Το Ισραήλ περιχαρακώνεται αλλά αιμορραγεί | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Το Ισραήλ περιχαρακώνεται αλλά αιμορραγεί

Πώς η Κατοχή Καταστρέφει τη Χώρα

Για την ισραηλινή Δεξιά και τους ανά τον κόσμο συμμάχους της ο μεγαλύτερος κίνδυνος για το μέλλον του Ισραήλ είναι η απροθυμία των Παλαιστινίων για ειρήνευση. Η ισραηλο-παλαιστινιακή σύγκρουση, όντως, απειλεί το Ισραήλ, όχι όμως επειδή, όπως θα ήθελε η ισραηλινή Δεξιά, οι φανατικοί ή ακόμη και οι μετριοπαθείς Παλαιστίνιοι βυσσοδομούν με σκοπό να ρίξουν τους Ισραηλινούς στη θάλασσα. Η σύγκρουση απειλεί το Ισραήλ μάλλον υπό την έννοια ότι διαβρώνει την εσωτερική πολιτική της χώρας. Από το 1968, όταν το Ισραήλ κατέλαβε τη Δυτική Όχθη και τη λωρίδα της Γάζας, η παρουσία του στην περιοχή έπαιξε σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση της ισραηλινής πολιτικής, μεταμορφώνοντας μια χώρα που κάποτε ξεχείλιζε από αισιοδοξία σε έναν ολοένα και πιο κυνικό, κατηφή και ανελεύθερο τόπο.

Εμφυσώντας μια νοοτροπία οχυρού στους Ισραηλινούς, η κατοχή εξέθρεψε έναν επιθετικό εθνικισμό, που ευνοεί τα συμφέροντα των Ισραηλινών εις βάρος των Αράβων πολιτών. Οι τελευταίοι κατέληξαν στην πεποίθηση ότι δεν θα τους μεταχειριστούν ποτέ ισότιμα σε ένα Ισραήλ που προσδιορίζεται ως εβραϊκό κράτος. Ταυτόχρονα, έχοντας παραλύσει το ισραηλινό πολιτικό σύστημα, η κατοχή ενίσχυσε τα υπερορθόδοξα εβραϊκά κόμματα, τα οποία έχουν εκμεταλλευτεί τις διαφορές μεταξύ Δεξιάς και Αριστεράς, με αποτέλεσμα να γίνουν ρυθμιστικοί παράγοντες του πολιτικού παιχνιδιού. Σε ανταπόδοση της κοινοβουλευτικής τους στήριξης, έχουν απαιτήσει οικονομικές χορηγίες προς τα μέλη τους, που συχνά αφιερώνονται στη μελέτη των ιουδαϊκών κειμένων αντί να συμμετέχουν στο εργατικό δυναμικό. Οι μορφωμένες, κατά κύριο λόγο κοσμικές ελίτ, απογοητευμένες από τους χαμηλούς μισθούς και την υψηλή φορολογία, επέλεγαν μέχρι πρόσφατα, και σε σημαντικά ποσοστά, τη μετανάστευση. Όσο συνεχίζεται η κατοχή, δεν φαίνεται να διαγράφονται μακροπρόθεσμες προοπτικές για ανατροπή αυτού του φαινομένου της «διαρροής εγκεφάλων». Αυτοί είναι οι πραγματικοί κίνδυνοι που απειλούν το όραμα των ιδρυτών του Ισραήλ για ένα δημοκρατικό, εβραϊκό και ακμαίο κράτος.

Ωστόσο, η ελπίδα δεν έχει σβήσει ακόμη. Ένας μετριοπαθής κυβερνητικός συνασπισμός θα μπορούσε να συγκρατήσει το Ισραήλ στον ολισθηρό του δρόμο προς την ανελευθερία, προσφέροντας στον αραβικό πληθυσμό του ισότητα και δικαιοσύνη, ωθώντας τον αυξανόμενο φανατικά ορθόδοξο πληθυσμό του να κερδίζει τα προς το ζην, παρά να συντηρείται από το κράτος, και προσφέροντας στη μορφωμένη τάξη των Ισραηλινών έναν λόγο να παραμείνει στη χώρα. Αυτό πρέπει να κάνει το Ισραήλ για να διατηρήσει την ανθηρή οικονομία του σε σφριγηλή κατάσταση και να διασφαλίσει ότι η προβληματική, αλλά παλλόμενη, δημοκρατία του μπορεί να ευδοκιμήσει. Ένας τέτοιος συνασπισμός, όμως, παραμένει ένα μακρινό όνειρο, από τη στιγμή που η κατοχή συνεχίζει να επισκιάζει την ισραηλινή πολιτική.

ΑΝΟΙΓΜΑ ΤΩΝ ΣΥΝΟΡΩΝ

Στα χρόνια που ακολούθησαν την ανεξαρτητοποίηση, το Ισραήλ αναδείχθηκε σε ένα σπάνιο επιτυχές παράδειγμα μέσα στον μετα-αποικιακό κόσμο. Η χώρα κατάφερε να απορροφήσει εκατοντάδες χιλιάδες μετανάστες από όλον τον κόσμο, να προωθήσει την οικονομική ανάπτυξη και να συγκροτήσει έναν πανίσχυρο στρατό. Βέβαια, η δημοκρατία του ήταν ατελής (μια στρατιωτική διοίκηση κυβερνούσε τους Άραβες πολίτες του μέχρι το 1966, ενώ οι Εβραίοι της Βόρειας Αφρικής και αυτοί με αραβική καταγωγή υπολείπονταν σε σχέση με τους Ευρωπαίους ομολόγους τους), ήταν όμως υπαρκτή.

