Πώς η ανάπτυξη σώζει ζωές | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Πώς η ανάπτυξη σώζει ζωές

Η κινδυνολογία για το περιβάλλον και τα αποδεδειγμένα σφάλματα της Λέσχης της Ρώμης

Τι γίνεται με τους άλλους παράγοντες της ανάλυσης; Η καταστροφική κατάρρευσή τους είχε προβλεφθεί για το διάστημα αμέσως μετά το 2010, οπότε ίσως είναι πολύ νωρίς για να αποφανθούμε οριστικά ότι έχει διαψευσθεί. Όμως, οι τάσεις μέχρι σήμερα δεν φαίνεται να στηρίζουν το απαισιόδοξο σενάριο.
Η μέχρι σήμερα αύξηση της κατά κεφαλήν βιομηχανικής παραγωγής είχε ελαφρώς υπερτιμηθεί από «Τα Όρια στην Ανάπτυξη», πιθανόν επειδή οι φυσικοί πόροι είχαν γίνει φθηνότεροι και όχι ακριβότεροι, και επειδή όλο και μεγαλύτερο ποσοστό παραγωγής μεταφερόταν στον τομέα των υπηρεσιών. Ωστόσο, οι γενικές προβλέψεις για τη μακροπρόθεσμη αύξηση του ΑΕΠ, ενός αξιόπιστου δείκτη, είναι θετικές, όσο μπορεί κανείς να δει, σε πλήρη αντίθεση με τις προβλέψεις «Των Ορίων στην Ανάπτυξη». Για παράδειγμα, η Διακυβερνητική Επιτροπή για την Κλιματική Αλλαγή, η μόνη αξιόλογη ομάδα που έχει καταθέσει ενημερωμένα ως προς το ΑΕΠ σενάρια μέχρι το 2100, εκτιμά ότι το παγκόσμιο κατά κεφαλήν ΑΕΠ θα αυξηθεί κατά 14 φορές στη διάρκεια του αιώνα μας και κατά 24 φορές όσον αφορά τον αναπτυσσόμενο κόσμο.

Το ύψος της πληθυσμιακής αύξησης ήταν κάπως υποτιμημένο, κυρίως λόγω της προόδου της ιατρικής, που μείωσε τα ποσοστά θνησιμότητας ταχύτερα από το αναμενόμενο (παρά τη μη αναμενόμενη κρίση που προκάλεσε ο απρόβλεπτος ιός HIV/AIDS). Όμως, ο ρυθμός αύξησης του πληθυσμού επιβραδύνθηκε από τα μέσα της δεκαετίας του ’60, σε αντίθεση με τις προβλέψεις του World3, επειδή τα ποσοστά γεννήσεων μειώνονταν παράλληλα με την ανάπτυξη.

Και οι προβλέψεις για τους δύο τελευταίους παράγοντες, την αγροτική παραγωγή και τη μόλυνση, έπεσαν έξω, πράγμα πολύ σημαντικό γιατί αυτοί ήταν οι δύο εφεδρικοί παράγοντες καταστροφής, στην περίπτωση που η ανεπάρκεια των φυσικών πόρων δεν οδηγούσε εκεί. Η παγκόσμια κατά κεφαλήν κατανάλωση τροφίμων αναμενόταν να αυξηθεί πάνω από 50% στο διάστημα των τεσσάρων δεκαετιών μετά το 1970, να κορυφωθεί το 2010 και κατόπιν να μειωθεί κατά 70%. Η θερμιδική διαθεσιμότητα πράγματι αυξήθηκε, αν και όχι τόσο δραματικά (λίγο περισσότερο από 25%), αλλά η κατάρρευση της προσφοράς τροφίμων δεν φαίνεται πουθενά στον ορίζοντα, και υπάρχει κάθε λόγος να πιστέψουμε ότι η άνοδος θα συνεχιστεί και θα έχει διάρκεια. Ο υποσιτισμός δεν έχει νικηθεί και είναι αλήθεια ότι ο απόλυτος αριθμός των υποσιτιζόμενων ανθρώπων έχει προσφάτως ελαφρώς αυξηθεί (εν μέρει επειδή ορισμένες καλλιέργειες έχουν στραφεί στον τομέα των βιοκαυσίμων, εξαιτίας της ανησυχίας που δημιουργεί η υπερθέρμανση του πλανήτη). Τα τελευταία 40 χρόνια, όμως, το ποσοστό του υποσιτιζόμενου παγκόσμιου πληθυσμού μειώθηκε από το 35% σε λιγότερο από 16% και γνωρίζουμε ότι πάνω από δύο δισεκατομμύρια περισσότεροι άνθρωποι διατρέφονται επαρκώς. Πουθενά στον κόσμο δεν υπάρχει κίνδυνος να εξαντληθεί η καλλιεργήσιμη γη. Σήμερα χρησιμοποιούνται 3,7 δισ. στρέμματα και ως απόθεμα υπάρχουν άλλα 6,7 δισ. Ούτε, βέβαια, η παραγωγικότητα έχει φθάσει στα όριά της. Η πιο πρόσφατη, από το 2006, μεγάλης κλίμακας μελέτη των Ηνωμένων Εθνών σχετικά με τη διαθεσιμότητα τροφίμων, εκτιμά ότι ο κόσμος θα είναι σε θέση να τρέφει όλο και περισσότερους ανθρώπους, τον καθένα με όλο και περισσότερες θερμίδες, μέχρι τα μέσα του αιώνα μας.

