Η ενεργειακή διπλωματία τού ρεαλισμού | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Η ενεργειακή διπλωματία τού ρεαλισμού

Οι επιδιώξεις και οι δυνατότητες τής Ελλάδας

Συμπερασματικά, η ενασχόληση με τα εθνικά ενεργειακά θέματα όλων ημών των πολιτικών επιστημόνων και διεθνολόγων, δηλαδή των μελετητών τού κράτους, είναι μεν θεμιτή, αλλά, σε κάποιο βαθμό, εγκυμονεί και κινδύνους. Ο μεγαλύτερος εξ αυτών είναι η αποθέωση της γεωπολιτικής τής ενέργειας, σε βάρος τής γεωοικονομίας. Η ενεργειακή ασφάλεια, ως μέρος τής εν γένει εθνικής ασφάλειας, είναι μεν καλό πράγμα, αλλά, δυστυχώς, κοστίζει ακριβά, ειδικά για χώρες τού μεγέθους και της κατάστασης της Ελλάδας. Με τα λόγια του Π. Γεννηματά, και δη πριν ξεσπάσει η βαθιά κρίση τού 2010, «το πραγματικό μέγεθος της οικονομίας μας και οι περιορισμένες αντοχές της επιβάλλουν μεγάλη περίσκεψη κατά την άσκηση στρατηγικών επιλογών και κατά την απόφαση επενδύσεων ειδικά στις βαριές υποδομές, όπως είναι η ενέργεια» [16]. Το ζήτημα, για να θυμηθούμε το κλασικό χιτ του «δικού μας» συνθέτη Γιάννη Μαρκόπουλου, είναι το εξής απλό: «Ποιος πληρώνει τον βαρκάρη;». Σε αυτό όσοι αναλυτές νομίζουν πως η πολιτική βούληση [17] των κρατών -και δη κρατών όπως η Ελλάδα - είναι πανάκεια, αδυνατούν να απαντήσουν. Για τις ιδιωτικές εταιρείες του ενεργειακού κλάδου οι οποίες καλούνται να προβούν σε τεράστιες κεφαλαιουχικές επενδύσεις και δη σε εποχές χρηματοπιστωτικής στενότητας, οι νόμοι των αγορών είναι αδήριτοι.

Το 2003 (σε μια εποχή που η οικονομία μας ανθούσε…), μια μελέτη τού RAND είχε καταλήξει στο εξής συμπέρασμα ως προς τις ενεργειακές υποδομές τής ΝΑ Ευρώπης: «Ο ρόλος τού κρατικού παράγοντα στην διαμόρφωση της πολιτικής υποδομών θα διαφοροποιηθεί -και από πολλές απόψεις θα αποδυναμωθεί- με την πάροδο του χρόνου». [18] Επομένως, κρατικές αποφάσεις περί ενεργειακών οδεύσεων δέον όπως συνεκτιμούν όλες τις πολυσύνθετες παραμέτρους τους. Αυτή η πολυπαραμετρική στάθμιση με συναίσθηση της πραγματικότητας είναι το ζητούμενο από την ενεργειακή εξωτερική πολιτική, αλλά δεν είναι πάντοτε δεδομένη. Πολυπαραγοντικές αναλύσεις -ιδίως όταν ενσωματώνουν και άλλες σημαντικές μεταβλητές, πλην της πολιτικής, και άλλους «δρώντες», πλην του κράτους- βοηθούν γενικά την διπλωματία μας, πόσω μάλλον την ενεργειακή.

ΕΞΙΣΟΡΡΟΠΗΣΕΙΣ ΟΔΕΥΣΕΩΝ ΚΑΙ «ΕΝΕΡΓΕΙΑΚΟΙ ΚΟΜΒΟΙ»

Πριν από 17 χρόνια, ο καθηγητής μου, Θάνος Βερέμης, και ο «πρύτανης» των Ελλήνων διεθνολόγων, Θεόδωρος Κουλουμπής, είχαν από κοινού προτείνει την ανάγκη «απο-σκοπιανοποίησης» της εξωτερικής μας πολιτικής, υπερβαίνοντας το οδυνηρό αδιέξοδο στο οποίο είχε αυτοπαγιδευτεί λίγα χρόνια πριν. [19] Σήμερα ήλθε ίσως η ώρα για ένα βήμα παραπάνω: Την «απο-τουρκοποίηση» της εξωτερικής μας πολιτικής, τουλάχιστον στον ενεργειακό τομέα (ο οποίος έχει τα χαρακτηριστικά που αναφέρθηκαν, καθώς αφορά μεγάλες υποδομές εντάσεως κεφαλαίου). Με αυτό σε καμιά περίπτωση δεν υπονοούμε ούτε ότι η γειτονική χώρα, με τις σαφείς ηγεμονικές και νεο-οθωμανικές τάσεις της, δεν συνιστά απειλή για την Ελλάδα ούτε ότι δεν θα πρέπει να αναζητούμε τρόπους -γενικότερης- εξισορρόπησης της αυξανόμενης ισχύος της, σε συνδυασμό με ενθάρρυνση της (όποιας) ευρωπαϊκής προοπτικής της. Από την άλλη, όμως, φρονούμε ότι η συνεχής ενασχόληση με το τι πράττει η Τουρκία στις διεθνείς ενεργειακές της σχέσεις δεν έχει ίσως νόημα [20].

