Γιατί έγιναν οι επαναστάσεις το 2011 | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Γιατί έγιναν οι επαναστάσεις το 2011

Η αδυναμία και η αντοχή των απολυταρχικών καθεστώτων στη Μέση Ανατολή

Το επαναστατικό κύμα που σάρωσε τη Μέση Ανατολή εμφανίζει μια εντυπωσιακή ομοιότητα με προηγούμενες πολιτικές αναταράξεις. Όπως είχε συμβεί και στην Ευρώπη το 1848, η άνοδος των τιμών και η υψηλή ανεργία πυροδότησαν λαϊκές εξεγέρσεις από το Μαρόκο ως το Ομάν. Κατ’ αναλογία με την Ανατολική Ευρώπη και τη Σοβιετική Ένωση το 1989, η διάψευση από τα κλειστά, διεφθαρμένα και ανεπαρκή πολιτικά συστήματα οδήγησε σε αποσκιρτήσεις από τις τάξεις των ελίτ και στην πτώση των κάποτε πανίσχυρων καθεστώτων στην Τυνησία, στην Αίγυπτο και στη Λιβύη. Ωστόσο, το 1848 και το 1989 δεν είναι ακριβώς ανάλογα με τα γεγονότα του περασμένου χειμώνα. Οι επαναστάσεις του 1848 επεδίωκαν την ανατροπή παραδοσιακών μοναρχιών, ενώ αυτές του 1989 στόχευαν στην κατάρρευση κομμουνιστικών κυβερνήσεων. Οι επαναστάσεις του 2011 μάχονται για κάτι αρκετά διαφορετικό: Τις «σουλτανικές» δικτατορίες. Μολονότι καθεστώτα αυτού του είδους μοιάζουν συνήθως ακλόνητα, στην πραγματικότητα είναι εξαιρετικά ευπαθή, εφόσον οι ίδιες οι στρατηγικές βάσει των οποίων διατηρούνται στην εξουσία τα καθιστούν εύθραυστα, ανελαστικά. Δεν είναι τυχαίο ότι, παρά τις λαϊκές εξεγέρσεις που έχουν επιφέρει κλυδωνισμούς σε πολλά σημεία της Μέσης Ανατολής, οι μόνες επαναστάσεις που πέτυχαν μέχρι τώρα, αυτές στην Τυνησία και την Αίγυπτο, στρέφονταν εναντίον σύγχρονων σουλτάνων.

Για να πετύχει μια επανάσταση, πρέπει να συντρέχει ένας αριθμός παραγόντων. Η κυβέρνηση πρέπει να εμφανίζεται τόσο ανεπανόρθωτα άδικη ή ανίκανη, ώστε να αντιμετωπίζεται ευρέως ως απειλή για το μέλλον της χώρας∙ οι ελίτ (και ιδιαιτέρως οι στρατιωτικές) πρέπει να έχουν αποξενωθεί από το κράτος και να μην διατίθενται πλέον να το υπερασπίσουν∙ πρέπει να κινητοποιηθούν πλατιά τμήματα του πληθυσμού, από εθνικές και θρησκευτικές ομάδες μέχρι κοινωνικο-οικονομικές τάξεις, αλλά και οι διεθνείς δυνάμεις πρέπει είτε να αρνούνται την παρέμβαση για χάρη της κυβέρνησης ή να την εμποδίζουν να χρησιμοποιήσει τη μέγιστη βία προς υπεράσπιση του εαυτού της.

Οι επαναστάσεις σπανίως πετυχαίνουν, επειδή αυτές οι προϋποθέσεις σπανίως συντρέχουν. Τέτοια είναι, ειδικά, η περίπτωση των παραδοσιακών μοναρχιών και των μονοκομματικών κρατών, οι ηγέτες των οποίων κατορθώνουν συχνά να διατηρήσουν το λαϊκό έρεισμα, επικαλούμενες τον σεβασμό στη βασιλική παράδοση ή τον εθνικισμό. Οι ελίτ, που συνήθως πλουτίζουν από τέτοιες κυβερνήσεις, θα τις εγκαταλείψουν, μόνο αν οι περιστάσεις ή η ιδεολογία των κυβερνώντων αλλάξει δραστικά. Και, σχεδόν σε όλες τις περιπτώσεις, η πλατιά λαϊκή κινητοποίηση δύσκολα ευοδώνεται, αφού απαιτεί τη γεφύρωση των αποκλινόντων συμφερόντων που έχουν οι φτωχοί των πόλεων και της υπαίθρου, η αστική τάξη, οι φοιτητές, οι επαγγελματίες και οι διαφορετικές θρησκευτικές και εθνικές ομάδες. Η ιστορία βρίθει φοιτητικών κινημάτων, εργατικών απεργιών και αγροτικών ξεσηκωμών που εύκολα καταπνίγηκαν, επειδή παρέμειναν η εξέγερση μίας μόνο ομάδας, και όχι ενός ευρύτερου συνασπισμού. Τελικά, άλλες χώρες παρενέβησαν συχνά για να στηρίξουν τις ταλανιζόμενες κυβερνήσεις, προκειμένου να σταθεροποιηθεί το διεθνές σύστημα.

Παρά ταύτα, υπάρχει ένα άλλο είδος δικτατορίας που αποδεικνύεται συχνά πολύ περισσότερο ευπαθές, και το οποίο σπάνια διατηρεί την εξουσία πέραν της μίας γενεάς : Το σουλτανικό καθεστώς. Τέτοιες κυβερνήσεις αναδεικνύονται όταν ένας εθνικός ηγέτης απλώσει την προσωπική του ισχύ εις βάρος των τυπικών θεσμών. Οι σουλτανικοί δικτάτορες δεν επικαλούνται καμία ιδεολογία και ο σκοπός τους δεν είναι άλλος από τη διατήρηση της προσωπικής τους εξουσίας. Διατηρούν ενδεχομένως κάποιες τυπικές όψεις δημοκρατίας -εκλογές, πολιτικά κόμματα, εθνοσυνέλευση ή σύνταγμα- αλλά κυβερνούν αγνοώντας τις, τοποθετώντας υποτακτικούς υποστηρικτές τους σε θέσεις-κλειδιά και κηρύσσοντας ενίοτε κατάσταση έκτακτης ανάγκης, υπό το πρόσχημα της απειλής εξωτερικών (ή εσωτερικών) εχθρών.

