Η μεθεπόμενη ημέρα στις ελληνοτουρκικές σχέσεις | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Η μεθεπόμενη ημέρα στις ελληνοτουρκικές σχέσεις

Ο τουρκικός αναθεωρητισμός, το Διεθνές Δίκαιο, και η Δύση*

Οι σχεδόν ταυτόχρονες εκλογές σε Τουρκία και Ελλάδα σε συνδυασμό με τα τραγικά συμβάντα των καταστροφικών σεισμών και του σιδηροδρομικού δυστυχήματος αντίστοιχα, δημιούργησαν ένα παράθυρο ευκαιρίας προσωρινής άμβλυνσης της έντασης που μονομερώς προκαλείται και κλιμακώνεται συστηματικά εδώ και δεκαετίες από την Άγκυρα εις βάρος της Αθήνας. Αυτή η «διπλωματία των σεισμών» διόγκωσε τα συναισθήματα και τους ευσεβείς πόθους κάποιων Ελλήνων μετατρέποντάς τα σε υπέρμετρη αισιοδοξία για βελτίωση των ελληνοτουρκικών σχέσεων την οποία συνδύαζαν με την πιθανότητα εκλογής Κιλιτσντάρογλου. Όσους πίστεψαν κάτι τέτοιο, τους επανέφεραν στην πραγματικότητα πρώτα οι δηλώσεις υψηλόβαθμων Τούρκων αξιωματούχων που επαναβεβαίωναν τις τουρκικές θέσεις και διεκδικήσεις και, αμέσως μετά, η επανεκλογή του Ερντογάν στο προεδρικό αξίωμα.

21082023-1.jpg

Γυναίκες επιδεικνύουν σημαίες με εικόνες του Τούρκου προέδρου, Ταγίπ Ερντογάν, πριν από τον δεύτερο γύρο των προεδρικών εκλογών, στην Κωνσταντινούπολη, στις 25 Μαΐου 2023. REUTERS/Murad Sezer
-------------------------------------------------------------------------

Εφόσον μέχρι τις επαναληπτικές εκλογές της 25ης Ιουνίου δεν επιχειρηθεί από την Τουρκία η δημιουργία κάποιου τετελεσμένου [1], με το θέρος του 2023 θα εκπνεύσει και το προσωρινό μορατόριουμ και τα ελληνοτουρκικά θα επιστρέψουν στην καθημερινή τους διάσταση που έχει προσδιοριστεί από την επιλογή της Τουρκίας να συντηρεί ένα καθεστώς έντασης στο Αιγαίο και να μην υπαναχωρεί από τις παλαιότερες αλλά αντίθετα να προσθέτει νέες μονομερείς διεκδικήσεις. Θα ήταν αφελές να πιστέψουμε ότι η διπλωματία των σεισμών είναι αρκετή για να αναστρέψει ουσιαστικά το κλίμα έντασης μεταξύ των δύο χωρών και να επαναφέρει την Τουρκία στην διεθνή τάξη και νομιμότητα. Αυτό ο Ερντογάν θα το πράξει μόνον εφόσον σταθμίσει ότι έχει εύλογο συμφέρον, κάτι το οποίο για τον Τούρκο πρόεδρο δε συντρέχει επί του παρόντος αφού η επιλογή του να κλιμακώσει έτι περαιτέρω τις τουρκικές διεκδικήσεις κατά την προηγούμενη θητεία του απέδωσε εκλογικά και λειτούργησε θετικά ως προς την ενίσχυση του αφηγήματός του για τον «αιώνα της Τουρκίας».

Επειδή τα ελληνοτουρκικά δεν περιορίζονται σε συνήθεις διακρατικές διαφωνίες αλλά προσδιορίζονται από τις μη ρεαλιστικές και υπερβολικές τουρκικές διεκδικήσεις τις οποίες θέτει μονομερώς και στις οποίες έχει αυτοπαγιδευτεί πολιτικά πρώτη η Άγκυρα, έχοντας σύρει σε αυτές την Αθήνα, η επικράτηση του Ερντογάν στην Τουρκία αποτελεί πιο προσδιοριστικό παράγοντα για την εφεξής εξέλιξη των ελληνοτουρκικών σχέσεων από το ποιό κόμμα θα επικρατούσε στην Ελλάδα. Αυτό συμβαίνει διότι δεν είναι η Αθήνα που δημιουργεί και συντηρεί την ένταση αλλά η Τουρκία και άρα την πρωτοβουλία κλιμάκωσης ή αποκλιμάκωσής τη διαθέτει κατά το μείζον η τελευταία.

Η Ελλάδα δεν έχει κανένα λόγο να αποφεύγει το διάλογο αλλά γι΄ αυτό χρειάζονται δύο πλευρές. Με βάση την δυναμική που θα προκύψει στις δύο χώρες μετά την ανανέωση της λαϊκής εντολής και δεδομένων των προσδοκιών που έχουν καλλιεργήσει και οι δύο διαφαινόμενοι νικητές των εκλογών το πλέον πιθανό είναι να υπάρξουν οι απαραίτητες επαφές για επανεκκίνηση του διαλόγου.

Ως αναμένεται, η επόμενη μέρα των ελληνοτουρκικών σχέσεων θα χαρακτηριστεί από το modus operandi που έχει παγιωθεί εδώ και δεκαετίες στην λειτουργική διαχείρισή τους. Σε περίπτωση που ο Ερντογάν ξεπεράσει την μήνιν του, ενδεχομένως κάποια στιγμή να πραγματοποιηθεί μια συνάντηση με τον Έλληνα πρωθυπουργό ώστε να επανεκκινηθούν οι σε επίπεδο κορυφής οι ελληνοτουρκικές συνομιλίες. Αυτές θα μπορούσαν να συνοδευτούν από την σύγκληση του Ανώτατου Συμβούλιου Συνεργασίας, την επανάληψη του 65ου γύρου διερευνητικών επαφών των Υπουργείων Εξωτερικών και των συζητήσεων σε επίπεδο Υπουργείων Άμυνας για τρόπους μείωσης της έντασης στο Αιγαίο, οι οποίες πραγματοποιήθηκαν για πρώτη φορά τον Μάρτιο του 2019, στο πλαίσιο των Μέτρων Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης [2].

Μετά από τις παραπάνω επαφές οι αντιπροσωπείες των δύο χωρών θα καταλήξουν ενδεχομένως σε συμφωνίες για ανώδυνα θέματα χαμηλής πολιτικής, και σε ό,τι αφορά στα σοβαρότερα θέματα στο γνωστό συμπέρασμα πως «συμφωνούμε ότι διαφωνούμε». Και τότε είναι που θα ξεκινήσουν ουσιαστικές ζυμώσεις για τη μεθεπόμενη μέρα στην κατεύθυνση της επαναδιαμόρφωσης των ελληνοτουρκικών σχέσεων.

