Ευρωπαϊκή Επιτροπή εναντίον Gazprom | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Ευρωπαϊκή Επιτροπή εναντίον Gazprom

Νομική διαμάχη ή γεωπολιτική σύγκρουση;

Επιστρέφοντας στην εσωτερική σκηνή, η παραχώρηση των φυσικών πόρων όχι απλά σε ξένους επενδυτές, αλλά ακόμη και σε ανεξέλεγκτους Ρώσους ιδιώτες (πχ στην εταιρεία YUKOS, πριν ο Πούτιν αποφασίσει να την διαλύσει), φαίνεται να αντιστρατεύεται τον εθνικής σημασίας στόχο για κρατικό έλεγχό τους. Διακριτική μεταχείριση και «κλείσιμο» της αγοράς αποτελούν σταθερές τής ρωσικής ενεργειακής πολιτικής [11]. Τα πολλά δισ. δολάρια που είχαν μέχρι τότε επενδύσει οι ξένες πετρελαϊκές εταιρείες στην Ρωσία (ακόμη και σε εποχές χαμηλών διεθνών τιμών πετρελαίου) και τα οποία, κατά γενική ομολογία, συνεισέφεραν τα μέγιστα στον εκσυγχρονισμό τού κλάδου ήταν προφανώς ανεπιθύμητα για τη νέα ρωσική ηγεσία.

Ως εδώ ουδέν πρόβλημα, θα παρατηρούσε κανείς... «Η Ρωσία ανήκει στους Ρώσους» και ασφαλώς δικαιούνται να ρυθμίζουν τα του οίκου τους όπως επιθυμούν, εκλέγοντας ξανά και ξανά τον αναμφισβήτητα ικανότατο ηγέτη τους, είτε ως πρόεδρο της χώρας είτε ως πρωθυπουργό. Όμως, μια πιο προσεκτική εξέταση της κατάστασης αποκαλύπτει ότι τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά. Το παράδοξο της ρωσικής ενεργειακής πολιτικής συνίσταται στην εξής αντίφαση: Ενώ αποδεδειγμένα οι Ρώσοι δεν επιθυμούν πια την είσοδο των ξένων εταιρειών στην εγχώρια αγορά ενέργειας, τουλάχιστον με τους όρους τούς οποίους απολαμβάνουν οι κρατικές τους εταιρείες, από την άλλη επιδιώκουν επέκταση των δραστηριοτήτων τους σε χώρες τής Ευρώπης όπου δεν υφίσταται -ιδίως λόγω του «κοινοτικού κεκτημένου» για τα μέλη τής ΕΕ- ανάλογος προστατευτισμός. Έτσι, μόνο η Gazprom (που είναι ο κορυφαίος «εθνικός πρωταθλητής» τού Πούτιν ανεξαρτήτως κλάδου) διαθέτει πλέον δεκάδες θυγατρικές σε ολόκληρη την Ευρώπη, για την ύπαρξη των οποίων ουδείς της ζήτησε να λογοδοτήσει και οι οποίες λειτουργούν απρόσκοπτα εδώ και πολλά χρόνια.

Εδώ και είκοσι ολόκληρα χρόνια, η Ρωσία αρνείται να επικυρώσει -επομένως και να εφαρμόσει στο εσωτερικό της- την Συνθήκη περί «Ευρωπαϊκού Χάρτη Ενέργειας», την οποία προσυπέγραψε και η ίδια στις 17 Δεκεμβρίου 1994 [12]. Εν συντομία, η Συνθήκη ορίζει ότι το εμπόριο υλικών και προϊόντων ενέργειας μεταξύ των συμβαλλόμενων μερών διέπεται από τις διατάξεις τής GATT και του WTO (Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου). Μολονότι υπάρχει η αρχή τής κυριαρχίας επί των ενεργειακών πόρων, τα συμβαλλόμενα μέρη υπέχουν δέσμευση ότι θα διευκολύνουν την πρόσβαση σε αυτούς και ότι, συνεπώς, θα τηρούν τους κανόνες περί εξερεύνησης, ανάπτυξης και απόκτησης των ενεργειακών πόρων μέσα σε πνεύμα διαφάνειας και μη εισαγωγής διακρίσεων. Αυτό έρχεται σε αντίθεση με το ενεργειακό δόγμα Πούτιν, όπως εκτέθηκε παραπάνω. Ακόμη και σε ήσσονος σημασίας ζητήματα, η στάση τού Κρεμλίνου εντυπωσιάζει. Μέχρι πρότινος, λ.χ., η ρωσική κυβέρνηση θεωρούσε επτασφράγιστο μυστικό τις εκτιμήσεις για το μέγεθος των αποθεμάτων της σε πετρέλαιο και φυσικό αέριο, παρά το γεγονός ότι αποτελούν απολύτως αναγκαία δεδομένα για τους ξένους επενδυτές. Η δημόσια ανακοίνωση των εκτιμήσεων τον Ιούλιο του 2013 αποτέλεσε ευχάριστη έκπληξη! Σε εταιρικό επίπεδο, ακόμη και ανώτατα στελέχη τής κοινοπραξίας ΤΝΚ-ΒΡ -όσα δεν είχαν ρωσική υπηκοότητα- δεν διέθεταν πρόσβαση σε ουσιώδη δεδομένα (data) τού ενεργειακού κλάδου [13].

