Η εξέλιξη του ανορθόδοξου πολέμου | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Η εξέλιξη του ανορθόδοξου πολέμου

Στασιαστές και αντάρτες από την Μεσοποταμία ως το Αφγανιστάν

Αλλά, αυτοί οι άτακτοι σύντομα επέστρεψαν στο προσκήνιο, κατά τη διάρκεια του πολέμου της αυστριακής διαδοχής (1740-1748), μια σύγκρουση που έφερε μαζί την Αυστρία, την Μεγάλη Βρετανία, το Ανόβερο, την Έσση και τις Κάτω Χώρες κατά της Βαυαρίας, της Γαλλίας, της Πρωσίας, της Σαξωνίας και της Ισπανίας. Η Αυστρία έχασε τις πρώτες μάχες του πολέμου, επιτρέποντας στα ξένα στρατεύματα να καταλάβουν ένα σημαντικό τμήμα του εδάφους της. Αλλά η Αυστρία κατάφερε να επιστρέψει στον πόλεμο χάρη στους λεγόμενους άγριους άνδρες που συγκέντρωσε από τις παρυφές της αυτοκρατορίας της: ουσάροι από την Ουγγαρία, παντούρς (pandours, δηλαδή φρουρούς) από την Κροατία, και άλλους χριστιανούς από τα Βαλκάνια, που πολεμούσαν τους Τούρκους για αιώνες.

Ο Φρειδερίκος ο Μέγας και άλλοι στρατηγοί στην αρχή κατήγγειλαν τους επιδρομείς ως «άγριους». Αλλά από τη στιγμή που είδαν την αποτελεσματικότητα αυτών των ατάκτων, αντέγραψαν το αυστριακό παράδειγμα. Από τα 1770, τα ελαφρά στρατεύματα (ακροβολιστές χωρίς βαριά όπλα και πανοπλίες που δεν τοποθετούνταν στην κύρια γραμμή μάχης) αποτελούσαν το 20% των ευρωπαϊκών στρατών. Στη Βόρεια Αμερική, ο βρετανικός στρατός όλο και περισσότερο άρχισε να βασίζεται σε μια ποικιλία μορφών ελαφρού πεζικού. Πρόδρομοι των ειδικών δυνάμεων του σήμερα - στρατιώτες εκπαιδευμένοι σε τακτικές ανταρτών οι οποίοι είναι ωστόσο πιο πειθαρχημένοι σε σύγκριση με τους απάτριδες μαχητές –, αυτοί οι «φρουροί» ανατράφηκαν για ανορθόδοξη μάχη κατά των γαλλικών αποικιοκρατικών στρατευμάτων και των ντόπιων συνεργατών τους.

Ένας από τους αγαπημένους μύθους της αμερικανικής ιστορίας είναι ότι θαρραλέοι Αμερικανοί κέρδισαν την ανεξαρτησία τους από τη Μεγάλη Βρετανία, επιτιθέμενοι κατά μέθυσων φαιοχιτώνων (Redcoats) πολύ ανόητων για να αποκλίνουν από την τελετουργική παράταξη του πεζικού στον πόλεμο. Αυτό είναι μια υπερβολή. Μέχρι τη στιγμή που ξέσπασε η επανάσταση, το 1775, οι Βρετανοί ήταν πολύ έμπειροι στον ανορθόδοξο πόλεμο και τον αντιμετώπιζαν στην Ευρώπη, την Καραϊβική και τη Βόρεια Αμερική. Οι φαιοχίτωνες σίγουρα ήξεραν αρκετά για να σπάσουν τν σχηματισμό τους και να αναζητήσουν κάλυψη στην μάχη, όταν μπορούσαν, και όχι, σύμφωνα με τα λόγια του ενός ιστορικού, «να παραμένουν αδρανείς και ευάλωτοι στα πυρά του εχθρού». Ο βρετανικός στρατός είχε ένα διαφορετικό πρόβλημα: όπως και ο σύγχρονος αμερικανικός στρατός προ-Ιράκ, είχε ξεχάσει τα περισσότερα από τα μαθήματα του ανορθόδοξου πολέμου που είχε μάθει μια γενιά πριν. Και οι Αμερικανοί επαναστάτες χρησιμοποίησαν μια πιο εξελιγμένη μορφή ανορθόδοξου πολέμου από ότι οι Γάλλοι της υπαίθρου και οι ιθαγενείς Αμερικανοί πολεμιστές, τους οποίους οι Βρετανοί Redcoats είχαν συνηθίσει να πολεμούν. Η εξάπλωση της παιδείας και των τυπωμένων βιβλίων επέτρεψε στους Αμερικανούς αντάρτες να επιδιώξουν την λαϊκή υποστήριξη, γεγονός που ανυψώνει το ρόλο της προπαγάνδας και του ψυχολογικού πολέμου. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο όρος «κοινή γνώμη» εμφανίστηκε για πρώτη φορά σε έντυπη μορφή το 1776, και οι Αμερικανοί αντάρτες κέρδισαν την ανεξαρτησία σε μεγάλο βαθμό με την προσφυγή στο βρετανικό εκλογικό σώμα με έγγραφα όπως το φυλλάδιο του Thomas Paine «Common Sense» και η Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας. Στην πραγματικότητα, η έκβαση της επανάστασης πραγματικά αποφασίστηκε το 1782, όταν η βρετανική Βουλή των Κοινοτήτων ψήφισε με μικρή διαφορά να διακοπούν οι επιθετικές επιχειρήσεις. Οι Βρετανοί θα μπορούσαν να συνεχίσουν να πολεμούν και μετά από εκείνη την ημερομηνία. Θα μπορούσαν να έχουν φέρει φρέσκα στρατεύματα, ακόμη και μετά την ήττα στο Yorktown το 1781. Αλλά όχι, αφού είχε χαθεί η υποστήριξη του κοινοβουλίου.

