Η εποχή της ενεργειακής ανασφάλειας | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Η εποχή της ενεργειακής ανασφάλειας

Πώς η μάχη για πόρους ανατρέπει την γεωπολιτική*

Μόλις πριν από 18 μήνες, πολλοί υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής, ακαδημαϊκοί, και ειδήμονες στις Ηνωμένες Πολιτείες και την Ευρώπη κήρυτταν λυρικά τα γεωπολιτικά οφέλη της επερχόμενης μετάβασης σε καθαρότερη, πιο πράσινη ενέργεια. Κατάλαβαν ότι η απομάκρυνση από ένα ενεργειακό σύστημα έντασης άνθρακα που βασιζόταν στα ορυκτά καύσιμα θα ήταν δύσκολη για ορισμένες χώρες. Αλλά γενικά, η συμβατική σοφία υποστήριζε ότι η στροφή σε νέες πηγές ενέργειας δεν θα βοηθούσε μόνο την καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής αλλά και θα έθετε τέλος στην ενοχλητική γεωπολιτική της παλιάς ενεργειακής τάξης.

28092023-1.jpg

Christian Gralingen
-----------------------------------------------------------

Τέτοιες ελπίδες, ωστόσο, βασίστηκαν σε μια ψευδαίσθηση. Η μετάβαση στην καθαρή ενέργεια ήταν βέβαιο ότι θα ήταν χαοτική στην πράξη, προκαλώντας νέες συγκρούσεις και κινδύνους βραχυπρόθεσμα. Μέχρι το φθινόπωρο του 2021, εν μέσω μιας ενεργειακής κρίσης στην Ευρώπη, των εκτοξευόμενων τιμών του φυσικού αερίου, και της αύξησης των τιμών του πετρελαίου, ακόμη και ο πιο αισιόδοξος ευαγγελιστής της νέας ενεργειακής τάξης είχε συνειδητοποιήσει ότι η μετάβαση θα ήταν στην καλύτερη περίπτωση δύσκολη. Κάθε ρομαντισμός που είχε απομείνει εξατμίστηκε όταν η Ρωσία εισέβαλε στην Ουκρανία τον Φεβρουάριο του 2022. Ο πόλεμος αποκάλυψε όχι μόνο τον βάναυσο χαρακτήρα του καθεστώτος του Ρώσου προέδρου, Βλαντιμίρ Πούτιν, και τους κινδύνους μιας υπερβολικής ενεργειακής εξάρτησης από επιθετικές απολυταρχίες, αλλά και τους κινδύνους που ενέχει ένας σαν καρδιογράφημα, σε μεγάλο βαθμό ασυντόνιστος αγώνας να αναπτυχθούν νέες πηγές ενέργειας και να απογαλακτιστεί ο κόσμος από τις παλιές, παγιωμένες [ενεργειακές πηγές].

Ένα από τα αποτελέσματα αυτής της αναταραχής ήταν η αναβίωση ενός όρου που είχε αρχίσει να φαίνεται αναχρονιστικός κατά την διάρκεια των δύο τελευταίων δεκαετιών της άνθησης του ενεργειακού εφοδιασμού και των ουτοπικών οραμάτων για ένα πράσινο μέλλον: ενεργειακή ασφάλεια. Για πολλούς Αμερικανούς, αυτή η φράση θυμίζει την δεκαετία του 1970, δημιουργώντας εικόνες σεντάν και στέισον βάγκον με ξύλινη επένδυση σε ουρές μιλίων, περιμένοντας να γεμίσουν τις δεξαμενές τους με βενζίνη σε υψηλές τιμές χάρη στο αραβικό εμπάργκο πετρελαίου του 1973 και την Ιρανική Επανάσταση του 1979. Αλλά η ενεργειακή ασφάλεια δύσκολα ανήκει στο παρελθόν: θα είναι κρίσιμη για το μέλλον.

Η ενεργειακή ασφάλεια έχει ιστορικά οριστεί ως η διαθεσιμότητα επαρκών προμηθειών σε προσιτές τιμές. Αλλά αυτός ο απλός ορισμός δεν αποτυπώνει πλέον την πραγματικότητα. Οι κίνδυνοι που αντιμετωπίζει τώρα ο κόσμος είναι πιο πολλοί και πιο περίπλοκοι από όσοι σε προηγούμενες εποχές. Για να αντιμετωπίσουν αυτές τις νέες προκλήσεις, οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής πρέπει να επαναπροσδιορίσουν την έννοια της ενεργειακής ασφάλειας και να αναπτύξουν νέα μέσα για την διασφάλισή της. Τέσσερις γενικές αρχές θα πρέπει να καθοδηγούν αυτή την διαδικασία: διαφοροποίηση, ανθεκτικότητα, ενσωμάτωση, και διαφάνεια (diversification, resilience, integration, transparency). Αν και αυτές οι αρχές είναι γνωστές, οι παραδοσιακές μέθοδοι εφαρμογής τους θα αποδειχθούν ανεπαρκείς σε αυτήν τη νέα εποχή˙ οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής θα χρειαστούν νέα εργαλεία.

Δεν υπάρχει λόγος απελπισίας ακόμα. Εξάλλου, η πετρελαϊκή κρίση της δεκαετίας του 1970 πυροδότησε πολλές καινοτομίες, συμπεριλαμβανομένης της ανάπτυξης των σημερινών τεχνολογιών αιολικής και ηλιακής ενέργειας, μεγαλύτερης αποδοτικότητας στα οχήματα, και νέων κυβερνητικών και πολυμερών θεσμών για την χάραξη και τον συντονισμό της ενεργειακής πολιτικής. Οι πολιτικές και οι τεχνολογίες που τώρα φαίνονται παλιές και ξεπερασμένες ήταν κάποτε λαμπερές και νέες. Η σημερινή κρίση ίσως επίσης να οδηγήσει σε νέες ιδέες και τεχνικές, αρκεί οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής να κατανοήσουν πλήρως τις νέες πραγματικότητες που αντιμετωπίζουν.

ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ ΕΦΤΑΣΕ ΝΩΡΙΣ

Τα γεγονότα του τελευταίου ενάμιση έτους αποκάλυψαν δραματικά τους πολλούς τρόπους με τους οποίους μπλέκονται η ενεργειακή μετάβαση και η γεωπολιτική. Οι δυναμικές που κάποτε θεωρούνταν θεωρητικές ή υποθετικές είναι τώρα συγκεκριμένες και εμφανείς ακόμη και στον περιστασιακό παρατηρητή.

Πρώτον, οι τελευταίοι 18 μήνες ανέδειξαν την δυναμική του «συμποσίου πριν από τον λιμό» που αντιμετωπίζουν οι παραδοσιακοί παραγωγοί πετρελαίου και φυσικού αερίου, των οποίων η ισχύς και η επιρροή θα αυξηθούν προτού εξασθενίσουν. Το 2021, για παράδειγμα, η Ρωσία και άλλοι παραγωγοί πετρελαίου και φυσικού αερίου είχαν μια χρονιά-ορόσημο όσον αφορά τα έσοδα, καθώς τα ακραία καιρικά φαινόμενα και η ανάδυση του κόσμου από την επιβράδυνση της πανδημίας ενίσχυσαν την ζήτηση για φυσικό αέριο. Τέτοιοι κραδασμοί είχαν μεγάλες επιπτώσεις σε μια αγορά με ισχνό μαξιλάρι. Τα προηγούμενα χρόνια, οι κακές αποδόσεις, η αβεβαιότητα για τη μελλοντική ζήτηση ενέργειας, και η πίεση για απομάκρυνση από τα ορυκτά καύσιμα συνέβαλαν στη μείωση των επενδύσεων σε πετρέλαιο και φυσικό αέριο, με αποτέλεσμα ανεπαρκείς προμήθειες. Η Ρωσία εκμεταλλεύθηκε αυτές τις στενές ενεργειακές αγορές αποστραγγίζοντας τις ευρωπαϊκές εγκαταστάσεις αποθήκευσης φυσικού αερίου και μειώνοντας τις πωλήσεις φυσικού αερίου, ακόμη και καθώς εκπλήρωνε τις μακροπρόθεσμες συμβατικές δεσμεύσεις της. Οι μέσες τιμές του φυσικού αερίου τριπλασιάστηκαν από το πρώτο έως το δεύτερο εξάμηνο του 2021. Σε συνδυασμό με την αύξηση των τιμών του πετρελαίου, αυτές οι εξελίξεις χάρισαν στην Ρωσία ένα πανηγύρι ετήσιων εσόδων που ήταν 50% υψηλότερα για το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο από όσα περίμενε το Κρεμλίνο.

