Η Τουρκία ως «τρίτος πόλος» στην Μέση Ανατολή | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Η Τουρκία ως «τρίτος πόλος» στην Μέση Ανατολή

Οι διεθνείς ανακατατάξεις και η Δύση

Μετά από τις προσπάθειες του YPG να συνδέσει τα τρία καντόνια της Ροζάβα (το Αφρίν, το Κομπανί, και το Τζαζίρα) με επιχειρήσεις μεταξύ του Αφρίν και του Κομπανί κατά αντάρτικων ομάδων που υποστηρίζονται από την Τουρκία, η Άγκυρα ξεκαθάρισε ότι θα κάνει ό,τι χρειαστεί για να αποτρέψει μια τέτοια εξέλιξη. Επιπλέον, ο Ερντογάν διεμήνυε στην Ουάσιγκτον ότι πρέπει να επιλέξει ή την Τουρκία ή τους Κούρδους «τρομοκράτες», όπως τους αποκάλεσε [6].

Ο «ΝΕΟΣ ΑΝΤΙΔΥΤΙΚΙΣΜΟΣ» ΤΗΣ ΤΟΥΡΚΙΑΣ

Η στάση της Τουρκίας προς τους Σύριους Κούρδους ξεσήκωσε κύμα αντιδράσεων με κάποιους να φτάνουν στο σημείο να υποστηρίξουν μέχρι και την αποπομπή της Τουρκίας από το ΝΑΤΟ [7]. Σε αυτή την συγκυρία, οι σχέσεις της Τουρκίας με το ΝΑΤΟ και την Δύση γενικότερα είναι πράγματι χωρίς ιστορικό προηγούμενο, χωρίς να υπονοείται ότι ήταν πάντοτε εύκολες. Μπορεί κανείς να θυμηθεί τα προβλήματα που υπήρχαν τις δεκαετίες του 1960 και 1970 με την κρίση της Κούβας και της Κύπρου ή την επιδείνωση των τουρκο-αμερικανικών σχέσεων μετά τον πόλεμο του Ιράκ το 2003. Όλες αυτές τις φορές η Τουρκία αναζήτησε εναλλακτικές εξωτερικής πολιτικής στην Σοβιετική Ένωση και αργότερα στην Ρωσία και την Μέση Ανατολή. Ωστόσο, πότε δεν προκάλεσε την συμμετοχή της στο ΝΑΤΟ και ποτέ δεν διέκοψε εντελώς τις σχέσεις της με την Δύση. Κάτι τέτοιο θα ήταν αντίθετο με την ίδια την εθνική της ταυτότητα η οποία έχει μέσα από τα χρόνια εμποτιστεί με Δυτικές ιδέες και αρχές παρακινώντας την επιθυμία της για περισσότερη ενσωμάτωσή της στην Δύση.

Όμως, πλέον τα πράγματα έχουν αλλάξει. Καθώς η τουρκική εθνική ταυτότητα αναδιαμορφώνεται από την «επανάσταση» του ΑΚΡ και οι εσωτερικές πραγματικότητες επηρεάζονται από ένα εκ των άνω επιβαλλόμενο σχέδιο συντηρητικής κοινωνικής μηχανικής, αλλάζουν και οι προτιμήσεις της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής. Η Τουρκία υπό το ΑΚΡ δεν είναι πλέον αφοσιωμένη σε Δυτικούς θεσμούς όπως το ΝΑΤΟ και η ΕΕ για τους ίδιους λόγους. Τα φιλο-Δυτικά ιδεολογικά κίνητρα δεν είναι το ίδιο σημαντικά διότι έχουν εν πολλοίς αντικατασταθεί από τα αντίστοιχα πολιτικο-ισλαμικά. Η Άγκυρα βλέπει πλέον αυτές τις σχέσεις μέσα από ένα φακό οπορτουνισμού. Μπορεί να μην έχουν πια σημασία ως πηγή έμπνευσης στο ιδεολογικό της όραμα αλλά έχουν σίγουρα πολλά να προσφέρουν στους τομείς της οικονομίας και της ασφάλειας.

Τα έγγραφα που διέρρευσαν από τις συζητήσεις της Τουρκίας με την ΕΕ για το προσφυγικό αποκαλύπτουν πως ο Ερντογάν απείλησε ευθέως τους Ευρωπαίους αξιωματούχους. Τους είπε πως αν δεν δώσουν στην Τουρκία την χρηματική βοήθεια των τριών δισ. ευρώ ετησίως που ζήτησε (αντί του συνολικού ποσού των τριών δισ. για δύο χρόνια), «Μπορούμε να ανοίξουμε τις πόρτες προς την Ελλάδα και την Βουλγαρία οποιαδήποτε στιγμή και μπορούμε να βάλουμε πρόσφυγες σε λεωφορεία» [8].

