Η θεωρία της «Νομισματικής Ειρήνης» | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Η θεωρία της «Νομισματικής Ειρήνης»

Νομισματικός Πόλεμος;

Δεύτερον, τα βασικά επιτόκια των Κεντρικών Τραπεζών στην Ευρώπη κυμαίνονται επίσης κοντά σε μηδενικά, ή ακόμη και σε αρνητικά επίπεδα: Στην ευρωζώνη, το επιτόκιο πράξεων κύριας αναχρηματοδότησης βρίσκεται στο μηδέν ενώ το επιτόκιο αποδοχής καταθέσεων είναι σε αρνητικό επίπεδο˙ και προσφάτως στην Αγγλία, στον απόηχο του δημοψηφίσματος υπέρ της εξόδου της Μεγάλης Βρετανίας από την Ευρωπαϊκή Ένωση (Brexit), η Τράπεζα της Αγγλίας μείωσε τα επιτόκια για πρώτη φορά από το 2009 με το βασικό επιτόκιο δανεισμού της στερλίνας να διαμορφώνεται πλέον στο ιστορικά χαμηλό επίπεδο του 0.25% [12].

Τρίτον, μάλλον κανένας δεν θα μπορούσε πάλι να φανταστεί ότι οι μεγάλες Κεντρικές Τράπεζες των επτά πιο προηγμένων βιομηχανικά χωρών (G-7) θα προέβαιναν σε διαδοχικά και εκτεταμένα προγράμματα ποσοτικής χαλάρωσης χρησιμοποιώντας μη συμβατικά εργαλεία νομισματικής πολιτικής, πολιτικές που οδήγησαν σε διόγκωση των ισολογισμών τους συνολικά κατά ποσό μεγαλύτερο των 5 τρισεκατομμυρίων δολαρίων [13].

Αλλά ακόμα και αν δεχθούμε ότι κάποιος μπορούσε να προβλέψει ή γνώριζε το πρωτόγνωρο αυτό περιβάλλον που έμελλε να διαμορφωθεί, (μηδενικό κατώτερο όριο ή ακόμα και αρνητικά επιτόκια), ακόμα κι αυτός δύσκολα θα υπολόγιζε ότι ο πληθωρισμός στις μεγάλες χώρες σε Η.Π.Α, Ευρώπη και Ιαπωνία όχι απλώς δεν θα αποτελούσε πονοκέφαλο για τις Κεντρικές Τράπεζες ώστε να διακυβεύεται η υπέρβαση του στόχου που έχουν θέσει στη νομισματική τους πολιτική αλλά, τουναντίον, θα παρέμενε επίμονα καθηλωμένος χαμηλότερα από το «κατώφλι» του 2%. Με διαφορετικά λόγια, ακόμη και όσοι διέβλεπαν μετά το ξέσπασμα της μεγάλης κρίσης ότι η πορεία των επιτοκίων θα καταλήξει στο μηδέν ή σε αρνητικά επίπεδα, τόσο η παραδοσιακή θεωρία όσο και η προγενέστερη εμπειρία θα οδηγούσαν στην παράλληλη πρόβλεψη αναζωπύρωσης περιορισμένων ή έντονων πληθωριστικών πιέσεων που θα λειτουργούσαν ως διελκυστίνδα (trade-off) στην συνακόλουθη χάραξη της νομισματικής πολιτικής εκ μέρους των μεγάλων Κεντρικών Τραπεζών [14].