Ο περασμένος ενάμισης χρόνος απέδειξε επίσης ότι ορισμένοι παραγωγοί πετρελαίου και φυσικού αερίου ήταν ακόμη έτοιμοι να χρησιμοποιήσουν την ενεργειακή τους ικανότητα για να προωθήσουν ανελέητα τους πολιτικούς και γεωστρατηγικούς στόχους τους. Οι ελπίδες ότι ο κόσμος είχε προχωρήσει πέρα από μια τέτοια συμπεριφορά διαψεύστηκαν με την βάναυση ρωσική εισβολή στην Ουκρανία τον Φεβρουάριο του 2022. Τους μήνες που ακολούθησαν, η Ρωσία μείωσε σταδιακά τις μέσω αγωγών παραδόσεις φυσικού αερίου στην Ευρώπη κατά περισσότερο από τρία τέταρτα, πυροδοτώντας μια κρίση που οδήγησε τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις να δαπανήσουν ένα εκπληκτικό ποσό 800 δισεκατομμυρίων ευρώ για να προστατέψουν τις εταιρείες και τα νοικοκυριά από το υψηλότερο ενεργειακό κόστος. Η εξάρτηση του κόσμου από την Ρωσία για ενέργεια [1] αρχικά αποδυνάμωσε την παγκόσμια απάντηση στην εισβολή: για πολλούς μήνες, οι ρωσικές ροές πετρελαίου εξαιρούνταν από τις ευρωπαϊκές κυρώσεις. Μέχρι σήμερα, η ΕΕ δεν έχει επιβάλει κυρώσεις στις πωλήσεις ρωσικού φυσικού αερίου. Πράγματι, τα μέλη της συνεχίζουν να εισάγουν σημαντικές ποσότητες ρωσικού υγροποιημένου φυσικού αερίου. Οι στενές αγορές ενέργειας επέτρεψαν στα ρωσικά έσοδα από πετρέλαιο και φυσικό αέριο να αυξηθούν στα ύψη και έδωσαν στη Μόσχα ένα δυνητικό μέσο διχασμού μιας πρόσφατα ενωμένης Ευρώπης.

Μέχρι πέρυσι, η αναντιστοιχία μεταξύ της μείωσης των προμηθειών και της αυξανόμενης ζήτησης είχε ήδη ζορίσει την αγορά πετρελαίου. Οι τιμές εκτινάχθηκαν ακόμη περισσότερο, σε υψηλό 14 ετών, λόγω των φόβων της αγοράς ότι η παράδοση εκατομμυρίων βαρελιών ρωσικού πετρελαίου ημερησίως θα διακοπτόταν ακόμη και καθώς η ζήτηση αυξανόταν. Στην αρχή του πολέμου στην Ουκρανία, ο Διεθνής Οργανισμός Ενέργειας (ΔΟΕ, International Energy Agency, IEA) προέβλεψε ότι η ρωσική παραγωγή θα μειωνόταν κατά τρία εκατομμύρια βαρέλια την ημέρα. Οι φόβοι για σοκ στην προσφορά ανέβασαν τις τιμές του πετρελαίου και ενίσχυσαν τόσο το εισόδημα όσο και το γεωπολιτικό βάρος των μεγάλων παραγωγών πετρελαίου, ιδιαίτερα της Σαουδικής Αραβίας [2]. Οι Ηνωμένες Πολιτείες πίστευαν ότι οι μέρες που παρακαλούσαν την Σαουδική Αραβία να αυξήσει την παραγωγή πετρελαίου είχαν περάσει. Ωστόσο, ενόψει των υψηλών τιμών, τα παλιά πρότυπα επιβεβαίωσαν ξανά τον εαυτό τους, καθώς η Ουάσιγκτον ζήτησε –ως επί το πλείστον ματαίως- περισσότερη παραγωγή από την Σαουδική Αραβία, τη μόνη χώρα με σημαντική πλεονάζουσα ικανότητα παραγωγής πετρελαίου.

28092023-2.jpg

Πυρκαγιά σε ενεργειακή εγκατάσταση στο Κίεβο, τον Νοέμβριο του 2022.
State Emergency Service of Ukraine / Reuters
-------------------------------------------------------------

Οι δονήσεις των τελευταίων 18 μηνών δείχνουν επίσης το πώς το γεωπολιτικό περιβάλλον μπορεί να επηρεάσει τον ρυθμό και το εύρος της μετάβασης στην καθαρή ενέργεια. Πριν από την ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, οι ευρωπαϊκές χώρες και οι Ηνωμένες Πολιτείες είχαν δεσμευτεί να μεταμορφώσουν τις οικονομίες τους για να επιτύχουν καθαρές μηδενικές εκπομπές άνθρακα τις επόμενες δεκαετίες. Η βαρβαρότητα των ενεργειών της Ρωσίας και η γνώση ότι αυτές οι ενέργειες χρηματοδοτούνταν από εισπράξεις από ορυκτά καύσιμα ενίσχυσαν την αποφασιστικότητα πολλών στην Ευρώπη και τις Ηνωμένες Πολιτείες να απομακρυνθούν από το πετρέλαιο, το φυσικό αέριο, και τον άνθρακα. Στην Ουάσιγκτον, ένα αποτέλεσμα ήταν η νομοθεσία ορόσημο για το κλίμα με τη μορφή του Νόμου για τη Μείωση του Πληθωρισμού. Η Ευρώπη επιτάχυνε επίσης τα πράσινα σχέδιά της, παρά τις μικρές βραχυπρόθεσμες αυξήσεις στην χρήση άνθρακα.

Πολλοί Αμερικανοί αξιωματούχοι ανησυχούν, ωστόσο, ότι μια πιο επιταχυνόμενη ενεργειακή μετάβαση θα συνεπάγεται αναγκαστικά μεγαλύτερη εξάρτηση από την Κίνα, δεδομένης της κυριαρχίας της στις αλυσίδες εφοδιασμού καθαρής ενέργειας [3]. Ο Αμερικανός γερουσιαστής Joe Manchin, Δημοκρατικός από την Δυτική Βιρτζίνια, προειδοποίησε ότι δεν ήθελε να περιμένει στην ουρά για να αγοράσει μπαταρίες αυτοκινήτων από την Κίνα όπως περίμενε στην ουρά την δεκαετία του 1970 για να αγοράσει βενζίνη από τα πετρέλαια της Μέσης Ανατολής. Τέτοιοι φόβοι οδήγησαν το Κογκρέσο να δημιουργήσει κίνητρα για την εγχώρια παραγωγή, την διύλιση, και την επεξεργασία κρίσιμων ορυκτών που είναι πλέον συγκεντρωμένα στην Κίνα. Ωστόσο, αντί να επαινεί την Ουάσιγκτον για την ψήφιση ουσιαστικής νομοθεσίας για την κλιματική αλλαγή, μεγάλο μέρος του κόσμου δυσανασχετούσε με αυτές τις κινήσεις ως πράξεις προστατευτισμού των ΗΠΑ, προκαλώντας συζητήσεις για εμπορικούς πολέμους που προκαλούνται από το κλίμα.

Τελικά, η ενεργειακή κρίση των τελευταίων 18 μηνών διεύρυνε το ρήγμα μεταξύ πλούσιων και φτωχών χωρών. Πολλές χώρες στον αναπτυσσόμενο κόσμο έγιναν πιο σθεναρές στο να αντιταχθούν στην πίεση για διαφοροποίηση από τα ορυκτά καύσιμα, σημειώνοντας την αύξηση του κόστους τροφίμων και ενέργειας που προήλθε από έναν ευρωπαϊκό πόλεμο. Οι αναπτυσσόμενες χώρες έχουν επίσης καταγγείλει αυτό που αντιλαμβάνονται ως υποκρισία που ενυπάρχει στον τρόπο με τον οποίο ο ανεπτυγμένος κόσμος ανταποκρίθηκε στην κρίση: για παράδειγμα, μετά από χρόνια αναφορών στην κλιματική αλλαγή ως αιτία για την αποφυγή χρηματοδότησης υποδομών φυσικού αερίου σε χώρες με χαμηλότερο εισόδημα, οι ευρωπαϊκές χώρες ξαφνικά αγωνίζονται για να εξασφαλίσουν νέες προμήθειες για τον εαυτό τους και χτίζουν νέες υποδομές για να τις υποδεχθούν. Κάνοντας τα πράγματα χειρότερα, καθώς η Ευρώπη ανέβασε την τιμή του φυσικού αερίου, η ζήτηση για άνθρακα εκτινάχθηκε στην Ασία και οδήγησε τις τιμές σε επίπεδα ρεκόρ, αφήνοντας τις αναπτυσσόμενες και αναδυόμενες αγορές, όπως το Πακιστάν και το Μπαγκλαντές, να παλεύουν να αντέξουν οικονομικά την ενέργεια σε οποιαδήποτε μορφή. Αυτές οι εντάσεις εμφανίστηκαν πλήρως στην διάσκεψη του ΟΗΕ για το κλίμα στην Αίγυπτο τον Νοέμβριο του 2022. Ο Μπάιντεν έφτασε για να κάνει έναν γύρο νίκης για την ψήφιση ενός ιστορικού εσωτερικού νόμου για το κλίμα, αλλά διαπίστωσε ότι οι φτωχότερες χώρες δεν είχαν εντυπωσιαστεί. Αντίθετα, ρώτησαν γιατί οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν έκαναν περισσότερα για να χρηματοδοτήσουν την προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή και την καθαρή ενέργεια εκτός των συνόρων τους και ζήτησαν από τους πλουσιότερους ομολόγους τους να τους αποζημιώσουν για την ζημιά που έχει ήδη προκαλέσει η κλιματική αλλαγή στις πόλεις, την γεωργία, και τα οικοσυστήματά τους.

