Το νέο χάσμα των γενεών | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Το νέο χάσμα των γενεών

Πώς θα αυξηθούν οι γεννήσεις και θα μειωθεί η δημογραφική κάμψη

Η Γαλλία ήταν η πρώτη χώρα που κατέγραψε πτώση στον ρυθμό γεννήσεων, κατά τον 19ο αιώνα. Τότε, οι μικροϊδιοκτήτες γης επέλεξαν να κάνουν λιγότερα παιδιά για να αποφύγουν τον κατακερματισμό των περιουσιών τους. Παράλληλα, οι άνθρωποι της μεσαίας τάξης θέλησαν να ενθαρρύνουν την κοινωνική κινητικότητα επενδύοντας τις περιουσίες τους σε λίγα μόνο παιδιά. Όταν σημειώθηκε επιβράδυνση στον ρυθμό αύξησης του πληθυσμού, οι Γάλλοι ανησύχησαν σχετικά με τις επιπτώσεις του φαινομένου στην εθνική τους ασφάλεια. Η ήττα της Γαλλίας στον γαλλο-πρωσικό πόλεμο του 1870-71 μετέτρεψε το δημογραφικό ζήτημα σε πολιτικό, δεδομένου ότι ο μεγαλύτερος εχθρός των Γάλλων, οι Γερμανοί, εμφάνιζαν υψηλά ποσοστά πληθυσμιακής ανόδου. Το 1871 οι πληθυσμοί της Γαλλίας και της Γερμανίας ήταν περίπου ίσοι. Μέχρι το 1914, ο πληθυσμός της Γερμανίας είχε γίνει κατά 50% μεγαλύτερος. Εντούτοις, επειδή η Τρίτη Γαλλική Δημοκρατία ασπαζόταν τις αρχές της περιορισμένης κυβέρνησης, δεν έλαβε ουσιαστικά μέτρα καθιέρωσης μιας πολιτικής υπέρ των γεννήσεων μέχρι τα πρόθυρα του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Το 1939 ψήφισε τον Οικογενειακό Κώδικα, που παρείχε οικονομική υποστήριξη στους γονείς.
Μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, οι Γάλλοι ηγέτες έριξαν τις ευθύνες για την ήττα της χώρας τους το 1940, στη στασιμότητα της δημογραφικής, οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης. Εάν η Γαλλία έμελλε να ανακτήσει το κύρος στο οποίο ευελπιστούσε ο πρόεδρος Σαρλ ντε Γκολ και άλλοι ηγέτες, χρειαζόταν μια νέα δυναμική: περισσότερη κοινωνική δικαιοσύνη, ισχυρότερη οικονομία και ταχύτερη πληθυσμιακή αύξηση. Κατόπιν αυτού, η Γαλλία προσπάθησε να καταστρώσει ένα σχέδιο εξόδου από την τροχιά της βιομηχανικής υπο-ανάπτυξης και της δημογραφικής εξασθένισης, και το έπραξε κυρίως με ένα γενναιόδωρο πρόγραμμα οικονομικής στήριξης των οικογενειών με παιδιά. Ο δείκτης γεννητικότητας αυξήθηκε αρκετά πάνω από το όριο ανανέωσης.

Αυτές οι μεταπολεμικές πολιτικές στόχευσαν στην ενίσχυση της «παραδοσιακής» οικογένειας. Όμως, μέχρι το τέλος της δεκαετίας του 1960, αυτό το μοντέλο έχασε την αίγλη του. Το baby boom έλαβε τέλος. Ένας ολοένα αυξανόμενος αριθμός γυναικών εντάχθηκε στο εργατικό δυναμικό, καθώς η γαλλική οικονομική ανάπτυξη είχε ανάγκη από τη συμμετοχή τους. Οι υπέρμαχοι της δημογραφικής ανάπτυξης δεν είδαν την επαγγελματική σταδιοδρομία των γυναικών σαν απειλή, αλλά αντιθέτως άρχισαν να προπαγανδίζουν τον συγκερασμό μεταξύ εργασίας και οικογένειας.

Η προσέγγιση αυτή είχε καλά αποτελέσματα και στη Σουηδία, άλλη μια χώρα που υπέφερε από εξαιρετικά χαμηλά ποσοστά γεννήσεων κατά τη δεκαετία του 1930. Όταν οι Σουηδοί σοσιαλδημοκράτες ανήλθαν στην εξουσία στο απόγειο της Μεγάλης Ύφεσης, ένας από τους οικονομολόγους τους ήταν ο Γκούναρ Μίρνταλ, ο οποίος το 1934 έγραψε μαζί με τη σύζυγό του, Άλβα, ένα βιβλίο για την πληθυσμιακή κρίση, το οποίο έγινε μπεστ-σέλερ. Το ζεύγος Μίρνταλ υποστήριξε ότι αν η Σουηδία ήθελε να τονώσει τον χαμηλό αριθμό γεννήσεων, οι γυναίκες θα έπρεπε να μπορούν να μεγαλώνουν τα παιδιά τους και να συνεχίζουν την επαγγελματική σταδιοδρομία τους. Επρόκειτο για μια επαναστατική ιδέα εκείνη την εποχή.

