Η Μογγολία απογειώνεται | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Η Μογγολία απογειώνεται

Γιατί ανεβαίνει τόσο γρήγορα – και πώς θα μπορούσε να πέσει
Περίληψη: 

Η Μογγολία διαθέτει μία από τις ταχύτερα αναπτυσσόμενες οικονομίες στον κόσμο. Αλλά οι εντυπωσιακές αυξήσεις στο ΑΕΠ της χώρας είναι γεμάτες με ασάφεια, καθώς η εκτεταμένη διαφθορά και η εξάρτηση από την μη διατηρήσιμη εξορυκτική δραστηριότητα εγείρουν ερωτήματα για το μέλλον. Τη απουσία ενός καλύτερου σχεδιασμού και περισσότερου κυβερνητικού ελέγχου, τα προβλήματα της Μογγολίας θα επιδεινωθούν.

Ο MORRIS ROSSABI είναι ομότιμος καθηγητής Ιστορίας στο Κολέγιο Queens του Πανεπιστημίου City της Νέας Υόρκης και επίκουρος καθηγητής Εσωτερικής Ασιατικής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Columbia.

Ενώ οι δυτικές οικονομίες αγωνίζονται για την επίτευξη ετήσιας αύξησης του ΑΕΠ κατά 2%, η Μογγολία καταγράφει διψήφια ποσοστά. Αφότου η οικονομία της Μογγολίας συρρικνώθηκε κατά 1,3% το 2009 – στην κορύφωση της ύφεσης – το 2010 αυξήθηκε κατά 6,4% και στην συνέχεια, κατά ένα εκπληκτικό 17,3% το 2011. Και οι μετεωρικές της επιδόσεις απλά συνεχίζονται: Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ) εκτιμά ότι το ΑΕΠ της Μογγολίας αυξήθηκε κατά 12,7% το 2012. Το ΔΝΤ προβλέπει έναν ρυθμό ανάπτυξης της τάξεως του 15,7% το 2013. Όλα αυτά την καθιστούν την πέμπτη ταχύτερα αναπτυσσόμενη οικονομία. Αλλά, αυτά τα εξαιρετικά αριθμητικά στοιχεία κρύβουν βαθύτερες οικονομικές μετατοπίσεις.

Εκ πρώτης όψεως, οι πρόσφατες επιδόσεις της Μογγολίας έρχονται σε οξεία αντίθεση με την οικονομική δυσπραγία της χώρας στις αρχές του 1990. Μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης, την απόσυρση της βοήθειας από την Μόσχα και την μείωση των εμπορικών συναλλαγών με το σοβιετικό μπλοκ οδηγήθηκε σε μια απότομη οικονομική ύφεση, με αποτέλεσμα ο Ουλάν Μπατόρ να ζητήσει βοήθεια από διεθνείς χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς. Η «θεραπεία-σοκ» που ορίστηκε από το ΔΝΤ και την Ασιατική Τράπεζα Ανάπτυξης, η οποία αποτελείτο από την ιδιωτικοποίηση επιχειρήσεων, την ελαχιστοποίηση της κυβέρνησης, την κατάργηση των επιδοτήσεων, την απελευθέρωση του εμπορίου, καθώς και την θέσπιση μέτρων λιτότητας, επιδείνωσε τις δυσκολίες της Μογγολίας. Η ανεργία, η φτώχεια, η διαφθορά καθώς και τα σχετικά κοινωνικά προβλήματα που έπλητταν την Μογγολία καθ' όλη τη δεκαετία του 1990 και την επόμενη δεκαετία.

Αλλά, η οικονομία της Μογγολίας δεν έχει προόδευσε τόσο ριζικά όσο δείχνει αυτή η απλή ιστορία. Στην πραγματικότητα, ένα μεγάλο μέρος της πρόσφατης ανάπτυξης προερχόταν από έναν μόνο τομέα: την εξόρυξη. Οι πρόσφατες ανακαλύψεις μεγάλων αποθεμάτων χαλκού, χρυσού, άνθρακα, ουρανίου, κασσίτερου και βολφραμίου έχουν οδηγήσει στην ανάπτυξη. Πολλά από αυτά τα ορυκτά και τα μεταλλεύματα βρίσκονται στην νότια Μογγολία, που δεν απέχει πολύ από την Κίνα, η οποία είναι ένας «αδηφάγος» καταναλωτής ορυκτών πόρων. Μόλις και μετά βίας αναπτύχθηκε οποιαδήποτε άλλη βιομηχανία, εκτός από την παραγωγή μαλλιού κασμίρ, κάνοντας την Μογγολία να εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τις ιδιομορφίες της παγκόσμιας ζήτησης για ορυκτά και μεταλλεύματα και - ίσως ακόμη πιο σημαντικό - πιο εξαρτημένη από την Κίνα.