Στο παρασκήνιο, τέτοιοι δικτάτορες συγκεντρώνουν, γενικά, μεγάλο πλούτο, που τον χρησιμοποιούν για να αγοράσουν τη νομιμοφροσύνη των υποστηρικτών και την τιμωρία των αντιπάλων. Επειδή χρειάζονται πόρους για να τροφοδοτήσουν τον πελατειακό μηχανισμό τους, προωθούν τυπικά την οικονομική ανάπτυξη, μέσω της εκβιομηχάνισης, των εμπορικών εξαγωγών και της εκπαίδευσης. Προωθούν, επίσης, σχέσεις με ξένες χώρες, υποσχόμενοι σταθερότητα με αντάλλαγμα βοήθεια και επενδύσεις. Ο πλούτος μπορεί να εισρέει στη χώρα, το μεγαλύτερο μέρος του, όμως, διοχετεύεται προς τον σουλτάνο και τους έμπιστούς του.

Οι νέοι σουλτάνοι ελέγχουν τις στρατιωτικές ελίτ της χώρας τους κρατώντας τις διαιρεμένες. Τυπικά, οι δυνάμεις ασφαλείας χωρίζονται σε διαφορετικούς τομείς (στρατός, αεροπορία, αστυνομία, υπηρεσία πληροφοριών), καθένας εκ των οποίων δίνει αναφορά άμεσα στον ηγέτη. Ο ηγέτης μονοπωλεί την επαφή μεταξύ των στρατιωτικών διοικήσεων, μεταξύ στρατιωτών και πολιτών, καθώς και την επαφή με τις ξένες κυβερνήσεις, μια πρακτική που καθιστά τον σουλτάνο απαραίτητο για τον συντονισμό των δυνάμεων ασφαλείας, αλλά και για την αξιοποίηση της ξένης βοήθειας και των επενδύσεων. Για να εντείνουν τον φόβο ότι η ξένη βοήθεια και ο πολιτικός συντονισμός ενδέχεται να εξαφανιστούν χωρίς αυτούς, οι σουλτάνοι αποφεύγουν να ορίσουν τυπικά τους διαδόχους τους.

Για να διατηρήσουν τις μάζες σε απολιτική και ανοργάνωτη κατάσταση, οι σουλτάνοι ελέγχουν τις εκλογές και τα πολιτικά κόμματα και προμηθεύουν τον πληθυσμό με απαραίτητα αγαθά, όπως ηλεκτρικό, βενζίνη και είδη διατροφής. Τούτες οι προσπάθειες, σε συνδυασμό με τον έλεγχο των ΜΜΕ, τον εκφοβισμό και την επιτήρηση, εγγυώνται, γενικά, ότι οι πολίτες θα παραμείνουν ανοργάνωτοι και αδρανείς.

Βάσει του μοντέλου αυτού, πολιτικά επιτήδειοι σουλτάνοι ανά τον κόσμο έχουν κατορθώσει να συγκεντρώσουν μεγάλο πλούτο και εξουσία. Μεταξύ αυτών στην πρόσφατη ιστορία είναι ο Πορφίριο Ντίαζ του Μεξικού, ο Μοχάμετ Ρεζά Σαχ Παχλεβί του Ιράν, η δυναστεία Σομόζα της Νικαράγουας, η δυναστεία Ντιβαλιέ της Αϊτής, ο Φερντινάντο Μάρκος των Φιλιππίνων και ο Σουχάρτο της Ινδονησίας.

Όπως όμως διδάχθηκαν όλοι αυτοί, και όπως ανακάλυψε η νέα γενιά σουλτάνων στη Μέση Ανατολή, ο Μπασάρ αλ-Άσαντ στη Συρία, ο Ομάρ αλ-Μπασίρ στο Σουδάν, ο Ζίνε ελ-Αμπιντίνε Μπεν Άλι στην Τυνησία, ο Χόσνι Μουμπάρακ στην Αίγυπτο, ο Μουαμάρ αλ-Καντάφι στη Λιβύη και ο Αλί Αμπντουλάχ Σαλέχ στην Υεμένη, η διατήρηση μιας υπερ-συγκεντρωμένης εξουσίας μπορεί ν’ αποδειχθεί δύσκολη υπόθεση.

ΧΑΡΤΙΝΕΣ ΤΙΓΡΕΙΣ
Παρά τις προσπάθειές τους να θωρακιστούν, οι σουλτανικές δικτατορίες έχουν μια εγγενή ευπάθεια, που μόνο αυξάνεται με την πάροδο του χρόνου. Οι σουλτάνοι πρέπει να πετύχουν μια προσεγμένη ισορροπία μεταξύ του αυτο-πλουτισμού και της επιβράβευσης των ελίτ: Αν ο κυβερνών επιβραβεύει τον εαυτό του και αμελεί την ελίτ, ένα καθοριστικό κίνητρο της ελίτ για υποστήριξη του καθεστώτος εκλείπει. Καθώς όμως οι σουλτάνοι καταλήγουν να αισθάνονται όλο και περισσότερο ακλόνητοι και αναντικατάστατοι, η διαφθορά που τους χαρακτηρίζει γίνεται όλο και περισσότερο ασύστολη και συγκεντρώνεται σε έναν μικρό εσωτερικό κύκλο. Καθώς ο σουλτάνος μονοπωλεί την ξένη βοήθεια και τις επενδύσεις ή συνδέεται στενά με λαομίσητες ξένες κυβερνήσεις, αποξενώνεται ενδεχομένως ακόμη περισσότερο από τις ελίτ και τις λαϊκές ομάδες.

Ταυτόχρονα, καθώς η οικονομία αναπτύσσεται και η εκπαίδευση εξαπλώνεται υπό την εξουσία του σουλτανικού δικτάτορα, ο αριθμός των ατόμων με υψηλότερες φιλοδοξίες και μεγαλύτερη ευαισθησία απέναντι στην αστυνομική επιτήρηση και κατάχρηση, αυξάνεται. Και αν ο συνολικός πληθυσμός μεγαλώνει γρήγορα, ενώ τη μερίδα του λέοντος των οικονομικών κερδών αποθησαυρίζουν οι ελίτ, εξίσου ακολουθούν ανοδική πορεία η ανισότητα και η ανεργία. Καθώς το κόστος των παροχών και άλλων προγραμμάτων που χρησιμοποιούνται από το καθεστώς για τον κατευνασμό των πολιτών αυξάνει, η διατήρηση των μαζών σε απολιτική κατάσταση του ασκεί περισσότερη πίεση. Αν οι διαδηλώσεις ξεσπάσουν, οι σουλτάνοι ενδέχεται να προσφέρουν μεταρρυθμίσεις ή να επεκτείνουν τα ευεργετήματα της πατρωνίας τους, όπως έκανε ο Μάρκος στις Φιλιππίνες το 1984 για να αποφύγει την κλιμάκωση της λαϊκής οργής. Ωστόσο, όπως το εμπέδωσε καλά και ο Μάρκος το 1986, τα ξεροκόμματα δεν αρκούν, γενικά, από τη στιγμή που ο λαός αρχίσει να διαμαρτύρεται και να ζητά τον τερματισμό της σουλτανικής εξουσίας.