Η ΤΟΥΡΚΙΑ

Για να κατανοήσουμε τις επιλογές της Τουρκίας για την εφεξής στάση της απέναντι στην Ελλάδα θα πρέπει πολύ σύντομα να δούμε τους λόγους που οδήγησαν στην επικράτηση του Ερντογάν στις πρόσφατες εκλογές και οι οποίοι σε μεγάλο βαθμό θα επηρεάσουν τις αποφάσεις του.

Ο Τούρκος πρόεδρος επιβραβεύθηκε από τον λαό της Τουρκίας διότι μεταξύ άλλων παραγόντων στηρίχθηκε πολύ περισσότερο στο συναίσθημα του μέσου εκλογέα από όσο στην πραγματικότητα της πληθωριστικής καθημερινότητας. Έχοντας ως μεγαλύτερο όπλο του τον έλεγχο της πληροφόρησης [3], αξιοποίησε βασικά διαχρονικά συναισθηματικά, κοινωνιολογικά, θρησκευτικά [4], πολιτισμικά, και πολιτικά χαρακτηριστικά των Τούρκων όπως την ανάγκη τους να διαθέτουν έναν στιβαρό και δυναμικό ηγέτη -ακόμα κι αν αυτός είναι δεσποτικός-, καθώς και την ανάγκη του τουρκικού λαού για αναβάθμιση του αισθήματος εθνικής ιδιαιτερότητας και υπερηφάνειας μέσω της υλοποίησης του οράματος της εθνικής, περιφερειακής, και παγκόσμιας αναγνώρισης καθώς και αυτονομίας της Τουρκίας, σε τέτοιο βαθμό που αναπτύσσει μια δυναμική εξωτερική πολιτική, μη διστάζοντας να αναλάβει ακόμη και το ρίσκο πραγματοποίησης εντυπωσιακής στροφής προς παραδοσιακούς και αναδυόμενους αντιπάλους της Δύσης, όπως η Ρωσία και η Κίνα.

Ο Ερντογάν επέλεξε να απευθυνθεί στο θυμικό του τουρκικού λαού και στην συλλογική ιστορική συνείδηση και μνήμη του, η οποία πλέον καθοδηγείται σε σημαντικό βαθμό από τον Εθνικό Όρκο (Misak-ı Millî) του 1920 [5] προάγοντας τον νεο-οθωμανισμό. Στο σημείο αυτό θα πρέπει να διευκρινιστεί ότι ακόμα και οι αντίπαλοι του Ερντογάν εμφορούνται από τα ίδια χαρακτηριστικά, τα οποία πλέον συνιστούν το «εθνικό DNA» των Τούρκων [6]. Συνεπώς, η Τουρκία έχει ήδη καταστεί συλλογικά δέσμια των μαξιμαλιστικών διεκδικήσεων και της εθνικιστικής διελκυστίνδας, στην οποία έχουν επιδοθεί εδώ και χρόνια όλοι οι υποψήφιοι σχεδόν όλου του κοινοβουλευτικού φάσματος, προς άγρα των ψήφων του τουρκικού λαού ο οποίος εύκολα παρασύρεται από την επικότητα των μεγαλομανιακών νεο-οθωμανικών οραμάτων, αλλά απρόθυμα απαγκιστρώνεται από αυτά. Εντέλει, ο τουρκικός λαός ενδιαφέρεται για την τόνωση της εθνικής του υπερηφάνειας περισσότερο από όσο για την οικονομία και σαφώς λιγότερο για τους δημοκρατικούς θεσμούς οι οποίοι, ευκαιρίας δοθείσης, αφίστανται από την θεώρηση του συντηρητικού Ισλάμ που προωθεί ο Ερντογάν.

Σε αυτό το πλαίσιο ιστορικισμού και τόνωσης της εθνικής συνείδησης και ταυτότητας το οποίο έχει πλέον αποκτήσει συμπαγές και βαθύ λαϊκό έρεισμα σε όλη την έκταση της τουρκικής κοινωνίας, ήταν ο ίδιος ο Ερντογάν που αποφάσισε να προωθήσει το δόγμα της «Γαλάζιας Πατρίδας» το οποίο συνιστά σαφή απειλή σε βάρος όχι μόνο των κυριαρχικών δικαιωμάτων αλλά και της ίδιας της κυριαρχίας της Ελλάδας.

Ως εκ τούτου, όποιες αποφάσεις του νέου Τούρκου προέδρου επί των ελληνοτουρκικών είναι δύσκολο να αποστούν σημαντικά από το επεκτατικό αφήγημα που ο ίδιος συνειδητά και συντεταγμένα επέλεξε να προωθήσει εις βάρος της χώρας μας, ενώ συγκρατείται και η διαχρονική απροθυμία και ακαμψία (αλλά όχι και ανικανότητα) της Άγκυρας στο να υπαναχωρεί από δεδηλωμένες θέσεις παρά την ικανότητα ελιγμού της πέριξ αυτών, κάτι το οποίο επίσης θα δυσχεράνει την θεαματική της μεταστροφή σε θέσεις οι οποίες ξεπερνούν ήδη κατά πολύ τις ελληνικές κόκκινες γραμμές. Εξάλλου, ο Ερντογάν παρά τις πρόσφατες δηλώσεις του [7] περί «νέας εποχής στις σχέσεις Ελλάδας-Τουρκίας» δεν απέστη από την επιχειρηματολογία του. Προφανώς δε, ο Τούρκος πρόεδρος στην επόμενη φάση θα πάρει αποφάσεις που θα ικανοποιούν περισσότερο τον τουρκικό λαό και τα τουρκικά συμφέροντα από όσο τα αντίστοιχα ελληνικά.

Ωστόσο, η απόσταση που δύναται να λάβει ο Ερντογάν από το επεκτατικό του αφήγημα θα εξαρτηθεί και από άλλους παράγοντες, προεξάρχοντος αυτού της προοπτικής της Τουρκικής οικονομίας η οποία βρίσκεται εδώ και χρόνια σε μια οριακή κατάσταση. Η επιδεινούμενη κατάσταση της Τουρκικής οικονομίας δεν επιτρέπει περαιτέρω λεονταρισμούς και μεγαλομανιακά οράματα, ενώ ο τουρκικός λαός όσο υπερήφανος, υπομονετικός, και ολιγαρκής κι αν είναι, δε δύναται να υποστηρίξει αυτά τα οράματα επί μακρόν αν δε δει και κάποια εύλογη καλυτέρευση του βιοτικού επιπέδου του.