Τα επιτεύγματα αυτά έγιναν εφικτά εν μέρει χάρη στο γεγονός ότι μέχρι το 1967 τα σύνορα του Ισραήλ ήσαν δεδομένα. Οι γραμμές της ανακωχής που εδραιώθηκαν το 1949, με μια σειρά αμοιβαίων συμφωνιών μεταξύ του Ισραήλ και των Αράβων εχθρών του κατά το τέλος του πολέμου της Ανεξαρτησίας, έγιναν τα de facto σύνορα του κράτους. Οι Ισραηλινοί ηγέτες από όλο το πολιτικό φάσμα κατανόησαν ότι η νεότευκτη χώρα δεν ήταν σε θέση να κυνηγήσει το όνειρο για τη δημιουργία ενός κράτους που θα εκτεινόταν από τη Μεσόγειο μέχρι τον Ιορδάνη. Ένα θέμα που είχε κάποτε διχάσει βαθιά τους σιωνιστές φαινόταν τώρα πια άκαιρο, επιτρέποντας στους ηγέτες να αφοσιωθούν στα πρακτικά ζητήματα της οικοδόμησης ενός καινούργιου κράτους.

Όμως ο πόλεμος του Ιουνίου του 1967 επανέφερε το θέμα των συνόρων επί τάπητος, καταστρέφοντας μέσα σε έξι μέρες την πρόοδο που είχε επιτευχθεί μέσα σε είκοσι χρόνια. Έκτοτε, το ζήτημα των κατεχομένων εδαφών έχει παραλύσει την ισραηλινή πολιτική. Εξαρχής, υπήρχαν αυτοί που ήθελαν την προσάρτηση των περιοχών, είτε με σκοπό τη δημιουργία αμυντικού πλεονεκτήματος είτε για να εκπληρωθεί η θεϊκή εντολή. Κάποιοι προέβλεψαν ότι το Ισραήλ δεν θα μπορούσε σε μόνιμη βάση να διοικήσει τόσο εκτεταμένο μη εβραϊκό πληθυσμό χωρίς να υπονομεύσει τον εβραϊκό του χαρακτήρα ή τις δημοκρατικές του αρχές. Διχασμένος ανάμεσα σε επικράτεια και ασφάλεια, ο λαός του Ισραήλ δεν κατάφερε επανειλημμένως να δώσει μια σαφή εντολή στην Aριστερά ή στη Δεξιά, ενώ οι κυβερνητικοί συνασπισμοί που προέκυψαν στηρίζονταν συχνά σε ισχνές και ασταθείς κοινοβουλευτικές πλειοψηφίες. Οι βασικές ρωγμές που είχε ανοίξει το ζήτημα των κατεχομένων επέτρεψαν σε κόμματα με στενό ορίζοντα να αλώσουν το σύστημα και να εκβιάσουν ακριβά τιμήματα για την υποστήριξή τους. Καλοπροαίρετες μεταρρυθμιστικές απόπειρες, όπως η θέσπιση της άμεσης εκλογής του πρωθυπουργού, που αποσκοπούσαν να κάνουν τον ισραηλινό λαό να τοποθετηθεί ενώπιον του κεντρικού προβλήματος, που είναι το μέλλον του Ισραήλ στα κατεχόμενα, φάνηκαν ελπιδοφόρες αρχικά, αλλά απλώς αποδυνάμωσαν τα βασικά πολιτικά κόμματα και συνέβαλαν στον κατακερματισμό του εκλογικού σώματος. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να εξακολουθήσουν οι κυβερνήσεις του Ισραήλ να παραπαίουν από κρίση σε κρίση, ανίκανες να αναλάβουν την αντιμετώπιση των πλέον επειγόντων προβλημάτων της χώρας. Κάποιες προτάσεις για συνταγματική μεταρρύθμιση, με σκοπό την επίλυση τούτων των προβλημάτων συζητήθηκαν ένθερμα, αλλά άφησαν απ’ έξω την αιτία του κακού: την πολιτική για τα κατεχόμενα.

ΙΣΡΑΗΛ: ΣΩΣΤΟ Ή ΛΑΘΟΣ

Πρώτα και κύρια, η συνεχιζόμενη κατοχή πυροδότησε έναν εθνο-θρησκευτικό φανατισμό, που βαθμιαία κυριάρχησε στην ισραηλινή πολιτική. Μολονότι ένας ορισμένος βαθμός εθνοκεντρισμού είναι αναπόφευκτος στο Ισραήλ (η Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας του, άλλωστε, το προσδιορίζει ως «εβραϊκό κράτος»), οι τυπικά αστικοί κρατικοί θεσμοί του εξελίχθηκαν σταδιακά και έγιναν πιο γνήσια αστικοί μεταξύ 1948 και 1967, τροφοδοτώντας την ανάδειξη μιας ισραηλινής ταυτότητας που αγκάλιαζε πλέον όλους τους Ισραηλινούς, ασχέτως θρησκείας ή εθνικότητας, σε αντιδιαστολή με την αποκλειστικά εβραϊκή εθνική ταυτότητα. Ο πόλεμος του 1967, όμως, αναζωπύρωσε όνειρα για ενσωμάτωση στο σύγχρονο Ισραήλ των περιοχών της Δυτικής Όχθης, που ήταν η γενέτειρα του ιουδαϊσμού. Καθώς οι Εβραίοι πολίτες του Ισραήλ εξοικειώθηκαν με τις μείζονες ιστορικές και θρησκευτικές τοποθεσίες της παράδοσής τους, όπως το Δυτικό Τείχος, βαθμιαία εγκολπώθηκαν την εβραϊκότητά τους εις βάρος της πολιτικής εθνικής τους ταυτότητας. Ταυτόχρονα, επιτυχείς αραβικές προσπάθειες να απονομιμοποιήσουν το Ισραήλ στη διεθνή σκηνή, με γνωστότερη την απόφαση του Ο.Η.Ε. το 1975 που εξισώνει τον σιωνισμό με τον ρατσισμό, τροφοδότησαν μιαν αίσθηση απομόνωσης μεταξύ των Εβραίων του Ισραήλ, ενισχύοντας το γόητρο του εθνο-θρησκευτικού εθνικισμού.