Η αδυναμία των σουλτανικών καθεστώτων μεγεθύνεται όταν ο ηγέτης γερνά και το ζήτημα της διαδοχής του γίνεται επιτακτικότερο. Οι σουλτανικοί ηγέτες έχουν κατορθώσει κάποτε να μεταβιβάσουν την ηγεσία σε νεότερα μέλη της οικογένειάς τους. Αυτό είναι εφικτό μόνο όταν η κυβέρνηση έχει λειτουργήσει αποτελεσματικά και διατηρεί την υποστήριξη των ελίτ (όπως στη Συρία το 2000, όταν ο πρόεδρος Χαφέζ αλ-Άσαντ μεταβίβασε την εξουσία στον γιο του Μπασάρ) ή αν κάποια άλλη χώρα στηρίζει το καθεστώς (όπως στο Ιράν το 1941, όταν οι δυτικές κυβερνήσεις υποστήριξαν τη διαδοχή του Σάχη Ρεζά από τον γιο του, Μοχάμεντ Ρεζά Παχλεβί). Αν η διαφθορά του καθεστώτος έχει αποξενώσει τις ελίτ της χώρας, ενδέχεται να αντιτεθούν σε αυτό και να εμποδίσουν τη δυναστική διαδοχή, επιδιώκοντας την ανάκτηση του ελέγχου επί του κράτους (ό,τι συνέβη στην Ινδονησία στα τέλη της δεκαετίας του ’90, όταν η ασιατική οικονομική κρίση κατέφερε πλήγμα στον πελατειακό μηχανισμό του Σουχάρτο).

Ο ίδιος ο αναντικατάστατος χαρακτήρας του σουλτάνου εμποδίζει, επίσης, την ομαλή μεταβίβαση της εξουσίας. Οι περισσότεροι υπουργοί και άλλοι ανώτατοι αξιωματούχοι είναι πολύ στενά ταυτισμένοι με τον ανώτατο άρχοντα, ώστε αδυνατούν να επιβιώσουν μετά την πτώση του καθεστώτος. Για παράδειγμα, η προσπάθεια του σάχη το 1978 να αποτρέψει την επανάσταση, απολύοντας τον πρωθυπουργό Σαπούρ Μπαχτιάρ και αναλαμβάνοντας ο ίδιος την αρχηγία της κυβέρνησης, δεν τελεσφόρησε∙ το καθεστώς κατέρρευσε ολοσχερώς τον επόμενο χρόνο. Σε τελική ανάλυση, τέτοιες κινήσεις δεν ικανοποιούν ούτε τις απαιτήσεις των εξεγερμένων μαζών που επιδιώκουν ευρύτερες οικονομικές και πολιτικές αλλαγές ούτε τις επιδιώξεις των αστικών και επαγγελματικών τάξεων που έχουν βγει στους δρόμους για να απαιτήσουν συμμετοχή στον έλεγχο του κράτους.

Υπάρχουν, βέβαια, και οι δυνάμεις ασφαλείας. Διαιρώντας τη διοικητική τους δομή, ο σουλτάνος μειώνει πιθανόν την απειλή που εκπροσωπούν. Η στρατηγική αυτή, όμως, καθιστά, επίσης, τις δυνάμεις ασφαλείας περισσότερο επιρρεπείς σε αποσκιρτήσεις κατά τις μαζικές εξεγέρσεις. Η έλλειψη ενότητας οδηγεί σε διασπάσεις στους κόλπους των υπηρεσιών ασφαλείας∙ από την άλλη, το γεγονός ότι το καθεστώς δεν στηρίζεται σε κάποια ελκυστική ιδεολογία ή σε ανεξάρτητους θεσμούς, οδηγεί στη μειωμένη προθυμία των στρατιωτικών για κατάπνιξη των εξεγέρσεων. Πολλοί από τους στρατιωτικούς θα αποφασίσουν ενδεχομένως ότι τα συμφέροντα της χώρας εξυπηρετούνται καλύτερα από μια αλλαγή στο καθεστώς. Αν μέρος των ενόπλων δυνάμεων αυτομολήσει, όπως συνέβη με τον Ντίαζ, τον σάχη του Ιράν και τον Σουχάρτο, η κυβέρνηση ενδέχεται να πέσει με εκπληκτική ταχύτητα. Τελικά, ο σαστισμένος ηγέτης, πεπεισμένος ακόμη για τον αναντικατάστατο και άτρωτο χαρακτήρα του, ανακαλύπτει αίφνης ότι είναι μόνος και ανίσχυρος.

Ο βαθμός αδυναμίας του σουλτάνου γίνεται συνήθως αντιληπτός μόνο αναδρομικά. Παρότι είναι εύκολο να αναγνωρίσει κανείς τα κράτη με υψηλό δείκτη διαφθοράς, με ανεργία και προσωποπαγή διακυβέρνηση, ο βαθμός αντίθεσης των ελίτ απέναντι στο καθεστώς και η πιθανότητα αποσκίρτησης των στρατιωτικών γίνεται έκδηλη μόνο όταν αρχίσουν οι μαζικές διαδηλώσεις. Σε τελική ανάλυση, οι ελίτ και οι στρατιωτικοί έχουν κάθε λόγο να κρύβουν τα πραγματικά τους αισθήματα μέχρι να έρθει η κρίσιμη στιγμή, ενώ είναι αδύνατον να γνωρίζουμε ποια αφορμή θα οδηγήσει σε μαζική, και όχι σε τοπική, εξέγερση. Συχνά, λοιπόν, ταχεία πτώση των σουλτανικών καθεστώτων επέρχεται, ως εκ τούτου, σαν ένα σοκ.

