Το μεγαλύτερο λάθος τού NATO | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Το μεγαλύτερο λάθος τού NATO

Ξέφυγε από την βασική αποστολή του – και ο κόσμος πληρώνει το τίμημα

Η δεύτερη σημαντική αλλαγή στην πολιτική τού ΝΑΤΟ, αρχής γενομένης από την δεκαετία τού 1990, ήταν η υιοθέτηση μιας νέας σειράς από παγκόσμιες αποστολές για να δικαιολογούν την ύπαρξη του ΝΑΤΟ. Το σκεπτικό ήταν ότι τα ευρωπαϊκά μέλη τού ΝΑΤΟ θα πρέπει να βοηθήσουν την Ουάσιγκτον στις παγκόσμιες ανησυχίες της ώστε να κρατήσουν τις Ηνωμένες Πολιτείες δεσμευμένες στην Ευρώπη.

Αυτή η στρατηγική συλλογιστική βασίστηκε σε διάφορες λανθασμένες υποθέσεις. Πρώτον, τα παγκόσμια συμφέροντα των Ηνωμένων Πολιτειών και της Ευρώπης δεν ήταν (και δεν είναι) ευθυγραμμισμένα. Δεύτερον, η Ευρώπη είχε περιορισμένες δυνατότητες προβολής ισχύος στην δεκαετία τού 1990, και οι δυνατότητες αυτές μειώθηκαν σημαντικά με την πάροδο του χρόνου. Τρίτον, τα απομακρυσμένα προβλήματα ασφάλειας που θα έπρεπε να αντιμετωπιστούν – το Αφγανιστάν, το Ιράκ, η Λιβύη - ήταν ιδιαιτέρως τρομερά. Η επιτυχία, η οποία θα εξαρτιόταν από υψηλά επίπεδα πολιτικής βούλησης και δεσμεύσεις υλικού που θα διατηρούνταν με την πάροδο του χρόνου, θα ήταν δύσκολο να επιτευχθεί.

Καθώς ετοιμαζόταν να φύγει από υπουργός Αμύνης των ΗΠΑ τον Ιούνιο του 2011, ο Ρόμπερτ Γκέιτς αξιολόγησε τα όσα είχαν γίνει. Στο Αφγανιστάν, είπε σε μια ομιλία του το 2011, η «αποστολή εξέθεσε σημαντικές ελλείψεις στο ΝΑΤΟ [3] - στις στρατιωτικές δυνατότητες και την πολιτική βούληση. Παρά τα περισσότερα από δύο εκατομμύρια στρατιώτες – ΧΩΡΙΣ να συμπεριλαμβάνεται ο στρατός των ΗΠΑ - το ΝΑΤΟ έχει αγωνιστεί, μερικές φορές απεγνωσμένα, να στηρίξει μια ανάπτυξη 25-40.000 στρατιωτών». Στην Λιβύη, συνέχισε, «έγινε οδυνηρά σαφές ότι παρόμοιες ελλείψεις - σε ικανότητα και θέληση - έχουν την δυνατότητα να θέσουν σε κίνδυνο την ικανότητα της Συμμαχίας να διεξάγει μια ολοκληρωμένη, αποτελεσματική και με διάρκεια εκστρατεία αέρος-θαλάσσης.... [Ενώ] κάθε μέλος τής συμμαχίας ψήφισε υπέρ της επιχείρησης στην Λιβύη, λιγότερες από τις μισές χώρες συμμετείχαν κάπως, και λιγότερο από το ένα τρίτο ήταν πρόθυμες να συμμετάσχουν σε επιθετικές αποστολές».

Το να γίνει «Παγκόσμιο» δεν έκανε το ΝΑΤΟ πιο κατάλληλο, αποτελεσματικό ή αξιόπιστο. Αντιθέτως, οι επιχειρήσεις αυτές έφεραν τεράστιο κόστος - από την άποψη των ζωών, των χρημάτων, της πολιτικής ενότητας και της αξιοπιστίας τής συμμαχίας. Αυτές οι επιχειρήσεις επίσης στράγγιξαν και τις ευρωπαϊκές στρατιωτικές δυνατότητες, οι οποίες ήταν ήδη ασθενείς και βρίσκονται τώρα σε ακόμη πιο απότομη παρακμή. Οι προσδοκίες διαψεύστηκαν και η αξιοπιστία τής συμμαχίας έχει υποστεί ζημιά.

Δυστυχώς, αυτό έχει συμβεί ακριβώς όταν οι απειλές για την ασφάλεια στην Ευρώπη έχουν αναδυθεί, με τρόπους που είναι πλέον προφανείς σε σχεδόν όλους. Κατά ειρωνικό τρόπο, οι απειλές αυτές έχουν αναπτυχθεί εν μέρει λόγω των άστοχων ενεργειών τού ίδιου τού ΝΑΤΟ.

