Μια υπόσχεση που αθετήθηκε; | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Μια υπόσχεση που αθετήθηκε;

Τι είπε η Δύση στην Μόσχα σχετικά με την επέκταση του ΝΑΤΟ

Ο Κολ, επίσης, έκανε την ρητορική του σύμφωνη με εκείνη τού Μπους, όπως δείχνουν αμφότερες οι αμερικανικές και δυτικογερμανικές καταγραφές τής συνόδου κορυφής των δύο ηγετών στο Καμπ Ντέιβιντ από τις 24 έως τις 25 Φεβρουαρίου. Ο Μπους έκανε ξεκάθαρα τα συναισθήματά του για τον συμβιβασμό με τη Μόσχα στον Κολ: «Στο διάολο με αυτό!», είπε. «Εμείς επικράτησε, αυτοί όχι. Δεν μπορούμε να επιτρέψουμε στους Σοβιετικούς να βγάλουν νίκη από τα σαγόνια τής ήττας». Ο Κολ υποστήριξε ότι ο ίδιος και ο Μπους θα πρέπει να βρουν έναν τρόπο για να εξευμενίσουν τον Γκορμπατσόφ, προβλέποντας, «Θα καταλήξει τελικά σε ένα ερώτημα για μετρητά».

Ο Μπους εύστοχα επεσήμανε ότι η Δυτική Γερμανία είχε «βαθιές τσέπες». Έτσι προέκυψε μια ευθεία στρατηγική: Όπως εξήγησε αργότερα ο Ρόμπερτ Γκέιτς, τότε αναπληρωτής σύμβουλος εθνικής ασφάλειας, ο στόχος ήταν να «δωροδοκηθούν οι Σοβιετικοί». Και η Δυτική Γερμανία θα πλήρωνε την δωροδοκία.

Τον Απρίλιο, ο Μπους έγραψε αυτό το σκεπτικό σε ένα εμπιστευτικό τηλεγράφημα προς τον Γάλλο πρόεδρο Φρανσουά Μιτεράν. Αμερικανοί αξιωματούχοι ανήσυχοι ότι το Κρεμλίνο ίσως προσπαθούσε να τους αντιμετωπίσει συμμαχώντας με το Ηνωμένο Βασίλειο ή την Γαλλία, οι οποίοι αμφότεροι συνέχιζαν να ασκούν κατοχή στο Βερολίνο και, δεδομένων των προηγούμενων επαφών τους με μια εχθρική Γερμανία, ενδεχομένως είχαν λόγο να μοιραστούν την ανησυχία των Σοβιετικών για την επανένωση. Έτσι, ο Μπους τόνισε τις κορυφαίες προτεραιότητές του στον Μιτεράν: Ότι μια ενωμένη Γερμανία απολαμβάνει πλήρη δικαιώματα συμμετοχής στο ΝΑΤΟ, ότι οι συμμαχικές δυνάμεις παραμένουν στην ενωμένη Γερμανία ακόμη και αφότου τα σοβιετικά στρατεύματα αποσυρθούν και ότι το ΝΑΤΟ θα συνεχίσει να αναπτύσσει τόσο πυρηνικά όσο και συμβατικά όπλα στην περιοχή. Προειδοποίησε τον Μιτεράν ότι καμία άλλη οργάνωση δεν θα μπορούσε να «αντικαταστήσει το ΝΑΤΟ ως εγγυητή τής δυτικής ασφάλειας και σταθερότητας». Και συνέχισε: «Πράγματι, είναι δύσκολο να απεικονιστεί το πώς μια διευθέτηση της ευρωπαϊκής συλλογικής ασφάλειας συμπεριλαμβανομένης της Ανατολικής Ευρώπης, και ίσως ακόμη και της Σοβιετικής Ένωσης, θα έχει την ικανότητα να αποτρέπει τις απειλές προς την Δυτική Ευρώπη».

Ο Μπους έκανε σαφές προς τον Μιτεράν ότι το ΝΑΤΟ έπρεπε να παραμείνει η κυρίαρχη οργάνωση ασφάλειας σε μια μεταψυχροπολεμική Ευρώπη - και όχι οποιοδήποτε είδος πανευρωπαϊκής συμμαχίας. Όπως συνέβη, τον επόμενο μήνα, ο Γκορμπατσόφ πρότεινε ακριβώς μια τέτοια πανευρωπαϊκή ρύθμιση, μια ρύθμιση στην οποία μια ενωμένη Γερμανία θα εντασσόταν τόσο στο ΝΑΤΟ όσο και στο Σύμφωνο της Βαρσοβίας, δημιουργώντας έτσι έναν τεράστιο οργανισμό ασφάλειας. Ο Γκορμπατσόφ έθεσε ακόμη και την ιδέα να βάλει την Σοβιετική Ένωση στο ΝΑΤΟ. «Λέτε ότι το ΝΑΤΟ δεν κατευθύνεται εναντίον μας, ότι είναι απλά μια δομή ασφαλείας που προσαρμόζεται σε νέες πραγματικότητες», είπε ο Γκορμπατσόφ στον Μπέικερ τον Μάιο, σύμφωνα με το σοβιετικό αρχεία. «Ως εκ τούτου, σας προτείνουμε να ενταχθούμε στο ΝΑΤΟ». Ο Μπέικερ αρνήθηκε να εξετάσει μια τέτοια αντίληψη, απαντώντας περιφρονητικά, «Η πανευρωπαϊκή ασφάλεια είναι ένα όνειρο».