Σε κάποιες περιπτώσεις, βέβαια, ο στρατός δεν αποσκιρτά αμέσως ενόψει της εξέγερσης. Στην Νικαράγουα, στις αρχές της δεκαετίας του ’70, για παράδειγμα, ο Αναστάζιο Σομόζα Ντεμπάιλε είχε την ευχέρεια να χρησιμοποιήσει φιλοκυβερνητικές δυνάμεις από την Εθνοφρουρά της Νικαράγουας, για να καταστείλει την εξέγερση εναντίον του. Ακόμη όμως κι αν το καθεστώς διαθέτει έμπιστα τμήματα στρατού, σπανίως κατορθώνει να επιβιώσει. Απλώς καταρρέει σε βραδύτερους ρυθμούς, με μεγάλη αιματοχυσία ή ακόμη και εμφύλιο πόλεμο. Η επιτυχία του Σομόζα το 1975 ήταν βραχύβια∙ η αυξανόμενη βιαιότητα και διαφθορά προκάλεσε μιαν ακόμη ευρύτερη εξέγερση κατά τα επόμενα χρόνια. Ύστερα από κάποιες τακτικές μάχες, ακόμη και τα μέχρι τότε πιστά στρατεύματά του άρχισαν να αποσκιρτούν, και ο Σομόζα εγκατέλειψε τη χώρα το 1979.

Η διεθνής πίεση μπορεί να επηρεάσει τη ροή των γεγονότων. Η χαριστική βολή στην κυβέρνηση του Μάρκος ήταν η πλήρης απόσυρση της αμερικανικής υποστήριξης μετά την αμφισβητούμενη νίκη του στις προεδρικές εκλογές του 1986. Όταν οι Η.Π.Α. εγκατέλειψαν το καθεστώς, οι εναπομείναντες υποστηρικτές του αναδιπλώθηκαν και η ειρηνική Επανάσταση της Λαϊκής Εξουσίας τον ανάγκασε σε εξορία.

ROCK ΤΗΕ CASBAH*
Οι επαναστάσεις που ξέσπασαν σε όλη τη Μέση Ανατολή εκφράζουν την κατάρρευση των όλο και περισσότερο διεφθαρμένων σουλτανικών καθεστώτων. Παρότι οι οικονομίες σε όλη την περιοχή έχουν αναπτυχθεί τα τελευταία χρόνια, τα κέρδη δεν άγγιξαν την πλειονότητα του πληθυσμού, αλλά συγκεντρώθηκαν, τουναντίον, στα χέρια μιας ολιγάριθμης πλουτοκρατίας. Ο Μουμπάρακ και η οικογένειά του λέγεται ότι δημιούργησαν μια περιουσία αξίας 40 έως 70 δισεκατομμυρίων δολαρίων, ενώ 39 αξιωματούχοι και επιχειρηματίες από το στενό περιβάλλον του Γκαμάλ, γιου του Μουμπάρακ, φημολογείται ότι έκαναν περιουσίες μεγαλύτερες του ενός δισεκατομμυρίου δολαρίων έκαστος. Στην Τυνησία, διπλωματικό τηλεγράφημα του 2008 που ήρθε στο φως χάρη στα WikiLeaks, σημείωνε ότι η διαφθορά είχε φθάσει στο αποκορύφωμα, και προειδοποιούσε ότι η οικογένεια του Μπεν Άλι είχε γίνει τόσο αρπακτική, ώστε είχαν ακυρωθεί επενδύσεις και η συνακόλουθη δημιουργία θέσεων εργασίας, καθώς και ότι η επιδεικτική στάση της οικογένειας είχε προκαλέσει διάχυτη δυσαρέσκεια.

Οι ταχέως αναπτυσσόμενοι και αστικοποιούμενοι πληθυσμοί της Μέσης Ανατολής έχουν πληγεί από τους χαμηλούς μισθούς και την αύξηση στις τιμές των ειδών διατροφής, που έφτασε το 32% μόνο τον τελευταίο χρόνο, σύμφωνα με τον Οργανισμό Τροφίμων και Γεωργίας των Ηνωμένων Εθνών. Όμως, δεν είναι μόνο η αύξηση των τιμών ή η έλλειψη ανάπτυξης, που πυροδοτούν τις επαναστάσεις∙ είναι η διατήρηση της διάχυτης και αθεράπευτης φτώχειας εν μέσω του ολοένα και πιο φανταχτερού πλούτου.

Η δυσφορία υποδαυλίσθηκε, επίσης, από την υψηλή ανεργία, που απορρέει εν μέρει από την απότομη αύξηση του νεανικού πληθυσμού στον αραβικό κόσμο. Το ποσοστό των νεαρών ενηλίκων, εκείνων μεταξύ 15 και 29 ετών, ως υποσύνολο των άνω των 15, κυμαίνεται από το 38% στο Μπαχρέιν και στην Τυνησία έως το 50% στην Υεμένη (σε σύγκριση με το 26% στις Ηνωμένες Πολιτείες). Όχι μόνο η αναλογία του νεαρού πληθυσμού στη Μέση Ανατολή είναι εξαιρετικά υψηλή, αλλά και ο αριθμός αυτός έχει αυξηθεί γρήγορα μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα. Από το 1990 ο νεαρός πληθυσμός μεταξύ και 15 και 29 χρόνων έχει αυξηθεί κατά 50% στη Λιβύη και την Τυνησία, κατά 65% στην Αίγυπτο και κατά 125% στην Υεμένη.

Χάρη στις εκσυγχρονιστικές πολιτικές των σουλτανικών τους κυβερνήσεων, πολλά από τα νεαρά αυτά άτομα είχαν τη δυνατότητα να σπουδάσουν στο πανεπιστήμιο, ειδικά στο πρόσφατο παρελθόν. Όντως, οι εγγραφές σε ανώτερες σχολές έχουν εκτιναχθεί στα ύψη κατά τις τελευταίες δεκαετίες, φθάνοντας σε υπερτριπλάσιο αριθμό στην Τυνησία, σε τετραπλάσιο στην Αίγυπτο, και αγγίζοντας το δεκαπλάσιο στη Λιβύη.