Επειδή τα παιδιά είναι μια επένδυση ζωτικής σημασίας για την κοινωνία αλλά αποτελούν οικονομικό βάρος για τις οικογένειες, η κυβέρνηση θα έπρεπε, σύμφωνα με την επιχειρηματολογία των Μίρνταλ, να κάνει μια αναδιανομή του πλούτου, από τα νοικοκυριά με λίγα ή καθόλου παιδιά προς εκείνα με πολλά παιδιά. Θα έπρεπε να εξαλείψει τα εμπόδια που αποτρέπουν τους απλούς ανθρώπους από το να ακολουθήσουν την επιθυμία τους να παντρευτούν και να τεκνοποιήσουν. Τέτοιο εμπόδιο είναι το κόστος ανατροφής των παιδιών. Σε αντίθεση με τους συντηρητικούς υπέρμαχους των γεννήσεων, οι Μίρνταλ τάχθηκαν υπέρ του δικαιώματος στην αντισύλληψη. Ήταν καλό να επιθυμούν οι οικογένειες την απόκτηση παιδιών, αλλά πιο καλό θα ήταν να αποκτούν μόνο τα παιδιά που πραγματικά θέλουν να κάνουν.

Στην εποχή μας, τόσο η Γαλλία όσο και η Σουηδία δαπανούν σχεδόν το 4% του ΑΕΠ τους για την οικονομική στήριξη των οικογενειών. Το σουηδικό μοντέλο προσφέρει στους νέους γονείς πάνω από έναν χρόνο άδειας με αποδοχές, επί τη βάσει του μισθού τους. Η άδεια αυτή μπορεί να μοιραστεί ανάμεσα στον πατέρα και στη μητέρα. Οι περισσότεροι Σουηδοί στέλνουν τα παιδιά τους στα φημισμένα δημόσια σχολεία προσχολικής ηλικίας. Μετά την άδεια μητρότητας, οι γυναίκες έχουν το δικαίωμα να επιστρέψουν στη δουλειά τους με πλήρες ή μειωμένο ωράριο. Το γαλλικό σύστημα, από την πλευρά του, προσφέρει στις μητέρες περισσότερα οικονομικά κίνητρα και στοχεύει λιγότερο στην παιδική φροντίδα. Όμως, η Γαλλία παρέχει δωρεάν ένα εξαιρετικό νηπιαγωγείο (école maternelle), το οποίο εποπτεύεται από το Υπουργείο Παιδείας και στο οποίο πηγαίνουν σχεδόν όλα τα νήπια μετά τα τρία τους χρόνια.

Τόσο το γαλλικό όσο και το σουηδικό σύστημα ανακουφίζουν τους γονείς σχεδόν καθ’ ολοκληρίαν από το οικονομικό βάρος της ανατροφής των παιδιών και, κυρίως, από το άγχος εξισορρόπησης μεταξύ εργασίας και οικογένειας. Ως αποτέλεσμα, και στις δύο χώρες τα ποσοστά γεννήσεων κινούνται σε ικανοποιητικά επίπεδα: κοντά στο όριο ανανέωσης στη Γαλλία, και λίγο κάτω από το όριο ανανέωσης στη Σουηδία.

ΠΑΝΕ ΤΑ ΜΩΡΑ

Στον αντίποδα της Γαλλίας και της Σουηδίας, άλλες χώρες που προσπαθούν να ενισχύσουν τη γεννητικότητα έχουν υιοθετήσει αναποτελεσματικές πολιτικές ή δεν θέσπισαν καμία πολιτική ή υπέκυψαν σε κωλύματα που θέτει η παράδοση και ο πολιτισμός. Στην Ιταλία, το πρόβλημα εντοπίστηκε στο αργοκίνητο κράτος, που δεν μπήκε καν στον κόπο να θέσει υπό αμφισβήτηση τα πρότυπα που αφορούν την τεκνοποίηση. Ο δείκτης γεννητικότητας στην Ιταλία έπεσε κάτω από το όριο ανανέωσης στη διάρκεια της δεκαετίας του 1970, αλλά μόνο στη δεκαετία του 1990 η Ρώμη παραδέχθηκε την έκταση του προβλήματος, όταν το υποανάπτυκτο κράτος πρόνοιας είχε ήδη φθάσει στα όριά του. Έτσι, ουσιαστικά, η χώρα αυτή δεν έπραξε τίποτα.