Παρότι το Ισραήλ ακολούθησε σταδιακά μια πιο φιλελεύθερη πολιτική αμέσως μετά το ξέσπασμα της πρώτης ιντιφάντα και των συμφωνιών του Όσλο, οι εθνοκεντρικές τάσεις της χώρας έχουν ενταθεί κατά την τελευταία δεκαετία. Αυτό οφείλεται εν μέρει στην ανάπτυξη κάποιων κοινοτήτων (ιδιαίτερα των μεταναστών από την πρώην Σοβιετική Ένωση, ένα σχεδόν εκατομμύριο από τους οποίους ήρθαν στο Ισραήλ από το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, και των φανατικών Εβραίων, τόσο των υπερορθόδοξων όσο και των σιωνιστών), που η σχέση τους με τη φιλελεύθερη δημοκρατία είναι -για διάφορους ιδεολογικούς και ιστορικούς λόγους- αβέβαιη, στην καλύτερη των περιπτώσεων. Ωστόσο, ο μεταβαλλόμενος χαρακτήρας της σύγκρουσης κατά την τελευταία δεκαετία είναι, επίσης, ένας σημαντικός παράγοντας. Κατά την κυρίαρχη ισραηλινή αντίληψη, το όραμα των διαπραγματεύσεων του Όσλο κατέρρευσε το 2000, όταν η παλαιστινιακή ηγεσία όχι μόνο απέρριψε τη γενναιόδωρη πρόταση ειρήνης του Ισραήλ, αλλά εξαπέλυσε και μια δεύτερη ιντιφάντα. Η βία που επακολούθησε βύθισε τους Ισραηλινούς στην απογοήτευση και τη διάψευση. Έχουν τη γενική αίσθηση ότι το Ισραήλ έκανε τα πάντα για να τερματίσει τη σύγκρουση, ξεκινώντας από τις αλλεπάλληλες διαπραγματεύσεις για τη μονομερή αποχώρηση από τη Γάζα το 2005 και φθάνοντας μόλις πέρυσι στη διακοπή της κατασκευής οικισμών, και ότι ως απάντηση εισέπραξαν εκ μέρους των Παλαιστινίων την τρομοκρατία και την κωλυσιεργία. Οι Ισραηλινοί πιστεύουν ότι η διεθνής κοινότητα έχει ανερυθρίαστα επιβραβεύσει την παλαιστινιακή ποταπότητα, ενώ η ορθοφροσύνη του Ισραήλ έχει συναντήσει μόνο τη γενική αποδοκιμασία. Υπό την πίεση εκστρατειών για μποϋκοτάζ, μιας πληθώρας διεθνών ερευνών για τη στρατιωτική συμπεριφορά του Ισραήλ, δυνητικών καταγγελιών σε ξένα δικαστήρια για υποτιθέμενη καταπάτηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων εκ μέρους Ισραηλινών αξιωματικών και στρατιωτών, του παλαιστινιακού αιτήματος στον Ο.Η.Ε. για κρατική υπόσταση και της επιδείνωσης των σχέσεων με την Αίγυπτο και την Τουρκία, οι Ισραηλινοί έζησαν απομονωμένοι και ετοιμοπόλεμοι για μια γενιά.

Η παρατεταμένη αίσθηση αγωνίας που διέπει τη χώρα έχει ευνοήσει τη θέση, μεταξύ άλλων, του Ισραηλινού υπουργού Εξωτερικών Αβιγντόρ Λίμπερμαν και του μαχητικού και φανατικά εθνικιστικού κόμματός του, «Γισραέλ Μπεϊτένου» («Ισραήλ, πατρίδα μας»). Το κόμμα εκπροσωπεί τα συμφέροντα τον ρωσόφωνων Εβραίων του Ισραήλ∙ μετανάστες, κυρίως από την πρώην Σοβιετική Ένωση, έδωσαν δύο φορές μεγαλύτερη εκλογική στήριξη στο «Γισραέλ Μπεϊτένου» απ’ όσο σε οποιοδήποτε άλλο κόμμα στις εκλογές του 2009, ενώ απ’ αυτούς προέρχονται πολλοί από τους πλέον εξέχοντες ηγέτες του. Όμως, η επιρροή του «Γισραέλ Μπεϊτένου» ξεπερνά τα όρια της εθνικής μεταναστευτικής πολιτικής. Πάνω από το μισό της εκλογικής δύναμης του κόμματος προήλθε το 2009 από μη μετανάστες, ενώ η ανελεύθερη στροφή του Ισραήλ έχει ένα τόσο ισχυρό λαϊκό έρεισμα, ώστε δεν θα μπορούσε να την αποδώσει κανείς στο γεγονός ότι η κληρονομιά του κομμουνισμού κατέφυγε στη Μέση Ανατολή. Ο Λίμπερμαν έχει προτείνει την αναγκαστική μετεγκατάσταση ορισμένων Αράβων πολιτών του Ισραήλ στο μελλοντικό παλαιστινιακό κράτος, σε αντάλλαγμα για τη διατήρηση εβραϊκών οικιστικών συγκροτημάτων στη Δυτική Όχθη, ενώ έχει χαρακτηρίσει τις ισραηλινές μη κυβερνητικές οργανώσεις για τα ανθρώπινα δικαιώματα ως «τρομοκρατικές ομάδες και οπαδούς της τρομοκρατίας».

Πράγματι, ο Λίμπερμαν και τα μέλη του κόμματός του έχουν αναλάβει το καθήκον να σκεπάσουν τις φωνές των ισραηλινών μη κυβερνητικών οργανώσεων που επικεντρώνουν τη δράση τους στα ανθρώπινα δικαιώματα και τις πολιτικές ελευθερίες. Με τη συνεργασία συμμάχων τους στο δεξιό «Λικούντ» και στο θεωρούμενο ως μετριοπαθές «Καντίμα», έχουν προτείνει νομοσχέδια για σύσταση επιτροπής της Βουλής, με σκοπό τη διερεύνηση της χρηματοδότησης αυτών των οργανώσεων, ώστε να περιορίσουν ενδεχομένως τις πηγές ενίσχυσής τους και να άρουν τη λειτουργία εκείνων για τις οποίες υπάρχει απλώς και μόνο η υποψία ότι αντίκεινται στον καθορισμό του Ισραήλ ως εβραϊκού κράτους. Κάποια αμφιλεγόμενα νομοσχέδια έχουν ήδη ψηφιστεί, όπως αυτό του περασμένου Ιουλίου, που κηρύσσει παράνομη τη δραστηριότητα όποιου καλεί για οικονομικό, πολιτιστικό ή ακαδημαϊκό μποϋκοτάζ εις βάρος προσώπων ή θεσμών μέσα στο Ισραήλ ή στα κατεχόμενα εδάφη.