Η ΥΠΟΘΕΣΗ ΤΟΥ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΥ (2012-)

Ας μην ξεχνάμε ότι ο μακρινός πρόδρομος της ΕΕ ήταν η ΕΚΑΧ του 1952, μια Κοινότητα που περιλάμβανε μόνο τον Άνθρακα και τον Χάλυβα [14]. Καθώς επρόκειτο γα την κατεξοχήν βαριά βιομηχανία τής εποχής, ένας βασικός στόχος των ιδρυτών της ήδη από τότε ήταν η εξάρθρωση των μεγάλων μονοπωλίων του κλάδου, γνωστών ως Konzerns. Η παράδοση συνεχίστηκε με την Συνθήκη τής Ρώμης το 1957. Το άρθρο 82 (νυν 102) της Συνθήκης ΕΚ, ένα από τα σημαντικότερα ως προς την πολιτική σε θέματα ελεύθερου ανταγωνισμού, απαγορεύει την επονομαζόμενη «καταχρηστική εκμετάλλευση δεσπόζουσας θέσης». Επομένως, από μόνη της η ύπαρξη δεσπόζουσας θέσης μέσα σε μια συγκεκριμένη αγορά -π.χ. του φυσικού αερίου- δεν είναι αθέμιτη, είναι, όμως, αθέμιτη και τιμωρείται η κατάχρησή της. Το πότε συμβαίνει κάτι τέτοιο είναι ένα δύσκολο ερμηνευτικό ζήτημα.

Καταρχήν, όπως διευκρινίζει η ίδια η Συνθήκη, η κατάχρηση μπορεί να συνίσταται σε πρακτικές όπως λ.χ. οι εξής: (α) άμεση ή έμμεση επιβολή μη δίκαιων τιμών αγοράς ή πώλησης ή άλλων όρων συναλλαγής· (β) περιορισμός τής παραγωγής, της διάθεσης ή της τεχνολογικής ανάπτυξης, με ζημία των καταναλωτών (γ) εφαρμογή άνισων όρων επί ισοδύναμων παροχών έναντι των εμπορικώς συναλλασσομένων, με αποτέλεσμα να περιέρχονται αυτοί σε μειονεκτική θέση και (δ) εξάρτηση της σύναψης συμβάσεων από την αποδοχή, εκ μέρους των συναλλασσομένων, πρόσθετων παροχών, οι οποίες, όμως, δεν έχουν σχέση με το αντικείμενο των συμβάσεων αυτών. Στην πλούσια σχετική νομολογία του τις τελευταίες δεκαετίες και ιδίως από το 1971 και εξής, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο (ΔΕΚ) έχει αναπτύξει πολύ περισσότερο την έννοια της κατάχρησης.

Ως θεματοφύλακας των Συνθηκών τής ΕΕ, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή νομιμοποιείται να διεξάγει έρευνες, μετά από καταγγελία ή ακόμη και αυτεπαγγέλτως, σε περίπτωση που υποπέσει στην αντίληψή της καταχρηστική εκμετάλλευση δεσπόζουσας θέσης από συγκεκριμένη επιχείρηση (ή ένωση επιχειρήσεων). Εφόσον επιβεβαιωθεί η κατάχρηση, η Επιτροπή δικαιούται να επιβάλει στην επιχείρηση πρόστιμο, που μπορεί να φθάσει μέχρι και το 10% του συνολικού κύκλου εργασιών, δηλαδή εκείνου που είχε πραγματοποιηθεί κατά την διάρκεια του προηγούμενου οικονομικού έτους. Στο σχετικά πρόσφατο παρελθόν, αμερικανικοί τιτάνες τού επιχειρείν όπως η GE, η Intel και η Microsoft βρέθηκαν στην δίνη υποθέσεων νόθευσης του ελεύθερου ανταγωνισμού και αισθάνθηκαν όλοι το «βαρύ χέρι» τής Επιτροπής [15].