20 χρόνια από τον πόλεμο στο Ιράκ | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

20 χρόνια από τον πόλεμο στο Ιράκ

Αποτιμώντας τη μεγαλύτερη τραγωδία στην αμερικανική εξωτερική πολιτική

Στις αρχές του επόμενου χρόνου ο Αμερικανός πρόεδρος άρχισε δημόσια να επικεντρώνεται στο Ιράκ το οποίο κατονόμασε ως μέρος του «άξονα του κακού» [8] που βρισκόταν σε συμμαχία με τους τρομοκράτες και έθετε «υψηλό και αυξανόμενο κίνδυνο για τα αμερικανικά συμφέροντα με την κατοχή όπλων μαζικής καταστροφής» [9]. Καθόλη την διάρκεια του 2002 η CIA ανέλαβε να παράσχει στοιχεία ως αδιαμφισβήτητα γεγονότα που να στοχοποιούν την κυβέρνηση Σαντάμ Χουσεΐν για την επαναδραστηριοποίηση του προγράμματος απόκτησης πυρηνικών όπλων, την ύπαρξη βιολογικών και χημικών όπλων καθώς και την εμβέλεια ορισμένων πυραύλων που ξεπερνούσαν τα επιτρεπόμενα όρια σύμφωνα με τις αποφάσεις του ΟΗΕ [10]. Τα στοιχεία αυτά δεν ήταν παρά στην καλύτερη περίπτωση εκτιμήσεις. Μάλιστα το Υπουργείο Άμυνας δημιούργησε την δική του υπηρεσία πληροφοριών για το Ιράκ. Η προοπτική εισβολής εκφράστηκε επίσημα στην διεθνή κοινότητα με την ομιλία του Αμερικανού προέδρου στη Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών (12.9.2002) [11].

Η Απόφαση για την Εξουσιοδότηση Χρήσης Στρατιωτικής Δύναμης Ενάντια στο Ιράκ (Authorization for Use of Military Force Against Iraq Resolution) [12], που ψηφίστηκε από το Κογκρέσο (10.11.2002) με διακομματική συναίνεση, έδωσε την δυνατότητα στις αμερικανικές δυνάμεις να στραφούν ενάντια στο ιρακινό καθεστώς.

Οι αποφάσεις και οι πρωτοβουλίες που αναλήφθηκαν μετά την 11η Σεπτεμβρίου 2001 αποτυπώθηκαν στην Στρατηγική Εθνικής Ασφαλείας [14] (17.9.2002). Στο σχετικό κεφάλαιο για την παγκόσμια τρομοκρατία γινόταν αναφορά στην διεξαγωγή προληπτικού πολέμου στον οποίο οι ΗΠΑ μπορούν να δρουν από μόνες τους αν αυτό καθίσταται αναγκαίο.

Στην διεθνή κοινότητα οι ΗΠΑ επιδίωξαν να νομιμοποιήσουν την ανάληψη στρατιωτικής δράσης κατά του Ιράκ ισχυριζόμενες ότι δεν μπορούσαν να εμπιστευτούν τον Σαντάμ Χουσεΐν αναφορικά με τα όπλα μαζικής καταστροφής. Το Ιράκ συνέχιζε να παραβιάζει την Απόφαση 687 (3.4.1991) του Συμβουλίου Εθνικής Ασφαλείας [15] η οποία μεταξύ άλλων επιτάσσει την καταστροφή όλων των χημικών, βιολογικών και πυρηνικών όπλων καθώς και τον έλεγχο από διεθνείς επιθεωρητές. Σε αυτή την βάση ψηφίστηκε η Απόφαση 1441 (8.11.2002) του Συμβουλίου [16] σύμφωνα με την οποία το Ιράκ βρισκόταν σε «ουσιαστική παραβίαση της κατάπαυσης του πυρός» και δεν συνεργαζόταν με τους διεθνείς επιθεωρητές. Η παραβίαση αυτή καθώς και η διατύπωση της Απόφασης 1441 που δεν «περιορίζει κανένα κράτος-μέλος από το να δράσει ώστε να υπερασπίσει εαυτόν έναντι απειλής που τίθεται από το Ιράκ», υπό μια διασταλτική ερμηνεία έδωσαν στις ΗΠΑ το δικαίωμα να εφαρμόσουν μονομερώς τις Αποφάσεις του Συμβουλίου χωρίς να απαιτείται η ψήφιση νέας Απόφασης. H αμερικανική πλευρά δεν κατάφερε τελικά να εξασφαλίσει την έγκριση των υπολοίπων τεσσάρων μελών του Συμβουλίου Ασφαλείας για την εξουσιοδότηση χρήσης στρατιωτικής δύναμης ενάντια στο Ιράκ. Για πρώτη φορά στην ιστορία η εσωτερική ασφάλεια ενός κράτους (εν προκειμένω των ΗΠΑ) ταυτίστηκε με την παγκόσμια ασφάλεια [17].