Όσον αφορά τις προβλέψεις για τη μόλυνση, «Τα Όρια στην Ανάπτυξη» υπήρξαν εξίσου τρομακτικά και ασαφή. Η αύξηση της μόλυνσης υποτίθεται ότι θα επέφερε παγκόσμια κατάρρευση, αν αυτό δεν το πετύχαιναν πρώτα τα τρόφιμα και οι φυσικοί πόροι. Αυτό που, όμως, παρέμενε ασαφές, ήταν το πώς ακριβώς έπρεπε να οριστεί η μόλυνση. Αναφέρονταν ιδιαίτεροι ρυπαντές, όπως το DDT, ο μόλυβδος, ο υδράργυρος και τα φυτοφάρμακα, αλλά παρέμενε απροσδιόριστο το πώς αυτοί θα μπορούσαν να προκαλέσουν τον θάνατο σημαντικού αριθμού ανθρώπων, με αποτέλεσμα να γεννιούνται κάποιες δυσκολίες στην επιβεβαίωση αυτών των προβλέψεων. Η ατμοσφαιρική ρύπανση μπορεί να θεωρηθεί αντιπροσωπευτική της γενικότερης μόλυνσης, καθώς υπήρξε ένοχη για τα μεγαλύτερα περιβαλλοντικά εγκλήματα που συντελέστηκαν στον εικοστό αιώνα και γιατί η Υπηρεσία Προστασίας Περιβάλλοντος εκτιμά ότι η θέσπιση κανόνων για την ατμοσφαιρική ρύπανση επηρεάζει το 86-96% των ευεργετημάτων που προκύπτουν από τη γενικότερη ρύθμιση της περιβαλλοντικής νομοθεσίας. Στον αναπτυσσόμενο κόσμο, η εξωτερική ατμοσφαιρική ρύπανση παρουσιάζει αύξηση και γίνεται αιτία για περισσότερους θανάτους, που πιθανόν στις μέρες μας να αγγίζουν και τους 650.000 ετησίως. Η εσωτερική ρύπανση του αέρα (από βρώμικα καύσιμα που χρησιμοποιούνται στη μαγειρική και στη θέρμανση) είναι ακόμη πιο φονική, ανεβάζοντας τον αριθμό των θανάτων σε δύο εκατομμύρια ετησίως (αν και τώρα παρουσιάζει ελάχιστη κάμψη).

Ακόμη και στον ανεπτυγμένο κόσμο, η εξωτερική ατμοσφαιρική ρύπανση αποτελεί τη μεγαλύτερη περιβαλλοντική αιτία θανάτων (τουλάχιστον 250.000 θανάτους ετησίως), παρά το γεγονός ότι η περιβαλλοντική νομοθεσία συνέβαλε στη δραστική μείωση των θανάτων κατά τη διάρκεια του δεύτερου μισού του 20ου αιώνα. Η εσωτερική ρύπανση του αέρα στον ανεπτυγμένο κόσμο δεν προκαλεί σχεδόν κανένα θάνατο. Ενώ, λοιπόν, η Λέσχη της Ρώμης είχε επινοήσει ένα ειδυλλιακό παρελθόν με ευτυχισμένους αγρότες και χωρίς ρύπανση, καθώς και έναν μελλοντικό κόσμο πνιγμένο στους καπνούς και τα δηλητήρια από την ξέφρενη εκβιομηχάνιση, η πραγματικότητα αποδεικνύεται πολύ διαφορετική. Στη διάρκεια του 20ου αιώνα, η μόλυνση ούτε ανεξέλεγκτη έγινε ούτε πιο θανατηφόρος, ενώ ο κίνδυνος πρόκλησης θανάτων από την ατμοσφαιρική ρύπανση αναμένεται να συνεχίσει την πτωτική του τάση (βλ. Σχήμα 4).

sxima4.jpg

ΠΟΙΟΣ ΝΟΙΑΖΕΤΑΙ;