Ευρωπαϊκή Επιτροπή εναντίον Gazprom | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Ευρωπαϊκή Επιτροπή εναντίον Gazprom

Νομική διαμάχη ή γεωπολιτική σύγκρουση;
Περίληψη: 

Είναι κοινό μυστικό ότι η κολοσσιαία ρωσική ενεργειακή εταιρεία Gazprom αποτελεί την προέκταση της εξουσίας τού Πούτιν και εργαλείο για την εξωτερική του πολιτική. Ωστόσο, και αυτό το νόμισμα έχει δύο όψεις: Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατηγορεί την Gazprom για παραβάσεις των ευρωπαϊκών κανόνων χαρίζοντας στην Ευρώπη έναν μοχλό πίεσης που της έλλειπε.

Ο ΒΑΣΙΛΗΣ ΣΙΤΑΡΑΣ είναι ενεργειακός αναλυτής, Διδάκτωρ Στρατηγικών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Όλες οι απόψεις και κρίσεις που εκφράζονται στο παρόν άρθρο είναι αυστηρά προσωπικές.

Προτού ακόμη ξεσπάσει η υφιστάμενη ρωσο-ουκρανική κρίση, η οποία ανέδειξε με τον πλέον δραματικό τρόπο τούς γεωπολιτικούς σχεδιασμούς τού Κρεμλίνου στο επίκεντρο της παγκόσμιας επικαιρότητας [1], η Ευρωπαϊκή Επιτροπή είχε ήδη εισέλθει σε μια μετωπική αντιπαράθεση με την Ρωσία στον ενεργειακό τομέα και, ειδικότερα, στο φυσικό αέριο. Η συγκεκριμένη διαφωνία είναι καταρχήν νομικής φύσεως και ως προς τα δύο κύρια σκέλη της: α) την ισχυριζόμενη, εκ μέρους της Επιτροπής, παραβίαση από την ρωσική Gazprom των κείμενων διατάξεων περί ανταγωνισμού [2] και β) την ισχυριζόμενη, επίσης εκ μέρους τής Επιτροπής, ασυμβατότητα των διμερών συμφωνιών οι οποίες αφορούν τον υπό κατασκευή αγωγό South Stream με τις κοινοτικές διατάξεις [3], που είναι γνωστές ως το «Τρίτο Ενεργειακό Πακέτο» (βλ. παρακάτω).

Εντούτοις, άποψη του υπογράφοντος είναι πως τυχόν προσέγγιση της συγκεκριμένης διαμάχης με νομικούς και μόνο όρους κινδυνεύει να απωλέσει την ουσία τού ζητήματος. Η τελευταία, νομίζω πως έγκειται αφενός μεν στις γεωπολιτικές, κατά τη γνώμη πολλών ειδικών, ρωσικές φιλοδοξίες με «όχημα» τις διεθνείς ενεργειακές σχέσεις, αφετέρου δε στην ευρωπαϊκή επιθυμία ανάσχεσής τους, όπως ακριβώς η πολιτική τής «ανάσχεσης» (containment) αποτέλεσε βασικό στόχο τής Δύσης σε σχέση με την ΕΣΣΔ μετά το 1945, ξεκινώντας, ως γνωστόν, από ένα κλασικό άρθρο τού Τζωρτζ Κένναν στο αμερικανικό Foreign Affairs [4]. Για τους λόγους αυτούς, μια μικρή εισαγωγή στην ενεργειακή διάσταση της ρωσικής Υψηλής Στρατηγικής (Grand Strategy) μετά το 2000, έτος κατά το οποίο εξελέγη για πρώτη φορά Πρόεδρος ο κ. Πούτιν, κρίνεται απολύτως αναγκαία. Μια πιο εμβριθής ανάλυση της συγκεκριμένης στρατηγικής υπάρχει σε αριθμό μονογραφιών οι οποίες είδαν το φως τής δημοσιότητας κατά την τελευταία δεκαετία [5].

GAZPROM: ΤΟ «ΚΡΥΦΟ ΧΑΡΤΙ» ΤΟΥ ΠΟΥΤΙΝ

Σε μια περίφημη αποστροφή τού λόγου του που χρονολογείται από το 2005, ο πρόεδρος Πούτιν αποκάλεσε την διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης «τη μεγαλύτερη γεωπολιτική καταστροφή τού εικοστού αιώνα». Η Δύση αγνόησε πλήρως την Ρωσία στην δεκαετία τού 1990, όταν η τελευταία την είχε ανάγκη, και τώρα πληρώνει το τίμημα: για τον μέχρι πρότινος ταλαιπωρημένο, απαξιωμένο, και περιθωριοποιημένο ρωσικό λαό, ή, τουλάχιστον, για ένα πολύ μεγάλο μέρος του, η επίδειξη πυγμής συντελεί στην αύξηση της δημοτικότητας του Ρώσου προέδρου και, τελικά, στη μακροημέρευσή του, παρά τις αντιδημοκρατικές μεθόδους που ενίοτε φαίνεται να χρησιμοποιεί. Η φιλοσοφία τού πουτινισμού συμπυκνώνεται στην αναβίωση του σοβιετικού μεγαλείου με κάθε μέσο και με κάθε κόστος, ακόμη, δηλαδή, κι αν η Μόσχα συμπεριφέρεται αυτοκρατορικά («κάθε μέσο») απέναντι σε χώρες που επί δεκαετίες απάρτιζαν μαζί της τον σοβιετικό ιστό ή αν αυτό συνεπάγεται την διεθνή της απομόνωση («κάθε κόστος»).