Ο Τζορτζ Μπους έδωσε τελεσίγραφο στον Σαντάμ Χουσεΐν και τους γιους του να εγκαταλείψουν μέσα σε 48 ώρες το Ιράκ (17.3.2002) διαφορετικά η στρατιωτική σύγκρουση θα ήταν αναπόφευκτη. Δυο μέρες αργότερα (19.3.2002) αμερικανικές και βρετανικές δυνάμεις βομβάρδισαν κυβερνητικά και στρατιωτικά κτίρια στην Βαγδάτη. Η εισβολή μέσω Κουβέιτ ξεκίνησε την επομένη (20.3.2002). Η ιρακινή πρωτεύουσα καταλήφθηκε σχετικά γρήγορα (9.4.2002). O Αμερικανός πρόεδρος από το αεροπλανοφόρο USS Abraham Lincoln ανακοίνωσε το τέλος του πολέμου με φόντο ένα πανό που έγραφε «Mission Accomplished» (1.1.2003). Η «Επιχείρηση Ιρακινή Ελευθερία», όπως ονομάστηκε η εισβολή στο Ιράκ για την ανατροπή του Σαντάμ Χουσεΐν, ολοκληρώθηκε πολύ σύντομα (σε 21 ημέρες) με σχεδόν μηδαμινές απώλειες για τους Αμερικανούς (έχασαν μόλις 155 άνδρες) [18]. Υπήρξε από τις πιο επιτυχείς στρατιωτικές επιχειρήσεις από άποψη τακτικής. Η εντύπωση της αμετάκλητης και θριαμβευτικής νίκης των Ηνωμένων Πολιτειών μαζί με τις συμμαχικές χώρες, κυρίως του Ηνωμένου Βασιλείου που αποτέλεσαν την «συμμαχία των προθύμων» [19] υπήρξε αντιστρόφως ανάλογη της πραγματικότητας στην διάρκεια των οκτώ χρόνων κατοχής, γκρεμίζοντας τις ψευδαισθήσεις της αμερικανικής παντοδυναμίας.

Η αμερικανική παρουσία στο Ιράκ χωρίστηκε σε τέσσερις φάσεις: α) 2003-2007 υπό την Συμμαχική Προσωρινή Αρχή (Coalition Provisional Authority). Ήταν το μεταβατικό στάδιο για τον μετασχηματισμό του ιρακινού κράτους, την ίδρυση νέων θεσμών και τις δομικές αλλαγές στην ιρακινή κοινωνία, β) 2007-2011 που υπήρξε η πιο αιματηρή περίοδος με εμφύλιες διαμάχες μεταξύ Σουνιτών και Σιιτών και ισχυρή αντίσταση στις αμερικανικές δυνάμεις κατοχής. Τα δυο πρώτα χρόνια της περιόδου αυτής απεστάλησαν επιπλέον στρατεύματα. Στις 13 Δεκεμβρίου 2011 οι τελευταίοι Αμερικανοί αποχωρούν τερματίζοντας επίσημα την οκταετή αμερικανική ανάμειξη (για την ακρίβεια παρέμειναν 4.100 άνδρες και τον επόμενο χρόνο), γ) 2012-2017 που σημαδεύτηκε από την εμφάνιση του Ισλαμικού Κράτους του Ιράκ και του Λεβάντε (ISIS) το οποίο κατέλαβε το 1/3 της ιρακινής επικράτειας το 2014. Οι ΗΠΑ απέστειλαν εκ νέου στρατιωτικό προσωπικό στο Ιράκ και υπό την ηγεσία τους σχηματίστηκε ο Παγκόσμιος Συνασπισμός κατά του ISIS (The Global Coalition to Defeat ISIS) και δ) 2018-2023 όπου η ιρακινή κυβέρνηση ανέκτησε το σύνολο των εδαφών (Μάιος 2018). Οι ΗΠΑ διατηρούν ακόμη και σήμερα 2.500 άτομα ως συμβουλευτικό στρατιωτικό προσωπικό.

ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ

Ιράκ