Η ενεργειακή κρίση ίσως να έχει εκτονωθεί τους τελευταίους μήνες, αλλά είναι ακόμη πολύ νωρίς για εφησυχασμό. Η συντριπτική πλειοψηφία της μείωσης της ζήτησης φυσικού αερίου στην Ευρώπη πέρυσι προήλθε από έναν ασυνήθιστα ζεστό καιρό καθώς και την αδράνεια της βιομηχανικής παραγωγής, σε αντίθεση με την ηθελημένη συντήρηση [ποσοτήτων καυσίμων] που μπορεί να διατηρηθεί [σε βάθος χρόνου]. Επιπλέον, η Ευρώπη ίσως να μην είναι σε θέση να βασιστεί σε πολύ, αν υπάρχει, ρωσικό αέριο για την αναπλήρωση των αποθηκευτικών της εγκαταστάσεων κατά το επόμενο έτος. Η ροή ρωσικού φυσικού αερίου [4] στην Ευρώπη καθ' όλη την διάρκεια του 2022, αν και σε μειούμενους όγκους, έχει πλέον σταματήσει και φαίνεται απίθανο να ξαναρχίσει. Το ρωσικό υγροποιημένο φυσικό αέριο που εξακολουθεί να ρέει στην Ευρώπη θα μπορούσε να βρεθεί υπό πίεση και να περιοριστεί τους επόμενους μήνες.

Εν τω μεταξύ, με τους αυξανόμενους κινδύνους για την ρωσική παραγωγή πετρελαίου, η παγκόσμια ζήτηση αναμένεται να αυξηθεί σχεδόν δύο φορές περισσότερο από την προσφορά μέσα στο 2023, σύμφωνα με τον ΔΟΕ. Το κύριο εργαλείο της Ουάσιγκτον για την απορρόφηση των διαταραχών του εφοδιασμού, το Στρατηγικό Απόθεμα Πετρελαίου των ΗΠΑ, έχει μειωθεί σημαντικά. Εάν οι τιμές αρχίσουν να εκτινάσσονται ξανά στα ύψη, οι Δυτικές χώρες θα έχουν λίγες επιλογές εκτός από το να στραφούν ξανά στην Σαουδική Αραβία και στα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, που έχουν επίσης κάποια πλεονάζουσα ικανότητα. Κατά ειρωνικό τρόπο, μέχρι την στιγμή που τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα θα φιλοξενήσουν την επόμενη μεγάλη διάσκεψη του ΟΗΕ για το κλίμα, στα τέλη του 2023, ο κόσμος ίσως κάλλιστα να στραφεί στο Άμπου Ντάμπι όχι μόνο για ηγεσία σχετικά με το κλίμα αλλά για περισσότερο πετρέλαιο.

ΠΗΓΕΣ ΠΙΕΣΗΣ

Τη νέα ενεργειακή ανασφάλεια ωθούν τρεις κύριοι παράγοντες: η επιστροφή του ανταγωνισμού των μεγάλων δυνάμεων σε ένα ολοένα πιο πολυπολικό και κατακερματισμένο διεθνές σύστημα, οι προσπάθειες πολλών χωρών να διαφοροποιήσουν τις αλυσίδες εφοδιασμού τους, και η πραγματικότητα της κλιματικής αλλαγής.
Η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία και η ευρύτερη αντιπαράθεσή της με την Δύση προσφέρουν ένα εντυπωσιακό παράδειγμα του πώς οι φιλοδοξίες ενός και μόνο ηγέτη μπορούν να δημιουργήσουν ενεργειακή ανασφάλεια σε μεγάλα τμήματα του παγκόσμιου πληθυσμού, και ο πόλεμος χρησιμεύει ως υπενθύμιση ότι η πολιτική των μεγάλων δυνάμεων δεν εξαφανίστηκε ποτέ στην πραγματικότητα. Ο ανταγωνισμός ΗΠΑ-Κίνας [5], ωστόσο, ίσως τελικά να αποδειχθεί πιο συνεπής. Η εντεινόμενη επιθυμία των Ηνωμένων Πολιτειών και της Κίνας να μην βασίζονται πάρα πολύ η μια [χώρα] στην άλλη αναμορφώνει τις αλυσίδες εφοδιασμού και αναζωογονεί την βιομηχανική πολιτική σε βαθμό που δεν έχει παρατηρηθεί εδώ και δεκαετίες. Ακόμη και με τις εντεινόμενες προσπάθειες για την παραγωγή περισσότερης καθαρής ενέργειας στο εσωτερικό, οι Ηνωμένες Πολιτείες και άλλοι θα εξακολουθούν να εξαρτώνται από την Κίνα για κρίσιμα ορυκτά και άλλα συστατικά και τεχνολογίες καθαρής ενέργειας για τα επόμενα χρόνια, δημιουργώντας ευπάθειες από κραδασμούς που προκαλούνται από την Κίνα. Για παράδειγμα, τους τελευταίους μήνες, η Κίνα πρότεινε ότι μπορεί να περιορίσει την εξαγωγή τεχνολογιών, υλικών, και τεχνογνωσίας σχετικά με την ηλιακή ενέργεια ως απάντηση στους περιορισμούς που επέβαλε η Ουάσιγκτον πέρυσι στις εξαγωγές ημιαγωγών και μηχανημάτων υψηλής τεχνολογίας προς την Κίνα. Εάν το Πεκίνο επρόκειτο να τηρήσει αυτήν την απειλή ή περιορίσει τις εξαγωγές κρίσιμων ορυκτών ή προηγμένων μπαταριών σε μεγάλες οικονομίες (όπως ακριβώς διέκοψε τις προμήθειες σπάνιων γαιών στην Ιαπωνία στις αρχές της δεκαετίας του 2010), μεγάλα τμήματα της οικονομίας της καθαρής ενέργειας θα μπορούσαν να υποστούν οπισθοδρομήσεις.

Οι παραδοσιακοί ενεργειακοί βαρέων βαρών [παίκτες] επανυπολογίζουν επίσης τις θέσεις τους ως απάντηση στο μεταβαλλόμενο γεωπολιτικό τοπίο με τρόπους που αυξάνουν τους κινδύνους για την ενεργειακή ασφάλεια. Η Σαουδική Αραβία, για παράδειγμα, βλέπει τώρα την παγκόσμια στάση της διαφορετικά από ό,τι τις δεκαετίες που ακολούθησαν την διάσημη συμφωνία «πετρέλαιο για ασφάλεια» που έγινε από τον πρόεδρο των ΗΠΑ, Φράνκλιν Ρούσβελτ, και τον Σαουδάραβα βασιλιά, Abdulaziz ibn Saud, την Ημέρα του Αγίου Βαλεντίνου το 1945. Το Ριάντ ανησυχεί τώρα, φανερά ή σιωπηρά, πολύ λιγότερο για την ικανοποίηση των αιτημάτων της Ουάσιγκτον να προμηθεύει τις αγορές πετρελαίου με τρόπους που συνάδουν με τα συμφέροντα των ΗΠΑ. Ενόψει μιας αντιληπτής ή πραγματικής μείωσης της στρατηγικής δέσμευσης των ΗΠΑ στη Μέση Ανατολή, το Ριάντ κατέληξε στο συμπέρασμα ότι πρέπει να τείνει σε άλλες σχέσεις -ειδικά τους δεσμούς του με την Κίνα, τον μεγαλύτερο πελάτη του πετρελαίου του. Η αποδοχή της Κίνας από το βασίλειο ως εγγυητή της πρόσφατης προσέγγισης Ιράν-Σαουδικής Αραβίας ενισχύει τον ρόλο του Πεκίνου στην περιοχή και το παγκόσμιο status του. Οι σχέσεις με την Μόσχα έχουν επίσης γίνει ιδιαίτερα σημαντικές για την Σαουδική Αραβία. Ανεξάρτητα από την εισβολή στην Ουκρανία, η κυβέρνηση της Σαουδικής Αραβίας πιστεύει ότι η Ρωσία παραμένει ουσιαστικός οικονομικός εταίρος και συνεργάτης στην διαχείριση της αστάθειας της αγοράς πετρελαίου. Ως εκ τούτου, [το Ριάντ] θα είναι εξαιρετικά απρόθυμο να πάρει θέσεις που φέρνουν την ηγεσία της Σαουδικής Αραβίας εναντίον του Πούτιν.

