Ο μύθος της ουδετερότητας | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Ο μύθος της ουδετερότητας

Οι χώρες θα πρέπει να επιλέξουν μεταξύ Αμερικής και Κίνας
Περίληψη: 

Αν οι Ηνωμένες Πολιτείες επιθυμούν να συνεργαστούν μαζί της χώρες και να αντισταθούν στο Πεκίνο, πρέπει να βασιστούν στην συνεχή διπλωματική δέσμευση, τις εμπορικές συμφωνίες, τις επαναλαμβανόμενες αμυντικές δεσμεύσεις, τις στρατιωτικές εκστρατείες, και την εκτεταμένη αναπτυξιακή βοήθεια, ιδίως στον Ινδο-Ειρηνικό, για να καθησυχάσουν τις χώρες εκείνες που αμφιβάλλουν για την διαρκή ισχύ των ΗΠΑ και ανησυχούν για την ισχύ της Κίνας.

Ο RICHARD FONTAINE είναι ο διευθύνων σύμβουλος του Center for a New American Security. Έχει εργαστεί στο Υπουργείο Εξωτερικών των ΗΠΑ, στο Συμβούλιο Εθνικής Ασφάλειας, και ως σύμβουλος εξωτερικής πολιτικής του γερουσιαστή, Τζον Μακέιν.

Καθώς ο ανταγωνισμός ΗΠΑ-Κίνας εντείνεται, άλλες χώρες αντιμετωπίζουν όλο και περισσότερο το δίλημμα να συνταχθούν είτε με την Ουάσιγκτον είτε με το Πεκίνο. Αυτή δεν είναι μια επιλογή που οι περισσότερες χώρες επιθυμούν να κάνουν. Τις τελευταίες δεκαετίες, οι ξένες πρωτεύουσες απολαμβάνουν τα οφέλη της ασφάλειας και της οικονομίας από την συνεργασία τους τόσο με τις Ηνωμένες Πολιτείες όσο και με την Κίνα. Οι χώρες αυτές γνωρίζουν ότι η προσχώρηση σε ένα συνεκτικό πολιτικο-οικονομικό μπλοκ θα σήμαινε ότι θα παραιτούνταν από σημαντικά οφέλη από τους δεσμούς τους με την άλλη υπερδύναμη.

13072023-1.jpg

Αμερικανική και κινεζική σημαία. Dado Ruvic / Reuters
------------------------------------------------------

«Η συντριπτική πλειοψηφία των χωρών του Ινδο-Ειρηνικού και των ευρωπαϊκών χωρών δεν θέλουν να παγιδευτούν σε μια αδύνατη επιλογή», παρατήρησε ο Josep Borrell, ο κορυφαίος διπλωμάτης της ΕΕ, σε συνάντηση του Φόρουμ Ινδο-Ειρηνικού, στις Βρυξέλλες το 2022. Ο πρόεδρος των Φιλιππίνων, Ferdinand Marcos, Jr., σημείωσε το 2023 ότι η χώρα του «δεν θέλει έναν κόσμο που χωρίζεται σε δύο στρατόπεδα [και] ... όπου οι χώρες θα πρέπει να επιλέξουν σε ποια πλευρά θα βρίσκονται». Παρόμοια συναισθήματα έχουν εκφράσει πολλοί ηγέτες, όπως ο Lawrence Wong, αναπληρωτής πρωθυπουργός της Σιγκαπούρης, και ο υπουργός Εξωτερικών της Σαουδικής Αραβίας πρίγκιπας Faisal bin Farhan al-Saud. Το μήνυμα προς την Ουάσιγκτον και το Πεκίνο είναι σαφές: καμία χώρα δεν θέλει να αναγκαστεί να πάρει μια δυαδική απόφαση μεταξύ των δύο δυνάμεων.

Οι Ηνωμένες Πολιτείες έσπευσαν να διαβεβαιώσουν τους συμμάχους τους ότι αισθάνονται το ίδιο. «Δεν ζητάμε από κανέναν να επιλέξει μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και της Κίνας», δήλωσε ο υπουργός Εξωτερικών, Άντονι Μπλίνκεν, σε συνέντευξη Τύπου τον Ιούνιο. Ο υπουργός Άμυνας, Λόιντ Όστιν, μιλώντας στον Shangri-La Dialogue της Σιγκαπούρης, επέμεινε ότι η Ουάσινγκτον «δεν ζητά από τους ανθρώπους να επιλέξουν ή από τις χώρες να επιλέξουν μεταξύ ημών και μιας άλλης χώρας». Ο Τζον Κίρμπι, εκπρόσωπος του Λευκού Οίκου για θέματα εξωτερικής πολιτικής, επανέλαβε το ίδιο ζήτημα τον Απρίλιο: «δεν ζητάμε από τις χώρες να επιλέξουν μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και της Κίνας ή της Δύσης και της Κίνας».