Οι αισιόδοξοι ισχυρίζονται ότι τα ανελεύθερα νομοσχέδια θα πέσουν στο κενό, θα αποδυναμωθούν ή θα απορριφθούν από το Ανώτατο Ισραηλινό Δικαστήριο. Η ανεξαρτησία του Δικαστηρίου, όμως, έχει δεχθεί τα πυρά βουλευτών και είναι αμφίβολο αν θα αντισταθεί απέναντι στις κυρίαρχες πολιτικές τάσεις. Τούτη η απειλή κατά των πολιτικών ελευθεριών έχει δημιουργήσει παράδοξες συμμαχίες. Οι εκπρόσωποι των αριστερών μη κυβερνητικών οργανώσεων εκθειάζουν τώρα τους επί μακρόν επικριτές του Λικούντ, όπως τον Πρόεδρο της Κνεσέτ Ρεϊβέν Ριβλίν, ο οποίος τον περασμένο Ιούλιο δήλωσε στην εφημερίδα Χάαρετζ ότι νιώθει «ντροπιασμένος και ταπεινωμένος» από τον νόμο που τιμωρεί το μποϋκοτάζ. Όμως ο Ριβλίν και οι κομματικοί του σύμμαχοι προέρχονται από μια παλαιότερη γενιά δεξιών πολιτικών αφοσιωμένων στην προάσπιση των ατομικών ελευθεριών που τώρα τείνουν να εξαφανιστούν. Τα προπύργια του Ισραήλ εναντίον των δυνάμεων του ανελεύθερου εθνικισμού καταρρέουν.

ΠΕΡΙΘΩΡΙΑΚΟΙ ΕΝΤΟΣ

Ο ανερχόμενος εθνοκεντρισμός μεταξύ των Ισραηλινών Εβραίων, ως αποτέλεσμα της κατοχής, έχει απειλήσει και τους Άραβες πολίτες του Ισραήλ, που σήμερα αποτελούν πάνω από το 20% του ισραηλινού πληθυσμού και αισθάνονται ολοένα και πιο αποξενωμένοι από το κράτος. Οι αραβικοί δήμοι ανέκαθεν λάμβαναν λιγότερη χρηματοδότηση απ’ ό,τι οι εβραϊκοί ομόλογοί τους, ενώ το προσδόκιμο ζωής, οι επιτυχίες στην εκπαίδευση και οι επαγγελματικές ευκαιρίες για τους Άραβες πολίτες υπολείπονται κατά πολύ εκείνων των Εβραίων, ένα χάσμα που κατά τα πρόσφατα χρόνια μόνο μεγαλώνει. Σύμφωνα με την Ένωση για την Προώθηση της Ισότητας των Πολιτών στο Ισραήλ, η συνολική ανισότητα μεταξύ Εβραίων και Αράβων όσον αφορά την υγεία, την εκπαίδευση, την απασχόληση, την κατοικία και την κοινωνική πρόνοια αυξήθηκε κατά 4,3% μεταξύ του 2006 και του 2008.

Επιπλέον, κατά την τελευταία δεκαετία οι Άραβες πολίτες έχουν υποφέρει από την αυξανόμενη εχθρότητα του ισραηλινού κράτους απέναντί τους. Για παράδειγμα, το 2007, η ισραηλινή εφημερίδα Μααρίβ έγραψε ότι ο αρχηγός του Σιν Μπετ, της υπηρεσίας εσωτερικής ασφάλειας της χώρας, προειδοποίησε τον Ισραηλινό πρωθυπουργό, Έχουντ Όλμερτ, ότι οι Άραβες πολίτες του Ισραήλ αποτελούν «στρατηγική απειλή». Από το 2009, μέλη της Κνεσέτ από τα τρία μεγαλύτερα κόμματα, Καντίμα, Λικούντ και Γισραέλ Μπεϊτένου, έχουν προτείνει μια σειρά από αντι-αραβικά νομοσχέδια, συμπεριλαμβανομένου και ενός διατάγματος που προβλέπει ότι οι νεοεισερχόμενοι μετανάστες οφείλουν να ορκίζονται αφοσίωση στο Ισραήλ ως εβραϊκό κράτος. Η Κνεσέτ ενέκρινε επίσης νόμο που προέβλεπε την απαγόρευση των εκδηλώσεων μνήμης από πλευράς των Αράβων για τη νάκμπα (καταστροφή), όταν οι Άραβες πενθούν για την ίδρυση του κράτους του Ισραήλ και τον εκτοπισμό των Παλαιστινίων. Στις αρχές Αυγούστου η Κνεσέτ άρχισε να μελετά έναν καινούργιο «βασικό νόμο» (κάτι αντίστοιχο με συνταγματική διάταξη στο Ισραήλ), σύμφωνα με τον οποίο η αραβική γλώσσα, αν και αναγνωρισμένη ως επίσημη γλώσσα στο Ισραήλ από το 1948, υποβιβάζεται σε δευτερεύουσα θέση.