Η νέα ενεργειακή ανασφάλεια διαμορφώνεται επίσης από υποχρεωτικές κινήσεις που έχουν κάνει πολλές χώρες για να επαναπατρίσουν και να διαφοροποιήσουν τις αλυσίδες εφοδιασμού τους μετά την εισβολή στην Ουκρανία και την παγκόσμια πανδημία. Τέτοιες κινήσεις είναι κατανοητές, και μάλιστα σοφές, δεδομένων των πλέον εμφανών κινδύνων υπερβολικής εξάρτησης από ορισμένες χώρες, ιδίως την Κίνα, σε αυτή τη νέα γεωπολιτική εποχή. Ωστόσο, ένα διασυνδεδεμένο παγκόσμιο ενεργειακό σύστημα παραμένει ο ακρογωνιαίος λίθος της ενεργειακής ασφάλειας˙ οι αγορές εξακολουθούν να είναι ο πιο αποτελεσματικός τρόπος κατανομής των προμηθειών. Η αυξημένη αυτάρκεια ίσως να δώσει στις χώρες μια αυξημένη αίσθηση ανθεκτικότητας, αλλά θα μπορούσε επίσης να τις καταστήσει ευάλωτες˙ μια διασυνδεδεμένη παγκόσμια αγορά μπορεί να μειώσει τις διαταραχές που προκαλούνται από ακραία καιρικά φαινόμενα ή πολιτική αστάθεια. Οι πιο κατακερματισμένες αγορές ενέργειας θα έχουν αναπόφευκτα λιγότερες επιλογές για να αξιοποιήσουν σε τέτοιες περιπτώσεις. Ο αμερικανικός Νόμος για τη Μείωση του Πληθωρισμού και το ευρωπαϊκό βιομηχανικό σχέδιο Πράσινη Συμφωνία (Green Deal) αποσκοπούν στην επιτάχυνση της προσπάθειας για καθαρές μηδενικές εκπομπές και μειώνουν την ενεργειακή ανασφάλεια κατά κάποιο τρόπο περιορίζοντας την εξάρτηση από τους υδρογονάνθρακες που διακινούνται παγκοσμίως και οι οποίοι είναι εκτεθειμένοι σε γεωπολιτικούς κινδύνους. Ωστόσο, αυξάνουν επίσης την ανασφάλεια, καθώς η προώθηση εγχώριων βιομηχανιών διατρέχει τον κίνδυνο να υποκινήσει τον προστατευτισμό και τον κατακερματισμό, εκ των οποίων αμφότερα μπορούν να κάνουν τις οικονομίες λιγότερο ενεργειακά ασφαλείς.

Τέλος, η κλιματική αλλαγή θα αποτελέσει σημαντική απειλή για την ενεργειακή ασφάλεια τις επόμενες δεκαετίες, θέτοντας κινδύνους για παλιές και νέες υποδομές. Τα θερμότερα ύδατα και οι πιο έντονες ξηρασίες θα δυσκολέψουν την ψύξη των σταθμών παραγωγής ενέργειας, τη μεταφορά καυσίμων, και την εξάρτηση από την υδροηλεκτρική ενέργεια. Το 2022, η Καλιφόρνια έχασε το ήμισυ της υδροηλεκτρικής της παραγωγής λόγω ξηρασίας και η Βραζιλία σχεδόν αναγκάστηκε να επιβάλλει δελτίο στην ηλεκτρική ενέργεια αφότου έχασε μεγάλο μέρος της υδροηλεκτρικής της ενέργειας. Αυτού του είδους τα γεγονότα θα γίνουν πιο συνηθισμένα καθώς ο κόσμος θα απο-ανθρακοποιείται, επειδή ένα ενεργειακό σύστημα λιγότερο εξαρτώμενο από τους υδρογονάνθρακες θα εξαρτάται περισσότερο από την ηλεκτρική ενέργεια˙ ο φθηνότερος τρόπος να απαλλαγούν από τον άνθρακα τομείς όπως οι μεταφορές και η θέρμανση θα είναι η χρήση ηλεκτρικής ενέργειας αντί για βενζινοκινητήρες ή λέβητες φυσικού αερίου. Ο ΔΟΕ εκτιμά ότι εάν ο κόσμος θέλει να επιτύχει τον στόχο των καθαρών μηδενικών εκπομπών άνθρακα έως το 2050, το 50% της παγκόσμιας κατανάλωσης ενέργειας θα πρέπει να καλύπτεται από ηλεκτρική ενέργεια, από μόλις 20% σήμερα. Και σχεδόν όλη αυτή η ηλεκτρική ενέργεια θα χρειαστεί να παράγεται από πηγές μηδενικού άνθρακα, από μόλις 38% σήμερα.

Η κλιματική αλλαγή θα θέσει μεγάλο μέρος της υποδομής για αυτήν την παραγωγή, μεταφορά, και διανομή ηλεκτρικής ενέργειας σε μεγαλύτερο κίνδυνο, καθώς τα εύθραυστα δίκτυα και τα εναέρια καλώδια είναι συχνά πιο ευάλωτα σε ακραίες καιρικές συνθήκες, πυρκαγιές, και άλλους κινδύνους που σχετίζονται με το κλίμα. Η κλιματική αλλαγή μπορεί επίσης να έχει αρνητικό αντίκτυπο στις ανανεώσιμες πηγές ηλεκτρικής ενέργειας, με την Διακυβερνητική Επιτροπή του ΟΗΕ για την Κλιματική Αλλαγή να προβλέπει ότι έως το 2100 οι μέσες παγκόσμιες ταχύτητες του ανέμου θα μπορούσαν να μειωθούν κατά 10%, καθώς η κλιματική αλλαγή μειώνει τις διαφορές στις ατμοσφαιρικές θερμοκρασίες που προκαλούν τον άνεμο.

ΔΙΛΗΜΜΑΤΑ ΔΙΑΦΟΡΟΠΟΙΗΣΗΣ

Μια λύση σε αυτά τα προβλήματα είναι να διαφοροποιηθεί η προσφορά. Η διαφοροποίηση παραμένει τόσο κεντρική για την ενεργειακή ασφάλεια όσο ήταν το 1913, όταν ο Ουίνστον Τσόρτσιλ, τότε ο πρώτος άρχων του Ναυαρχείου [στμ: ο πολιτικός προϊστάμενος του Βρετανικού Βασιλικού Ναυτικού], δήλωσε ότι «στην ποικιλία και μόνο στην ποικιλία» το Ηνωμένο Βασίλειο θα έβρισκε μια λύση στις ευαλωτότητες που δημιουργήθηκαν από την απόφασή του να μετατοπίσει το βρετανικό ναυτικό από την εξάρτηση από τον άνθρακα του Newcastle στις λιγότερο ασφαλείς πηγές πετρελαίου από την Περσία.

Μακροπρόθεσμα, η μετάβαση στην καθαρή ενέργεια θα οδηγήσει σε βελτιωμένη ενεργειακή ασφάλεια σε πολλές περιπτώσεις με το να διαφοροποιήσει τις πηγές και τους προμηθευτές καυσίμων. Για παράδειγμα, οι μεταφορές, οι περισσότερες από τις οποίες σήμερα λειτουργούν με πετρέλαιο, θα είναι λιγότερο ευάλωτες σε διακοπές εφοδιασμού με καύσιμα σε έναν κόσμο όπου περίπου τα δύο τρίτα των οχημάτων θα ηλεκτροδοτούνται, καθώς η ηλεκτρική ενέργεια μπορεί να παραχθεί από πολλαπλές πηγές ενέργειας. Και επειδή το μεγαλύτερο μέρος της ηλεκτρικής ενέργειας παράγεται κοντά στο σημείο που καταναλώνεται, ένας πιο εξηλεκτρισμένος κόσμος θα υπόκειται επίσης λιγότερο σε εισαγωγές διαταραχών που προκαλούνται από διαφωνίες μεταξύ των χωρών.