Συνεπώς, ο Ερντογάν θα λάβει υπόψη του περισσότερο την πραγματική οικονομική θέση της χώρας του και θα επαναπροσδιορίσει τον τρόπο με τον οποίο θα καταφέρει να δημιουργήσει την αναγκαία ανάπτυξη που θα να ξαναβάλει την Άγκυρα σε τροχιά ανάπτυξης ώστε να απομακρύνει την επιλογή της προσφυγής στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, ιδιαιτέρως τώρα που η ανάγκη εισροής κεφαλαίων στην χώρα του είναι μεγαλύτερη από ποτέ, ένεκα της ανάγκης αποκατάστασης των καταστροφών που προκλήθηκαν από τον καταστροφικό σεισμό της 6ης Φεβρουαρίου 2023, και να αποφύγει με αυτό τον τρόπο μια ενδεχόμενη κλιμάκωση της λαϊκής δυσφορίας.

Η επόμενη σημαντική παράμετρος για την Τουρκία θα είναι η συνολική τοποθέτησή της στην διαμόρφωση των γεωπολιτικών ισορροπιών σε περιφερειακό και διεθνές επίπεδο. Η Δύση περιμένει -με σταδιακά εξαντλούμενη υπομονή εδώ και σχεδόν μια δεκαετία- από την Τουρκία να τελειώνει με τους κλυδωνισμούς της μεταξύ Δύσης και Ανατολής και να αποφασίσει σε ποιό γεωπολιτικό συνασπισμό και σε ποιό πολιτικό σύστημα τοποθετείται, προτιμώντας προφανώς την παραμονή της στο Δυτικό μπλοκ αδυνατώντας, όμως, να κατανοήσει ότι ουσιαστικά η Τουρκία το έχει ήδη εγκαταλείψει.

Οι ακροβατισμοί Ερντογάν έχουν φέρει σε οριακά σημεία και τους Δυτικούς πολιτικούς αλλά κυρίως τις Δυτικές γραφειοκρατίες (οι οποίες σε μερικές χώρες όπως π.χ. στις ΗΠΑ διαδραματίζουν εξόχως σημαντικό ρόλο στην διαμόρφωση πολιτικών). Η Δύση θα περίμενε να τερματιστούν εντός της προσεχούς περιόδου διακυβέρνησης οι κλυδωνισμοί της Τουρκίας προς Βορρά και Ανατολή, ιδιαιτέρως λόγω του κλίματος που έχει διαμορφωθεί μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, και της επαμφοτερίζουσας τουρκικής στάσης προς την Ρωσία και εσχάτως και προς την Κίνα. Αναμένεται επίσης και η τελική εξισορρόπηση της Άγκυρας σε ότι αφορά στην Συρία, όπως και το μέχρι πού θα φτάσει η Άγκυρα κατόπιν της συνειδητής της διολίσθησης προς ένα αυταρχικής μορφής θεοκρατικού τύπου καθεστώς, το οποίο αφίσταται όλο και περισσότερο από τα Δυτικά πρότυπα εις βάρος των Δυτικών συμφερόντων στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου, της Μέσης Ανατολής και Βόρειας Αφρικής, αλλά και της Ασίας.

Όσον αφορά στην Ρωσία δεν είναι βέβαιο ότι αυτή προτιμά να προσεταιριστεί πλήρως την Τουρκία από την στιγμή που μπορεί να την χρησιμοποιεί ως «Δούρειο Ίππο» της στην Δύση και να αποδυναμώνει με αυτόν τον τρόπο τόσο την Βορειοατλαντική Συμμαχία, όσο και την κρατική ανθεκτικότητα και κοινωνική συνοχή των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Αλλά και για την Άγκυρα είναι πλέον δύσκολο να αποχωρήσει από τον εναγκαλισμό της Μόσχας, αφού η στροφή της προς αυτήν την έχει καταστήσει δέσμια μέσω πολλαπλών συμφωνιών που έχει συνάψει και υλοποιεί με την ανοχή της Δύσης σε διάφορους τομείς της οικονομίας και της ενέργειας, σημειώνοντας χαρακτηριστικά την κατασκευή του τουρκικού πυρηνικού αντιδραστήρα στο Akkuyu από την ρωσική Rosatom. Εξάλλου, η διατήρηση και προώθηση μιας ιδιότυπης σχέσης με τη Μόσχα εξυπηρετεί την προώθηση της γεωπολιτικής στόχευσης της Άγκυρας προς την Ευρασία.

Για όσους συνεχίζουν να βλέπουν μια ευκαιρία επανενεργοποίησης της ευρωπαϊκής προοπτικής της Άγκυρας θα πρέπει να ειπωθεί πως αυτή εγκαταλείφθηκε κατά την δεύτερη δεκαετία της διακυβέρνησης του Ερντογάν οπότε και ολοκληρώθηκε η απόπειρα προσέγγισης της ΕΕ˙ όμως, η βάση προσέγγισης της Τουρκίας ήταν διαφορετική από ό,τι νομίζουμε. Σκοπός του Ερντογάν δεν ήταν ποτέ να εξευρωπαΐσει την Τουρκία αλλά πιο πολύ να εκτουρκίσει την ΕΕ ή τουλάχιστον να την φέρει στα «α λα τούρκα» μέτρα και συμφέροντα της Άγκυρας. Όταν συνειδητοποίησε ότι δεν μπορεί να το πράξει εγκατέλειψε την ευρωπαϊκή πορεία προτιμώντας να διεκδικήσει από την Ευρώπη μια καθαρά ωφελιμιστική ειδική εταιρική σχέση, όπως αυτή μιας τελωνειακής ένωσης.

Ιδιαίτερα μετά τις πρόσφατες εκλογές πρέπει να γίνει καλά κατανοητό ότι μια απόπειρα εξευρωπαϊσμού της Τουρκίας δεν εκτιμάται ως πιθανή όχι μόνο διότι ο Ερντογάν δεν έχει πλέον κανένα λόγο να την κάνει, αλλά και διότι πρέπει πια να γίνει σαφές ότι η Τουρκία δεν ήταν ποτέ μια ευρωπαϊκή χώρα και δεν έχει την διάθεση να γίνει, μη έχοντας την πρόθεση αλλά και την δυνατότητα να εγκαταλείψει -τουλάχιστον στο ορατό μέλλον- την σουνιτική ισλαμική της παράδοση και ταυτότητα, παρά τους ευσεβείς προς τούτο πόθους των κοσμικών Τούρκων και κυρίως της Ευρώπης, η οποία παραδόξως ευαγγελίζεται ακόμη τον ευρωπαϊκό προσανατολισμό της Άγκυρας χωρίς όμως η τελευταία να τον επιθυμεί. Άλλωστε, περισσότερο από τα 2/3 των Τούρκων αυτοπροσδιορίζονται ως αντιδυτικοί (ΗΠΑ και ΕΕ) και θεωρούν ότι το μέλλον της Τουρκίας βρίσκεται στον ευρασιατικό της προσανατολισμό. Οι μόνοι λόγοι της Τουρκίας για μια ευρωπαϊκή επαναπροσέγγιση είναι η άντληση των απαραίτητων κεφαλαίων για την ανακούφιση της χώρας από τους πρόσφατους σεισμούς και για την επαναχρηματοδότηση του μεταναστευτικού, η εξασφάλιση της τελωνειακής της ένωσης, και η διατήρηση των απολύτως απαραίτητων γεωπολιτικών ισορροπιών.

