Νέα όπλα στη μάχη κατά της κλιματικής αλλαγής | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Νέα όπλα στη μάχη κατά της κλιματικής αλλαγής

Ποιά είναι και πώς μπορούμε να τα διαχειριστούμε

Όταν στα μέσα της δεκαετίας του 1970 ωρίμασε η κλιματική επιστήμη, όλα τα βλέμματα στράφηκαν στο διοξείδιο του άνθρακα. Ήταν γνωστό ότι και άλλα αέρια επηρέαζαν αρνητικά το κλίμα, αλλά οι ανθρωπογενείς δραστηριότητες είναι υπεύθυνες για τις εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα σε επίπεδο ανώτερο από οποιοδήποτε άλλο αέριο του θερμοκηπίου. Επειδή το διοξείδιο του άνθρακα προέρχεται κυρίως από ορυκτά καύσιμα, στα οποία οι κυβερνήσεις έχουν πλήρη έλεγχο, οι εκπομπές του είναι εύκολο να μετρηθούν. Αντιθέτως, άλλοι ρυπαντές πολύ δύσκολα γίνονται αντιληπτοί. Όταν για πρώτη φορά οι πολιτικοί άρχισαν να δίνουν προσοχή στην υπερθέρμανση του πλανήτη, επικεντρώθηκαν και αυτοί στο διοξείδιο του άνθρακα. Η Σύμβαση-Πλαίσιο του ΟΗΕ για την Κλιματική Αλλαγή και το Πρωτόκολλο του Κιότο αναγνωρίζουν ότι και άλλα αέρια προκαλούν άνοδο της θερμοκρασίας. Το Πρωτόκολλο του Κιότο καθιέρωσε ένα σύστημα μέσω του οποίου οι χώρες μπορούν να πετύχουν τις δεσμεύσεις τους για μείωση εκπομπών αερίων, αναπληρώνοντας με άλλα αέρια το διοξείδιο του άνθρακα, σε τιμές ανταλλαγής καθορισμένες από τον ΟΗΕ. Όμως, οι διπλωμάτες καθόρισαν τις τιμές ανταλλαγής με τρόπους που αφορούσαν κυρίως τη μακροπρόθεσμη κλιματική αλλαγή, δίνοντας κίνητρα για ελάττωση του διοξειδίου του άνθρακα και των άλλων μακρόβιων αερίων του θερμοκηπίου, ενώ στην πράξη τιμωρούσαν τις προσπάθειες για μείωση των βραχύβιων ρυπαντών. Ορισμένοι από αυτούς, όπως τα σωματίδια της αιθάλης, αποκλείστηκαν επίσης από αυτές τις συνθήκες, επειδή οι ακριβείς επιπτώσεις τους στην υπερθέρμανση ήταν δύσκολο να προσδιοριστούν.

Στο παρασκήνιο, ωστόσο, οι κλιματολόγοι άρχισαν να εστιάζουν την προσοχή τους σε μια πιο μακροσκελή λίστα με αέρια του θερμοκηπίου. Στη δεκαετία του 1970, οι χλωροφθράνθρακες (CFC) ήταν οι πρώτοι που έγιναν αντικείμενο ελέγχων. Αν ένα μόριο CFC προστεθεί στην ατμόσφαιρα, προκαλεί την ίδια επιβάρυνση με την προσθήκη περισσότερων των 10.000 μορίων διοξειδίου του άνθρακα. Οι πολιτικοί, ωστόσο, ανησύχησαν πιο πολύ για τον ρόλο που οι CFC έπαιζαν στη μείωση της στοιβάδας του όζοντος, που είναι γενεσιουργός αιτία για τον καρκίνο του δέρματος, την καταστροφή των καλλιεργειών και τα απειλούμενα οικοσυστήματα. Όλοι αυτοί οι κίνδυνοι ενέπνευσαν το Πρωτόκολλο του Μόντρεαλ, μια συμφωνία που υπογράφηκε το 1987 και απαγόρευε τη χρήση CFC και άλλων παραγόντων που καταστρέφουν το όζον. Επειδή το Πρωτόκολλο του Μόντρεαλ εστίαζε σε ρύπους που είχαν μικρή επίπτωση στην ανταγωνιστικότητα της εθνικής οικονομίας, υπήρξε η πλέον δημοφιλής περιβαλλοντική συνθήκη στην ιστορία. Έθεσε τις βάσεις για την επούλωση της στοιβάδας του όζοντος και, καθώς οι CFC είναι επίσης αέρια του θερμοκηπίου, ως παράπλευρη ενέργεια βοήθησε στην επιβράδυνση της κλιματικής αλλαγής. Πράγματι, μελέτες έδειξαν ότι η μείωση των εκπομπών CFC από τα τέλη της δεκαετίας του 1980 συνέβαλε τα μέγιστα στη μείωση της υπερθέρμανσης του πλανήτη, συγκρινόμενη με όλες τις κλιματικές συνθήκες που έχουν μέχρι σήμερα εστιάσει στο διοξείδιο του άνθρακα. Δυστυχώς, οι υδροφθοράνθρακες (HFC) και ορισμένα από τα αέρια που χρησιμοποιήθηκαν για να αντικαταστήσουν τους CFC, αποτελούν επίσης πολύ ισχυρούς παράγοντες υπερθέρμανσης. Αν προστεθούν στη λίστα των ρύπων που καλύπτονται από το Πρωτόκολλο του Μόντρεαλ, μια πολιτική που τώρα μελετάται, είναι δυνατόν γρήγορα να εξαλειφθούν.