Οι εντεινόμενες διακρίσεις εις βάρος των Αράβων προέκυψαν από το παρασκήνιο της δεύτερης ιντιφάντα και των επακόλουθων εκστρατειών που πραγματοποίησε το Ισραήλ εναντίον της Χεζμπολλάχ στον Λίβανο και εναντίον της Χαμάς στη Γάζα. Κατά την τελευταία δεκαετία, οι ηγέτες της αραβικής κοινότητας του Ισραήλ έχουν διακηρύξει την αμέριστη συμπαράστασή τους στην παλαιστινιακή εθνική υπόθεση, τονίζοντας ότι ένα Ισραηλινό κράτος που προσδιορίζεται ως «εβραϊκό» είναι μισαλλόδοξο και προτείνοντας εναλλακτικές λύσεις που κυμαίνονται από ένα φιλελεύθερο «κράτος όλων των πολιτών» μέχρι μια συμφωνία συνένωσης, κατά το πρότυπο του Βελγίου, σε ένα κράτος δύο εθνοτήτων. Ορισμένοι έφθασαν στο σημείο να υποστηρίζουν τη βία εναντίον των Ισραηλινών πολιτών, ενώ ένας μικρός αριθμός Αράβων πολιτών έχουν συλληφθεί να υποστηρίζουν υλικά την τρομοκρατία.

Ο συνδυασμός των παραγόντων αυτών έχει οδηγήσει τους Εβραίους του Ισραήλ να γίνουν βαθιά καχύποπτοι απέναντι στους Άραβες συμπολίτες τους. Σύμφωνα με δημοσκόπηση που έγινε από το Πανεπιστήμιο της Χάιφα, το 2009 πάνω από το 65% του εβραϊκού πληθυσμού θεωρούσε τους Άραβες πολίτες πιο αφοσιωμένους στην παλαιστινιακή υπόθεση παρά στο Ισραήλ. Στην ίδια δημοσκόπηση σχεδόν το 80% των ερωτηθέντων απάντησε ότι ο καθορισμός «του χαρακτήρα και των συνόρων του κράτους» θα πρέπει να εγκριθεί μόνο από την πλειοψηφία των Εβραίων πολιτών και όχι από τον πληθυσμό του Ισραήλ στο σύνολό του. Οι περισσότεροι από τους ερωτηθέντες Εβραίους αρνήθηκαν το δικαίωμα των ιδιωτών Αράβων να αγοράζουν γη οπουδήποτε στο Ισραήλ, ενώ μια σημαντική μειοψηφία (άνω του 30%) αρνήθηκε το δικαίωμα ψήφου στους Άραβες πολίτες. Οι απόψεις αυτές δεν αντικατοπτρίζουν μόνο την αντιπάθεια των Εβραίων για τους Άραβες, αλλά και τις έντονες διακυμάνσεις της ισραηλινο-παλαιστινιακής σύγκρουσης: σύμφωνα με δεδομένα του Πανεπιστημίου της Χάιφα, οι απόψεις των Ισραηλινών κατά του δικαιώματος ύπαρξης των Αράβων πολιτών στη χώρα και κατά του δικαιώματος ψήφου, ήσαν ηπιότερες στα μέσα της δεκαετίας του ’80, πριν από την πρώτη ιντιφάντα, και στα μέσα της δεκαετίας του ’90, κατά την κορύφωση της ειρηνευτικής διαδικασίας του Όσλο.

Δεν εκπλήσσει, λοιπόν, το γεγονός ότι, σύμφωνα με την ίδια δημοσκόπηση, το 60% των Αράβων πολιτών του Ισραήλ προτίμησαν να αυτοπροσδιοριστούν ως «Παλαιστίνιοι» παρά ως «Ισραηλινοί Άραβες» το 2009, ενώ το 2003 το ποσοστό αυτό ήταν στο 50%. Η έρευνα έδειξε ότι το ποσοστό των Αράβων πολιτών που αναγνωρίζουν ότι το «δικαίωμα του Ισραήλ να υπάρχει εντός της Πράσινης Γραμμής ως εβραϊκό και δημοκρατικό κράτος, όπου οι Εβραίοι και οι Άραβες συνυπάρχουν», κατρακύλησε από το 66% το 2003 στο 41% το 2008. Το 2009 πάνω από τους μισούς θεωρούσαν το εβραϊκό και δημοκρατικό Ισραήλ ως εγγενώς ρατσιστικό, ενώ σχεδόν το 75% υποστήριζαν τη χρήση κάθε νόμιμου μέσου για τον μετασχηματισμό του Ισραήλ από εβραϊκό σε δικοινοτικό κράτος. Τα στοιχεία του Πανεπιστημίου της Χάιφα δείχνουν ότι οι απόψεις αυτές είναι, επίσης, εν πολλοίς προϊόν της σύγκρουσης: το δικαίωμα του Ισραήλ να υπάρχει ως κράτος απέρριψαν το 2009 τετραπλάσιοι άνθρωποι από εκείνους του 1995.

Κι ενώ η εποχή της μαζικής εβραϊκής μετανάστευσης έχει σίγουρα τελειώσει, οι Άραβες πολίτες εμφανίζουν ποσοστά αναπαραγωγής μεγαλύτερα απ’ αυτά των Εβραίων συμπολιτών τους και αποτελούν την ανερχόμενη πολιτική δύναμη. Όσο η κατοχή συνεχίζει να διαμορφώνει τον πολιτικό λόγο του Ισραήλ, οι σχέσεις μεταξύ Εβραίων και Αράβων πολιτών του Ισραήλ θα παραμένει παγιδευμένη σε έναν κύκλο αμοιβαίας δυσπιστίας και πρόκλησης. Τα νόμιμα αιτήματα των Αράβων πολιτών για ίσα δικαιώματα και προσόδους, θα συνεχίζουν να απεμπολούνται, ενώ η μη βίαιη αμφισβήτηση του εβραϊκού χαρακτήρα του Ισραήλ θα εξακολουθήσει να χαρακτηρίζεται προδοσία.

Η κατοχή εμπόδισε τον σοβαρό εθνικό διάλογο στο Ισραήλ σχετικά με το πώς θα μπορούσε η χώρα να διαχειριστεί τις εγγενείς εντάσεις μεταξύ των εθνο-θρησκευτικών και των πολιτικών ταυτοτήτων, έναν διάλογος που πρέπει να γίνει, επειδή το μέλλον του Ισραήλ ως εβραϊκού κράτους και ως δημοκρατίας εξαρτάται απ’ αυτήν την ισορροπία.