Κατά την διάρκεια του 1990, Αμερικανοί και Δυτικογερμανοί διπλωμάτες αντιμετώπισαν με επιτυχία τέτοιες προτάσεις, εν μέρει επικαλούμενοι το δικαίωμα της Γερμανίας να καθορίσει η ίδια τους συμμάχους της. Καθώς έκαναν αυτά, κατέστη σαφές ότι ο Μπους και ο Κολ είχαν μαντέψει σωστά: Ο Γκορμπατσόφ, στην πραγματικότητα, θα υπέκυπτε τελικά στις δυτικές επιθυμίες, εφ’ όσον αποζημιωνόταν. Τοποθετώντας το ωμά, χρειαζόταν μετρητά. Τον Μάιο του 1990, ο Jack Matlock, ο πρέσβης των ΗΠΑ στη Μόσχα, ανέφερε ότι ο Γκορμπατσόφ είχε αρχίσει να φαίνεται «λιγότερο σαν άνθρωπος που έχει τον έλεγχο και περισσότερο [σαν] ένας ηγέτης που τον πολεμούν». Τα «σημάδια τής κρίσης,» έγραψε σε ένα τηλεγράφημα από την Μόσχα, «είναι πολλά: Η ραγδαία αύξηση των ποσοστών εγκληματικότητας, οι πολλαπλασιαζόμενες διαδηλώσεις κατά του καθεστώτος, η έκρηξη αυτονομιστικών κινημάτων, η επιδείνωση των οικονομικών επιδόσεων. . . και μια αργή, αβέβαιη μεταβίβαση της εξουσίας από το κόμμα στο κράτος και από το κέντρο προς την περιφέρεια».

Η Μόσχα θα τα έβρισκε σκούρα με την αντιμετώπιση αυτών των εσωτερικών προβλημάτων χωρίς εξωτερική βοήθεια και πιστώσεις, πράγμα που σήμαινε ότι θα μπορούσε να είναι πρόθυμη να συμβιβαστεί. Το ερώτημα ήταν αν η Δυτική Γερμανία θα μπορούσε να παράσχει τέτοια βοήθεια με τρόπο που να επιτρέψει στον Γκορμπατσόφ να αποφύγει να φαίνεται σαν να είχε δωροδοκηθεί για να αποδεχθεί μια επανενωμένη Γερμανία στο ΝΑΤΟ, χωρίς ουσιαστικούς περιορισμούς στην επέκταση της συμμαχίας προς ανατολάς.

Ο Κολ πέτυχε αυτό το δύσκολο έργο σε δύο κύματα: Πρώτα, σε μια διμερή συνάντηση με τον Γκορμπατσόφ τον Ιούλιο του 1990, και στην συνέχεια, σε μια σειρά από επόμενα συναισθηματικά φορτισμένα τηλεφωνήματα, τον Σεπτέμβριο του 1990. Ο Γκορμπατσόφ έδωσε τελικά την συγκατάθεσή του για μια ενωμένη Γερμανία στο ΝΑΤΟ με αντάλλαγμα μέτρα διάσωσης γοήτρου, όπως μια περίοδο χάριτος τεσσάρων ετών για την απομάκρυνση των σοβιετικών στρατευμάτων και κάποιους περιορισμούς και στον ΝΑΤΟϊκό στρατό και σε πυρηνικά όπλα στο έδαφος της πρώην Ανατολικής Γερμανίας. Επίσης, έλαβε 12 δισεκατομμύρια γερμανικά μάρκα για την κατασκευή κατοικιών για τα αποσυρόμενα σοβιετικά στρατεύματα και άλλα τρία δισεκατομμύρια ως άτοκη πίστωση. Αυτό που δεν έλαβε ήταν επίσημες εγγυήσεις κατά της επέκτασης του ΝΑΤΟ.

Τον Αύγουστο του 1990, η εισβολή τού Σαντάμ Χουσεΐν στο Κουβέιτ έσπρωξε αμέσως χαμηλά την Ευρώπη στην λίστα των προτεραιοτήτων τής εξωτερικής πολιτικής τού Λευκού Οίκου. Στην συνέχεια, αφού ο Μπους έχασε τις προεδρικές εκλογές τού 1992 από τον Μπιλ Κλίντον, τα μέλη της ομάδας τού Μπους έπρεπε να εκκενώσουν τα γραφεία τους νωρίτερα από ό, τι περίμεναν. Φαινόταν να έχουν επικοινωνήσει λίγο με την εισερχόμενη ομάδα τού Κλίντον. Ως αποτέλεσμα, τα επιτελικά στελέχη τού Κλίντον ξεκίνησαν την θητεία τους με περιορισμένη ή και καμία γνώση για το τι είχαν συζητήσει η Ουάσιγκτον και η Μόσχα σχετικά με το ΝΑΤΟ.