Φαίνεται, λοιπόν, πως η Τουρκία όχι μόνο εγκαταλείπει συνειδητά την Δύση αλλά έχει αντιληφθεί ότι μετά τον Ψυχρό Πόλεμο και την προσωρινή μονοπολικότητα των ΗΠΑ που ακολούθησε, η παγκόσμια γεωπολιτική ισχύς διαχέεται πλέον σε ένα ευρύτερο γεωγραφικό χώρο από αυτόν του βορείου ημισφαιρίου και βρίσκεται ήδη υπό διαμόρφωση ένα νέο, διαφορετικό πολυπολικό σύστημα κατανομής παγκόσμιας ισχύος στο οποίο επιθυμεί να τοποθετηθεί εξ αρχής ως αυτόνομος διαμορφωτής και σημαντικός δρων και όχι μόνο ως παρακολούθημα συνασπισμών ή συμμαχιών. Αυτό φαίνεται άλλωστε και από την συμμετοχή της ως παρατηρητής στο Shanghai Five Group (SCO) ενώ, παρόλα τα δημοσιονομικά της προβλήματα φαίνεται πιθανό να ενταχθεί στους BRICS [8] κάτι που θα διαφανεί εντός του θέρους του 2023.

Υπό το φως των ανωτέρω παρατηρήσεων, και σε ό,τι αφορά στα ελληνοτουρκικά εκτιμάται ότι η Άγκυρα, αφού περάσει από έναν «μήνα του μέλιτος» -απαραίτητο ώστε να αποκαταστήσει μέρος της τρωθείσας αξιοπιστίας της- θα επιστρέψει αργά ή γρήγορα στην προσφιλή της διπλωματία εξαναγκασμού (coercive diplomacy) αυξάνοντας σταδιακά την πίεση και τις διεκδικήσεις της, μέχρι εκείνου του σημείου που θα της επιτρέψει η ανοχή (ή η αδυναμία) της Ελλάδας [9].

Η ΕΛΛΑΔΑ

Η νέα ελληνική κυβέρνηση δε διαθέτει μεγάλα περιθώρια διπλωματικών ελιγμών στο θέμα των ελληνοτουρκικών σχέσεων και οπωσδήποτε δε διαθέτει περιθώρια ουσιωδών υποχωρήσεων δεδομένων των ελάχιστων περιθωρίων επί αυτών. Σε μια ενδεχόμενη διαπραγμάτευση με την Άγκυρα η Αθήνα στέκεται με την πλάτη στο γκρεμό μη έχοντας το περιθώριο υποχώρησης σχεδόν ούτε κατά ένα βήμα πίσω για να καταλήξει σε έναν αξιοπρεπή και πολιτικά βιώσιμο συμβιβασμό, αφενός δεδομένων των υπερβολικών τουρκικών απαιτήσεων, αφετέρου λόγω της μεγάλης αντίδρασης που εύλογα θα προκαλούσαν στον ελληνικό λαό τυχόν υποχωρήσεις και της επακόλουθης αμείλικτης αντιπολιτευτικής κριτικής στην οποία θα προβεί οποτεδήποτε η όποια αντιπολίτευση, δεδομένης της απουσίας κουλτούρας συναίνεσης στην ελληνική πολιτική σκηνή.
Κατά την έννοια του nota res mala, optima, η επανεκλογή Ερντογάν έχει κάποια θετικά στοιχεία για την Ελλάδα. Η χώρα μας διαθέτει πλέον ένα ασφαλές στατιστικό δείγμα πολιτικής συμπεριφοράς του Τούρκου προέδρου, η λεπτομερής ανάλυση του οποίου τον καθιστά αρκετά προβλέψιμο, κάτι που επιτρέπει την χάραξη μιας γενικής στρατηγικής για την εφεξής διαχείριση των ελληνοτουρκικών.

Στο σημείο αυτό θα πρέπει να διευκρινιστεί η διαφορά του «καζάν-καζάν» από το «win-win». Όσοι γνωρίζουν την ιστορική εξέλιξη της τουρκικής διπλωματίας, -η οποία διαθέτει ένα χρονικό συνεχές τουλάχιστον 500 χρόνων με σημαντικές μεν αλλά όχι ριζικές διακυμάνσεις- κατανοούν ότι αυτές οι δύο έννοιες παρόλο που είθισται να ταυτίζονται μεταφραστικά, είναι αντιληπτικά διαφορετικές. Η Δυτική λογική όταν αναφέρεται σε μια λύση «win-win» εννοεί σαφώς ότι και οι δυο διαπραγματευόμενοι θα έχουν ίσα και δίκαια οφέλη και απώλειες. Όμως η Τουρκία όταν σε διπλωματικό επίπεδο αναφέρεται στο «καζάν-καζάν» περισσότερο εννοεί «τα δικά μου δικά μου και επιπλέον τα μισά από αυτά που μονομερώς διεκδικώ από εσένα δικά μου». Δηλαδή, δεν διαπραγματεύεται επί κοινώς αναγνωρισμένων διαφορών αλλά μόνο επί διαρκώς αυξανόμενων μονομερών διεκδικήσεων. Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο θέτει επιχειρηματολογικά εξωφρενικές διεκδικήσεις, έτσι ώστε εφόσον ξεκινήσουν και ολοκληρωθούν τυχόν διαπραγματεύσεις, το σημείο ισορροπίας αυτών να μεταφερθεί πλησιέστερα προς το σύνολο των τουρκικών διεκδικήσεων.