ΕΝΑ ΑΝΟΣΙΟ ΦΟΡΤΙΟ

Η γοργή αύξηση των φανατικά θρησκευόμενου πληθυσμού (χαρεντίμ) στο Ισραήλ, συμβάλλει στην άνοδο του ανελεύθερων αντιλήψεων στη χώρα. Πράγματι, το Πανεπιστήμιο της Χάιφα διαπίστωσε ότι οι χαρεντίμ είναι η κοινωνική ομάδα που λιγότερο από κάθε άλλη στο Ισραήλ στηρίζει τη συνύπαρξη με τους Άραβες πολίτες της χώρας.

Εξίσου ανησυχητική είναι, όμως, η απειλή που εκπροσωπούν οι χαρεντίμ για τη μελλοντική ευημερία του Ισραήλ. Τα κόμματα που τους εκπροσωπούν, κατά παράδοση εκμεταλλεύτηκαν τις διχόνοιες για το εδαφικό μέλλον του Ισραήλ, για να αναδειχθούν σε μεταβαλλόμενο ρυθμιστικό παράγοντα της πολιτικής σκηνής, παρέχοντας υποστήριξη άλλοτε σε δεξιούς και άλλοτε σε αριστερούς κυβερνητικούς συνασπισμούς, με αντάλλαγμα την είσπραξη αδρής κρατικής οικονομικής ενίσχυσης. Παρότι τα μέλη τους έχουν έκτοτε μετατοπιστεί πολύ προς τα δεξιά, πράγμα που καθιστά την ιδεολογική τους ευελιξία δυσκολότερη, τα κόμματα αυτά συνέχισαν να απαιτούν σημαντικές επιχορηγήσεις. Για να εξασφαλίσουν την ψήφο των χαρεντίμ στην Κνεσέτ, οι Ισραηλινές κυβερνήσεις χρηματοδότησαν την πλήρη φοίτηση των ενηλίκων ανδρών στις θρησκευτικές σχολές (γεσίβα) και τη δημιουργία ξεχωριστών σχολείων πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης χαρεντμί, με περιορισμένο κρατικό έλεγχο και κοσμική παιδεία. Και χάρη σε μια συμφωνία που ανάγεται στην εποχή της ίδρυσης του Ισραήλ, οι χαρεντίμ απαλλάσσονται από τη στρατιωτική θητεία, για όσο χρόνο κρατούν οι σπουδές τους στις γεσίβα. Το πρόγραμμα που αρχικά προέβλεπε ένα ειδικό προνόμιο σε 400 σπουδαστές, απαλλάσσει τώρα από τη στρατιωτική θητεία περίπου 50.000 υπερορθόδοξους και σε ηλικία στράτευσης νέους. Με τη στήριξη ενός παραδοσιακού νόμου που προάγει την ισόβια θρησκευτική μελέτη, πολλοί από τους νέους αυτούς παραμένουν στις γεσίβα για το υπόλοιπο της ζωής τους. Η ανεργία των χαρεντίμ έχει μειωθεί τα τελευταία χρόνια, αλλά σύμφωνα με στοιχεία της Τράπεζας του Ισραήλ, λιγότεροι από το 40% των ανδρών χαρεντίμ απασχολούνταν το 2009, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό για τις ηλικίες μεταξύ 30 και 34 ετών, ήταν μικρότερο του 25%.

Η επιβάρυνση της ισραηλινής οικονομίας από τους χαρεντίμ είναι τεράστια και ολοένα αυξανόμενη. Το 2010, το Υπουργείο Βιομηχανίας, Εμπορίου και Εργασίας διαπίστωσε ότι, ενώ το ποσοστό των χαρεντίμ είναι λιγότερο του 10% του ισραηλινού πληθυσμού, είναι μεγαλύτερο από το 20% των φτωχών της χώρας, και ότι το 56% απ’ αυτούς ζουν κάτω από το όριο της φτώχειας. Επιπλέον, τα κοινωνικά επιδόματα τέκνων για τους χαρεντίμ ενισχύουν δυσανάλογα τις μεγάλες οικογένειες χαρεντίμ. Σύμφωνα με στοιχεία της Κεντρικής Ισραηλινής Στατιστικής Υπηρεσίας, η γυναίκα χαρεντίμ κατά το 2007-9 έκανε 6,5 παιδιά κατά μέσον όρο, έναν αριθμό μικρότερο απ’ ό,τι προηγουμένως, αλλά και πάλι υπερδιπλάσιο του εθνικού μέσου όρου, που είναι τα τρία παιδιά. Επειδή οι χαρεντίμ παντρεύονται σε νεαρή ηλικία και έχουν μεγαλύτερη γονιμότητα, ο μέσος όρος ζωής τους είναι λιγότερος από το μισό του συνολικού ισραηλινού πληθυσμού. Σύμφωνα με μια ισραηλινή δεξαμενή σκέψης, το Κέντρο Μετζιλάχ, η κοινότητα των χαρεντίμ θα διπλασιαστεί μέσα στα επόμενα 20 χρόνια και θα αριθμεί το 15% του συνολικού πληθυσμού του Ισραήλ, ή πάνω από το 20% της εβραϊκής φτωχολογιάς. Το Κέντρο προβλέπει ότι μέχρι το 2028, το 25% όλων των παιδιών στο Ισραήλ και το 33% των εβραιόπουλων του Ισραήλ, θα προέρχεται από οικογένειες χαρεντίμ.