Ωστόσο, καθώς η μετάβαση προχωρά και οι καταναλωτές διαφοροποιούνται μακριά από τα ορυκτά καύσιμα, θα προκύψουν νέα τρωτά σημεία και απειλές για την ενεργειακή ασφάλεια. Ακόμη και όταν η χρήση πετρελαίου μειώνεται, οι γεωπολιτικοί κίνδυνοι ίσως να αυξηθούν καθώς η παγκόσμια παραγωγή συγκεντρώνεται περαιτέρω σε χώρες που μπορούν να παράγουν με χαμηλό κόστος και με χαμηλές εκπομπές, πολλές από τις οποίες βρίσκονται στον Περσικό Κόλπο. Στο σενάριο του ΔΟΕ στο οποίο ο κόσμος φτάνει τις καθαρές μηδενικές εκπομπές άνθρακα έως το 2050, το μερίδιο της παγκόσμιας προσφοράς πετρελαίου από τους παραγωγούς του ΟΠΕΚ αυξάνεται από περίπου το ένα τρίτο σήμερα στο περίπου 50%. Ο πετρελαϊκός γίγαντας BP αναμένει ακόμη μεγαλύτερη παγκόσμια εξάρτηση από αυτούς τους παραγωγούς, εκτιμώντας ότι έως το 2050, θα αντιπροσωπεύουν σχεδόν τα δύο τρίτα της παγκόσμιας προσφοράς πετρελαίου. Μακροπρόθεσμα, αυτό θα είναι ένα μεγάλο μερίδιο μιας μικροσκοπικής πίτας, αλλά για δεκαετίες, η ζήτηση πετρελαίου θα παραμείνει πολύ υψηλή και σημαντική ακόμη και αν η ετήσια ζήτηση πέφτει.

Οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής των ΗΠΑ ίσως κάλλιστα να αναρωτηθούν πόσο άνετα θα ένιωθαν αν η παγκόσμια παραγωγή πετρελαίου συγκεντρωνόταν ακόμη περισσότερο στις χώρες του ΟΠΕΚ από όσο σήμερα. Αντιμέτωποι με αυτό το αποτέλεσμα, θα μπορούσαν να εξετάσουν μια σειρά από επιλογές, όπως να επεκτείνουν την ολοένα και πιο δημοφιλή έννοια της «φιλικής στήριξης» (friend shoring) στο πετρέλαιο υποστηρίζοντας πιο ενεργά την παραγωγή στο εσωτερικό και σε χώρες όπως η Νορβηγία και ο Καναδάς, οι οποίες θεωρούνται λιγότερο επικίνδυνες από, ας πούμε, το Ιράν, την Λιβύη, και την Βενεζουέλα. Ορισμένοι αξιωματούχοι θα μπορούσαν ακόμη και να υποστηρίξουν την επιβολή κυρώσεων σε λιγότερο φιλικές πηγές πετρελαίου μέσω φόρων εισαγωγής ή ακόμη και κυρώσεων.

28092023-3.jpg

Μια εγκατάσταση που μετατρέπει μεθάνιο σε φυσικό αέριο στο Pixley, στην Καλιφόρνια, τον Οκτώβριο του 2019. Mike Blake / Reuters
----------------------------------------------------------

Ωστόσο, η λήψη τέτοιων μέτρων για την μεταστροφή της αγοράς και την ενίσχυση της παραγωγής πετρελαίου σε προτιμώμενες τοποθεσίες θα εγκυμονούσε σημαντικούς κινδύνους. Θα υπονόμευε τα οφέλη που προκύπτουν από την δυνατότητα αναδρομολόγησης των προμηθειών πετρελαίου σε περίπτωση διακοπής. Θα διακινδύνευε επίσης αντιδράσεις και αντίποινα από τους μεγάλους παγκόσμιους παραγωγούς πετρελαίου στον ΟΠΕΚ, οι οποίοι μπορούν να αυξήσουν τις τιμές περιορίζοντας την παραγωγή. Η επιδότηση της εγχώριας προμήθειας [καυσίμων] θα ήταν επίσης αντίθετη με τις προσπάθειες ενθάρρυνσης των καταναλωτών να απομακρυνθούν από τα ορυκτά καύσιμα. Μια καλύτερη προσέγγιση θα ήταν να αγκαλιάσουμε τις παγκόσμιες αγορές αλλά να ενισχύσουμε την άμυνα έναντι αναπόφευκτων κραδασμών και αστάθειας με μεγαλύτερα, όχι μικρότερα, στρατηγικά αποθέματα πετρελαίου.

Εν τω μεταξύ, η διαφοροποίηση των εισροών καθαρής ενέργειας θα είναι ακόμη πιο δύσκολη από όσο για τα ορυκτά καύσιμα. Οι πηγές της απαιτούμενης τεχνολογίας και εξαρτημάτων, ιδίως τα κρίσιμα ορυκτά που απαιτούνται για τις μπαταρίες και τους ηλιακούς συλλέκτες, είναι ακόμη περισσότερο συγκεντρωμένες από το πετρέλαιο. Ο μεγαλύτερος προμηθευτής λιθίου στον κόσμο (η Αυστραλία) αντιπροσωπεύει περίπου το 50% της παγκόσμιας προσφοράς και οι κορυφαίοι προμηθευτές κοβαλτίου (η Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό) και σπάνιων γαιών (η Κίνα) αντιπροσωπεύουν ο καθένας περίπου το 70% αυτών των πόρων. Αντίθετα, οι μεγαλύτεροι παραγωγοί αργού πετρελαίου στον κόσμο —οι Ηνωμένες Πολιτείες, η Σαουδική Αραβία, και η Ρωσία— αντιπροσωπεύουν ο καθένας μόλις το 10% έως 15% της παγκόσμιας προσφοράς. Η επεξεργασία και η διύλιση αυτών των ορυκτών είναι ακόμη πιο συγκεντρωμένη, με την Κίνα να εκτελεί επί του παρόντος περίπου το 60% με 90% αυτής. Εν τω μεταξύ, οι κινεζικές εταιρείες κατασκευάζουν περισσότερα από τα τρία τέταρτα των μπαταριών ηλεκτρικών οχημάτων και ένα παρόμοιο ποσοστό των λεγόμενων γκοφρετών (wafers) και κυψελών (cells) που χρησιμοποιούνται στην τεχνολογία ηλιακής ενέργειας.

Οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής των ΗΠΑ έχουν πρόσφατα αφυπνιστεί για αυτά τα τρωτά σημεία καθώς και για το γεγονός ότι θα γίνουν πιο οξυμένα καθώς προχωρά η μετάβαση. Ο νόμος για τη μείωση του πληθωρισμού [6] ενθαρρύνει την παραγωγή κρίσιμων ορυκτών στις Ηνωμένες Πολιτείες και αλλού, παρέχοντας εκπτώσεις φόρου και εγγυήσεις δανείων στους εγχώριους παραγωγούς, μεταξύ άλλων μέτρων. Η κυβέρνηση Μπάιντεν υπέγραψε πρόσφατα συμφωνίες με το Κονγκό και την Ζάμπια που αποσκοπούν στην αύξηση των εισαγωγών από τις ΗΠΑ των ορυκτών καθαρής ενέργειας. Και η U.S. International Development Finance Corporation (DFC) έχει επιδιώξει συναλλαγές χρέους για να υποστηρίξει την ανάπτυξη της κατασκευής ηλιακών κυψελών εκτός Κίνας. Αλλά για να πάρει περισσότερα από τα ορυκτά που χρειάζεται από περισσότερες από τις χώρες που προτιμά, η Ουάσιγκτον θα χρειαστεί να συνάψει πολλές περισσότερες διμερείς και πολυμερείς εμπορικές συμφωνίες και να ενισχύσει εργαλεία όπως η Τράπεζα Εξαγωγών-Εισαγωγών των ΗΠΑ, η οποία μπορεί να χρηματοδοτήσει εξορυκτικές δραστηριότητες στο εξωτερικό σε φιλικές χώρες όπως η Ινδονησία. Από την πλευρά του, το Κογκρέσο των ΗΠΑ θα πρέπει να αυξήσει την εξουσία της DFC και να επεκτείνει την ικανότητά της να κάνει επενδύσεις.

Ένας άλλος τομέας που χρειάζεται πολύ περισσότερη διαφοροποίηση είναι το εμπλουτισμένο ουράνιο, το οποίο θα γίνει πιο σημαντικό καθώς η χρήση πυρηνικής ενέργειας [7] αυξάνεται παγκοσμίως για την κάλυψη των αναγκών ηλεκτρικής ενέργειας χαμηλών εκπομπών άνθρακα. Ο ρόλος της Ρωσίας ως κυρίαρχου προμηθευτή υπηρεσιών πυρηνικών καυσίμων σε πολλές χώρες, συμπεριλαμβανομένων των Ηνωμένων Πολιτειών, αποτελεί πηγή μεγάλης δυσφορίας και ευπάθειας, δεδομένης της τρέχουσας γεωπολιτικής πραγματικότητας. Η ενίσχυση της παραγωγής, της μετατροπής, και του εμπλουτισμού ουρανίου στις Ηνωμένες Πολιτείες και μεταξύ των Δυτικών συμμάχων τους και η ουσιαστική ενίσχυση της κατασκευής των συγκροτημάτων καυσίμων για αντιδραστήρες ρωσικής κατασκευής θα είναι κρίσιμης σημασίας για την διατήρηση του υπάρχοντος πυρηνικού στόλου και την διατήρηση των στόχων απαλλαγής από άνθρακα.