Ακριβώς για αυτό η Τουρκία επιμελώς επιδιώκει την συζήτηση (και άρα την διαπραγμάτευση) επί του συνόλου των ελληνοτουρκικών διαφορών ως πακέτο [10] με βάση την αρχή της ευθυδικίας προκειμένου να παρακάμψει κατά το μείζον τις προβλέψεις του Διεθνούς Δικαίου, ενώ ορθώς η χώρα μας αναγνωρίζει ως μόνη διαφορά [11] προς επίλυση αυτή της οριοθέτησης υφαλοκρηπίδας [12] με βάση το Διεθνές Δίκαιο. Και αυτό το θέμα (κατ΄ επέκταση και η οριοθέτηση της ΑΟΖ) είναι το μόνο στο οποίο ομολογουμένως θα μπορούσε να βρεθεί μια εκατέρωθεν αποδεκτή και βιώσιμη λύση, δεδομένου ότι όλα τα άλλα τα οποία έχει θέση η Τουρκία συνιστούν για την χώρα μας εκχώρηση κυριαρχίας και κυριαρχικών δικαιωμάτων. Ιδιαιτέρως τα τελευταία χρόνια, η τουρκική εξωτερική πολιτική έχει κλιμακώσει -ως προαναφέρθηκε- τις διεκδικήσεις της, θέτοντας εμμέσως ως κεντρικό πυρήνα των ελληνοτουρκικών προβλημάτων κατά την άποψή της την αμφισβήτηση της ελληνικής κυριαρχίας επί «ορισμένων γεωγραφικών σχηματισμών του Αιγαίου» [13]. Αυτή την τεράστια διαφορά στην διπλωματική και διαπραγματευτική κουλτούρα Τουρκίας και Ελλάδας θα πρέπει να λάβουν υπόψη κυρίως όσοι από τους Έλληνες (και δη πολιτικούς) γοητεύονται από μια αμοιβαία επωφελή λύση, συνεπεία διμερών διαπραγματεύσεων Ελλάδας -Τουρκίας.

Ενώ τα περιθώρια συναίνεσης μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας είναι επί του παρόντος πολύ μικρά έτσι όπως η Άγκυρα θέτει τις διεκδικήσεις της, θα χρειαστεί μια σημαντική αλλαγή υποδείγματος ώστε να δημιουργηθεί ένας κοινός τόπος επίλυσης διαφορών ο οποίος αρχικά θα πρέπει να περιοριστεί πρακτικά μόνο στη μεθοδολογική προσέγγιση και όχι σε θέματα ουσίας. Αλλά και μόνον αυτό είναι a priori προβληματικό δεδομένου ότι, όπως αναφέρθηκε, ακόμα κι αν οι δύο χώρες επιδείξουν ισχυρή βούληση για σημαντική βελτίωση των σχέσεών τους, η Τουρκία επιθυμεί μια ευθύδικη «λύση πακέτο» όλων των θεμάτων σε διμερές επίπεδο, ενώ η Ελλάδα την παραπομπή μόνο του θέματος της υφαλοκρηπίδας στο Διεθνές Δικαστήριο. Αυτό το στάδιο ίσως είναι το πιο δύσκολο και ευαίσθητο να προσδιοριστεί καθόσον η αποδοχή της μιας από τις δύο μεθοδολογίες θα συνιστά αποδοχή υποχώρησης για τον ένα από τους διαπραγματευομένους, τέτοια που δε θα μπορέσει να υποστηριχθεί πολιτικά στο εσωτερικό της χώρας του.

Αν λοιπόν δεν υπάρξουν τεκτονικές και ρηξικέλευθες διπλωματικές προσεγγίσεις επί της αρχής για τον τρόπο προσέγγισης των δύο χωρών (κάτι το οποίο θεωρείται το πλέον απίθανο να συμβεί χωρίς ισχυρότατη διαμεσολάβηση τρίτων) τότε, μοιραία, Ελλάδα και Τουρκία θα βρεθούν πολύ σύντομα στο ίδιο σημείο που βρίσκονται σήμερα. Και αυτό είναι το πιθανότερο σενάριο που θα αντιμετωπίσουμε το επόμενο χρονικό διάστημα.

Τα κατά πόσο μια πρωτοβουλία για την ουσιαστική βελτίωση των ελληνοτουρκικών σχέσεων θα έχει αποτέλεσμα, θα αποτελέσει κατά το μείζον επιλογή της Τουρκίας ως εκείνης της χώρας που προκαλεί την ένταση και που την κλιμακώνει κατόπιν συνειδητής και σχεδιασμένης πολιτικής επιλογής της. Η Ελλάδα είναι αναγκασμένη να ακολουθεί τον ρυθμό που θα θέτει η Τουρκία δεδομένου ότι δεν έχει διεκδικήσεις από αυτήν, ενώ προφανώς έχει τοποθετηθεί ήδη σε διπλωματικό επίπεδο κατά την διάρκεια του τελευταίου 64ου γύρου διερευνητικών επαφών. Τούτο σημαίνει ότι δεν έχει να κάνει κάτι περισσότερο από το να διατηρεί διαρκώς ανοικτούς τους δίαυλους επικοινωνίας και παραγωγικού διαλόγου, δεδομένου ότι εκτός από τις παράλογες διεκδικήσεις της Τουρκίας υπάρχει και μια πληθώρα θεμάτων καθημερινότητας και χαμηλής πολιτικής επί των οποίων οι δύο χώρες θα μπορούσαν πράγματι να συμφωνήσουν. Σε κάθε περίπτωση, η περαιτέρω εξέλιξη των ελληνοτουρκικών σχέσεων θα συνεχίσει να είναι ένας διπλωματικός μαραθώνιος που θα απαιτήσει χρόνο, υπομονή, ψυχραιμία και ενέργεια από το σύνολο των εμπλεκομένων.

21082023-2.jpg

Ο Τούρκος πρόεδρος, Ταγίπ Ερντογάν, απευθύνεται στους υποστηρικτές του στην Κωνσταντινούπολη, στις 18 Μαΐου 2023. REUTERS/Umit Bektas
----------------------------------------------------------------

Η Ελλάδα, δεδομένου ότι η Τουρκία παραδοσιακά αντιλαμβάνεται μόνο τους συσχετισμούς «σκληρής ισχύος», οφείλει να διατηρήσει και ενισχύσει την στάση που έχει τηρήσει μέχρι σήμερα και που στηρίζεται σε ένα συνδυασμό αφενός διαρκούς επαύξησης της αποτρεπτικής στρατιωτικής της ισχύος μέσω της απόκτησης σύγχρονων οπλικών συστημάτων υψηλής αποτελεσματικότητας, της πλήρους αξιοποίησης του συνόλου των επιχειρησιακών τους δυνατοτήτων, και προσαρμογής τους στις απαιτήσεις του συγκεκριμένου θεάτρου επιχειρήσεων, καθώς και του ευέλικτου επαναπροσδιορισμού των επιχειρησιακών της δογμάτων, και, αφετέρου, άσκησης μιας συνεκτικής ενεργούς διπλωματίας υψηλής έντασης και παρουσίας σε όλες τις εκφάνσεις της, ιδιαιτέρως στην κατεύθυνση της ενημέρωσης και άσκησης επιρροής προς τους εταίρους σε ΝΑΤΟ και ΕΕ για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Το τελευταίο αναφέρεται διότι όπως έχει διαπιστωθεί, αρκετοί εκ των Συμμάχων μας ούτε γνωρίζουν σε βάθος αυτά τα θέματα ούτε τους απασχολούν ιδιαίτερα. Οι δε αμυντικές συμφωνίες που έχουν υπογραφεί με ΗΠΑ και Γαλλία καθώς και οι πολλαπλές αμυντικές συνεργασίες που υλοποιούνται ήδη στο πεδίο με αρκετές χώρες στην ευρύτερη περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου έχουν μεν πολλαπλό και σημαντικό πολιτικο-διπλωματικό όφελος κατά την διάρκεια της ειρήνης, μεγεθύνοντας το διπλωματικό κεφάλαιο και ενισχύοντας την αποτροπή της χώρας μας, αλλά σε περίπτωση σύρραξης δε θα πρέπει να μας καθησυχάζουν ότι θα εξασφαλίσουν διεξαγωγή κοινών στρατιωτικών επιχειρήσεων κατά της Τουρκίας.