Είναι αλήθεια ότι η Ουάσινγκτον δεν επιμένει σε μια επιλογή «όλα ή τίποτα», «εμείς εναντίον τους», ακόμη και από τους πιο στενούς εταίρους της. Δεδομένων των εκτεταμένων δεσμών που έχουν όλες οι χώρες -συμπεριλαμβανομένων των Ηνωμένων Πολιτειών- με την Κίνα, η προσπάθεια δημιουργίας ενός συνεκτικού αντι-κινεζικού μπλοκ θα ήταν απίθανο να πετύχει. Ακόμα και οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν θα συμμετείχαν σε μια τέτοια ρύθμιση αν αυτό απαιτούσε τον τερματισμό της οικονομικής τους σχέσης με την Κίνα, κάτι που θα είχε τεράστιο κόστος.

Αλλά ίσως δεν είναι δυνατόν για πολύ ακόμα οι χώρες να παραμείνουν αμέτοχες. Όταν πρόκειται για μια σειρά από τομείς πολιτικής, όπως η τεχνολογία, η άμυνα, η διπλωματία, και το εμπόριο, η Ουάσιγκτον και το Πεκίνο αναγκάζουν πράγματι τους άλλους να πάρουν θέση. Οι χώρες αναπόφευκτα θα εμπλακούν στον ανταγωνισμό των υπερδυνάμεων και θα κληθούν να περάσουν την γραμμή, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο. Ο αμερικανοκινεζικός ανταγωνισμός είναι ένα αναπόφευκτο χαρακτηριστικό του σημερινού κόσμου και η Ουάσινγκτον θα πρέπει να σταματήσει να προσποιείται το αντίθετο. Αντιθέτως, πρέπει να εργαστεί για να κάνει τις σωστές επιλογές όσο το δυνατόν πιο ελκυστικές.

ΜΕ ΠΟΙΑ ΠΛΕΥΡΑ ΕΙΣΤΕ;

Καθώς ο αμερικανοκινεζικός ανταγωνισμός έχει ενταθεί τα τελευταία χρόνια, οι χώρες βρίσκονται όλο και περισσότερο στην δυσάρεστη θέση να πρέπει να επιλέξουν. Υπό τον πρώην πρόεδρο των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, οι Ηνωμένες Πολιτείες άσκησαν σημαντική πίεση στους συμμάχους τους να μην αφήσουν την Huawei, τον κινεζικό γίγαντα των τηλεπικοινωνιών, να κατασκευάσει τα δίκτυα 5G τους. Το Πεκίνο επιθυμούσε φυσικά να διασφαλίσει τις συμφωνίες τηλεπικοινωνιών και πολλές κυβερνήσεις εξέφρασαν ιδιωτικά την ανησυχία ότι ο αποκλεισμός της Huawei θα εξόργιζε την Κίνα. Σε απάντηση, η Ουάσινγκτον έπαιξε σκληρό παιχνίδι. Η κυβέρνηση Τραμπ έφτασε στο σημείο να υποδείξει στην Πολωνία ότι οι μελλοντικές αναπτύξεις αμερικανικών στρατευμάτων ενδέχεται να τεθούν σε κίνδυνο αν η Βαρσοβία συνεργαστεί με την Huawei. Η αμερικανική κυβέρνηση προειδοποίησε την Γερμανία ότι η Ουάσινγκτον θα περιόριζε την ανταλλαγή πληροφοριών αν το Βερολίνο καλωσόριζε την Huawei˙ όχι πολύ αργότερα, ο Κινέζος πρεσβευτής στην Γερμανία υποσχέθηκε αντίποινα κατά γερμανικών εταιρειών αν το Βερολίνο απέκλειε την Huawei. Η μεγαλύτερη οικονομία της Ευρώπης βρέθηκε ανάμεσα στους δύο κορυφαίους εμπορικούς της εταίρους.

Η δυναμική αυτή συνεχίστηκε και υπό τον πρόεδρο των ΗΠΑ, Τζο Μπάιντεν. Ο νόμος της κυβέρνησης του 2021 CHIPS and Science Act (Creating Helpful Incentives to Produce Semiconductors (CHIPS) and Science Act, Νόμος για την Δημιουργία Βοηθητικών Κινήτρων για την Παραγωγή Ημιαγωγών και Επιστήμης) προσέφερε περίπου 50 δισεκατομμύρια δολάρια σε ομοσπονδιακές επιδοτήσεις σε αμερικανικούς και ξένους κατασκευαστές ημιαγωγών που παράγονται στις Ηνωμένες Πολιτείες - αλλά μόνο αν απέχουν από οποιαδήποτε «σημαντική συναλλαγή» για την επέκταση της ικανότητάς τους στην παραγωγή τσιπ στην Κίνα για δέκα χρόνια. Αργότερα το ίδιο έτος, η κυβέρνηση Μπάιντεν επέβαλε μονομερώς ελέγχους εξαγωγών σε ημιαγωγούς υψηλής τεχνολογίας που χρησιμοποιούνται στην Κίνα για υπερυπολογιστές. Αρχικά, η Ολλανδία και η Ιαπωνία -οι άλλες κύριες χώρες που εξάγουν εξοπλισμό κατασκευής τσιπ στην Κίνα- δεν συμμετείχαν στη νέα προσέγγιση. Σύντομα, όμως, τους είπαν να αντιστοιχίσουν τους περιορισμούς με δικά τους όρια. Μέχρι τις αρχές του 2023, η Ιαπωνία και η Ολλανδία είχαν υποκύψει στην πίεση των ΗΠΑ και το έπραξαν.