17122004.jpg

Οι διαδρομές των σχεδιαζόμενων αγωγών φυσικού αερίου προς την Ευρώπη.

Ας δούμε κατ’ αρχήν τι ακριβώς αντιπροσωπεύουν εν έτει 2014 η Ελλάδα και τι η Τουρκία ως διεθνείς ενεργειακοί «παίκτες», ώστε να φανεί εάν και κατά πόσο μπορεί να γίνει λόγος περί εξισορρόπησης: Το αξιόλογο μέγεθος, η στρατηγική γεωγραφική της θέση ως συμπαγής όγκος από ανατολή προς δύση, το ΑΕΠ τού σχεδόν 1,5 τρισ. δολαρίων σε ισοτιμίες αγοραστικής δύναμης και ο καλπάζων πληθυσμός των σχεδόν 80 εκατ. ατόμων είναι αντικειμενικά στοιχεία τής Τουρκίας που δεν υπάρχουν στην Ελλάδα. Η Τουρκία αποτελεί, καλώς ή κακώς, μια φυσική ενεργειακή «γέφυρα» μεταξύ σημαντικών παραγωγών (κοιτάσματα Κασπίας και Μ. Ανατολής) και των Δυτικών καταναλωτών, ενώ, ταυτόχρονα, συνιστά από μόνη της μια ανερχόμενη αγορά-στόχο. Και ενώ η Ελλάδα θα μπορούσε να εκληφθεί ως προέκταση προς Δυσμάς (Ιταλία) τής ίδιας ενεργειακής «γέφυρας», στην πραγματικότητα αυτό δεν συμβαίνει κατ’ ανάγκη: Οδεύσεις αγωγών από Τουρκία μπορούν στην συνέχεια να στραφούν βόρεια, σε Βουλγαρία - Κ. Ευρώπη, όπως ήταν το σχέδιο Nabucco.

Το διαφορετικό «ειδικό βάρος» Ελλάδας-Τουρκίας στον διεθνή ενεργειακό χάρτη προκύπτει από την κατανάλωση ενέργειας, όπου μόνο στο φυσικό αέριο η σχέση είναι πλέον 1 προς 13 (με τάση να πλησιάσει το 1 προς 20 εντός της προσεχούς 15ετίας)[21], έως τις κρατικές πετρελαϊκές εταιρείες των δύο χωρών: Η ΔΕΠΑ και τα ημιδημόσια (35,5%) ΕΛΠΕ είναι κατά βάση εταιρείες εμπορίας-διανομής ή «downstream», με μικρό σχετικά ρόλο στο «upstream» (άντληση) και το «midstream» (μεταφορά). Αντίθετα, υπενθυμίζεται η όλο και πιο δυναμική παρουσία των αντίστοιχων τουρκικών εταιρειών, BOTAS και ΤΡΑΟ, τόσο στα γιγαντιαία κοιτάσματα της Κασπίας, Αζέρι-Σιράγκ-Γκιουνασλί (πετρέλαιο) και Σαχ Ντενίζ (αέριο), όσο και στους αγωγούς μεταφοράς τους προς την Ευρώπη, υφιστάμενους και σχεδιαζόμενους (ιδίως, δε, στον Trans-Anatolian Pipeline ή ΤΑΝΑΡ, ένα κολοσσιαίο από κάθε άποψη έργο υποδομής, που ίσως φθάσει τελικά σε κόστος τα 18-20 δισ. δολάρια). Στον πολύ μικρότερο σε μήκος αγωγό ΤΑΡ (Trans-Adriatic Pipeline), την συνέχεια του ΤΑΝΑΡ επί ελληνικού εδάφους και μέχρι την Ιταλία, δεν υπάρχει ελληνική συμμετοχή. Τούτων δοθέντων, προσπάθειες κυριολεκτικής εξισορρόπησης της Τουρκίας στο πεδίο τού ενεργειακού τομέα είναι, δυστυχώς, εξαιρετικά δύσκολο -πόσο μάλλον δαπανηρό- να τελεσφορήσουν.