Σημαντική, επίσης, παράμετρος είναι η ενδυνάμωση, σταθεροποίηση, και μεγέθυνση της εθνικής οικονομίας με τρόπο ώστε να διαθέτει τη μέγιστη δυνατή ανθεκτικότητα και να εξασφαλίζει όχι μόνο την δέουσα ποιότητα ζωής των Ελλήνων πολιτών αλλά και την κρατική και εθνική βιωσιμότητα. Αυτό σημαίνει μεταξύ πολλών άλλων ότι θα πρέπει να ληφθεί άμεσα ιδιαίτερη μέριμνα για την ανάπτυξη της εγχώριας αμυντικής βιομηχανίας με σκοπό όχι μόνο την κερδοφορία της αλλά και την εξασφάλιση του μεγαλύτερου δυνατού ποσοστού κάλυψης των εξοπλιστικών αναγκών της Ελλάδας.

Αν εντός της επόμενης πενταετίας η Τουρκία αποφασίσει την -βελούδινη ή όχι- απομάκρυνσή της από την Δύση, τότε η Ελλάδα από χώρα δεύτερης γραμμής για την Δύση, μοιραία και άμεσα θα μετατραπεί σε χώρα πρώτης γραμμής ως προς την γειτνίασή της με ένα άλλο σύστημα, κάτι που θα έχει ως συνέπειες αφενός την αναβάθμιση της γεωστρατηγικής της σημασίας για την Δύση, αφετέρου την ένταση των συγκρουσιακών τάσεων με την Τουρκία, ενδεχόμενο για το οποίο η Αθήνα θα πρέπει να είναι προετοιμασμένη από πάσης απόψεως και εννοούμε, διπλωματικά, οικονομικά, πολιτικά, και στρατιωτικά. Για να το καταφέρει, θα πρέπει συνειδητοποιώντας τους αναδυόμενους γεωπολιτικούς συσχετισμούς και αξιοποιώντας το πολιτικό και διπλωματικό κεφάλαιο που έχει συσσωρεύσει εσχάτως ως υπεύθυνος, σταθερός, και αξιόπιστος σύμμαχος και εταίρος στην περιοχή της ΝΑ Ευρώπης και Ανατολικής Μεσογείου και της ευρύτερης περιφέρειας, να στοχοθετήσει και υλοποιήσει μια όσο το δυνατόν πιο αυτόνομη και ρεαλιστική στόχευση σε επίπεδο εξωτερικής πολιτικής, να απεμπλέξει την διαμόρφωση της εξωτερικής της πολιτικής από την πίεση των τουρκικών διεκδικήσεων, και να διευρύνει στην πράξη την διαπεριφερειακή της στόχευση και επιρροή εντασσόμενη στη νέα πολυπολική πραγματικότητα αναδεικνυόμενη σε κόμβο συμφερόντων σε μια τεράστια περιοχή από την Ανατολική Ευρώπη έως το Κέρας της Αφρικής με ιδιαίτερο ρόλο στα ενεργειακά τεκταινόμενα, καθώς και στην οικονομική και στρατηγική επικοινωνία μεταξύ Ευρώπης και Ινδικού Ωκεανού [14].

Συνοψίζοντας, η χώρα μας έχει ήδη συσσωρεύσει μια κρίσιμη μάζα εθνικής αποτρεπτικής ισχύος και ανθεκτικότητας που αποτελείται από το διαρκώς αυξανόμενο πολιτικό και διπλωματικό της κεφάλαιο, τις αμυντικές συμμαχίες και συνεργασίες που αναπτύσσει διαρκώς στην περιοχή, την βελτιούμενη οικονομία, την προσήλωσή της στο Διεθνές Δίκαιο και την έννομη τάξη. Οφείλει να το διατηρήσει, να το μεγεθύνει, και να το αξιοποιήσει με αποφασιστικότητα έναντι κάθε απειλής της εδαφικής ακεραιότητας, της κυριαρχίας και των κυριαρχικών δικαιωμάτων, της εθνικής ανεξαρτησίας, της οικονομικής ανάπτυξης, της αποδυνάμωσης των συμμαχιών και του αναβαθμιζόμενου ρόλου της χώρας στο Διεθνές και Περιφερειακό σύστημα της Νοτιοανατολικής Ευρώπης και της Ανατολικής Μεσογείου.

Η ΔΙΕΘΝΗΣ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑ

Στην εφεξής εξέλιξη των ελληνοτουρκικών σχέσεων θα κριθεί η και η αξιοπιστία της διεθνούς κοινότητας καθώς και η αντίληψή της περί πραγματικότητας. Η Ελλάδα με την συνεπή στάση της έχει δικαίως χαρακτηριστεί όχι μόνο ως πυλώνας αλλά και ως πάροχος ασφάλειας και σταθερότητας στην ευρύτερη περιοχή της ΝΑ Ευρώπης και Ανατολικής Μεσογείου και αναμένει σαφώς την επ΄ έργω αναγνώριση του ρόλου αυτού από την διεθνή κοινότητα, συμμάχους, και εταίρους. Επιπλέον, -όπως όλα δείχνουν- η νέα κυβέρνηση Μητσοτάκη που θα προκύψει από τις επαναληπτικές εκλογές θα διαθέτει το πλεονέκτημα συνέχειας και φερεγγυότητας ώστε να αποτελέσει έναν αξιόπιστο και σταθερό εταίρο και σύμμαχο που επιθυμεί η διεθνής κοινότητα για να έχει ως συνομιλητή.