Θα ήταν δύσκολο, αν όχι αδύνατον, για οποιαδήποτε κυβέρνηση να δημιουργήσει θέσεις εργασίας επαρκείς για μια τέτοια κατάσταση. Ιδιαίτερα για τα σουλτανικά καθεστώτα, αποτελεί πρόβλημα δύσκολο στη διαχείρισή του. Ως μέρος της πελατειακής στρατηγικής που εφάρμοζαν, ο Μπεν Άλι και ο Μουμπάρακ παρείχαν επί μακρόν κρατικές επιδοτήσεις σε εργάτες και οικογένειες, μέσω προγραμμάτων όπως του Ταμείου Εθνικής Απασχόλησης της Τυνησίας, που εκπαίδευε εργάτες, δημιουργούσε θέσεις εργασίας και παρείχε δάνεια, καθώς και μέσω της αιγυπτιακής πολιτικής, που εγγυάτο θέσεις εργασίας για τους αποφοίτους των ανωτέρων σχολών. Τούτα τα δίχτυα ασφαλείας καταργήθηκαν, όμως, την τελευταία δεκαετία, προκειμένου να μειωθούν οι δαπάνες. Η επαγγελματική εκπαίδευση, εξάλλου, ήταν ανεπαρκής και η πρόσβαση σε πολλές δημόσιες και ιδιωτικές δουλειές ελεγχόταν αυστηρά από άτομα προσκείμενα στο καθεστώς. Αυτό οδήγησε σε μιαν απίστευτα υψηλή νεανική ανεργία σε όλη τη Μέση Ανατολή: το ποσοστό άγγιξε για την περιοχή το 23%, ή το διπλάσιο του παγκόσμιου μέσου όρου, το 2009. Επιπλέον, ο δείκτης ανεργίας των μορφωμένων, επιπλέον, είναι ακόμη δυσμενέστερος: Στην Αίγυπτο οι πτυχιούχοι πανεπιστημίου έχουν δέκα φορές περισσότερες πιθανότητες να είναι άνεργοι απ’ όσο αυτοί που έχουν απλώς στοιχειώδη εκπαίδευση.

Σε πολλές αναπτυσσόμενες οικονομίες η παραοικονομία προσφέρει μια διέξοδο στους ανέργους. Ωστόσο, οι σουλτάνοι στη Μέση Ανατολή δυσχέραιναν και αυτές τις δραστηριότητες. Στο κάτω-κάτω, οι διαμαρτυρίες πυροδοτήθηκαν από την αυτοπυρπόληση ενός 26χρονου Τυνήσιου, του Μοχάμετ Μπουαζίζι, που δεν μπορούσε να βρει μια κανονική δουλειά και η αστυνομία του είχε κατάσχει το καρότσι με τα φρούτα που πουλούσε. Μορφωμένοι νεαροί και εργάτες στην Τυνησία και την Αίγυπτο διαδήλωναν επί χρόνια σε τοπικό επίπεδο εναντίον της υψηλής ανεργίας, των χαμηλών μισθών, της αστυνομικής καταπίεσης και της κρατικής διαφθοράς. Τούτη τη φορά, οι διαμαρτυρίες τους συντονίστηκαν και εξαπλώθηκαν και σε άλλες ομάδες πληθυσμού.

Η συγκέντρωση πλούτου και η ασύστολη διαφθορά έθιγε όλο και περισσότερο τις ένοπλες δυνάμεις των καθεστώτων. Ο Μπεν Άλι και ο Μουμπάρακ προέρχονταν αμφότεροι από τον επαγγελματικό στρατό∙ Είναι αλήθεια ότι πρώην αξιωματικοί είχαν κυβερνήσει την Αίγυπτο από το 1952. Ωστόσο, και στις δύο χώρες οι στρατιωτικοί έβλεπαν την εξουσία τους να συρρικνώνεται. Οι στρατιωτικοί ηγέτες της Αιγύπτου έλεγχαν κάποιες τοπικές επιχειρήσεις, δυσανασχετούσαν όμως με τον Γκαμάλ Μουμπάρακ, που ήταν ο προφανής κληρονόμος του Χόσνι Μουμπάρακ. Ο Γκαμάλ, ως τραπεζίτης, προτίμησε να εδραιώσει την επιρροή του μέσω των επιχειρηματικών και πολιτικών του φίλων παρά μέσω στρατιωτικών, ενώ οι άνθρωποι του περιβάλλοντός του απέκτησαν τεράστια κέρδη από τα κυβερνητικά μονοπώλια και τις συμφωνίες με τους ξένους επενδυτές. Στην Τυνησία ο Μπεν Άλι κρατούσε σε απόσταση τους στρατιωτικούς, προκειμένου να είναι σίγουρος ότι δεν έτρεφαν πολιτικές φιλοδοξίες. Ωστόσο, επέτρεψε στη γυναίκα του και σε συγγενείς της να απομυζούν Τυνήσιους επιχειρηματίες και να χτίσουν παραθαλάσσιες επαύλεις. Σε αμφότερες τις χώρες, η δυσφορία των στρατιωτικών τούς έκανε μάλλον απρόθυμους να καταπνίξουν τις μαζικές διαμαρτυρίες∙ αξιωματικοί και στρατιώτες δεν θα σκότωναν τους συμπατριώτες τους απλώς και μόνο για να διατηρήσουν τις οικογένειες του Μπεν Άλι και του Μουμπάρακ, καθώς και τους ευνοούμενούς τους, στην εξουσία.

Μια παρόμοια αποσκίρτηση φατριών του λιβυκού στρατού κόστισε στον Καντάφι την ταχεία απώλεια εκτεταμένων εδαφικών περιοχών. Μέχρι την ώρα που γράφονται, όμως, αυτές οι γραμμές, η χρήση εκ μέρους του Καντάφι μισθοφόρων και η αξιοποίηση των δεσμών του με τις φυλές, εμπόδισαν την πτώση του. Στην Υεμένη ο Σάλεχ επεβίωσε, αν και οριακά, χάρη στην αμερικανική βοήθεια που χορηγήθηκε για την αντίθεσή του στην ισλαμιστική τρομοκρατία, αλλά και χάρη στις φυλετικές και τοπικιστικές διαφορές των αντιπάλων του. Ωστόσο, αν η αντιπολίτευση ενωθεί, όπως φαίνεται να συμβαίνει, και οι Ηνωμένες Πολιτείες φανούν απρόθυμες να στηρίξουν το ολοένα και καταπιεστικότερο καθεστώς του, ο Σάλεχ θα είναι πιθανόν ο επόμενος σουλτάνος που θα εκτοπιστεί.

