Η Τουρκία ως «τρίτος πόλος» στην Μέση Ανατολή | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Η Τουρκία ως «τρίτος πόλος» στην Μέση Ανατολή

Οι διεθνείς ανακατατάξεις και η Δύση

Είναι ξεκάθαρο ότι ο Νταβούτογλου θεωρεί λανθασμένη την εσωστρέφεια που χαρακτήριζε μεγάλο μέρος της ιστορίας της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής ορίζοντας, μάλιστα, αυτή την προβληματική ως υπαρξιακό ζήτημα. Λέει ότι τα πράγματα πρέπει να κινηθούν προς την αντίθετη κατεύθυνση πιστεύοντας πως η Τουρκία θα μπορέσει να ξεφύγει από την θέση του παθητικού/περιφερειακού υποκειμένου, μόνο αν δρομολογήσει μια προσπάθεια ανανέωσης, που θα εκμεταλλευτεί καλώς αυτήν την μεταβατικότητα και την αλληλεξάρτηση μεταξύ των γεωπολιτικών ζωνών, ενσωματώνοντάς τις στην πολιτική της κουλτούρα. Σε αντίθετη περίπτωση, εάν η σημερινή [σσ. κεμαλική] ελίτ συνεχίσει να βλέπει την γεωπολιτική της χώρας ως παράγοντα τακτικής των στρατηγικών ρυθμίσεων άλλων κέντρων πολιτικής ισχύος, όχι μόνο θα χάσει το κύρος της σε αυτές τις γεωπολιτικές ζώνες, αλλά θα γίνει δέσμια ενός status quo που δεν θα μπορεί να υπερασπιστεί ακόμα και την ενότητά της [3].

Η διάγνωση του Νταβούτογλου δεν έχει να κάνει μόνο με την εξωστρέφεια που θεωρεί ότι πρέπει να αποκτήσει η Τουρκία η οποία, κατά τον ίδιο, πρέπει να τεθεί σε μια γεω-πολιτισμική βάση. Επιπρόσθετα, διεκδικεί έναν ρόλο που θα είναι ανεξάρτητος από εξωτερικά κέντρα πολιτικής ισχύος και αποφάσεων, εννοώντας βεβαίως την Δύση και τις ΗΠΑ στις οποίες βασίστηκε εν πολλοίς το κεμαλικό κατεστημένο. Όμως η αντίληψή του, που ήταν μάλλον επαναστατική για τα δεδομένα της Τουρκίας και της συγκυρίας του 2001 που γράφτηκε το βιβλίο, προχωράει ακόμα πιο πέρα. Προς αυτή την κατεύθυνση διαφωτιστικό είναι ένα άλλο βιβλίο του, το «Εναλλακτικές Κοσμοθεωρίες», που συχνά παραβλέπεται. Πρόκειται για ένα βιβλίο που προέκυψε από τη διδακτορική του διατριβή, γραμμένο πριν από το «Στρατηγικό Βάθος», κατά βάση θεωρητικό και φιλοσοφικό και, κατά τον γράφοντα, σημαντικότερο, παρ’όλο που δεν επικεντρώνεται στην Τουρκία. Εκεί ο Νταβούτογλου ισχυρίζεται πως, «Σήμερα κανείς δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι, έπειτα από ένα ορισμένο στάδιο εκβιομηχάνισης και εκσυγχρονισμού, οι μουσουλμανικές μάζες ως σύνολο θα υιοθετήσουν Δυτικούς τρόπους σκέψης και ζωής και αυτό γιατί στην πραγματικότητα το όλο πρόβλημα είναι κάτι παραπάνω από πρόβλημα σταδίου εξέλιξης. Η εν λόγω αντίδραση πρέπει να ιδωθεί υπό το πρίσμα ότι στην πραγματικότητα το Ισλάμ γίνεται αντιληπτό ως μια κοσμοθεωρία (Weltanschauung) εναλλακτική προς την δυτική φιλοσοφικοπολιτική παράδοση» [4].

Και συνεχίζει: «…οι συγκρούσεις και αντιθέσεις μεταξύ της ισλαμικής και της Δυτικής πολιτικής σκέψης πηγάζουν κυρίως από το φιλοσοφικό, μεθοδολογικό και θεωρητικό τους υπόβαθρο και όχι από απλές θεσμικές και ιστορικές διαφορές» [5].

