Η σωτηρία του ευρώ σημαίνει χειρότερα προβλήματα στην ΕΕ | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Η σωτηρία του ευρώ σημαίνει χειρότερα προβλήματα στην ΕΕ

Χαρτογραφώντας τις επικείμενες καταστροφικές επιλογές

Η λιτότητα έχει ήδη κοστίσει. Σε όλη την Ευρώπη, υπήρξε μια ραγδαία αύξηση της φτώχειας, της ανισότητας και της ανεργίας. Πολύ λίγα έχουν γίνει σε επίπεδο ΕΕ για να απαλυνθεί η άσχημη κατάσταση. Κάποιος πρέπει να αναρωτηθεί πού βρίσκεται η κοινωνική Ευρώπη. Τα Διαρθρωτικά Ταμεία σχεδιάστηκαν να προωθήσουν την οικονομική ανάπτυξη σε περιοχές που έχουν ανάγκη ως επί το πλείστον δεν χρησιμοποιήθηκαν από τα φτωχότερα κράτη των νότιων ευρωπαϊκών περιφερειών, κυρίως επειδή τους λείπει η διοικητική ικανότητα να χειρίζονται τους γραφειοκρατικούς δαιδάλους προκειμένου να έχουν πρόσβαση στα κεφάλαια αυτά. Ομοίως, το Ευρωπαϊκό Ταμείο Προσαρμογής στην Παγκοσμιοποίηση (ΕΤΠ), που δημιουργήθηκε το 2007 με τυμπανοκρουσίες, και στοχεύει στην αντιμετώπιση των προβλημάτων της ανεργίας που προκύπτουν από την παγκοσμιοποίηση, αποδεικνύεται ότι δεν έχει εκταμιεύσει σχεδόν καθόλου χρήματα το 2010, ακόμη και όταν η ανεργία συνεχίζει να αυξάνεται.

Στη συνέχεια, υπάρχει η κρίση ανταγωνιστικότητας. Καθώς οι περικοπές στις διασυνοριακές συναλλαγές μετά την σχετική εντολή από τα όργανα της ΕΕ για τη Νότιο Ευρώπη δεν άφησαν τίποτα (συμπεριλαμβανομένων των επενδύσεων σε τομείς που απαιτούνται για τη μελλοντική ανάπτυξη, όπως η κατάρτιση και εκπαίδευση, η υποστήριξη για τη δημιουργία θέσεων εργασίας και για την ίδρυση επιχειρήσεων αλλά και για τον οικονομικό εκσυγχρονισμό) οι χώρες αυτές δεν θα είναι σε θέση να ανταπεξέλθουν στα χρέη τους, πόσο μάλλον να ευημερήσουν. Τα μέτρα λιτότητας που σχεδιάστηκαν με βάση το λεγόμενο γερμανικό μοντέλο μπορεί να λειτουργούν για μια οικονομία που ενισχύεται από εξαγωγές όπως είναι αυτή της Γερμανίας. Αλλά δεν κάνουν τίποτα άλλο από το να επιτείνουν την πτώση για τις ευρωπαϊκές χώρες της Μεσογείου.

Οι κρίσεις της ΕΕ δεν είναι απλώς οικονομικές και κοινωνικές. Είναι, επίσης, πολιτικές. Η πολιτική στην Ευρώπη μετατρέπεται ήδη όλο και περισσότερο σε εθνική. Ο ευρωσκεπτικισμός είναι σε άνοδο τόσο στη νότια Ευρώπη, όπου οι πολίτες θεωρούν ότι η ΕΕ επιβάλλει άσκοπα σκληρή λιτότητα για να εξευμενίσει τη Βόρεια Ευρώπη αλλά και στο Βορρά, όπου οι πολίτες θεωρούν ότι η ΕΕ επιβάλλει αναίτια υψηλό κόστος στην διάσωση του Νότου. Οι ευρωπαίοι ηγέτες έχουν κάνει ελάχιστα για να αντιμετωπίσουν αυτές τις αντιλήψεις.