ΤΑ ΟΡΙΑ ΤΩΝ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΕΩΝ
Όσο γράφονται τούτες οι γραμμές, το Σουδάν και η Συρία, οι άλλες σουλτανικές χώρες στην περιοχή, δεν έχουν γνωρίσει μεγάλες λαϊκές διαμαρτυρίες. Ωστόσο, η διαφθορά του Μπασίρ και η συγκέντρωση πλούτου στο Χαρτούμ έχουν ξεπεράσει τα όρια της ξεδιαντροπιάς. Ένας από τους ιστορικούς λόγους υπάρξεως του καθεστώτος του, η διατήρηση ολόκληρου του Σουδάν υπό τον έλεγχο του Βορρά, έχει πρόσφατα εκλείψει, αφότου το νότιο Σουδάν ψήφισε υπέρ της ανεξαρτησίας του τον Ιανουάριο του 2011. Στη Συρία ο Άσαντ έχει διατηρήσει τη στήριξη των εθνικιστών χάρη στη σκληρή πολιτική του απέναντι στο Ισραήλ και τον Λίβανο. Ακόμη, συντηρεί τα προγράμματα μαζικής κρατικής απασχόλησης, που επί δεκαετίες κράτησαν αδρανείς τους Σύρους, αλλά δεν διαθέτει ευρύ λαϊκό έρεισμα και εξαρτάται από μια ολιγάριθμη ελίτ, που η διαφθορά της γίνεται ολοένα και περισσότερο διαβόητη. Μολονότι είναι δύσκολο να πούμε πόσο αφοσιωμένη είναι η ελίτ και ο στρατός στον Μπασίρ και στον Άσαντ, αμφότερα τα καθεστώτα είναι μάλλον ακόμη πιο ανίσχυρα απ’ όσο δείχνουν και θα μπορούσαν γρήγορα να καταρρεύσουν αν έρχονταν αντιμέτωπα με μαζικές διαμαρτυρίες.

Οι μοναρχίες της περιοχής έχουν μεγαλύτερες πιθανότητες να κρατηθούν στην εξουσία, κι όχι επειδή δεν αντιμετωπίζουν αιτήματα αλλαγής. Στην πραγματικότητα, το Μαρόκο, η Ιορδανία, το Ομάν και τα βασίλεια του Περσικού κόλπου αντιμετωπίζουν τις ίδιες δημογραφικές, εκπαιδευτικές και οικονομικές προκλήσεις με τα σουλτανικά καθεστώτα, και θα πρέπει να προχωρήσουν σε μεταρρυθμίσεις, για να απαντήσουν σε αυτές. Οι μοναρχίες, όμως, έχουν ένα μεγάλο πλεονέκτημα : οι πολιτικές τους δομές είναι ευέλικτες. Οι σύγχρονες μοναρχίες μπορούν να διατηρήσουν ένα σημαντικό μέρος της εκτελεστικής εξουσίας, παραχωρώντας νομοθετική εξουσία σε εκλεγμένα κοινοβούλια. Σε ταραγμένους καιρούς, είναι πιθανότερο τα πλήθη να διαμαρτυρηθούν για νομοθετικές αλλαγές παρά για την κατάργηση της μοναρχίας. Αυτό δίνει στους μονάρχες μεγαλύτερη ευχέρεια ελιγμών, προκειμένου να κατευνάσουν τον λαό. Απέναντι στις εξεγέρσεις του 1848, οι μοναρχίες στη Γερμανία και στην Ιταλία, για παράδειγμα, διεύρυναν τα συντάγματά τους, περιόρισαν την απόλυτη εξουσία του βασιλιά και συναίνεσαν σε εκλεγμένα κοινοβούλια, προκειμένου να αποφύγουν περαιτέρω επέκταση της επανάστασης.

Επιπλέον, στις μοναρχίες η διαδοχή μπορεί να επιφέρει μάλλον αλλαγή και μεταρρύθμιση παρά καταστροφή του όλου συστήματος. Μια δυναστική διαδοχή είναι νόμιμη και, ως εκ τούτου, πιθανόν να είναι καλοδεχούμενη και όχι ανεπιθύμητη, όπως σε ένα τυπικά σουλτανικό καθεστώς. Για παράδειγμα, το 1999 στο Μαρόκο ο κόσμος χαιρέτισε την άνοδο στον θρόνο του Βασιλιά Μοχάμετ Στ΄ , τρέφοντας μεγάλες ελπίδες για αλλαγή. Και όντως, ο Μοχάμετ ερεύνησε κάποιες από τις προηγούμενες υποθέσεις κατάχρησης του νόμου και εργάστηκε για να βελτιώσει κάπως τα δικαιώματα των γυναικών. Πέτυχε να κατευνάσει τις πρόσφατες διαμαρτυρίες στο Μαρόκο, υποσχόμενος ευρύτερη συνταγματική αναθεώρηση. Στο Μπαχρέιν, στην Ιορδανία, στο Κουβέιτ, στο Μαρόκο, στο Ομάν, στη Σαουδική Αραβία, οι ηγέτες θα κατορθώσουν πιθανόν να παραμείνουν στην εξουσία, αν δείξουν προθυμία να την μοιραστούν με εκλεγμένους αξιωματούχους ή αν αναθέσουν τα ηνία σε νεότερα μέλη της οικογένειας που έχουν ταχθεί υπέρ σημαντικών μεταρρυθμίσεων.

Το καθεστώς που, βραχυπρόθεσμα, πιθανόν να αποφύγει σημαντικές αλλαγές είναι το Ιράν. Αν και το Ιράν χαρακτηρίζεται σουλτανικό καθεστώς, διαφέρει από πολλές απόψεις : σε αντίθεση με άλλα καθεστώτα της περιοχής, οι αγιατολάχ υιοθετούν μια αντι-δυτική ιδεολογία σιισμού και περσικού εθνικισμού, που αντλεί σημαντική ισχύ από τον απλό λαό. Αυτό το καθιστά μάλλον κάτι σαν ένα κόμμα-κράτος με ευρύ λαϊκό έρεισμα. Επίσης, το Ιράν κυβερνάται από έναν συνδυασμό διαφόρων ισχυρών ηγετών, και όχι μόνο από έναν: τον Ανώτατο Ηγέτη Αλί Χαμενεΐ, τον Πρόεδρο Μαχμούτ Αχμαντινετζάντ και τον Πρόεδρο του Κοινοβουλίου Αλί Λαριτζανί. Επομένως, δεν υπάρχει ένας μόνο διεφθαρμένος και ανίκανος σουλτάνος, για να συγκεντρώσει πάνω του τη αμφισβήτηση. Τέλος, το ιρανικό καθεστώς απολαμβάνει την υποστήριξη της Μπασίζ, μιας ιδεολογικά φανατικής πολιτοφυλακής, και των Φρουρών της Επανάστασης, που διαπλέκονται στενά με την κυβέρνηση. Δεν υπάρχουν πολλές πιθανότητες αποσκίρτησης των δυνάμεων αυτών σε περίπτωση μαζικών διαμαρτυριών.