Μια παρόμοια στρατηγική χρησιμοποιήθηκε και στην περίπτωση της Συρίας. Το Φεβρουάριο του 2016, η Τουρκία προσπάθησε να εκμεταλλευτεί την αντεπίθεση του συριακού καθεστώτος στην βόρεια Συρία (επαρχία του Χαλεπιού) και τους δικούς της βομβαρδισμούς κατά Σύριων Κούρδων ως μοχλό πίεσης για να πείσει το ΝΑΤΟ να εγκαθιδρύσει ζώνη ασφαλείας υποστηριζόμενη από ζώνη απαγόρευσης πτήσεων στην Συρία. Παρ’όλο που το βασικό πρόσχημα ήταν το ΙΚ, τα κύματα των προσφύγων αλλά και η προέλαση του συριακού καθεστώτος, ο απώτατός της στόχος ήταν να εμπλακούν δυνάμεις του ΝΑΤΟ προς εξυπηρέτηση των δικών της συμφερόντων, βοηθώντας την να αποκόψει την επέκταση του συριακού Κουρδιστάν, να καταστείλει το YPG και να ανατρέψει τον Μπασάρ αλ Άσαντ.

Τόσο στην περίπτωση της ΕΕ όσο και του ΝΑΤΟ, η Τουρκία δεν έδρασε ως εταίρος αλλά με ένα μάλλον επιτήδειο και εγωιστικό τρόπο. Όσο επιτρέπεται στην Άγκυρα να χειραγωγεί δρώντες όπως το ΝΑΤΟ και την ΕΕ προς δικό της όφελος, δεν θα παρουσιάζει οποιαδήποτε προθυμία να απομακρυνθεί από αυτούς. Αντιθέτως, θα παραμένει φαινομενικά αφοσιωμένη στην σχέση τους ενώ θα συνεχίσει να την προκαλεί και να επιζητεί στρατηγική ανεξαρτησία. Κάτι τέτοιο, από μόνο του, δεν θα αποτελούσε πρόβλημα κατ’ ανάγκη. Και όμως, όπως έχουμε δει επανειλημμένα, αυτή η ανεξαρτησία αποκτάται εις βάρος των ΝΑΤΟϊκών και Δυτικών συμφερόντων.

Μια αργή αλλά καλά σχεδιασμένη πολιτική αλλαγή όπως αυτή που λαμβάνει χώρα στην Τουρκία για περισσότερα από δέκα χρόνια, είναι πολλές φορές δύσκολο να αξιολογηθεί μέχρι να είναι πολύ αργά. Κατά την διάρκεια αυτής της διαδικασίας το κράτος ταλαντεύεται μεταξύ δύο πραγματικοτήτων δημιουργώντας την ψευδαίσθηση ότι η θέση του βρίσκεται κάπου στο ενδιάμεσο διότι καμία από τις άλλες δύο επιλογές δεν φαίνεται να είναι μόνιμη. Κάποιες φορές όμως οι εσωτερικές πολιτικές αλλαγές παραμένουν στην αφάνεια μέχρι να τεθούν σε ενέργεια από εξωγενή γεγονότα που απαιτούν κάποια αντίδραση. Αυτό φαίνεται να συμβαίνει και με την Τουρκία που, εντός περίπου δέκα χρόνων, κατάφερε να μετατραπεί από αυτόκλητος δρώντας προώθησης της ειρήνης και της συνεργασίας, σε ένα καθόλα αναθεωρητικό κράτος.

Όταν, μάλιστα, οι τακτικές «ήπιας» ισχύος που χρησιμοποιήθηκαν προς επίτευξη των αναθεωρητικών στόχων της Τουρκίας απέτυχαν, δεν υποχώρησε από τις προσπάθειές της να υλοποιήσει το γεωπολιτικό της όραμα και προχώρησε στην χρήση «σκληρής» (στρατιωτικής) ισχύος. Εξ άλλου, όπως το έθεσε ο Νταβούτογλου σε συζήτηση που αφορούσε σχεδιασμούς για επέμβαση στην Συρία η οποία διέρρευσε το 2014, «Πάντοτε λέω στον πρωθυπουργό [σσ: Ερντογάν]…, δεν μπορείς να μείνεις σε εκείνα τα εδάφη [σσ. Συρία] χωρίς σκληρή ισχύ. Χωρίς σκληρή ισχύ, δεν μπορεί να υπάρξει ήπια ισχύς» [9]. Αξίζει δε να αναφερθεί πως η Τουρκία αυξάνει την χρήση στρατιωτικής ισχύος στις αναθεωρητικές της πολιτικές με απτά παραδείγματα να είναι η δημιουργία στρατιωτικών βάσεων στο Κατάρ και την Σομαλία όπως και η στρατιωτική της παρουσία κοντά στην Μοσούλη του Ιράκ, για στρατηγικούς λόγους. [10]