Η Τουρκία κόντρα στο Ιράν | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Η Τουρκία κόντρα στο Ιράν

Η μάχη για την καρδιά των μουσουλμάνων

Περαιτέρω αποδείξεις του πραγματισμού της Τουρκίας μπορεί να βρει κανείς στη συμπεριφορά της προς το ιρακινό Κουρδιστάν, μια περιοχή που το πρώην κοσμικό κατεστημένο της χώρας συνήθιζε να βλέπει ως μια θανάσιμη απειλή εξαιτίας των φόβων του ότι οι Κούρδοι της Τουρκίας θα μπορούσαν να κινητοποιηθούν για να σχηματίσουν ένα μεγαλύτερο Κουρδιστάν ενωνόμενοι με τους Κούρδους στο Ιράκ. Το ΑΚΡ αντιμετώπισε την περιοχή περισσότερο ως μια ζώνη οικονομικής ευκαιρίας. Κατά την τελευταία δεκαετία, οι τουρκικές εταιρείες πλημμύρισαν το ιρακινό Κουρδιστάν και η τουρκική κυβέρνηση σταδιακά έγινε φίλη με τους Κούρδους του Ιράκ. Το 2011, ο Πρωθυπουργός Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν άνοιξε ένα χτισμένο από Τούρκους διεθνές αεροδρόμιο και ένα προξενείο στην Αρμπίλ, την πρωτεύουσα των Κούρδων. Οι δογματικοί πιθανώς θα ήθελαν να αποσταθεροποιήσουν το Ιράκ, προκειμένου να μεγαλώσουν τις αμερικανικές απώλειες.

Ωστόσο, αν και θα ήταν λάθος να πούμε ότι η τουρκική πολιτική έχει ισλαμική χροιά, έχει σίγουρα μουσουλμανική χροιά. Η Άγκυρα νοιάζεται για το τι συμβαίνει στην Αίγυπτο, τη Γάζα και την Τυνησία εν μέρει επειδή οι άνθρωποι εκεί έχουν βαθείς θρησκευτικούς και ιστορικούς δεσμούς με την Τουρκία. Ακόμα κι έτσι, το ΑΚΡ προσπάθησε να είναι όσο το δυνατόν πιο ρεαλιστικό και γενικά απέφυγε πάρει μέρος σε σεχταριστικές διαμάχες στις χώρες του Κόλπου, το Λίβανο, τη Συρία και ειδικά στο Ιράκ.«Δεν είμαι ούτε σιίτης ούτε σουνίτης. Είμαι ένας Μουσουλμάνος», δήλωσε ο Ερντογάν τον Ιούλιο του 2008 κατά την επίσκεψή του στο Ιράκ. Κατά τον ίδιο τρόπο, το Μάρτιο του 2011, επισκέφτηκε σιιτικά ιερά του Ιράκ - προφανώς επρόκειτο για μια πρωτιά για σουνίτη αξιωματούχο – ως και την ταπεινή κατοικία του Μεγάλου Αγιατολάχ Αλί Σιστανί, του πνευματικού ηγέτη των σιιτών του Ιράκ. Για να το θέσουμε διαφορετικά, το Ιράν οραματίζεται τον εαυτό του ως προστάτη των σιιτών και η Σαουδική Αραβία θεωρεί τον εαυτό της προστάτη των σουνιτών, αλλά η Τουρκία προσπάθησε να συνεργαστεί και με τα δύο αυτά στρατόπεδα – καθώς και με τους χριστιανούς και τους κοσμικούς.

Ωστόσο, οι καταστάσεις στην περιοχή αποτελούν μια πρόκληση για το μίγμα πραγματισμού και οικουμενικού ιδεαλισμού της Τουρκίας. Πρώτον, τώρα, η χώρα δεν ήταν σε θέση να γεφυρώσει το χάσμα μεταξύ του Ιράν και της Δύσης για το πυρηνικό ζήτημα. Δεύτερον, παρά τις προσπάθειές της να μην εκληφθεί ως μια δύναμη σουνιτών, δεν έχει καταφέρει να οικοδομήσει ανθεκτικούς δεσμούς με σιίτες στην περιοχή, οι οποίοι κοιτάζουν προς την Τεχεράνη παρά προς την Άγκυρα. Στο Ιράκ, ο πρωθυπουργός Νούρι αλ Μαλίκι, σιίτης και σύμμαχος του Ιράν, μίλησε επανειλημμένα κατά της «Τουρκικής παρέμβασης» στην πολιτική της Βαγδάτης. Και στη Συρία, όπου το αλαουίτικο καθεστώς του Άσαντ καταπιέζει βίαια μια σουνιτική πλειοψηφία, η διχοτόμηση έγινε ακόμη πιο σαφής: η Τουρκία βρίσκεται στο πλευρό της αντιπολίτευσης, της οποίας το κυρίαρχο στοιχείο είναι η κοινότητα των Σουνιτών, συμπεριλαμβανομένης της συριακής Μουσουλμανικής Αδελφότητας.