ΜΕΤΑ ΤΙΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΕΙΣ
Όσοι έλπιζαν ότι η Τυνησία και η Αίγυπτος θα μεταβούν σε μια σταθερή δημοκρατία θα απογοητευτούν γρήγορα. Οι επαναστάσεις είναι απλώς η αρχή μιας μακράς διαδικασίας. Ακόμη και ύστερα από μια ειρηνική επανάσταση, απαιτείται, γενικά, μισή δεκαετία για να εδραιωθεί οποιουδήποτε τύπου σταθερό καθεστώς. Αν ξεσπάσει ένας εμφύλιος ή μια αντεπανάσταση (όπως προφανώς συμβαίνει στη Λιβύη), η ανασυγκρότηση του κράτους θα απαιτήσει ακόμη περισσότερο χρόνο.

Γενικά, αφότου τελειώσει η μετεπαναστατική περίοδος μέλιτος, αρχίζουν να εμφανίζονται οι διχόνοιες μεταξύ της αντιπολίτευσης. Αν και η διενέργεια εκλογών είναι το άμεσο βήμα, οι προεκλογικές εκστρατείες και οι αποφάσεις που θα πάρουν τα νέα κοινοβούλια θα ανοίξουν ζητήματα σχετικά με τη φορολογία και τις κρατικές δαπάνες, τη διαφθορά, την εξωτερική πολιτική, τον ρόλο του στρατού, τις εξουσίες του προέδρου, την επίσημη πολιτική για τον θρησκευτικό νόμο και τη λατρεία, για τα δικαιώματα των μειονοτήτων κ.ο.κ. Καθώς οι συντηρητικοί, οι λαϊκιστές, οι ισλαμιστές και οι εκσυγχρονιστές διαγκωνίζονται άγρια για την εξουσία στην Τυνησία, στην Αίγυπτο και, ίσως, στη Λιβύη, οι χώρες αυτές θα αντιμετωπίσουν πιθανόν μακρόχρονες περιόδους αιφνίδιων κυβερνητικών αλλαγών και ανατροπές πολιτικής, όπως συνέβη στις Φιλιππίνες και σε πολλές ανατολικές ευρωπαϊκές χώρες μετά τις αντίστοιχες επαναστάσεις.

Κάποιες δυτικές κυβερνήσεις, μετά τη μακρά υποστήριξη που προσέφεραν στον Μπεν Άλι και τον Μουμπάρακ, ως αναχώματα κατά του ανερχόμενου ριζοσπαστικού ισλαμισμού, φοβούνται τώρα ότι οι ισλαμικές ομάδες ετοιμάζονται να καταλάβουν την εξουσία. Η Μουσουλμανική Αδελφότητα στην Αίγυπτο είναι η καλύτερα οργανωμένη ομάδα της αντιπολίτευσης στη χώρα και δεν βλέπει την ώρα να κερδίσει τις ελεύθερες εκλογές, ιδιαίτερα αν αυτές γίνουν σύντομα, προτού οργανωθούν και άλλες ομάδες. Ωστόσο, το ιστορικό των επαναστάσεων στα σουλτανικά καθεστώτα θα μπορούσε να διασκεδάσει τέτοιες ανησυχίες. Ούτε ένας από τους ανατραπέντες σουλτάνους της τελευταίας τριακονταετίας, συμπεριλαμβανομένων εκείνων της Αϊτής, των Φιλιππίνων, της Ρουμανίας, του Ζαΐρ, της Ινδονησίας, της Γεωργίας και του Κιργιστάν, δεν αντικαταστάθηκε από κυβέρνηση ωθούμενη από ιδεολογία ή ριζοσπαστισμό. Σε όλες τις περιπτώσεις, το τελικό προϊόν ήταν μάλλον μια ατελής δημοκρατία, συνήθως διεφθαρμένη και επιρρεπής στον αυταρχισμό, παρά βίαιη ή εξτρεμιστική.

Αυτό σηματοδοτεί μια σημαντική αλλαγή στην παγκόσμια ιστορία. Μεταξύ 1949 και 1979, κάθε επανάσταση εναντίον σουλτανικού καθεστώτος (σε Κίνα, Κούβα, Βιετνάμ, Καμπότζη, Ιράν και Νικαράγουα) κατέληγε σε μια κομμουνιστική ή ισλαμιστική κυβέρνηση. Την εποχή εκείνη, οι περισσότεροι διανοούμενοι στον αναπτυσσόμενο κόσμο υποστήριζαν το κομμουνιστικό μοντέλο επανάστασης κατά των καπιταλιστικών κρατών. Και στο Ιράν, η επιθυμία να αποφευχθεί τόσο ο κομμουνισμός όσο και ο καπιταλισμός, καθώς και η αύξουσα δημοτικότητα των ηγετών του παραδοσιακού σιιτικού κλήρου, οδήγησε στην ανάγκη καθιέρωσης μιας ισλαμιστικής κυβέρνησης. Ωστόσο, από τη δεκαετία του ’80 και μετά, ούτε το κομμουνιστικό ούτε το ισλαμιστικό μοντέλο έχουν ιδιαίτερη απήχηση. Αμφότερα θεωρήθηκαν ευρέως ότι απέτυχαν όσον αφορά την οικονομική ανάπτυξη και τη λαϊκή υποστήριξη, τα δύο κύρια σκοπούμενα, δηλαδή, όλων των πρόσφατων αντισουλτανικών επαναστάσεων.

Αντιλαμβανόμενοι ότι η υψηλή ανεργία είχε υποκινήσει την καθεστωτική μεταβολή, κάποιοι στις Ηνωμένες Πολιτείες έκαναν έκκληση για ένα Σχέδιο Μάρσαλ για τη Μέση Ανατολή, με σκοπό τη σταθεροποίηση της περιοχής. Όμως το 1945, η Ευρώπη είχε μια ιστορία προγενέστερων δημοκρατικών καθεστώτων και κατεστραμμένες φυσικές υποδομές που έχρηζαν ανοικοδομήσεως. Η Τυνησία και η Αίγυπτος έχουν άθικτες οικονομίες με εξαιρετικές επιδόσεις ανάπτυξης, αλλά χρειάζεται να οικοδομήσουν νέους δημοκρατικούς θεσμούς. Αν ρίξει κανείς λεφτά στις χώρες αυτές, προτού δημιουργήσουν αξιόπιστες κυβερνήσεις, θα τροφοδοτήσει απλώς τη διαφθορά και θα ναρκοθετήσει την πορεία προς τη δημοκρατία.