Όπως πάντα, η αρκετά μεγάλη κινεζική αγορά προσέλκυσε την προσοχή των εταιρειών εξόρυξης. Από τους πρώτους που αναγνώρισαν τις δυνατότητες των φυσικών πόρων της Μογγολίας ήταν ο κεφαλαιούχος Ρόμπερτ Φρίντλαντ, ο οποίος έχει μια μακρά ιστορία στην εξορυκτική βιομηχανία και έχει αποκτήσει το παρατσούκλι «Τοξικός Μπομπ», για τις περιβαλλοντικές καταστροφές που έχουν αφήσει οι εταιρείες του στο πέρασμά τους. Το 2003, μία από τις επιχειρήσεις του, η Ivanhoe Mines (σήμερα έχει το όνομα Turquoise Hill Resources), εξασφάλισε μια μίσθωση για την αναζήτηση ορυκτών σε ένα τεράστιο κομμάτι εδάφους στην νότια Μογγολία. Οι επανειλημμένες δηλώσεις του Φρίντλαντ σχετικά με τους εξαιρετικούς πόρους που βρήκαν αυτός και η ομάδα του, προκάλεσε γρήγορα μεγάλη ζήτηση μεταξύ αυστραλιανών, καναδικών, κινέζικων, γαλλικών και ρώσικων επιχειρήσεων για να αποκτήσουν παρόμοιες μισθώσεις. Κατά μεγάλο ποσοστό, οι οικονομικές εξελίξεις της Μογγολίας «χτίστηκαν» γύρω από αυτήν την εξορυκτική «φούσκα».

Μια σειρά από προβλήματα ταλαιπώρησαν τις επιχειρήσεις εξόρυξης στην Μογγολία. Αρχικά, δεδομένου ότι πολλές κινεζικές και ρωσικές εταιρείες έχουν δείξει ελάχιστο σεβασμό για τον αέρα, το νερό και τους πόρους της δικής τους γης, φαίνεται απίθανο να ενδιαφερθούν ιδιαίτερα για την Μογγολία. Και ο ορυκτός πλούτος δεν είναι ομοιόμορφα κατανεμημένος: έχει συγκεντρωθεί σχεδόν αποκλειστικά σε μια ελίτ ομάδα Μογγόλων και αλλοδαπών. Βέβαια, οι άνεργοι, οι φτωχοί και οι απελπισμένοι Μογγόλοι, που είναι γνωστοί στην χώρα ως «νίντζα», έχουν προσπαθήσει να πάρουν μέρος στον πυρετό για τον χρυσό και τον χαλκό. Έχοντας έλλειψη τεχνογνωσίας και κατάλληλου εξοπλισμού, και αυτοί δημιουργούν κινδύνους για το περιβάλλον. Η ακριβέστερη εκτίμηση είναι ότι 100.000 τέτοιοι «νίντζα» λειτουργούν σήμερα ως παράνομοι μεταλλοδίφες. Όχι μόνο δεν πληρώνουν κανένα φόρο, αλλά συμβάλλουν επίσης στην πορνεία, στον τζόγο και σε άλλες παράνομες δραστηριότητες στην Μογγολία.

Οι πολιτικές των νόμιμων εταιρειών εξόρυξης ήταν παρομοίως αμφιλεγόμενες. Το 2009, για παράδειγμα, οι κυβερνητικοί αξιωματούχοι της Μογγολίας διαπραγματεύτηκαν μια συμφωνία σταθεροποίησης με τη βρετανο-αυστραλιανή μεταλλευτική εταιρεία, Rio Tinto, παραχωρώντας το 66% της ιδιοκτησίας στο προσοδοφόρο ορυχείο χρυσού και χαλκού, Oyu Tolgoi. Οι διαπραγματεύσεις αυτές, οι οποίες ως επί το πλείστον διεξήχθησαν μυστικά, προκάλεσαν σημαντικές υποψίες ότι η Μογγολία δεν επωφελείται. Μετά τις εκλογές του Ιουνίου 2012, πολλά μέλη του κοινοβουλίου της Μογγολίας απαίτησαν μια επαναδιαπραγμάτευση. Η Rio Tinto και οι δυτικές κυβερνήσεις που την υποστηρίζουν, επέκριναν την κίνηση αυτή ως «εθνικισμό», προειδοποιώντας τους Μογγόλους αντιπάλους τους να τερματίσουν τις προσπάθειές τους. Αλλά οι Μογγόλοι απάντησαν, υπαινισσόμενοι ότι πράξεις διαφθοράς και δωροδοκίες - εις βάρος της χώρας τους - επηρέασαν την πορεία των διαπραγματεύσεων. Μερικοί κατηγόρησαν κάποιους Μογγόλους αξιωματούχους ότι το λιγότερο είχαν δεχθεί δώρα ως αντάλλαγμα για την συναίνεσή τους στην συμφωνία.