Καθώς προόδευε η κλιματική επιστήμη, οι ερευνητές συνειδητοποίησαν την ύπαρξη περισσότερων παραγόντων υπερθέρμανσης. Στο μεγαλύτερο μέρος τους, οι εκπομπές αυτών των ρύπων πηγάζουν από πρωτόγονες ενεργειακές τεχνολογίες, που υπάρχουν ως επί το πλείστον στις αναδυόμενες οικονομίες. Για παράδειγμα, το μεγαλύτερο μέρος του μαύρου άνθρακα εκπέμπεται από απαρχαιωμένες κουζίνες, από κακοσυντηρημένους και ελλιπώς ελεγχόμενους πετρελαιοκινητήρες και από ξεπερασμένες μονάδες ηλεκτροπαραγωγής. Οι εκπομπές και από τις τρεις αυτές πηγές θα μπορούσαν να περιοριστούν με τις διαθέσιμες τεχνολογίες, με κίνητρα που να βασίζονται στην αγορά και με κυβερνητικές ρυθμίσεις χαμηλού κόστους. Μεταξύ των ετών 1987 και 2007, η Καλιφόρνια ελάττωσε σχεδόν στο μισό τις εκπομπές μαύρου άνθρακα από πετρελαιοκινητήρες, επιβάλλοντας τη χρήση καλύτερης ποιότητας καυσίμων και φίλτρων.

Παρόμοια μέτρα θα είχαν ακόμη πιο θετικά αποτελέσματα στον αναπτυσσόμενο κόσμο, όπου οι έλεγχοι για τη ρύπανση είναι πιο πρωτόγονοι. Το 2008, μια ομάδα επιστημόνων που εργάζονταν για λογαριασμό του Περιβαλλοντικού Προγράμματος των Ηνωμένων Εθνών (UNEP) εξέφρασε την εκτίμηση ότι σχεδόν το 60% των εκπομπών αιθάλης στην Ινδία θα μπορούσαν να εξαλειφθούν με την αντικατάσταση των παραδοσιακών θερμαστρών που καίνε ανεπεξέργαστα ξύλα και κοπριά, με πιο καθαρές θερμάστρες που καίνε πιο αποτελεσματικά, με τη χρήση πέλετ. Η Ινδία και άλλες χώρες της Νότιας Ασίας θα μπορούσαν να μειώσουν ακόμη περισσότερο τα επίπεδα της αιθάλης, αν σταματούσαν τη λειτουργία των πρωτόγονων φούρνων που χρησιμοποιούνταν για την κατασκευή τούβλων, και στρέφονταν σε πιο εκσυγχρονισμένες και αποτελεσματικές εκδοχές. Κατά παρόμοιο τρόπο, αν η Κίνα καταργούσε την καύση στερεού άνθρακα για τη θέρμανση των σπιτιών, θα μπορούσε να μειώσει κατά 50% τις εκπομπές μαύρου άνθρακα. Οι αναπτυσσόμενες χώρες θα μπορούσαν να πετύχουν περαιτέρω μειώσεις στις εκπομπές αιθάλης με την εγκατάσταση καλύτερων μονώσεων στις κατοικίες (ώστε να μειωθεί η ανάγκη για θέρμανση) και με τη χρήση εναλλακτικών καυσίμων για τη θέρμανση, όπως το φυσικό αέριο, το οποίο δεν παράγει αιθάλη όταν καίγεται. Για να γίνουν αυτές οι αλλαγές είναι απαραίτητο οι κυβερνήσεις να επιδοτήσουν το αρχικό κόστος των νέων τεχνολογιών. Όμως, αυτές οι δαπάνες θα αντισταθμιστούν σχετικά γρήγορα από τα οφέλη στη δημόσια υγεία και στην παραγωγικότητα του αγροτικού τομέα.