Η οικονομική άνθηση της Αφρικής | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Η οικονομική άνθηση της Αφρικής

Γιατί οι απαισιόδοξοι και οι αισιόδοξοι έχουν και οι δύο δίκιο

Η Αφρική αντιμετωπίζει μια σειρά από βαθιές αναπτυξιακές προκλήσεις - την οικονομική ανάπτυξη, τη μείωση της φτώχειας, την ανθρώπινη ανάπτυξη και τη διακυβέρνηση – οι οποίες θέτουν τουλάχιστον υπό αμφισβήτηση την αντοχή των κερδών που επιτεύχθηκαν κατά τα τελευταία 15 χρόνια, και που θα μπορούσαν να τα υπονομεύσουν κιόλας. Παρά την πρόσφατη ανάπτυξη της Αφρικής, δεν υπάρχουν πολλές ενδείξεις γι’ αυτό που οι οικονομολόγοι αποκαλούν δομικό μετασχηματισμό: τη μετάβαση από τη γεωργία χαμηλής παραγωγικότητας στη μεταποίηση υψηλής παραγωγικότητας και τις υπηρεσίες. Ο μεταποιητικός τομέας της υποσαχάριας Αφρικής παραμένει αδρανής, και ορισμένες χώρες, όπως η Νότια Αφρική, έχουν βιώσει ακόμη και αποβιομηχάνιση. Κι ενώ έχει υπάρξει αύξηση του εμπορίου μεταξύ των χωρών της περιοχής, οι διασυνδέσεις τους με την παγκόσμια οικονομία παραμένουν αναιμικές και συγκεντρωμένες σε λίγους μόνο τομείς, ειδικότερα στα βασικά αγαθά και τους φυσικούς πόρους. Αυτές οι αναπτυξιακές προκλήσεις είναι αποτέλεσμα κυβερνητικών αποτυχιών, πράγμα που βοηθά στην εξήγηση της αντοχής τους εν μέσω ταχείας ανάπτυξης - αλλά επισημαίνουν επίσης τις πιθανές λύσεις.

Ίσως κανένα από αυτά τα προβλήματα δεν είναι πιο ανησυχητικό από τη διαφαινόμενη αδυναμία των αφρικανικών χωρών, συμπεριλαμβανομένων των ταχύτερα αναπτυσσόμενων οικονομιών, να μετατρέψουν την ανάπτυξη σε πρόοδο στην καταπολέμηση της φτώχειας. Παρά τα επί χρόνια σημαντικά έσοδα από το πετρέλαιο, οι κυβερνήσεις της Αγκόλα, της Γκαμπόν, και της Νιγηρίας δεν έχουν χρησιμοποιήσει τον πρωτόγνωρο πλούτο τους για να βελτιώσουν σημαντικά την ευημερία των φτωχών πολιτών τους. Πιο ανησυχητικό είναι το γεγονός ότι κατά τη διάρκεια των τελευταίων πέντε ετών, ορισμένες μη πετρελαιοπαραγωγές χώρες, όπως η Μπουρκίνα Φάσο, η Μοζαμβίκη και η Τανζανία, έχουν καταφέρει να μειώσουν τα ποσοστά της φτώχειας τους, μόνο τρεις ή τέσσερις ποσοστιαίες μονάδες, παρότι απολαμβάνουν ποσοστά ετήσιας οικονομικής ανάπτυξης περίπου 7%. Η ανάπτυξη αυτή ήταν πολύ σαφές ότι υπαγορεύτηκε από οικονομικές μεταρρυθμίσεις και όχι από την έκρηξη στις τιμές των αγαθών. Η επιμονή τής φτώχειας σε αυτές τις τρεις χώρες, παρέχει τώρα πολλά ρητορικά επιχειρήματα στις πολιτικές ελίτ που επωφελήθηκαν από τις λανθασμένες πολιτικές τού παρελθόντος, αντιστάθηκαν στις μεταρρυθμίσεις, και τώρα θέλουν να αναιρέσουν τις αλλαγές. Επίσης επιβεβαιώνει τις χειρότερες υποψίες των επικριτών τής απελευθέρωσης της οικονομίας, οι οποίοι μπορούν να χρησιμοποιήσουν αυτά τα στατιστικά τής φτώχειας προκειμένου να υποστηρίξουν ότι οι μεταρρυθμίσεις υπέρ της αγοράς έχουν απλά κάνει τους πλούσιους πλουσιότερους και τους φτωχούς φτωχότερους.