Οι περισσότεροι από τους επαναστάτες που ακολούθησαν ήταν πιο ακραίοι στις μεθόδους και τις πεποιθήσεις τους από τους Αμερικανούς επαναστάτες, αλλά, είτε από τα αριστερά είτε από τα δεξιά, πολλοί από αυτούς αντέγραψαν τον επιδέξιο χειρισμό της κοινής γνώμης από τους Αμερικανούς. Οι Έλληνες στη δεκαετία του 1820, οι Κουβανοί στη δεκαετία του 1890 και οι Αλγερινοί στη δεκαετία του 1950 απήλαυσαν όλοι αξιοσημείωτη επιτυχία στην κινητοποίηση της ξένης κοινής γνώμης για να βοηθηθούν και να κερδίσουν την ανεξαρτησία τους. Στην Ελλάδα και την Κούβα, οι αντι-ιμπεριαλιστές κέρδισαν δίνοντας έμφαση στα πάθη των αποικιών για να παρακινήσουν αυτό που σήμερα ονομάζεται ανθρωπιστική παρέμβαση από δυτικές δυνάμεις.

Οι φιλελεύθεροι αντάρτες πέτυχαν τις πιο εντυπωσιακές νίκες τους στο Νέο Κόσμο. Με ελάχιστες εξαιρέσεις, από το 1825, οι ευρωπαϊκές αποικιακές δυνάμεις είχαν ηττηθεί στην Αμερική. Ευρωπαϊκές εξεγέρσεις στην ίδια την Ευρώπη, όπως εκείνη των Chartists στο Ηνωμένο Βασίλειο και εκείνης των Δεκεμβριστών στη Ρωσία, ήταν λιγότερο επιτυχείς. Παρ’ όλα αυτά, με την είσοδο του εικοστού αιώνα, το μεγαλύτερο μέρος της Ευρώπης και της Βόρειας Αμερικής κινείτο σε μια πιο φιλελεύθερη κατεύθυνση - ακόμα και οι απόλυτες μοναρχίες, όπως η Αυστρία, η Γερμανία, και η Ρωσία, που παρέμειναν ως τέτοιες, είχαν κάνει μεγαλύτερες προσπάθειες για να κατευνάσουν και να κατευθύνουν το λαϊκό αίσθημα.

ΠΟΛΕΜΟΙ ΠΟΥ ΔΕΝ ΗΤΑΝ ΠΟΛΕΜΟΙ

Την ίδια ώρα, τα δυτικά κράτη επεξέτειναν την κυριαρχία τους σε μεγάλο μέρος του υπόλοιπου κόσμου με έναν αναμφισβήτητα ανελεύθερο τρόπο. Η διαδικασία του εποικισμού και της αντίστασης έχει κάνει πολλά για να διαμορφώσει το σύγχρονο κόσμο και δημιούργησε το δόγμα αντιεξέγερσης με την μεγαλύτερη επιρροή από ποτέ: η θεωρία της «κηλίδας πετρελαίου» (the "oil spot" theory), που επινοήθηκε από τον Γάλλο στρατηγό Hubert Lyautey, ο οποίος στο τέλος του αιώνα προέβλεψε στην Ινδοκίνα, τη Μαδαγασκάρη και το Μαρόκο το «ανθρωποκεντρικό» δόγμα το οποίο οι αμερικανικές δυνάμεις εφάρμοσαν στο Αφγανιστάν και το Ιράκ στον εικοστό πρώτο αιώνα. Περιελάμβανε την αργή επέκταση των στρατιωτικών θέσεων και στρατοπέδων, όπως εξαπλώνεται μια κηλίδα πετρελαίου, μέχρι η αντίσταση από τους αυτόχθονες συνθλιβεί, ενώ, επίσης, γινόταν προσπάθεια να αντιμετωπιστούν οι πολιτικές και οικονομικές ανησυχίες των ντόπιων.