Στη Γερμανία, για παράδειγμα, οι ομιλίες της καγκελάριου Άνγκελα Μέρκελ κατά τους μήνες πριν να συμφωνήσει με την πρώτη ελληνική διάσωση και τη δημιουργία του EFSF, δεν έκαναν τίποτα για να προετοιμάσουν το κοινό γι 'αυτές τις ενέργειές της, αλλά αντίθετα φαινόταν να συμφωνεί με τις λαϊκές εφημερίδες στην αυστηρή κριτική κατά των «τεμπέληδων ελλήνων». Ως εκ τούτου, η «σωτηρία» του ευρώ αποδείχθηκε πολύ πιο δύσκολο να υποστηριχθεί πολιτικά. Το ίδιο πρόβλημα ισχύει και σήμερα. Αν και τώρα διακηρύσσει την ανάγκη για βαθύτερη πολιτική και οικονομική ολοκλήρωση, η Μέρκελ παραμένει ο κύριος ηγέτης που θα αποφασίσει το αν η ΕΚΤ γίνει ένας «δανειστής έσχατης ανάγκης».

Κατά συνέπεια, τα πολιτικά άκρα κερδίζουν έδαφος στις πρωτεύουσες όλη την Ευρώπη. Τα λαϊκίστικα κόμματα έχουν γίνει όλο και περισσότερο ηχηρά αντιτιθέμενα στις διασώσεις χωρών, από το ακροδεξιό Εθνικό Μέτωπο της Γαλλίας ως την άκρα αριστερά της Γερμανίας (το Die Linke, το Αριστερό Κόμμα). Στην Ολλανδία, ο Γκερτ Βίλντερς έχει καταφέρει να κάνει το Κόμμα της Ελευθερίας του οποίου ηγείται, το δεύτερο πιο δημοφιλές κόμμα στην Ολλανδία με το να μετατοπίσει το επίκεντρο της ρητορικής του από αντι-μουσουλμανικό σε αντι-ευρωπαϊκό, ενώ οι ακροαριστεροί σοσιαλιστές τάχθηκαν εξίσου αρνητικά με τα πακέτα διάσωσης της ευρωζώνης και επίσης ανέβηκαν στις δημοσκοπήσεις. Τα αντιευρωπαϊκά αισθήματα έχουν αυξηθεί και εκτός της ευρωζώνης, προσφάτως πιο αισθητά στη Βρετανία, με την εξέγερση των νεότερων βουλευτών στο Συντηρητικό κόμμα.

Αυτοί που πραγματικά χειρίζονται τους πολιτικούς μοχλούς τώρα αποκαλούνται τεχνοκράτες. Για τις εθνικές δημοκρατίες, η παραίτηση των εκλεγμένων πρωθυπουργών, είτε του Σίλβιο Μπερλουσκόνι στην Ιταλία είτε του Γιώργου Παπανδρέου στην Ελλάδα, και η αντικατάστασή τους από προεδρικά διορισμένους οικονομολόγους, έχουν προκαλέσει άμεσα ερωτηματικά σχετικά με τη δημοκρατική νομιμοποίηση των μη εκλεγμένων αξιωματούχων όταν παίρνουν τη θέση των εκλεγμένων κυβερνήσεων.

Όμως, αν η στροφή της Ιταλίας σε μια τεχνοκρατική κυβέρνηση θα μπορούσε κάλλιστα να είναι μια ευκαιρία να κάνει την δημοκρατία να λειτουργήσει εκ νέου - με μια επανάληψη των επιτυχημένων μεταρρυθμίσεων στα μέσα της δεκαετίας του 1990 προκειμένου η Ιταλία να συμμετάσχει στο ευρώ, και τώρα να μείνει σε αυτό – κάτι ανάλογο είναι πολύ λιγότερο σαφές για την Ελλάδα, η οποία, σύμφωνα με τις σκληρές εντολές των τεχνοκρατών της τρόικας (ΔΝΤ, ΕΚΤ και Ευρωπαϊκή Επιτροπή), επέβαλε αυξημένο άγος σε έναν αποκλεισμένο από τα δημοκρατικά του δικαιώματα λαό. Υπό το πρίσμα αυτό, έκκληση του Παπανδρέου για δημοψήφισμα θα μπορούσε να θεωρηθεί ως μια γνήσια επιθυμία να φέρει τη συμμετοχική δημοκρατία πάλι στο προσκήνιο, επιτρέποντας στο εκλογικό σώμα να ψηφίσει για το αν θα δεχθεί το πακέτο διάσωσης και, κατ 'επέκταση, να παραμείνει ή να φύγει από την ευρωζώνη.

Το ζήτημα, ωστόσο, είναι ότι με το να δώσει ξανά πολιτική έκφραση στο ελληνικό κοινό ο Παπανδρέου αφαιρούσε μονομερώς το δικαίωμα έκφρασης από τους άλλους λαούς των χωρών της Ευρωζώνης, που όλοι αντιλαμβάνονταν ότι η τύχη του ευρώ ξαφνικά εξαρτάται από το ελληνικό δημοψήφισμα.