Στην διεθνή βιβλιογραφία γίνεται ιδιαίτερη μνεία ότι πέραν των βραχυπρόθεσμων επιτοκίων που επηρεάζονται πρωτίστως και άμεσα από την περιγραφείσα νομισματική πολιτική, μετά την κρίση και οι μακροπρόθεσμες αποδόσεις των κυβερνητικών ομολόγων υποχώρησαν σε πρωτοφανώς χαμηλά επίπεδα. Τούτο αποτελεί παράδοξο με βάση την κρατούσα οικονομική θεωρία: Τα επιτόκια των Κεντρικών Τραπεζών να βρίσκονται για αρκετό καιρό πολύ κοντά στο μηδέν, και ταυτοχρόνως, η αγορά των ομολόγων του δημοσίου να αγνοεί τον κίνδυνο πληθωριστικών πιέσεων στο μέλλον εξαιτίας της εξαιρετικά διευκολυντικής νομισματικής πολιτικής και της άπλετης ρευστότητας που διοχετεύεται από τις κεντρικές τράπεζες στο σύστημα. Κατά τον Krugman (2012, σσ. 161-162), «το πόση αποζημίωση απαιτούν οι επενδυτές για να δεσμεύσουν τα κεφάλαιά τους σε ένα μακροπρόθεσμο ομόλογο εξαρτάται από το πόσο σύντομα και πόσο ψηλά περιμένουν ότι θα ανέβουν τα βραχυπρόθεσμα επιτόκια. Κι αυτό, με τη σειρά του εξαρτάται από τις προοπτικές ανάκαμψης…». Επιπλέον, το παράδοξο αυτό επιτείνεται από το γεγονός ότι η εξάντληση της συμβατικής νομισματικής πολιτικής στο όριο των μηδενικών επιτοκίων συμβαίνει σε περιβάλλον περιορισμένης δυνατότητας άσκησης χαλαρής δημοσιονομικής πολιτικής ως συμπληρώματος στην πρώτη. Πράγματι, τα επίπεδα κρατικού χρέους ως ποσοστό του ΑΕΠ έχουν επιδεινωθεί στον απόηχο της κρίσης, αφενός μεν εξαιτίας των προγραμμάτων διάσωσης χρηματοπιστωτικών και άλλων εταιριών στις ΗΠΑ, και τραπεζικών ιδρυμάτων στην Ευρώπη, αφετέρου δε λόγω των αναιμικών ρυθμών ανάπτυξης των οικονομιών σε περιβάλλον ταυτόχρονης απομόχλευσης (deleveraging) [15], δηλαδή διαδικασίας μείωσης –ή καλύτερα, προσπάθειας μείωσης– του δανειακού φορτίου σε δημόσιο (γενική κυβέρνηση) και ιδιωτικό τομέα (επιχειρήσεις και νοικοκυριά). Η δυσκολία των χωρών που αντιμετωπίζουν σοβαρό πρόβλημα υπερχρέωσης στο να ανακτήσουν ρυθμούς ανάπτυξης που αντιστοιχούν στο επίπεδο της πλήρους απασχόλησης με σταθερότητα τιμών, εντοπίζεται κάθε φορά που ένας κύκλος έντονης ανάπτυξης (boom) διακόπτεται από το βίαιο σπάσιμο (bust) της φούσκας που έχει δημιουργηθεί. Μελετώντας ιστορικά διάφορα τέτοια επεισόδια οι Reinhart και Rogoff (2011, σ.1681) [16] εισάγουν την έννοια του συνδρόμου «αυτή-η-φορά-είναι-διαφορετική» (“This-Time-Is-Different”), η ουσία του οποίου είναι απλή: «Πρόκειται για την ψευδή πεποίθηση ότι μια χρηματοοικονομική κρίση είναι κάτι που συμβαίνει σε άλλους ανθρώπους άλλων χωρών και σε άλλες εποχές˙ οι κρίσεις δεν συμβαίνουν εδώ και τώρα σε μας. Κάνουμε τα πράγματα καλύτερα, είμαστε εξυπνότεροι, έχουμε διδαχθεί από τα λάθη του παρελθόντος».

05122016-2.jpg

Ράβδοι χρυσού σε αυτή την εικόνα που ελήφθη στο GSA της Βιέννης στις 13 Νοεμβρίου 2014. REUTERS/Leonhard Foeger
--------------------------------------------------