Μια πιο προσεκτική ματιά σε αυτές τις χώρες, ωστόσο, δείχνει ότι το πρόβλημα δεν είναι η πολύ μεταρρύθμιση, αλλά η πολύ λίγη. Ειδικότερα, οι μεταρρυθμίσεις έχουν προκαλέσει ανάπτυξη μόνο σε ορισμένους τομείς, ιδίως των υπηρεσιών, με τις βιομηχανίες στο λιανικό και χονδρικό εμπόριο, τις τηλεπικοινωνίες και τη δημόσια διοίκηση να επωφελούνται τα μέγιστα. Όμως, αυτές οι βιομηχανίες παρέχουν σχετικά λίγες θέσεις εργασίας για εργαζομένους με χαμηλά προσόντα, και οι μεταρρυθμίσεις δεν απευθύνθηκαν στους τομείς στους οποίους πράγματι εργάζονται οι φτωχοί. Για παράδειγμα, στη Μοζαμβίκη, η ανάπτυξη έχει έρθει από τα μεγάλα επενδυτικά σχέδια στον τομέα της εξόρυξης, τα οποία έγιναν δυνατά χάρη στις μεταβολές στους κανονισμούς επί των ξένων επενδύσεων στη χώρα. Τα έργα αυτά έχουν αυξήσει τις εξαγωγές αλουμινίου και εκτοξεύσει το ΑΕΠ, αλλά δημιούργησαν μόνο 2.000 άμεσες θέσεις εργασίας. Το μεγαλύτερο μέρος του εργατικού δυναμικού της Μοζαμβίκης, εν τω μεταξύ, έχει προσληφθεί σε μικρές γεωργικές εκμεταλλεύσεις ή οικογενειακές επιχειρήσεις - τα τμήματα της οικονομίας στα οποία η παραγωγικότητα αυξάνεται με πολύ αργούς ρυθμούς.

Σε περιπτώσεις όπου υπήρξαν μεταρρυθμίσεις στις βιομηχανίες που απασχολούν τους φτωχούς, η διαφθορά έχει αποτρέψει μερικές φορές τα οφέλη που προκύπτουν από τις επιδιωκόμενες συνταγές. Η Τανζανία, για παράδειγμα, έχει ξοδέψει πολλά για να στηρίξει την αγροτική της βιομηχανία, ιδίως για τις επιδοτήσεις των λιπασμάτων. Το 2009, για την καλύτερη στοχοθέτηση και τον εξορθολογισμό των επιδοτήσεων, η κυβέρνηση εισήγαγε ένα σύστημα κουπονιών που έμοιαζε με ελεύθερη αγορά: οι αγρότες θα μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν κουπόνια που εξέδιδε η κυβέρνηση για να αγοράσουν λιπάσματα, και οι πωλητές θα επιδοτούνταν από την κυβέρνηση. Δυστυχώς, τοπικοί αιρετοί άρχοντες κατέληξαν να αποκτήσουν τον έλεγχο του περίπου 60% των κουπονιών, γεγονός που κατέστησε στους φτωχούς αγρότες δύσκολη την πρόσβαση στην κυβερνητική υποστήριξη.

ΕΑΝ ΧΤΙΣΕΤΕ ΥΠΟΔΟΜΕΣ, ΘΑ ΕΡΘΟΥΝ;

Ακόμη και σε χώρες που έχουν επιτύχει τόσο την ταχεία ανάπτυξη όσο και τη μείωση της φτώχειας, όπως η Αιθιοπία, η Γκάνα και η Ρουάντα, υπήρξε εξαιρετικά περιορισμένος διαρθρωτικός μετασχηματισμός. Το μερίδιο του ΑΕΠ που αντιστοιχεί στη παραγωγή, για παράδειγμα, είναι ελάχιστα υψηλότερο από ό, τι ήταν πριν οι χώρες αυτές αρχίσουν να απολαμβάνουν σοβαρή ανάπτυξη. Υπάρχουν πολλοί λόγοι για τους οποίους ο ανταγωνιστικός κατασκευαστικός τομέας δεν έχει απογειωθεί στην Αφρική, αλλά οι περισσότεροι από αυτούς έχουν να κάνουν με το υψηλό κόστος παραγωγής. Ακόμα κι αν το κατά κεφαλήν εισόδημα στην Αφρική είναι από τα χαμηλότερα στον κόσμο, οι μισθοί είναι σχετικά υψηλοί και το κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος είναι ακόμη υψηλότερο.

Μια σημαντική εξήγηση για τα υψηλά κόστη είναι η κακή κατάσταση των υποδομών. Σε όλη την υποσαχάρια Αφρική, ο οποιοσδήποτε προσπαθεί να κάνει επιχειρήσεις, συνεχώς παρεμποδίζεται από διακοπές ρεύματος, αδιάβατους δρόμους και διαρροές νερού. Πίσω από καθένα από αυτά τα προβλήματα υποδομής κρύβεται μια κυβερνητική αποτυχία που, αν και επιζήμια για την οικονομία, αντανακλά μια πολιτική ισορροπία που θα είναι δύσκολο να αναιρεθεί απλά και μόνο με την κατασκευή νέων υποδομών.