ΔΥΣΘΥΜΟΣ ΝΕΟΣ ΚΟΣΜΟΣ

Οι Αμερικανοί και οι Ευρωπαίοι ηγέτες είναι τώρα αντιμέτωποι με τις άμεσες προκλήσεις που θέτει η επιθετικότητα της Ρωσίας στην Ουκρανία, αλλά πρέπει επίσης να προβούν σε μια ουσιαστική στρατηγική επαναξιολόγηση.

Κατ’ αρχάς, θα πρέπει να αναγνωρίσουν ότι η Ευρώπη εξακολουθεί να αντιμετωπίζει διακρατικές απειλές ασφαλείας. Για δεκαετίες, οι Αμερικανοί και οι Δυτικοευρωπαίοι πίστευαν ότι ο διακρατικός πόλεμος στην Ευρώπη ήταν αδιανόητος. Ήσαν σίγουροι για την ανάδυση μιας Ευρώπης που ήταν «ενιαία, ελεύθερη και ειρηνική». Πίστευαν ότι η Ρωσία θα συμπεριφερόταν σαν να ήταν μέλος τής λέσχης τού ΝΑΤΟ και της ΕΕ, ακόμη και αν δεν υπήρχε καμία πιθανότητα ότι θα ήταν δεκτή σε αυτήν την λέσχη οποτεδήποτε σύντομα.

Ο Πούτιν έχει επιλέξει άλλον δρόμο. Η ρωσική επιθετικότητα είναι πραγματική, και μπορεί να συνεχίσει. Οι θετικές γνώμες για τον Πούτιν εγχωρίως είναι αυξημένες, και μπορούν να παραμείνουν ψηλά εκτός αν οι οικονομικές κυρώσεις αλλάξουν την κοινή γνώμη των Ρώσων και των ρωσικών ελίτ. Ο Πούτιν δεν ψάχνει ακόμη για μια «διέξοδο» ώστε να εκτονώσει την αντιπαράθεση. Αντίθετα, έχει σήμερα ένα εγχώριο πολιτικό κίνητρο για μια παρατεταμένη αντιπαράθεση με την Δύση.

Όπως παρατήρησε πρόσφατα ο πρόεδρος της Εσθονίας, Toomas Hendrik Ilves: «Η βασική κατανόηση για την ασφάλεια στην Ευρώπη έχει τώρα καταρρεύσει [4]. Ό, τι έχει συμβεί από το 1989 είχε προβλεφθεί υπό την θεμελιώδη παραδοχή ότι δεν αλλάζουν τα σύνορα με την βία, και τώρα αυτό είναι εκτός πραγματικότητας». Ο στρατηγός Philip Breedlove, Ανώτατος Συμμαχικός Διοικητής Ευρώπης τού ΝΑΤΟ, το έθεσε συνοπτικά, «Είναι μια αλλαγή μοντέλου» [5].

Δεύτερον, οι Αμερικανοί και οι Ευρωπαίοι ηγέτες θα πρέπει να εργαστούν σκληρά για να επιτευχθεί συναίνεση σχετικά με την Ρωσία και τις απαντήσεις τής Δύσης. Πολλοί Ευρωπαίοι βρίσκονται ακόμα σε άρνηση, και ως εκ τούτου, η Ευρώπη είναι διαιρεμένη. Τα συστήματα πεποιθήσεων είναι διαβόητα για το πόσο ανθεκτικά είναι απέναντι στις αλλαγές, και το δέλεαρ μιας ευρωπαϊκής νιρβάνα ασφαλείας ήταν ιδιαίτερα ισχυρό. Η παράλυση της Ευρώπης ενισχύεται επίσης από την οικονομική ευπάθεια (πολλές ευρωπαϊκές χώρες εξαρτώνται από τις ρωσικές εξαγωγές ενέργειας) και άλλους οικονομικούς και επιχειρηματικούς δεσμούς με την Ρωσία. Ακόμα κι έτσι, υπάρχει ένα φάσμα απόψεων για την Ρωσία, και αυτό ποικίλλει ανάλογα με την γεωγραφία, φυσικά. Οι χώρες που είναι πιο κοντά στην Ρωσία – ιδίως η Πολωνία και οι χώρες τής Βαλτικής – την φοβούνται και έχουν απευθύνει έκκληση για ισχυρές Δυτικές αντιδράσεις. Η γεφύρωση αυτών των ενδοευρωπαϊκών διαφορών δεν θα είναι εύκολη. Οι Ηνωμένες Πολιτείες θα πρέπει να ηγηθούν αυτής της προσπάθειας επίτευξης συναίνεσης.