Η Δύση αργά ή γρήγορα μάλλον θα βρεθεί και πάλι προ του ίδιου θεωρητικού αλλά -δυστυχώς για την Ελλάδα- όχι και τόσο βασανιστικού γι΄ αυτούς διλήμματος: προώθηση του δικαίου έναντι του συμφέροντος ή αντιστρόφως; Στο σημείο αυτό δε μπορούμε να παραβλέψουμε τις πληροφορίες με βάση τις οποίες φαίνεται πως κατόπιν σχετικής παραίνεσης των ΗΠΑ, ο γερμανικός παράγοντας ενδέχεται να αναλάβει πρωτοβουλία για την επαναπροσέγγιση Ελλάδας-Τουρκίας. Αν συμβεί κάτι τέτοιο, δεν μπορεί να μη σημειωθεί ότι θα καταστεί εξαρχής προβληματικό δεδομένης της απουσίας επαρκούς προς τούτο διπλωματικής εμπειρίας από γερμανικής πλευράς τόσο σε επίπεδο ανθρωπίνου δυναμικού όσο και σε επίπεδο θεσμικής γνώσης, κάτι που έχει ως αποτέλεσμα την ενστικτώδη προώθηση του βραχυχρόνιου συμφέροντος έναντι του δικαίου και της παραδοσιακής διπλωματίας, και συνεπώς την ετεροβαρή υπέρ της Τουρκίας στάση [15]. Αν εκδηλωθεί μια τέτοια πρωτοβουλία, η Αθήνα θα πρέπει να επιδοθεί σε μια εργώδη εκστρατεία λεπτομερούς ενημέρωσης αυτών που θα την αναλάβουν και να είναι προετοιμασμένη να μην ενδώσει σε πιέσεις που ενδέχεται να ασκηθούν, αν αυτές θίγουν τα εθνικά συμφέροντά της.

Η Δύση έχει εισπράξει την περιφρόνηση της Άγκυρας απέναντι στην ανώδυνη αλλά αναποτελεσματική πολιτική του κατευνασμού που εφάρμοσε προτιμώντας την -λανθασμένα- ως πιο ουδέτερη επιλογή απέναντι στις μονομερείς διεκδικήσεις της Τουρκίας. Με την άσκηση αυτής της πολιτικής η Δύση ουσιαστικά δεν ενθάρρυνε μόνο τη μεγέθυνση των μονομερών διεκδικήσεων της Άγκυρας έναντι της Αθήνας, υιοθετώντας πρακτικά τις τουρκικές θέσεις για διμερή διευθέτηση των διαφορών, επιβεβαιώνοντας έμμεσα την Τουρκία ότι μπορεί να αγνοεί εταίρους και Συμμάχους άνευ οιουδήποτε κόστους. Αυτή η πολιτική κατευνασμού και ίσων αποστάσεων που ακολούθησε η Δύση όχι μόνο δεν εξασφάλισε την ουδετερότητα, αντίθετα, ευνόησε και ενθάρρυνε την παραβατική Τουρκία να συνεχίζει τις αυθαιρεσίες της καθιστώντας την ίση με την αναιτίως πληττόμενη Ελλάδα, αλλά επιτάχυνε και την αποστασία της Άγκυρας προς την Ευρασία και την εν γένει ανεξέλεγκτη διεθνή της ασυδοσία.

Ωστόσο, η ευκαιρία για την Δύση να αρθεί στο ύψος των περιστάσεων και του πολιτικού πολιτισμού που επικαλείται με γνώμονα το Διεθνές Δίκαιο και την εταιρική και συμμαχική αλληλεγγύη, θα της ξαναδοθεί, μόλις κληθεί να τοποθετηθεί απέναντι σε Ελλάδα και Τουρκία όταν θα αναδειχθούν και πάλι οι μονομερείς διεκδικήσεις της Άγκυρας.

ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ:

*Το άρθρο αυτό δημοσιεύθηκε στο τεύχος αρ. 82 (Ιούνιος - Ιούλιος 2023) του Foreign Affairs The Hellenic Edition.