Επιπλέον, οι Ηνωμένες Πολιτείες και άλλα δυτικά έθνη δεν χαίρουν μεγάλης αξιοπιστίας στη Μέση Ανατολή, δεδομένου της μακρόχρονης υποστήριξης που έχουν προσφέρει στους σουλτανικούς δικτάτορες. Κάθε προσπάθεια να χρησιμοποιηθεί η βοήθεια για υποστήριξη συγκεκριμένων ομάδων ή επιρροή εκλογικών αποτελεσμάτων, ενδέχεται να προκαλέσει καχυποψία. Αυτό που χρειάζονται οι επαναστάτες από το εξωτερικό είναι σθεναρή ενίσχυση στη δημοκρατική τους πορεία, η βούληση να γίνουν αποδεκτές όλες οι ομάδες που σέβονται το δημοκρατικό παιχνίδι και μια θετική ανταπόκριση σε κάθε αίτημα για τεχνική βοήθεια στην οικοδόμηση των θεσμών.

Ο μεγαλύτερος κίνδυνος που αντιμετωπίζουν τώρα η Τυνησία και η Αίγυπτος είναι η προσπάθεια αντεπανάστασης από κάποιους συντηρητικούς στρατιωτικούς, μια ομάδα που συχνά διεκδίκησε την εξουσία μετά την απομάκρυνση κάποιου σουλτάνου. Αυτό συνέβη στο Μεξικό μετά την ανατροπή του Ντίαζ, στην Αϊτή μετά τη φυγή του Ζαν-Κλοντ Ντιβαλιέ και στις Φιλιππίνες μετά την πτώση του Μάρκος. Κι όταν ο Σουχάρτο εκδιώχθηκε από την εξουσία στην Ινδονησία, οι στρατιωτικοί έδειξαν τη δύναμή τους, καταπνίγοντας κινήματα ανεξαρτησίας στο Ανατολικό Τιμόρ, που η Ινδονησία είχε καταλάβει από το 1975.

Κατά τις τελευταίες δεκαετίες αντεπαναστατικές προσπάθειες (όπως στις Φιλιππίνες το 1987-88 και στην Αϊτή το 2004) απέτυχαν ολοσχερώς. Δεν ακύρωσαν τις δημοκρατικές κατακτήσεις ούτε οδήγησαν τα μετα-σουλτανικά καθεστώτα στα χέρια των εξτρεμιστών, θρησκευτικών ή άλλων.

Βέβαια, παρόμοιες προσπάθειες αποδυναμώνουν τις νεαρές δημοκρατίες και τις εμποδίζουν να προβούν στις επείγουσες αναγκαίες μεταρρυθμίσεις. Μπορούν, επίσης, να προκαλέσουν ριζικές αντιδράσεις. Αν οι στρατιωτικοί στην Τυνησία ή την Αίγυπτο αποπειραθούν να διεκδικήσουν την εξουσία ή τον αποκλεισμό των ισλαμιστών από τη συμμετοχή στα νέα καθεστώτα, ή αν οι μοναρχίες της περιοχής επιδιώξουν να κρατήσουν τα καθεστώτα τους κλειστά μέσω καταστολής και όχι να τα ανοίξουν μέσω μεταρρυθμίσεων, το μόνο που θα κάνουν θα είναι να ωφελήσουν τις ακραίες δυνάμεις. Για παράδειγμα, η αντιπολίτευση στο Μπαχρέιν, η οποία είχε επιδιώξει συνταγματικές μεταρρυθμίσεις, αντέδρασε στη σαουδαραβική απόπειρα να κατασταλούν οι διαδηλώσεις, απευθύνοντας έκκληση για ανατροπή της μοναρχίας του Μπαχρέιν, αντί για μεταρρύθμισή της. Η σύγκλιση θα έπρεπε να είναι στην ημερήσια διάταξη.

Η άλλη σημαντική απειλή για τις δημοκρατίες στη Μέση Ανατολή είναι ο πόλεμος. Αν το δούμε ιστορικά, τα επαναστατικά καθεστώτα σκληραίνουν και γίνονται ακόμη ριζοσπαστικότερα σε περίπτωση διεθνούς σύγκρουσης. Δεν ήταν η πτώση της Βαστίλης, αλλά ο πόλεμος με την Αυστρία που έδωσε στους ριζοσπάστες Ιακωβίνους την εξουσία κατά τη διάρκεια της Γαλλικής Επανάστασης. Παρομοίως, ο πόλεμος του Ιράν με το Ιράκ έδωσε στον Αγιατολάχ Ρουχολάχ Χομεϊνί την ευκαιρία να απομακρύνει τους μετριοπαθείς κοσμικούς. Στην πραγματικότητα, το μόνο γεγονός που μπορεί να κάνει τους εξτρεμιστές να σαμποτάρουν τις επαναστάσεις στη Μέση Ανατολή θα συμβεί αν, εξαιτίας του άγχους του Ισραήλ ή των παλαιστινιακών προκλήσεων, κλιμακωθεί η εχθρότητα μεταξύ Ισραήλ και Αιγύπτου, και οδηγήσει, έτσι, σε έναν καινούργιο πόλεμο.

Όπερ σημαίνει, υπάρχει περιθώριο για αισιοδοξία. Πριν από το 2011, η Μέση Ανατολή ξεχώριζε στον χάρτη ως η μόνη περιοχή του κόσμου που όντως στερείτο δημοκρατίας. Οι επαναστάσεις των Γιασεμιών και του Νείλου φαίνεται να τα αλλάζουν όλα αυτά. Οτιδήποτε κι αν προκύψει τελικά, ένα είναι σίγουρο: η διακυβέρνηση από σουλτάνους οδεύει προς το τέλος της.

*Τίτλος τραγουδιού του συγκροτήματος The Clash (Άσε την κάσμπα να ροκάρει).
**Οχυρό σε ύψωμα σε πόλεις της Βόρειας Αφρικής ή η περιοχή γύρω του.

Πρωτότυπο: http://www.foreignaffairs.com/articles/67694/jack-a-goldstone/understand...

Copyright © 2002-2010 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved.

Συνδέσεις:
[1] http://policy.gmu.edu/
[2] http://www.foreignaffairs.com/books/fabooks/the-new-arab-revolt?cid=oth-...
[3] http://www.amazon.com/New-Arab-Revolt-Happened-ebook/dp/B004YXFMIY/ref=s...
[4] http://search.barnesandnoble.com/The-New-Arab-Revolt/Council-on-Foreign-... new arab revolt