ΟΙΚΟΔΟΜΩΝΤΑΣ ΑΝΘΕΚΤΙΚΟΤΗΤΑ

Ένα ασφαλές ενεργειακό σύστημα πρέπει να είναι σε θέση να αντέχει και να ανακάμπτει γρήγορα από απροσδόκητους κραδασμούς και διακοπές. Στο πιο θεμελιώδες επίπεδο, η αξιόπιστη ενεργειακή υποδομή είναι το κλειδί για αυτό το είδος ανθεκτικότητας. Οι κυβερνήσεις και οι ιδιωτικές εταιρείες έχουν εργαστεί εδώ και καιρό για να προστατεύσουν τις ενεργειακές υποδομές από κάθε είδους κινδύνους, από τρομοκρατικές επιθέσεις έως τυφώνες. Καθώς προχωρά η μετάβαση, θα πρέπει να εντείνουν αυτές τις προσπάθειες. Επιπλέον, καθώς η οικονομία της καθαρής ενέργειας γίνεται πιο ψηφιοποιημένη και εξηλεκτρισμένη, θα εκτίθεται σε μια αυξανόμενη απειλή κυβερνοεπιθέσεων. Οι ιδιωτικές εταιρείες και οι κυβερνήσεις θα πρέπει να συντονιστούν και να συνεργαστούν για να αποτρέψουν και να ανταποκριθούν σε απειλές [8] όπως η κυβερνοεπίθεση του 2015 που κατέστρεψε μεγάλα τμήματα του δικτύου στην δυτική Ουκρανία.

Η ανθεκτικότητα απαιτεί επίσης ευελιξία, η οποία στον ενεργειακό τομέα μετριέται από την ικανότητα κάθε τμήματος ενός συστήματος να αντιμετωπίζει απώλειες σε άλλα μέρη. Επειδή οι ανανεώσιμες πηγές όπως η ηλιακή ενέργεια και ο άνεμος είναι εξαιρετικά μεταβλητές, η ενέργεια που παράγουν πρέπει είτε να αποθηκεύεται είτε να υποστηρίζεται από άλλες πηγές, με τα συστήματα παράδοσης να κάνουν προσαρμογές λεπτό προς λεπτό. Αυτό είναι ήδη ένα δύσκολο έργο και θα γίνει ακόμη πιο δύσκολο σε ένα δίκτυο με πιο διακοπτόμενες πηγές ενέργειας και πιο μεταβλητή ζήτηση ηλεκτρικής ενέργειας. Σύμφωνα με τον ΔΟΕ, η ανάγκη του παγκόσμιου συστήματος ηλεκτρικής ενέργειας για ευελιξία -μετρούμενη ως το ποσό που το υπόλοιπο σύστημα χρειάζεται να προσαρμόσει για να χειριστεί τις αλλαγές στην ζήτηση και στην παραγωγή ηλιακής και αιολικής ενέργειας- θα υπερτετραπλασιαστεί έως το 2050 εάν όλες οι χώρες εκπληρώσουν τις δεσμεύσεις τους για το κλίμα. Σήμερα, οι μονάδες που λειτουργούν με άνθρακα ή φυσικό αέριο εκτελούν τις περισσότερες από αυτές τις προσαρμογές. Αλλά καθώς προχωρά η μετάβαση, ο αριθμός τέτοιων εγκαταστάσεων —και επομένως η ικανότητά τους να χρησιμεύουν ως υποστηρίγματα (backstops)— θα μειώνεται σταδιακά.

Για να αντιμετωπιστεί αυτή η δυναμική, οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής των ΗΠΑ θα πρέπει να λάβουν μέτρα για να διασφαλίσουν ότι το αυξανόμενο μερίδιο των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας στο δίκτυο συνδυάζεται με επαρκείς πόρους εξισορρόπησης και χωρητικότητα αποθήκευσης. Για να γίνει αυτό θα απαιτηθούν δομές όπως οι λεγόμενες αγορές δυναμικότητας (capacity markets), οι οποίες πληρώνουν τους παραγωγούς να είναι διαθέσιμοι για να ανταποκριθούν στην ζήτηση αιχμής, ακόμη και αν είναι αδρανείς τον περισσότερο χρόνο. Τέτοιοι μηχανισμοί μπορούν να βοηθήσουν να διασφαλιστεί ότι οι εταιρείες των οποίων οι πόροι χρειάζονται σπάνια παραμένουν ωστόσο σε λειτουργία και υποστηρίζουν μια αξιόπιστη παροχή ηλεκτρικής ενέργειας, ακόμη και όταν το ποσοστό χρησιμοποίησής τους μειώνεται καθώς το δίκτυο απελευθερώνεται από τον άνθρακα.

Οι αξιωματούχοι μπορούν επίσης να κάνουν χρήση νέων εργαλείων για την διαχείριση της ζήτησης ενέργειας χωρίς να ενοχλούν μαζικά τους καταναλωτές ή να δημιουργούν πολιτικούς πονοκεφάλους. Για παράδειγμα, η ψηφιακή τεχνολογία μπορεί να βοηθήσει τους καταναλωτές να μετατοπίσουν δραστηριότητες έντασης ενέργειας σε ώρες χαμηλής ζήτησης της ημέρας (όπως η λειτουργία πλυντηρίων πιάτων και στεγνωτηρίων ρούχων κατά την διάρκεια της νύχτας) ή να τους παρακινήσει να εξοικονομήσουν ενέργεια χαμηλώνοντας τους θερμοστάτες σε ακάλυπτους χώρους. Η τεχνητή νοημοσύνη θα διαδραματίσει επίσης έναν αυξανόμενο ρόλο —για παράδειγμα, μειώνοντας τον χρόνο που τα ενεργειακά συστήματα είναι εκτός λειτουργίας για συντήρηση, προβλέποντας την ζήτηση και βελτιώνοντας την αποθήκευση. Τέτοια εργαλεία θα ήταν χρήσιμα τον Δεκέμβριο του 2022, όταν οι φορείς εκμετάλλευσης δικτύων στο Τέξας υποτίμησαν πολύ την ποσότητα ηλεκτρικής ενέργειας που θα χρειάζονταν οι πελάτες, και η πολιτεία μόλις που απέφυγε τις εκτεταμένες διακοπές ρεύματος. Τέλος, οι αξιωματούχοι θα πρέπει να αποφύγουν την πρόωρη απόσυρση πηγών ηλεκτρικής ενέργειας από καύση ορυκτών που μπορούν να εξισορροπήσουν το δίκτυο και να εξασφαλίσουν αξιοπιστία προτού οι εναλλακτικές λύσεις είναι πλήρως ικανές να παρέχουν το απαραίτητο επίπεδο υπηρεσιών.