[1] Η Τουρκία έχει δείξει ότι δεν διστάζει να αξιοποιήσει περιόδους αστάθειας για δημιουργία τετελεσμένων. Παραδείγματα υπήρξαν η κρίση των Ιμίων όταν ο Κώστας Σημίτης είχε εκλεγεί πρωθυπουργός από την κοινοβουλευτική ομάδα του ΠΑΣΟΚ στις 18 Ιανουαρίου 1996 και η κορύφωσή της έγινε με την Κυβέρνησή του να μην έχει λάβει ψήφο εμπιστοσύνης, και όταν «στις 27 Απριλίου 2012 (δέκα ημέρες πριν τις ελληνικές εκλογές της 6ης Μαΐου 2012) δημοσιεύθηκαν στην τουρκική Εφημερίδα της Κυβερνήσεως χάρτες με θαλάσσιες περιοχές δυτικώς της Κύπρου και νοτίως της Ρόδου και του Καστελόριζου και εκχωρούνταν δικαιώματα έρευνας και εκμεταλλεύσεως επ’ αυτών των περιοχών στην κρατική τουρκική εταιρεία πετρελαίου ΤΡΑΟ». Άγγ. Συρίγος «Η υφαλοκρηπίδα του Καστελλόριζου και οι ελληνικές εκλογές», 07 Ιανουαρίου 2019, Εφημ. Καθημερινή https://www.kathimerini.gr/politics/1003295/apopsi-i-yfalokripida-toy-ka... )
[2] Σημειώνεται ότι ειδικά όσον αφορά στα ΜΟΕ καλλιεργείται -συνήθως από τα ελληνικά ΜΜΕ- ένα κλίμα υπερβολικών προσδοκιών για μέτρα άνευ σημαντικής ουσίας, χαμηλού ενδιαφέροντος και αποτελεσματικότητας, τα οποία ουδόλως δύνανται να συμβάλλουν στην βελτίωση των ελληνοτουρκικών σχέσεων και στη μείωση της έντασης αν δεν προηγηθεί μακροχρόνια, ισχυρή, ειλικρινής, και ισόρροπη πολιτική εντολή και από τις δύο χώρες επί αυτών.
[3] Soner Cagapatay, «Ο ανθεκτικός μονοκράτορας της Τουρκίας», 05 Μαΐου 2023,
https://www.foreignaffairs.gr/articles/74137/soner-cagaptay/o-anthektiko...
[4] Δρ. Θεόδωρος Θεοδώρου, «Η ευσεβής ψήφος στην Τουρκία»,
https://www.foreignaffairs.gr/articles/74155/theodoros-theodoroy/i-eyseb...
[5] Sinan Baykent, «Misak-ı Millî or the ‘National Oath’: Turkey’s new foreign policy compass?»,
https://www.hurriyetdailynews.com/misak-i-mill-or-the-national-oath-turk...
[6] Δρ. Θεόδωρος Τσακίρης, «Οι πηγές της τουρκικής συμπεριφοράς», 15 Μαΐου 2023,
https://www.foreignaffairs.gr/articles/74156/dr-theodoros-tsakiris/oi-pi...
[7] «Με την Ελλάδα μπορούμε να αφήσουμε στην άκρη τις εχθρότητες και τους ανταγωνισμούς, αυτό έφθειρε πολύ και τις δύο χώρες και δεν πρέπει να συνεχιστεί. Εύχομαι οι εκλογές και της Ελλάδας και της Τουρκίας να γίνουν η αρχή μιας νέας εποχής. Εμείς από την Τουρκία στέλνουμε στην Ελλάδα τους εγκάρδιους φιλικούς χαιρετισμούς μας», Ρ. Τ. Ερντογάν στον Μ. Κωστίδη, εφημερίδα «Καθημερινή», 12 Μαΐου 2023, https://www.kathimerini.gr/politics/562415344/retzep-tagip-erntogan-stin...
[8] «Famous British economist O'Neill: Turkey is a country that will be part of the expanding BRICS», Anadolu Agency, 11-05-2023, https://www.aa.com.tr/tr/ekonomi/-unlu-ingiliz-ekonomist-o-neill-turkiye...
[9] «…δίκαια μὲν ἐν τῷ ἀνθρωπείῳ λόγῳ ἀπὸ τῆς ἴσης ἀνάγκης κρίνεται, δυνατὰ δὲ οἱ προύχοντες πράσσουσι καὶ οἱ ἀσθενεῖς ξυγχωροῦσιν» μτφ. «…γνωρίζουμε και οι δύο, ότι κατά την συζήτηση των ανθρωπίνων πραγμάτων το επιχείρημα του δικαίου αξία έχει, όπου ίση υπάρχει δύναμη προς επιβολή αυτού, ότι όμως ο ισχυρός επιβάλει ό,τι του επιτρέπει η δύναμή του και ο ασθενής παραχωρεί ό,τι του επιβάλλει η αδυναμία του», Θουκυδίδης, «Ιστορία του Πελοποννησιακού Πολέμου»,[ 5.3.89]
(μετάφραση Ελ.Βενιζέλου).
[10] «Türkiye believes that all problems should be addressed as a whole together»
https://www.mfa.gov.tr/turkiye_s-views-regarding-the-settlement-of-the-a...
[11] «Η Ελλάδα επιδιώκει, στο πλαίσιο αυτό, να επιλύσει τη μόνη διαφορά που υφίσταται μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας, δηλαδή την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας, σύμφωνα με τους κανόνες του διεθνούς δικαίου και, ειδικότερα, το δίκαιο της θάλασσας».
https://www.mfa.gr/zitimata-ellinotourkikon-sheseon/
[12] Και όχι των «θαλασσίων ζωνών» όπως λανθασμένα αναφέρεται από διάφορους μετέχοντες στην δημόσια συζήτηση, δεδομένου ότι στην Σύμβαση για το Δίκαιο της Θάλασσας (UNCLOS) οι θαλάσσιες ζώνες είναι έξι: εσωτερικά ύδατα, χωρικά ύδατα, συνορεύουσα ζώνη, υφαλοκρηπίδα, Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη (ΑΟΖ), διεθνή ύδατα. Το να ακούγεται ότι η Ελλάδα επιθυμεί την προσφυγή στο ΔΔΧ για τις «θαλάσσιες ζώνες» είναι εσφαλμένο και δημιουργεί προσδοκίες στην Τουρκία ότι π.χ. και το θέμα των χωρικών υδάτων δύναται να παραπεμφθεί σε αυτό.
https://treaties.un.org/pages/ViewDetailsIII.aspx?src=TREATY&mtdsg_no=XX...
[13] Η άποψη αυτή προβάλλεται συστηματικά από Τούρκους αξιωματούχους στο πιο υψηλό τους επίπεδο και αντλείται εσχάτως κυρίως από τα έργα του Υποναύαρχου (ε.α.) Cihat YAYCI όπως το «Yunanistan Talepleri (Ege Sorunları) Soru ve Cevaplarla» [Ελληνικές απαιτήσεις (προβλήματα του Αιγαίου) με ερωτήσεις και απαντήσεις], Εκδόσεις Ιδρύματος Τουρκικής Ιστορίας, Άγκυρα 2020, ISBN: 9751744654, σελ. 10 όπου π.χ. αναφέρεται ότι: «Το ζήτημα του καθορισμού της κυριαρχίας των νησιών που χαρακτηρίζονται ως ‘’Νήσοι, Νησίδες και Βραχονησίδες η Κυριαρχία των Οποίων Δεν Έχει Μεταβιβαστεί στην Ελλάδα Με Συνθήκες’’ έχει πρωτεύουσα σημασία και προτεραιότητα επειδή έχει άμεση επίδραση στην επίλυση των υπόλοιπων προβλημάτων. Ουσιαστικά, η επίλυση των υπόλοιπων προβλημάτων μπορεί να γίνει εφικτή μόνο με την επίλυση του προβλήματος του καθορισμού της κυριαρχίας των νησιών αυτών» [σ.σ. πρόκειται για τα γνωστά ως EGAYDAAK. Με αυτό τον τρόπο ο YAYCI («μαθητής» του Υποναύαρχου (ε.α.) Cem GÜRDENIZ ο οποίος υπήρξε ο εμπνευστής του αφηγήματος της «Γαλάζιας Πατρίδας») συνδέει τα θέματα εύρους και οριοθέτησης των χωρικών υδάτων και της υφαλοκρηπίδας, Εθνικού Εναέριου Χώρου και Έρευνας και Διάσωσης στο Αιγαίο με τον προσδιορισμό της κυριαρχίας επί των εν λόγω νήσων].
[14] Δρ. Θρασύβουλος Μαρκέτος «Η Διαμεσογειακή Γεωστρατηγική της Ελλάδας», Έκθεση Ινστιτούτου Εξωτερικών Υποθέσεων, Αθήνα Δεκέμβριος 2022, https://fainst.eu/wp-content/uploads/2023/04/Report-7-Greeces-trans-Medi...
[15] Η Γερμανία μετά τον Β’ΠΠ αποκόπηκε -κατόπιν συστηματικής προς τούτο προσπάθειας των Δυτικών Συμμάχων, (άλλωστε ο Λόρδος Ismay που υπήρξε και ο πρώτος ΓΓ του ΝΑΤΟ είχε δηλώσει ότι το ΝΑΤΟ δημιουργήθηκε «to keep the Soviet Union out, the Americans in, and the Germans down»)- από την θεσμική διπλωματική της γνώση και εμπειρία προσδιορίζοντας τις πολιτικές της θεωρήσεις μόνο υπό ένα αυστηρό πρίσμα οικονομετρικών παρατηρήσεων και αποτελεσμάτων αποτιμώντας τις διεθνείς σχέσεις εν είδει οικονομικού ισολογισμού χωρίς διεθνοδικαιικές αναφορές και γεωπολιτικές προσεγγίσεις.

Copyright © 2023 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved.

Μπορείτε να ακολουθείτε το «Foreign Affairs, The Hellenic Edition» στο TWITTER στην διεύθυνση www.twitter.com/foreigngr αλλά και στο FACEBOOK, στην διεύθυνση www.facebook.com/ForeignAffairs.gr και στο linkedin στην διεύθυνση https://www.linkedin.com/company/foreign-affairs-the-hellenic-edition