Σώζεται ο τιτανικός; | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Σώζεται ο τιτανικός;

Από το Μνημόνιο, ξανά στην Ανάπτυξη

Το βιβλίο του καθηγητή του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών και πρώην υπουργού Ανάπτυξης και Οικονομικών απαντά αναλυτικά στο πώς δημιουργήθηκε το ελληνικό χρέος αλλά το ενδιαφέρον εστιάζεται στους τρόπους που μπορεί να τιθασευτεί. Ωστόσο, ο χρόνος δεν περισσεύει. Ιδιαίτερα όταν το ζήτημα πλέον δεν περιορίζεται στην Ελλάδα αλλά αφορά ολόκληρη την Ευρώπη.

Είναι σπάνιο για ένα βιβλίο που περιγράφει την πορεία μιας χώρας προς ένα συγκεκριμένο σημείο της ιστορίας της να αποκτά μια δεύτερη έκδοση, προσαρμοσμένη στις εξελίξεις, λίγους μήνες μετά την πρώτη του έκδοση. Αλλά το θέμα του βιβλίου του Νίκου Χριστοδουλάκη –όπως, βέβαια, και οι εξαιρετικές περιστάσεις που βιώνει η Ελλάδα – καθιστούν μια τέτοια ενέργεια απολύτως δικαιολογημένη.
Όπως σημειώνει, η συζήτηση για την τύχη της ελληνικής οικονομίας έχει αποκτήσει πλέον πολλά κοινά χαρακτηριστικά με την «Ανάλυση του Χάους» μαζί με τη δίδυμη «Θεωρία των Καταστροφών».
Ωστόσο, υπάρχουν μερικά πράγματα που είναι ξεκάθαρα. Η κρίση χρέους, στην οποία βρίσκεται παγιδευμένη εδώ και τρία χρόνια η Ελλάδα γεννήθηκε και φούντωσε μέσα σε συγκεκριμένες συνθήκες, ενώ ταυτόχρονα συνέτρεξαν τέσσερις συγκεκριμένοι παράγοντες: υπερβολική δημόσια σπατάλη, υπερβολικό εξωτερικό έλλειμμα, υπερβολική αναβλητικότητα και υπερβολική ύφεση. Και τους τέσσερις παράγοντες θα μπορούσε η χώρα να τους έχει αποφύγει –κι έτσι να μετριάσει τις συνέπειες της κρίσης- με ένα συνδυασμό συνετής διαχείρισης, διορατικότητας και άμεσης δράσης, τόσο στο εσωτερικό της χώρας όσο και σε ευρωπαϊκό επίπεδο.
Δυστυχώς, αυτά δεν έγιναν. Και στο μεταξύ η κρίση τα άλλαξε όλα: το πολιτικό περιβάλλον, τις κοινωνικές σχέσεις, την οικονομία, μέχρι και τις αξίες και τις βεβαιότητες που επικράτησαν τις προηγούμενες δεκαετίες. Και στο σημείο αυτό ο συγγραφέας είναι ξεκάθαρος. Καταγράφει ως το πρώτο βασικό σημάδι της πιστωτικής κρίσης τον Σεπτέμβριο του 2007 την ραγδαία πτώση του δείκτη ρευστότητας στη διατραπεζική αγορά του Λονδίνου. Ένα χρόνο αργότερα, το 2008 τα πράγματα θα γίνουν εκρηκτικά στην Ελλάδα. Ωστόσο, σημειώνει ότι η μεγάλη εκτόξευση του δημόσιου χρέους έγινε τη δεκαετία του 1980, όταν από 24% του ΑΕΠ, το 1980, διογκώθηκε σχεδόν πέντε φορές και έφτασε στο 115% το 1990.
Το 2008, λοιπόν, συνεχίστηκε η πρωτοφανής διόγκωση του ελλείμματος στο Ισοζύγιο Πληρωμών, γεγονός που έκανε αναγκαία τη συνέχιση του υψηλού δανεισμού. Ταυτόχρονα, η ανταγωνιστική θέση της χώρας καταβαραθρωνόταν με την ίδια ακριβώς ταχύτητα. Στην κακή αυτή πορεία συνετέλεσε η ανατιμητική πορεία του πετρελαίου. Όμως, πλέον, το μεγαλύτερο μέρος του δημοσίου χρέους (περίπου το 75%) το κατέχουν οι ξένες τράπεζες και σε συνθήκες πιστωτικής ασφυξίας οι πιέσεις επί του χρέους έγιναν αφόρητες. Αλλά αντί η Ελλάδα να βρει τρόπους μέσα στο 2008 να ανταπεξέλθει στο νέο περιβάλλον, «τη δανειακή έκρηξη του 2008 την ακολούθησε μια ακόμη ισχυρότερη το 2009. Η πολιτική που εφαρμόστηκε εκείνη την εκλογική χρονιά, όχι μόνο δεν επιχείρησε να συμμαζέψει τον εκτροχιασμό του δημοσιονομικού και του εξωτερικού ελλείμματος, αλλά τον τροφοδότησε κιόλας με μια ακόμα πιο σπάταλη πολιτική, σαν να έριχνε λάδι στη φωτιά».