Ένα ανθεκτικό σύστημα πρέπει επίσης να μπορεί να αντιμετωπίσει απροσδόκητους κραδασμούς και διακοπές τροφοδοσίας. Για δεκαετίες, οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής βασίζονται σε μεγάλο βαθμό σε δύο τύπους αποθεμάτων ασφαλείας: την πλεονάζουσα ικανότητα των χωρών παραγωγής πετρελαίου (ιδίως της Σαουδικής Αραβίας) και τα στρατηγικά αποθέματα, τα οποία τα μέλη του ΔΟΕ καλούνται να διατηρούν ως μέρος μιας συμφωνίας που συνήφθη μετά το αραβικό εμπάργκο πετρελαίου στην δεκαετία του 1970. Αυτά τα ιστορικά αποθέματα θα εξακολουθούν να έχουν σημασία καθώς εξελίσσεται η μετάβαση -ακόμη περισσότερο εάν, όπως φαίνεται πιθανό σήμερα, οι μειώσεις του ενεργειακού εφοδιασμού και των επενδύσεων δεν συγχρονίζονται με τη μείωση της ζήτησης, οδηγώντας σε λιγότερη χαλαρότητα του συστήματος για την διαχείριση απροσδόκητων κραδασμών και μεγαλύτερη αστάθεια. Επιπλέον, είναι σαφές ότι το Ριάντ έχει γίνει πολύ λιγότερο πρόθυμο να βουτήξει στην πλεονάζουσα δυναμικότητά του όποτε το απαιτεί η Ουάσιγκτον. Καθώς η παραγωγή άνθρακα μειώνεται σε μια οικονομία που απο-ανθρακοποιείται, θα υπάρχουν λιγότερες ευκαιρίες για τους παραγωγούς ηλεκτρικής ενέργειας να εναλλάσσονται μεταξύ φυσικού αερίου και άνθρακα, όπως κάνουν πολλοί τώρα. Αυτή η νέα πραγματικότητα θα μπορούσε να οδηγήσει σε μεγαλύτερη αστάθεια στις τιμές του φυσικού αερίου. Και η πρόσφατη αναταραχή στον τομέα της διύλισης που συνέβαλε στην εκτίναξη των τιμών της βενζίνης και του ντίζελ στις Ηνωμένες Πολιτείες ήταν μια υπενθύμιση ότι οι περιορισμένες επενδύσεις στην διύλιση μπορεί να δαγκώσουν τους καταναλωτές πριν η ηλεκτροδότηση των οχημάτων προκαλέσει απότομη πτώση της χρήσης του καυσίμου. Για αυτούς τους λόγους, άλλα στρατηγικά αποθέματα όλων των ειδών θα γίνουν πιο σημαντικά—όχι μόνο εκείνα που περιέχουν πετρέλαιο αλλά και εκείνα του φυσικού αερίου και προϊόντων πετρελαίου όπως το ντίζελ και η βενζίνη.

Οι Ηνωμένες Πολιτείες θα χρειαστούν επίσης στρατηγικά αποθέματα των δομικών στοιχείων της καθαρής ενέργειας, σε συνεργασία με τους συμμάχους τους για την συγκέντρωση κρίσιμων ορυκτών όπως το λίθιο, ο γραφίτης, οι σπάνιες γαίες, και το νικέλιο. Αυτός ο συντονισμός θα βελτιωνόταν εάν ο ΔΟΕ είχε ρόλο στην διαπραγμάτευση συμφωνιών, αξιολογώντας ποιες χώρες είναι καλύτερα σε θέση να συνεισφέρουν ποια αποθέματα και παρακολουθώντας τακτικά εάν η σύνθεση των αποθεμάτων ανταποκρίνεται στις τρέχουσες ανάγκες. Ο ΔΟΕ έχει διαδραματίσει θαυμάσια αυτόν τον ρόλο για το πετρέλαιο και τα προϊόντα πετρελαίου και θα μπορούσε να το κάνει ξανά με κρίσιμα ορυκτά εάν τα μέλη του επέλεγαν να επεκτείνουν την εντολή του.

ΕΝΣΩΜΑΤΩΣΗ ΩΣ ΑΣΦΑΛΕΙΑ

Η επιθυμία για μεγαλύτερη ασφάλεια έχει υποκινήσει την επί δεκαετίες αναζήτηση για «ενεργειακή ανεξαρτησία» στις Ηνωμένες Πολιτείες και αλλού. Και λόγω της σχιστολιθικής επανάστασης, οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν γίνει ενεργειακά αυτάρκεις σε καθαρούς όρους. Ωστόσο, η χώρα εξακολουθεί να είναι ευάλωτη στους γεωπολιτικούς κινδύνους, διότι σε μια παγκόσμια αγορά, οι κρίσεις της προσφοράς οπουδήποτε επηρεάζουν τις τιμές παντού. Οι υποστηρικτές της μετάβασης σε ένα σύστημα καθαρού μηδενικού άνθρακα έχουν από καιρό προαναγγείλει τη μεγαλύτερη απομόνωση από την γεωπολιτική που πιθανότατα θα προέκυπτε από το τέλος της εποχής των ορυκτών καυσίμων. Αλλά τουλάχιστον για τις επόμενες δεκαετίες, η ενεργειακή ασφάλεια θα προωθηθεί όχι μέσω μεγαλύτερης αυτονομίας, αλλά μέσω μεγαλύτερης ενσωμάτωσης —όπως γινόταν πάντα.

Οι διασυνδεδεμένες και εύρυθμες ενεργειακές αγορές αυξάνουν την ενεργειακή ασφάλεια επιτρέποντας στην προσφορά και την ζήτηση να ανταποκρίνονται στα σήματα τιμών έτσι ώστε ολόκληρο το σύστημα να μπορεί να χειρίζεται καλύτερα τους απροσδόκητους κραδασμούς. Το 2005, όταν οι τυφώνες Κατρίνα και Ρίτα διέκοψαν μεγάλο μέρος των τεράστιων εργασιών παραγωγής και διύλισης της Ακτής του Κόλπου των ΗΠΑ, οι ενεργειακές εταιρείες κατάφεραν να αποτρέψουν τις ελλείψεις καυσίμων εισάγοντας γρήγορα προμήθειες από την παγκόσμια αγορά. Ομοίως, μετά την πυρηνική καταστροφή της Φουκουσίμα το 2011, η Ιαπωνία μπόρεσε να κλείσει προσωρινά τον τομέα της πυρηνικής ενέργειας επειδή μπορούσε να εισάγει άλλες πηγές καυσίμων από την παγκόσμια αγορά.

28092023-4.jpg

Συνάντηση σε πυρηνικό εργοστάσιο κοντά στην Yuzhnoukrainsk, στην Ουκρανία, τον Ιανουάριο του 2023. Nacho Doce / Reuters
---------------------------------------------------------------

Αλλά η διατήρηση και η καλλιέργεια της αλληλεξάρτησης στο σημερινό περιβάλλον είναι πιο δύσκολη από κάθε άλλη στιγμή στην πρόσφατη μνήμη, καθώς χώρες σε όλο τον κόσμο υιοθετούν βιομηχανικές πολιτικές που περιλαμβάνουν αυξημένη κρατική παρέμβαση στις αγορές. Αν και αυτές οι προσπάθειες μπορούν να αποφέρουν οφέλη, όπως η ελαχιστοποίηση της ευπάθειας των αγορών στις ιδιοτροπίες των γεωπολιτικών αντιπάλων, πολλοί υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής θέλουν να προχωρήσουν παραπέρα, προωθώντας τέτοιες πολιτικές ως μέσο για την ενίσχυση των εγχώριων θέσεων εργασίας και την δημιουργία πολιτικών συνασπισμών για την υποστήριξη ισχυρότερης δράσης για το περιβάλλον. Πράγματι, αν και η διπλωματία για το κλίμα βασιζόταν εδώ και χρόνια στην υπόθεση ότι η πρόοδος εξαρτάται από την διακρατική συνεργασία, ορισμένες προσπάθειες για την προώθηση της δράσης για το κλίμα κινδυνεύουν παραδόξως να υπονομεύσουν την συνεργασία τροφοδοτώντας τις δυνάμεις του κατακερματισμού και του προστατευτισμού.

Η υπόθεση της ενεργειακής ολοκλήρωσης έχει υποφέρει ως αποτέλεσμα της επείγουσας ανάγκης της Ευρώπης να αποσυνδεθεί από την ρωσική ενέργεια κατά την διάρκεια του πολέμου στην Ουκρανία. Ωστόσο, αν και οι κραδασμοί μπορεί να γίνουν αισθητοί ευρύτερα σε ένα ολοκληρωμένο σύστημα, γίνονται επίσης αισθητοί λιγότερο έντονα. Η ενσωμάτωση είναι μια μορφή ασφάλισης που κατανέμει τον κίνδυνο διακοπής του ενεργειακού εφοδιασμού σε πολλά μέρη. Και ακόμη κι αν ήταν προτιμότερη η μεγαλύτερη αυτονομία από την περισσότερη ενοποίηση, δεν θα ήταν δυνατή η επέκταση της καθαρής ενέργειας στην κλίμακα και την ταχύτητα που απαιτείται εάν κάθε χώρα επιδίωκε να παράγει και να καταναλώνει μόνο εντός των συνόρων της. Σύμφωνα με τον ΔΟΕ, η αξία του παγκόσμιου εμπορίου κρίσιμων ορυκτών θα πρέπει να τριπλασιαστεί για να επιτευχθούν καθαρές μηδενικές εκπομπές έως το 2050. Το παγκόσμιο εμπόριο καυσίμων χαμηλών εκπομπών άνθρακα όπως το υδρογόνο και η αμμωνία θα πρέπει επίσης να αυξηθεί εκθετικά. Για τις Ηνωμένες Πολιτείες, η ενεργειακή ασφάλεια θα απαιτήσει λιγότερα εμπορικά εμπόδια και περισσότερες εμπορικές συμφωνίες με συμμάχους, καθώς και με άλλες χώρες που πληρούν ορισμένα περιβαλλοντικά πρότυπα. Η Ουάσιγκτον θα πρέπει επίσης να καταργήσει τους δασμούς σε αγαθά και τεχνολογίες που σχετίζονται με την καθαρή ενέργεια και να συμβάλει στην ολοκλήρωση της Συμφωνίας Περιβαλλοντικών Αγαθών (Environmental Goods Agreement), η οποία θα μειώσει τους δασμούς σε αγαθά που ωφελούν το περιβάλλον για να ρίξει το κόστος τους και να αυξήσει το εμπόριό τους.

ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΔΕΝ ΞΕΡΕΙΣ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΣΕ ΠΛΗΓΩΣΕΙ

Ένας από τους λόγους για τους οποίους οι Ηνωμένες Πολιτείες, ο Καναδάς, η Ιαπωνία, και πολλές ευρωπαϊκές χώρες δημιούργησαν τον ΔΟΕ το 1974 ήταν ότι η έλλειψη αξιόπιστων στοιχείων και [στοιχείων] ακριβείας για τις τιμές και τις προμήθειες είχε δυσκολέψει τις κυβερνήσεις να χαράξουν πολιτικές και να ανταποκριθούν σε κρίσεις. Το μάθημα ήταν σαφές: τα καλά δεδομένα (data) επιτρέπουν στις αγορές να λειτουργούν, προλαμβάνουν τον πανικό, και αποτρέπουν την κερδοσκοπία που επιδεινώνει τις αυξήσεις των τιμών, την αστάθεια, και τις ελλείψεις. Κατά την διάρκεια των δεκαετιών, τα δεδομένα του ΔΟΕ, μαζί με τα δεδομένα που συγκεντρώθηκαν από το Διεθνές Φόρουμ Ενέργειας, στήριξαν την λήψη αποφάσεων σχετικά με τα επίπεδα παραγωγής και τις κατευθυντήριες δράσεις όπως οι συντονισμένες απελευθερώσεις αποθηκευμένου πετρελαίου.

Μια οικονομία καθαρής ενέργειας θα χρειαστεί το ίδιο είδος διαφάνειας. Τα ανεπαρκή στοιχεία σε εκκολαπτόμενες αγορές, όπως αυτές για την πράσινη αμμωνία και το υδρογόνο, μπορούν να προκαλέσουν διαταραχές της προσφοράς, έλλειψη ρευστότητας, και ανεπαρκή διαθεσιμότητα εκτιμήσεων τιμών spot, όλα οδηγώντας σε έντονες διακυμάνσεις των τιμών. Η ενεργειακή μετάβαση θα εξαρτηθεί επίσης σε μεγάλο βαθμό από την αγορά κρίσιμων ορυκτών, όπως το νικέλιο. Ωστόσο, στους επενδυτές έχει υπενθυμιστεί το πώς η αδιαφάνεια της αγοράς μπορεί να προκαλέσει ακραία αστάθεια όταν η τιμή του νικελίου στο Χρηματιστήριο Μετάλλων του Λονδίνου σχεδόν τετραπλασιάστηκε σε μόλις δύο ημέρες στις αρχές του 2022, λόγω των μαζικών short-selling [στμ: ανοικτών πωλήσεων, δηλαδή πωλήσεων ποσοτήτων που ο πωλητής δεν διαθέτει και που πιστεύει ότι μπορεί να αγοράσει σε χαμηλότερη τιμή αργότερα, κερδίζοντας την διαφορά] που προκλήθηκαν εν μέρει από την έλλειψη διαφάνειας των τιμών.

Επί του παρόντος, ορισμένες ιδιωτικές εταιρείες έχουν καλές πληροφορίες σχετικά με τις τιμές, αλλά καμία μεμονωμένη οντότητα δεν συλλέγει ευρέα δεδομένα από ολόκληρο τον κλάδο και τα καθιστά διαθέσιμα στο κοινό. Ο IEA είναι ο ξεκάθαρος υποψήφιος για να καλύψει αυτόν τον ρόλο. Στην ιδανική περίπτωση, ο οργανισμός θα ζητούσε από τις κυβερνήσεις να μοιράζονται δεδομένα κατανάλωσης και παραγωγής για ορυκτά, καθώς και να προβαίνουν σε τεκμηριωμένα συμπεράσματα σχετικά με τα επίπεδα αποθεμάτων. Αυτή η ανταλλαγή δεδομένων θα ήταν ιδιαίτερα σημαντική για την διασφάλιση της συμμόρφωσης, εάν οι κυβερνήσεις συμφωνούσαν να δημιουργήσουν στρατηγικά αποθέματα, όπως κάνουν με το πετρέλαιο. Ωστόσο, για να λειτουργήσει ένα τέτοιο σύστημα, ο IEA θα πρέπει να φέρει μέσα [στον οργανισμό] χώρες που δεν είναι μέλη του αλλά παράγουν ή καταναλώνουν σημαντικές ποσότητες από αυτά τα ορυκτά, κάτι που με την σειρά του θα απαιτούσε ένα νέο νομικό πλαίσιο για τον οργανισμό. Εν τω μεταξύ, για να αποτραπεί η χειραγώγηση της αγοράς και η κερδοσκοπία, οι εθνικές ρυθμιστικές Αρχές, όπως η Επιτροπή Συναλλαγών Μελλοντικής Εκπλήρωσης Εμπορευμάτων (Commodity Futures Trading Commission) των ΗΠΑ, θα πρέπει να απαιτούν μεγαλύτερη διαφάνεια στην τιμολόγηση και την διαπραγμάτευση των εμπορευμάτων.

ΑΣΦΑΛΕΙΑ ΚΑΙ ΚΛΙΜΑ

Η σημασία της ενεργειακής ασφάλειας δεν μειώθηκε ποτέ˙ είχε απλώς θεωρηθεί δεδομένη σε έναν κόσμο αφθονίας και ολοκληρωμένων παγκόσμιων ενεργειακών αγορών που λειτουργούσαν καλά. Οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής έχουν τώρα την ευκαιρία να εξετάσουν εκ νέου την ενεργειακή ασφάλεια και την ασφάλεια του κλίματος, να δώσουν το κατάλληλο βάρος και στα δύο, και να εκτιμήσουν ότι κανένα δεν μπορεί να επιτευχθεί εν τη απουσία του άλλου.

Αυτή η προσπάθεια απαιτεί να αναγνωριστεί ότι η ενεργειακή ασφάλεια δεν είναι μια στατική έννοια, αλλά μια έννοια που έχει εξελιχθεί πολύ από τις κρίσεις της δεκαετίας του 1970. Οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής πρέπει να κατανοήσουν τους νέους κινδύνους για την ενεργειακή ασφάλεια και να εκσυγχρονίσουν τα εργαλεία τους για την καταπολέμησή τους. Κάτι τέτοιο δεν αποσπά την προσοχή από την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, αλλά είναι στοχευμένη σε αυτήν˙ χωρίς αυτήν τη μετατόπιση, οι ενεργειακές κρίσεις θα μπορούσαν να εκτροχιάσουν την κίνηση προς τις καθαρές μηδενικές εκπομπές. Στο όχι και τόσο μακρινό παρελθόν, αξιωματούχοι και ειδικοί πίστευαν ότι οι υπερβολικοί φόβοι για την ενεργειακή ασφάλεια θα μπορούσαν να εμποδίσουν τον αγώνα για το κλίμα. Σήμερα, ισχύει το αντίθετο: καθώς προχωρά η μετάβαση σε έναν κόσμο καθαρού μηδέν (net-zero) [για τις εκπομπές άνθρακα], ο μεγαλύτερος κίνδυνος για το κλίμα θα είναι η ανεπαρκής προσοχή στην ενεργειακή ασφάλεια.

*Το άρθρο αυτό δημοσιεύθηκε στο τεύχος αρ. 83 (Αύγουστος - Σεπτέμβριος 2023) του Foreign Affairs The Hellenic Edition.

Σύνδεσμοι:
[1] https://www.foreignaffairs.com/articles/russian-federation/2022-05-17/ri...
[2] https://www.foreignaffairs.com/china/iran-saudi-arabia-middle-east-relat...
[3] https://www.foreignaffairs.com/articles/united-states/2020-11-25/climate...
[4] https://www.foreignaffairs.com/articles/russian-federation/2022-05-17/ri...
[5] https://www.foreignaffairs.com/china/america-and-china-dialogue-need-lac...
[6] https://www.foreignaffairs.com/world/age-of-inflation-kenneth-rogoff
[7] https://www.foreignaffairs.com/world/the-world-needs-more-nuclear-power
[8] https://www.foreignaffairs.com/articles/russian-federation/2016-07-31/cy...

Copyright © 2023 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved.

Στα αγγλικά: https://www.foreignaffairs.com/world/energy-insecurity-climate-change-ge...