Ο ρόλος τής ενέργειας στην Υψηλή Στρατηγική τού προέδρου Πούτιν είναι κομβικός: η κατάλληλη αξιοποίηση των ανεξάντλητων φυσικών πόρων τής αχανούς αυτής χώρας φαντάζει ως το ιδανικό μέσο δυναμικής επανόδου στο διεθνές σύστημα. Με άλλα λόγια, ο κλάδος τής ενέργειας, από συγκριτικό πλεονέκτημα της Ρωσίας στον οικονομικό τομέα, μετασχηματίζεται, τελικά, σε ένα κατεξοχήν γεωπολιτικό «εργαλείο» [6] πρώτης τάξεως. Για καλή τύχη τού προέδρου Πούτιν, οι διεθνείς τιμές των υδρογονανθράκων στην κυριολεξία «εκτοξεύθηκαν» επί θητείας του (σε μια αντίθετη περίπτωση, είναι προφανές ότι θα είχε πολύ σοβαρό πρόβλημα να πραγματοποιήσει τα σχέδιά του). Την παραπάνω θεώρηση περί του ρόλου τής ενέργειας είχε φροντίσει να την εκθέσει, εμμέσως πλην σαφώς, ο κατοπινός Πρόεδρος της Ρωσίας και στην διδακτορική διατριβή του, η οποία ολοκληρώθηκε το 1999, καθώς και στην εκλαϊκευμένη περίληψή της που δημοσιεύθηκε την ίδια χρονιά με μορφή άρθρου σε ένα επιστημονικό ινστιτούτο της Αγίας Πετρούπολης [7].

Τούτων δοθέντων, σε καμία άλλη χώρα τού κόσμου -πλην ίσως της Μέσης Ανατολής- ο επονομαζόμενος «εθνικισμός των φυσικών πόρων» (resource nationalism), στον οποίο είχαμε αναφερθεί ιστορικά στο F.A. του περασμένου Φεβρουαρίου [8], δεν είναι τόσο ισχυρός όσο στη σύγχρονη -μετά το 2000- Ρωσία. Όπως είχαμε γράψει και τότε, η κρατική εταιρεία φυσικού αερίου, Gazprom, που είναι η μεγαλύτερη του είδους της στον κόσμο, λειτουργεί στην πραγματικότητα ως άτυπο Υπουργείο Εξωτερικών της Μόσχας. Το περίφημο κείμενο πολιτικής «Ενεργειακή Στρατηγική της Ρωσίας έως το 2020», το οποίο υιοθετήθηκε επίσημα το καλοκαίρι τού 2003 [9], υποστηρίζει ότι η ενεργειακή διπλωματία αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι τής ρωσικής εξωτερικής πολιτικής. Αυτός είναι ένας από τους λόγους που ο πρώην αναπληρωτής πρωθυπουργός, Μπόρις Νεμτσώφ, την έχει ορθώς αποκαλέσει «το κορυφαίο προσωπικό σχέδιο του Πούτιν» (Putin’s prime personal project) [10]. Και ενώ στο εσωτερικό η Gazprom αδυνατεί να καλύψει τη ζήτηση, χάνοντας προοδευτικά όλο και μεγαλύτερο μερίδιο αγοράς από τους ιδιώτες ανταγωνιστές της, στο εξωτερικό (βασικά στην Ευρώπη) είναι που ρίχνει όλο της το βάρος, για λόγους προβολής ισχύος. Εκεί, λοιπόν, φαίνεται να υπάρχουν δύο διαφορετικές κατηγορίες πελατών: από τη μια οι ισχυρές οικονομίες τής Δυτικής Ευρώπης, οι οποίες διαθέτουν εναλλακτικούς προμηθευτές και πολύ ανεπτυγμένο δίκτυο διασυνδέσεων, και, από την άλλη, οι λιγότερο διαφοροποιημένες ως προς τις εισαγωγές τους χώρες τής Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης, οι οποίες τελούν σε καθεστώς «ενεργειακής ομηρείας». Στις τελευταίες, η επιθετική -μερικές φορές ακόμη και πέρα από τα όρια του εκβιασμού- τιμολογιακή πολιτική τής Gazprom και η διάκριση σε «εχθρούς» και «φίλους» έχει κατά καιρούς δημιουργήσει σοβαρά προβλήματα.