Αυτός ο υπερβάλλων δανεισμός κατευθύνθηκε σε αυξήσεις μισθών και συντάξεων στο δημόσιο, στην αύξηση διάφορων επιδομάτων και στην ικανοποίηση εφάπαξ καταναλωτικών αναγκών του δημοσίου.
Με την έλευση των εκλογών, και παρά το γεγονός ότι η Ελλάδα είχε στη φαρέτρα της πλεονεκτήματα που θα μπορούσαν να της επιτρέψουν να περάσει την κρίση με πιο ήπιο τρόπο, επικράτησε μια πρωτοφανής σύγχυση για το τι έπρεπε να γίνει και τελικά, αυτά που έγιναν μεγέθυναν το πρόβλημα: Οι αλλαγές στη φορολογία, το φρενάρισμα των δημοσίων επενδύσεων, η καθυστέρηση στο δεύτερο πακέτο εγγυήσεων για τη ρευστότητα της αγοράς και η υποχρεωτική συμμετοχή των τραπεζών σε αυτό όταν επιτέλους ενεργοποιήθηκε είναι μερικά από τα παραδείγματα.
Τα πλήγματα δε στην αξιοπιστία της χώρας ήταν τεράστια καθώς η πολιτική γινόταν από μια κυβέρνηση «που ήταν στραμμένη προς τις εκλογές και μια αντιπολίτευση που θέλησε να διευρύνει τη νίκη της με το μοιραίο σύνθημα “λεφτά υπάρχουν”».
Ο Νίκος Χριστοδουλάκης υπογραμμίζει την αδράνεια που παρατηρήθηκε στην Ελλάδα αμέσως μετά τις εκλογές του 2009, μια αδράνεια που σε σημαντικό βαθμό ταίριαξε με την αμηχανία ολόκληρης της Ευρώπης. Όμως, εδώ άρχισαν να γίνονται και λάθη όπως ήταν η επιβολή νέων φόρων που δεν έφεραν νέα έσοδα, οι μεταρρυθμίσεις που δεν εμπεριείχαν κίνητρα ανάπτυξης, οι περικοπές στο δημόσιο χωρίς παράλληλες αποκρατικοποιήσεις και άλλες ενέργειες επικοινωνιακού περιεχομένου που πανικόβαλλαν την αγορά. Έτσι η ύφεση βάθυνε.
Πάντως ο συγγραφέας είναι πεπεισμένος ότι υπάρχει ακόμα ο τρόπος να μην βουλιάξει η χώρα. «Τα νούμερα βγαίνουν» λέει, αρκεί να γίνουν οι κατάλληλες κινήσεις ώστε να υπάρξει μια ταχεία επάνοδος της χώρας σε αναπτυξιακούς δρόμους. Επιμένει δε ότι μπορεί να διασωθεί και η απασχόληση, και η οικονομία, και η θέση της Ελλάδας στην Ευρώπη. Αλλά χρειάζεται να δοθούν λύσεις τώρα, όχι να περιμένουμε να βρούμε τη βέλτιστη λύση αργότερα. Αρκεί η σημερινές λύσεις να μην είναι απαγορευτικές σε μελλοντικές βελτιώσεις.
Δεν χρειάζονται μεγαλεπήβολες μεταρρυθμίσεις (οι οποίες δεν επιβιώνουν στην Ελλάδα για μια σειρά από λόγους, πολιτικούς και κοινωνικούς) αλλά πρακτικά βήματα ισονομίας, κινήτρων και ευκαιριών. Για παράδειγμα, οι αποκρατικοποιήσεις και η αξιοποίηση της κρατικής περιουσίας πρέπει να γίνουν με καινούργιους τρόπους και εργαλεία έτσι ώστε να μην ξαναπέσει η ελληνική κοινωνία στον κρατισμό όπως έγινε πριν από είκοσι χρόνια εξαιτίας των «επικοινωνιακών συγκινήσεων» που αλλοίωσαν την εικόνα. Έπειτα χρειάζονται δημοσιονομικά μέτρα και μεταρρυθμίσεις, όπως, μεταξύ άλλων, η θέσπιση συνταγματικών δημοσιονομικών κανόνων, η κατάργηση τετελεσμένων στο δημόσιο (π.χ. μονιμότητα) αλλά και η τεχνολογική αναβάθμισή του. Και βέβαια χρειάζεται μια βαθιά φορολογική μεταρρύθμιση κι ένα μοντέρνο ασφαλιστικό.