστάσια, τις προσπάθειες μείωσης του κινδύνου, τα κανάλια επικοινωνίας για κρίσεις, και τους περιορισμούς σε δυνητικά κλιμακούμενες δραστηριότητες. Αυτή η νέα προσέγγιση θα επιτρέψει στην Ουάσινγκτον να παράσχει πρακτικές αρχές για υπεύθυνη πυρηνική συμπεριφορά σε μια εποχή αυξανόμενων πυρηνικών κινδύνων και -ίσως το πιο σημαντικό- θα χρησιμεύσει ως ευκαιρία για περαιτέρω ενίσχυση των σχέσεων με τους συμμάχους και τους εταίρους των ΗΠΑ, μεταξύ άλλων στον παγκόσμιο Νότο, ώστε να εμπλακεί μια ευρύτερη και πιο διαφορετική ομάδα κρατών στην προώθηση υπεύθυνης πυρηνικής συμπεριφοράς.

Ο ΕΛΕΓΧΟΣ ΤΩΝ ΕΞΟΠΛΙΣΜΩΝ ΕΙΝΑΙ ΝΕΚΡΟΣ

Εδώ και χρόνια, αν όχι δεκαετίες, οι ειδικοί στα πυρηνικά προειδοποιούν για τον επικείμενο θάνατο του ελέγχου των εξοπλισμών. Όταν οι Ηνωμένες Πολιτείες αποχώρησαν από την αμερικανο-ρωσική αντιβαλλιστική πυραυλική συνθήκη το 2002, ο πυρηνικός αναλυτής Pavel Podvig δήλωσε ότι «το τέλος του ελέγχου των στρατηγικών εξοπλισμών» [1] φαινόταν να πλησιάζει. Το 2019, όταν η Ρωσία αθέτησε την Συνθήκη Πυρηνικών Δυνάμεων Ενδιάμεσου Βεληνεκούς πραγματοποιώντας πτητική δοκιμή πυραύλου σε απαγορευμένες περιοχές, η Ουάσινγκτον απάντησε με την αποχώρηση από το σύμφωνο, και ο έλεγχος των εξοπλισμών φαινόταν να βρίσκεται σε άλλο ένα «αδιέξοδο» [2], σύμφωνα με τον ερευνητή πυρηνικών όπλων Andrey Baklitskiy. Το 2020, αφού ο πρόεδρος, Ντόναλντ Τραμπ, απέσυρε τις Ηνωμένες Πολιτείες από την Συνθήκη Ανοικτών Ουρανών (Open Skies Treaty), μια συμφωνία που επέτρεπε στις Ηνωμένες Πολιτείες, την Ρωσία, και άλλους υπογράφοντες να πραγματοποιούν άοπλες πτήσεις επιτήρησης στον εναέριο χώρο ο ένας του άλλου, η πρέσβειρα των ΗΠΑ, Μπόνι Τζένκινς, (η οποία είχε βοηθήσει στην διαπραγμάτευση της συνθήκης) εξέφρασε το παράπονο ότι «η Ουάσινγκτον φαίνεται να έχει ελάχιστο όραμα ή φαντασία για το τι θα μπορούσε να αντικαταστήσει αυτό που έχουμε καταστρέψει».

Εκείνη την εποχή, τέτοιου είδους επικήδειοι ίσως να φαίνονταν πρόωροι. Αλλά όταν η Ρωσία ανέστειλε την διμερή συμφωνία New START φέτος, οι προειδοποιήσεις εκείνες αποδείχθηκαν προφητικές. Οι διμερείς, ιδιαιτέρως επισημοποιημένες πυρηνικές συνθήκες οι οποίες περιλαμβάνουν ποσοτικά όρια στον αριθμό και τις κατηγορίες πυρηνικών όπλων που διατηρεί μια χώρα αποτελούν πλέον παρελθόν. Ένα ολόκληρο δίκτυο συμφωνιών έχει εξαφανιστεί. Για παράδειγμα, η New START περιόρισε τις Ηνωμένες Πολιτείες και την Ρωσία στην ανάπτυξη 1.550 στρατηγικών κεφαλών, αλλά η επίτευξη μιας παρόμοιας νομικά δεσμευτικής συμφωνίας σήμερα είναι πολιτικά ανέφικτη.