Παρά τα προβλήματα αυτά και τις αδυναμίες στο εσωτερικό της χώρας, η Τουρκία εξακολουθεί να αποτελεί πηγή έμπνευσης για την περιοχή, ιδιαίτερα για τα ισλαμικά κόμματα που επιθυμούν να συμμετάσχουν στη δημοκρατική πολιτική και να σχηματίσουν κυβερνήσεις που θα προσφέρουν στους πολίτες τους. Αυτό συμβαίνει επειδή ο «τρίτος δρόμος» του ΑΚΡ, ενώ έχει σαφή μουσουλμανικό πολιτιστικό τόνο, καθιερώνει επίσης τις αξίες που είναι πιο καθολικές: τη δημοκρατία, τα ανθρώπινα δικαιώματα και την οικονομία της αγοράς. Ο τρόπος με τον οποίον ο Ερντογάν ορίζει τις έννοιες αυτές δεν είναι τόσο φιλελεύθερος όσο η Δύση θα ήθελε - ειδικά όταν πρόκειται για την ελευθερία του λόγου - αλλά τίποτα από τα παραπάνω δεν είναι άχρηστο. Σε μια πρόσφατη έρευνα [4] που διεξήχθη από το TESEV, μια φιλελεύθερη τουρκική δεξαμενή σκέψης, διαπιστώθηκε ότι η πλειονότητα των Αράβων βλέπει την Τουρκία ως «μια χώρα πρότυπο», γιατί «είναι μουσουλμανική, δημοκρατική, ανοικτή και ευημερούσα».

Κατανοώντας την αξία αυτών των πτυχών της πολιτικής της χώρας του, ο Ερντογάν έχει δώσει μεγαλύτερη έμφαση σε αυτές από την αρχή της Αραβικής Άνοιξης. Κατά τις επισκέψεις του στην Αίγυπτο, την Τυνησία και τη Λιβύη πέρυσι, εκπλήσσοντας ορισμένους άραβες ισλαμιστές, υπερασπίστηκε τον κοσμικό χαρακτήρα του κράτους ως ένα κράτος «σε ίση απόσταση από όλες τις θρησκευτικές ομάδες, συμπεριλαμβανομένων των Μουσουλμάνων, των χριστιανών, των εβραίων και των άθεων». Και την περασμένη εβδομάδα, ο Τούρκος Πρόεδρος Αμπντουλάχ Γκιούλ, επιβεβαίωσε αυτή την αντίληψη στην επίσκεψή του στην Τυνησία. Στην ομιλία του προς το κοινοβούλιο της Τυνησίας, τόνισε την ανάγκη για μια περιφερειακή σύνθεση του Ισλάμ και της «δημοκρατίας, της οικονομίας της αγοράς και του νεωτερισμού».

Εν τω μεταξύ, σχετικά με τη Συρία, η Άγκυρα έχει λάβει θέση εναντίον του καθεστώτος Άσαντ, με τον οποίο η Τουρκία είχε αναπτύξει μια καλή και αποδοτική σχέση πριν από την Αραβική Άνοιξη. Μέσα από τη στενή συνεργασία με την κυβέρνηση Ομπάμα για το θέμα της Συρίας, ο Ερντογάν έχει δείξει επίσης ότι ένας ανεξάρτητος και ευσεβής μουσουλμάνος ηγέτης μπορεί να συνεργαστεί με τη Δύση για κοινούς στόχους. Και τέλος, στο εσωτερικό της Τουρκίας, το ΑΚΡ του Ερντογάν έχει δείξει ότι ένα πολιτικό κίνημα που εμπνέεται από τις ισλαμικές αξίες δεν έχει ανάγκη και να επιβάλλει τις αξίες αυτές.

Έτσι, οι Ιρανοί φαίνεται να έχουν δίκιο να ανησυχούν για το «φιλελεύθερο Ισλάμ στην Τουρκία» και τη γοητεία του στην περιοχή. Σίγουρα, το πεπρωμένο του Ιράν είναι ένα θέμα που η Τουρκία δεν μπορεί να επηρεάσει. Ωστόσο, η περιφερειακή επιρροή της Ισλαμικής Δημοκρατίας, η οποία ξεπήδησε από την εικόνα της ως ενός ισλαμικού ήρωα σε έναν κόσμο από Δυτικές μαριονέτες, τώρα επισκιάζεται από την Τουρκία υπό την ηγεσία του ΑΚΡ. Και για όλους εκείνους που επιθυμούν να δουν μια πιο ειρηνική, δημοκρατική και ελεύθερη Μέση Ανατολή, αυτό θα πρέπει να είναι καλή είδηση.