Τέτοιες στατιστικές προκαλούν ανησυχία στους ιθύνοντες της ισραηλινής οικονομίας. Τον περασμένο χρόνο ο Στάνλεϋ Φίσερ, διοικητής της Τράπεζας του Ισραήλ, και ο Υπουργός Οικονομικών, Γιουβάλ Στάινιτς, προειδοποίησαν ότι η ανεργία στους κόλπους των χαρεντίμ απειλεί την ευημερία του Ισραήλ. Ο Φίσερ δήλωσε απερίφραστα ότι το υπάρχον σύστημα «δεν είναι βιώσιμο». «Δεν μπορούμε να διατηρούμε ένα συνεχώς διογκούμενο ποσοστό πληθυσμού που συνεχίζει να μην εργάζεται», είπε. Ο Στάινιτς ήταν, αν μη τι άλλο, πιο απαισιόδοξος: «Αν δεν αλλάξουν τα πράγματα τώρα, σε δέκα χρόνια θα επέλθει η καταστροφή». Η ισραηλινή κυβέρνηση θα μπορούσε να υποχρεώσει τους χαρεντίμ να λαμβάνουν κοσμική παιδεία και να βγαίνουν στην αγορά εργασίας, μειώνοντας, για παράδειγμα, τα επιδόματα τέκνων ή αναγκάζοντάς τους νέους άνδρες χαρεντίμ να υπηρετήσουν στον στρατό. Αυτές οι λύσεις, όμως, δεν πρόκειται να εφαρμοστούν, για όσο διάστημα οι ισραηλινές κυβερνήσεις συνεχίσουν να ανεβοκατεβαίνουν με τη στήριξη των υπερορθόδοξων κομμάτων. Και καθώς οι χαρεντίμ συνεχίζουν να αυξάνουν, ένας μετριοπαθής συνασπισμός που θα αναλάμβανε να τους υποχρεώσει να αλλάξουν, φαίνεται όλο και πιο ανέφικτος, ακόμη και αν επρόκειτο να τερματιστεί η κατοχή.

H χρηματοδότηση των χαρεντίμ είναι ένας από τους λόγους για τους οποίους η συνολική φορολογία των πολιτών στο Ισραήλ είναι τόσο υψηλή, εξωθώντας σιγά-σιγά κάποιες από τις κοσμικές ελίτ να μεταναστεύουν στο εξωτερικό. Τα τελευταία χρόνια το Ισραήλ έχει υποστεί μια διαρροή μορφωτικού κεφαλαίου, καθώς μεγάλος αριθμός από τους πλέον ταλαντούχους πολίτες του κατέφυγαν στο εξωτερικό για να ολοκληρώσουν ανώτατες σπουδές και δεν επέστρεψαν. Και ενώ η απώλεια εργατικού δυναμικού υψηλής εξειδίκευσης είναι συνήθης για τις λιγότερο αναπτυγμένες κοινωνίες, είναι εντούτοις μη αναμενόμενη για μια οικονομικά ανεπτυγμένη και σφριγηλή χώρα, όπως το Ισραήλ. Σύμφωνα με μια έρευνα του 2007 που δημοσιεύθηκε στο Israel Economic Review, μεταξύ 1995 και 2004, σχεδόν το 5% των Ισραηλινών μεταξύ 30 και 40 χρόνων με έναν -τουλάχιστον- μεταπτυχιακό τίτλο, εγκατέλειψαν τη χώρα. Η έρευνα αποκάλυψε, επίσης, ότι οι πανεπιστημιακής μόρφωσης νέοι που μετανάστευσαν από το Ισραήλ στις Ηνωμένες Πολιτείες ήσαν περισσότεροι σε σύγκριση με εκείνους από κάθε άλλη χώρα. Από το 2007, ο αριθμός των Ισραηλινών πανεπιστημιακών στα αμερικανικά πανεπιστήμια ήταν ίσος με το 25% του συνολικού ανώτατου πανεπιστημιακού προσωπικού στο Ισραήλ. Στη δεύτερη θέση βρίσκεται ο Καναδάς, με αριθμό αναλογικά διπλάσιο και σχεδόν εξαπλάσιο για την Ολλανδία και την Ιταλία, που ακολουθούσαν στη σειρά. Η Κεντρική Στατιστική Υπηρεσία του Ισραήλ υπολόγισε ότι από το 1990 έως το 2009, οι Ισραηλινοί που έλειψαν από τη χώρα για έναν τουλάχιστον χρόνο ήταν κατά 260.000 περισσότεροι από εκείνους που επέστρεψαν ύστερα από απουσία ενός χρόνου -ή και παραπάνω- στο εξωτερικό. Αν και η πρόσφατη οικονομική στασιμότητα στην Ευρώπη και στις Ηνωμένες Πολιτείες φαίνεται να έχει επιβραδύνει αυτήν την τάση, παραμένει ανεξακρίβωτο το αν πρόκειται για μια πρόσκαιρη ή μια μόνιμη μεταστροφή.

Ένας από τους λόγους της φυγής αυτής είναι οι οικονομικές και επαγγελματικές ευκαιρίες. Οι Ισραηλινοί που δουλεύουν στον επιστημονικό τομέα και στις τεχνολογίες αιχμής, συνήθως βρίσκουν καλύτερους μισθούς και περιβάλλον έρευνας στο εξωτερικό. Την περασμένη χρονιά, σε μια προσπάθεια να κρατήσει τους ικανότερους επιστήμονες της χώρας στο Ισραήλ, η κυβέρνηση διέθεσε 350 εκατομμύρια δολάρια για να δημιουργήσει 30 πρότυπα κέντρα επιστημονικής έρευνας μέσα σε πέντε χρόνια. Αλλά και αυτή η ενέργεια δεν είναι -πιθανότατα- αρκετή. Η έρευνα στο Israel Economic Review αποκάλυψε ότι οι Ισραηλινοί που ζουν στις Ηνωμένες Πολιτείες, ως επί το πλείστον εγκατέλειψαν το Ισραήλ όχι λόγω ελλείψεως ευκαιριών στον τομέα της έρευνας, αλλά εξαιτίας του κόστους ζωής, της υψηλής φορολογίας, της εκτεταμένης κρατικής παρεμβατικότητας, των υποβαθμισμένων σχολείων και της κατάστασης όσον αφορά την ασφάλεια. Με δεδομένο ότι οι συνθήκες αυτές δεν αναμένεται να μεταβληθούν, δεν υπάρχουν ιδιαίτεροι λόγοι να πιστέψουμε ότι η διαρροή μορφωτικού κεφαλαίου θα επιβραδυνθεί. Καθώς αυξάνεται ο φτωχός πληθυσμός των χαρεντίμ , οι πλέον μορφωμένοι και καλοπληρωμένοι Ισραηλινοί πολίτες είναι καταδικασμένοι να τους συντηρούν. Και όσο το Ισραήλ συνεχίζει να βαδίζει στον δρόμο του εθνοκεντρισμού, το καλύτερο και ευφυέστερο κομμάτι του θα έχει έναν λόγο ακόμη για να εγκαταλείψει τη χώρα.