Άρα, ο Νταβούτογλου και η Άγκυρα, δεν επιζητούν μόνο την εξωστρέφεια ή την ανεξαρτητοποίηση της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής από τον ρόλο του εκπροσώπου της Δύσης. Όπως συνάγεται από τα προαναφερθέντα αποσπάσματα αλλά και κείμενα και ομιλίες άλλων παραγόντων του ΑΚΡ, προσβλέπουν στην ενοποίηση του γεω-πολιτισμικού και γεωπολιτικού μετα-οθωμανικού χώρου δίχως όμως αυτό να είναι αυτοσκοπός. Με αυτό τον τρόπο επιδιώκουν να αναδείξουν το πολιτικό, οικονομικό και πολιτισμικό σύστημα, που ονειρεύονται ότι θα προκύψει, ως εναλλακτικό του υπερισχύοντος Δυτικού. Υπό αυτό το πρίσμα, ο Νταβούτογλου υιοθετεί έναν αντίστροφο Οριενταλισμό, ένα ουτοπικό εξεψιοναλισμό (exceptionalism) ξεκάθαρα αναθεωρητικό, που εδράζεται στη αντίληψη ότι Ισλάμ και Δύση (με ό,τι αυτή συνεπάγεται) είναι δύο αλληλοαποκλειόμενα συστήματα σε όλα τα επίπεδα και ότι η Τουρκία είναι ο νομιμοποιημένος φορέας αυτής της αλλαγής.

Βεβαίως, μεταξύ της σύλληψης και της υλοποίησης ενός οράματος υπάρχει μεγάλο χάσμα. Αλλά αυτό το ιδεολογικό και γεωπολιτικό σχήμα είναι ουσιαστικής σημασίας για να καταλάβουμε τους επιδιωκόμενους στόχους και την στάση της Τουρκίας σήμερα. Τα οικονομικά και διπλωματικά μέσα και γενικότερα τα μέσα «ήπιας» ισχύος που χρησιμοποίησε η Άγκυρα προς επίτευξη των στόχων της κατά την δεκαετία του 2000, ανατράπηκαν με το ξέσπασμα της λεγόμενης Αραβικής Άνοιξης η οποία απέκοψε τις σχέσεις που είχε κτίσει στην περιοχή με διάφορα καθεστώτα και μαζί τους την πολιτική και οικονομική της επιρροή.

Παράλληλα, καθώς η συριακή κρίση μετατρεπόταν σε έναν πόλεμο δια αντιπροσώπων με πολλά μέτωπα, κατέστη αναγκαίο για την Άγκυρα να ανταλλάξει την διεκδικητική και ανεξάρτητη εξωτερική της πολιτική με την «επιστροφή» της προς την Δύση, αναζητώντας αμερικανική και ΝΑΤΟϊκή υποστήριξη. Παρ’όλα αυτά, η ανάδυση του ΙΚ και οι διαφορές για το ζήτημα της Συρίας έφεραν την Τουρκία για ακόμα μια φορά σε αντίθεση με τα Δυτικά συμφέροντα. Κατ’ ακρίβεια, η Άγκυρα ενίοτε κλιμακώνει την σύγκρουση ή υποσκάπτει διεθνείς προσπάθειες για έναν συμβιβασμό στην Συρία. Η αμφιλεγόμενη στάση της προς το ΙΚ, η κατάρριψη του ρωσικού Su-24 τον Νοέμβριο του 2015 και ο βομβαρδισμός θέσεων του κουρδικού YPG (Μονάδες Προστασίας του Λαού) στην βόρεια Συρία είναι μόνο μερικά παραδείγματα.

Το YPG συγκεκριμένα έχει αποδειχτεί ένας από τους πιο σημαντικούς συμμάχους της Δύσης (αλλά και της Ρωσίας) κατά του ΙΚ και υποστηρίζεται τόσο από τις ΗΠΑ όσο και από την Ρωσία. Συνεπώς, αποτελεί ένα από τα λίγα πράγματα που το Δυτικό και ρωσικό στρατόπεδο έχουν κοινά στην περίπτωση της Συρίας, κάτι που θα μπορούσε να λειτουργήσει ως εφαλτήριο για περισσότερη συνεργασία και αποκλιμάκωση. Αλλά η Τουρκία βλέπει τους Σύριους Κούρδους του YPG ως παρακλάδι και προέκταση του PKK (Εργατικό Κόμμα Κουρδιστάν), το αποσχιστικό κουρδικό κίνημα που μάχεται κατά του τουρκικού κράτους από τις αρχές της δεκαετίας του 1980. Αντίθετα με το YPG και την πολιτική του πτέρυγα (το PYD – Κόμμα Δημοκρατικής Ενότητας), το PKK είναι καταγραμμένο ως τρομοκρατική οργάνωση από τις ΗΠΑ και όχι μόνο. Το γεγονός ότι οι Σύριοι Κούρδοι κατάφεραν να εγκαθιδρύσουν ένα de facto αυτόνομο κρατίδιο (ονόματι Ροζάβα) στην βόρεια Συρία κατά μήκος του τουρκο-συριακού συνόρου δημιουργεί μεγάλες ανασφάλειες στους Τούρκους.