Η κατοχή δεν είναι η μόνη αιτία για τη διαρροή του ισραηλινού μορφωτικού κεφαλαίου, έχει συμβάλει, όμως, στο πρόβλημα. Αν το Ισραήλ ανακουφιστεί από τα βάρη της κατοχής, θα βελτιωθεί η εθνική ασφάλεια, θα αποδυναμωθεί η πολιτική θέση των χαρεντίμ και το κράτος θα έχει την ευχέρεια να αναθεωρήσει τις κρατικές δαπάνες. Τροφοδοτώντας τη διαρροή μορφωτικού κεφαλαίου, η πολιτική της κατοχής θέτει σε κίνδυνο τη μακροπρόθεσμη ευημερία του Ισραήλ.

ΠΙΣΩ ΣΤΟ ΜΕΛΛΟΝ

Το ζήτημα της κατοχής βρίσκεται στο επίκεντρο των προκλήσεων που το Ισραήλ πρέπει να αντιμετωπίσει, για το μέλλον του ως εβραϊκή, δημοκρατική και ευημερούσα χώρα. Η κατοχή έχει πυροδοτήσει τον εθνικιστικό σωβινισμό στις τάξεις των Εβραίων Ισραηλινών, προήγαγε κρατικές πολιτικές διακρίσεων και περισσότερη μισαλλοδοξία κατά των Αράβων πολιτών του Ισραήλ, γέννησε διχαστικές πολιτικές, που έδωσαν τη δύναμη στην κοινότητα των χαρεντίμ να επιβάλει τα δικά της συμφέροντα με δαπάνες του κράτους, συνέβαλε στη μεγάλη διαρροή μορφωτικού κεφαλαίου από τη χώρα.

Μόνο αν αλλάξει πολιτική στο ζήτημα της κατοχής μπορεί το Ισραήλ να θεραπεύσει τις πολιτικές παθογένειες και να γνωρίσει την επανάσταση που του χρειάζεται. Η επίλυση της σύγκρουσης θα μπορούσε να εκτονώσει το εθνοκεντρικό πνεύμα των Εβραίων Ισραηλινών και να ενθαρρύνει τους Άραβες πολίτες να εγκαταλείψουν την άγονη πρόκληση. Θα μπορούσε να οδηγήσει στη συσπείρωση δυνάμεων από τα μεγαλύτερα κοσμικά κόμματα του Ισραήλ, για την προάσπιση των φιλελεύθερων αξιών, τη βελτίωση στην ισότητα για τους Άραβες πολίτες του Ισραήλ και τον εξαναγκασμό των χαρεντίμ ώστε να γίνουν παραγωγικά μέλη της κοινωνίας. Η δημοκρατία του Ισραήλ θα εξακολουθούσε, ωστόσο, να αντιμετωπίζει μια σειρά από προβλήματα: πάνω απ’ όλα, την ακραία ανισοκατανομή του πλούτου, τη συνεχιζόμενη πολιτική αστάθεια στα όμορα αραβικά κράτη και την επιδίωξη του Ιράν να γίνει πυρηνική δύναμη. Ένας τερματισμός της κατοχής, όμως, θα απάλλασσε το Ισραήλ από τα αβάσταχτα βάρη της οικονομικής ενίσχυσης των εποίκων και των χαρεντίμ, απελευθερώνοντας πόρους για την αναδημιουργία δικτύου κοινωνικής ασφάλειας στη χώρα, στη διάβρωση του οποίου συνέβαλαν οι μαζικές διαδηλώσεις που ξέσπασαν το περασμένο καλοκαίρι. Τέλος, θα έδινε την ευκαιρία στο Ισραήλ να διαψεύσει όσους υποστηρίζουν ότι είναι ένα αθεράπευτα εθνοκεντρικό, ακόμη και ρατσιστικό, κράτος.

Φυσικά, το Ισραήλ δεν μπορεί να τερματίσει από μόνο του την κατοχή. Μια σταθερή ειρήνη απαιτεί Παλαιστινίους εταίρους, που θα πείσουν τον λαό τους ότι τα συμφωνηθέντα σύνορα είναι και τα τελικά, θα εγκαταλείψουν το όνειρο της επιστροφής στις πατρογονικές εστίες τους και θα παραδεχθούν ότι το Ισραήλ δεν είναι ένας προσωρινά παρείσακτος, αλλά μια μόνιμη παρουσία. Μια τέτοια παλαιστινιακή ηγεσία δεν είναι κάτι το συνηθισμένο. Όμως και η δέσμευση του Ισραήλ στην ειρήνη συχνά γινόταν με μισή καρδιά. Οι ηγέτες του οφείλουν να κάνουν το παν για να τερματίσουν τη σύγκρουση, ώστε να διασφαλιστεί η ίδια η επιβίωση του Ισραήλ ως κράτους εβραϊκού και φιλελεύθερα δημοκρατικού, όπως το οραματίστηκαν οι ιδρυτές του.

Copyright © 2002-2010 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved.

Πρωτότυπο: http://www.foreignaffairs.com/articles/136593/ronald-r-krebs/israels-bun...

Συνδέσεις:
[1] http://www.amazon.com/Fighting-Rights-Military-Citizenship-Security/dp/0...
[2] http://www.amazon.com/Wars-Wake-International-Conflict-Democracy/dp/0521...