Τι είπε πράγματι ο Τραμπ για την Ιερουσαλήμ | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Τι είπε πράγματι ο Τραμπ για την Ιερουσαλήμ

Και τι προοιωνίζεται για το Παλαιστινιακό ζήτημα

-Για να αιτιολογήσει αυτήν την κίνηση, ο αμερικανός πρόεδρος ανέφερε συγκεκριμένους πολιτειακούς θεσμούς του Ισραήλ που εδρεύουν στην πόλη. Επικαλέσθηκε το επιχείρημα ότι στην Ιερουσαλήμ έχουν την έδρα τους ο Πρόεδρος του Κράτους, η Κυβέρνηση, το Κοινοβούλιο και το Ανώτατο Δικαστήριο της χώρας. Η επιλογή των ως άνω θεσμών δεν ήταν τυχαία: Όλοι εδρεύουν στον δυτικό τομέα της πόλης. Δεν ήταν τυχαίο το γεγονός, ότι στην απαρίθμηση των ισραηλινών φορέων που εδρεύουν στην πόλη δεν περιέλαβε και υπηρεσίες του κράτους που βρίσκονται στην Ανατολική Ιερουσαλήμ. Εάν, για παράδειγμα, ο αμερικανός πρόεδρος θα έκανε λόγο για την έδρα του (σημαντικότατου) ισραηλινού Υπουργείου Δικαιοσύνης το οποίο εδρεύει στην οδό Σαλάχ Αλ-Ντιν, στην καρδιά της εμπορικής ζωής του ανατολικού τομέα της πόλης, αυτό θα σήμαινε ότι οι ΗΠΑ θα αναγνώριζαν την ισραηλινή προσάρτηση της Ανατολικής Ιερουσαλήμ. Κάτι τέτοιο ούτε ειπώθηκε ούτε υπονοήθηκε. Αντιθέτως, και όπως αναλύεται κατωτέρω, αυτό το ενδεχόμενο αποκλείσθηκε ρητώς.

-Ο πρόεδρος Τραμπ δήλωσε ρητά ότι οι ΗΠΑ είναι σταθερά προσηλωμένες στην εξεύρεση ειρηνικής λύσης επί τη βάσει της αρχής «Δύο Έθνη - Δύο Κράτη»

-Δήλωσε επίσης ρητά το ότι οι ΗΠΑ αναγνωρίζουν την Ιερουσαλήμ ως πρωτεύουσα του Ισραήλ δεν σημαίνει ότι αναγνωρίζεται και η υφιστάμενη ισραηλινή κυριαρχία εφ’ όλης της πόλης. Ο πρόεδρος Τραμπ κατέστησε σαφές ότι τα ακριβή όρια της ισραηλινής κυριαρχίας θα καθορισθούν μόνο μέσω των απ’ ευθείας διαπραγματεύσεων μεταξύ Ισραηλινών και Παλαιστινίων για το τελικό καθεστώς της Ιερουσαλήμ. Ως εκ τούτου, σύμφωνα με την νέα προσέγγιση των ΗΠΑ, τα σαφή όρια της Ιερουσαλήμ ως «πρωτεύουσας του Ισραήλ» δεν συμπίπτουν με τα διευρυμένα όρια που διαμορφώθηκαν με την προσάρτηση της Ανατολικής Ιερουσαλήμ το 1980. Επίσης, δεν συμπίπτουν ούτε με τα εκτεταμένα όρια του σημερινού Δήμου της Ιερουσαλήμ όπως ισχύουν από το φθινόπωρο του 2017, με τον αποκλεισμό αραβικών αστικών κέντρων πέραν του λεγόμενου «Τείχους Ασφαλείας».

-Σε ό,τι αφορά το status quo των Ιερών Προσκυνημάτων στην Παλιά Πόλη της Ιερουσαλήμ, ο Αμερικανός πρόεδρος τάχθηκε και πάλι ρητά υπέρ της διατήρησής του. Όσα ακούσθηκαν στο διάγγελμα περί ελευθερίας πρόσβασης σε όλους τους πιστούς του ενός και μοναδικού Θεού, δεν ήταν απλά σχήματα λόγου. Δεν θα πρέπει να μας εκπλήξει το ενδεχόμενο, η αμερικανική ειρηνευτική πρόταση να προωθήσει ένα σύστημα ad hoc συγκυριαρχίας (sui generis condominium) με φορείς εξουσίας τόσο το Ισραήλ όσο και τους Παλαιστινίους σε συγκεκριμένα σημεία εντός της Παλιάς Πόλης και στα πέριξ των Τειχών –περιοχές, που έχουν θρησκευτική σημασία όχι μόνο για τους Εβραίους και τους Μουσουλμάνους, αλλά και για τους Χριστιανούς.

-Τέλος, ο πρόεδρος Τραμπ μετέθεσε χρονικά την μεταφορά της πρεσβείας από το Τελ Αβίβ «για τα επόμενα χρόνια, έως ότου ανευρεθεί, σχεδιασθεί και ανεγερθεί κατάλληλο κτήριο, που θα στεγάσει την νέα πρεσβεία στην Ιερουσαλήμ». Ωστόσο, αξίζει να σημειωθεί ότι εάν οι Ηνωμένες Πολιτείες ήθελαν πράγματι να μεταφέρουν άμεσα την πρεσβεία στην διαφιλονικούμενη πόλη, θα μπορούσαν να το πράξουν αμέσως –ακόμα και την επόμενη μέρα. Οι ΗΠΑ λειτουργούν εδώ και δεκαετίες το προξενείο τους σε ένα εντυπωσιακά μεγάλο κτηριακό συγκρότημα στο κέντρο της Δυτικής Ιερουσαλήμ. Οι υφιστάμενες εγκαταστάσεις του αμερικανικού προξενείου της Ιερουσαλήμ δεν έχουν τίποτα να ζηλέψουν από το εξίσου μεγάλο κτήριο της πρεσβείας στο Τελ Αβίβ. Η επίκληση της ανάγκης να ανευρεθεί, να σχεδιασθεί και εκ του μηδενός να ανοικοδομηθεί νέο κτήριο είναι τουλάχιστον προσχηματική –με μοναδικό σκοπό να κερδηθεί χρήσιμος διπλωματικός χρόνος. Αυτή η τεχνητή και ηθελημένη καθυστέρηση της μεταφοράς της πρεσβείας των ΗΠΑ στην Ιερουσαλήμ αποτελεί μια πολύ σημαντική ένδειξη ότι σκοπός του Στέιτ Ντιπάρτμεντ είναι η επανέναρξη των διαπραγματεύσεων –αλλά όχι με βάση τις συμφωνίες του Όσλο του 1993 και του Οδικού Χάρτη που, κατά κοινή ομολογία, δεν είναι σε θέση πια να οδηγήσει πουθενά.

Ο ΑΠΟΗΧΟΣ ΤΟΥ ΔΙΑΓΓΕΛΜΑΤΟΣ ΣΕ ΙΣΡΑΗΛ ΚΑΙ ΠΑΛΑΙΣΤΙΝΙΟΥΣ

Στο Ισραήλ, όπως ήταν αναμενόμενο, η αναγνώριση της Ιερουσαλήμ ως πρωτεύουσας του κράτους δημιούργησε ενθουσιασμό. Ο Τραμπ φάνηκε συνεπής ως προς τις προεκλογικές του υποσχέσεις και ικανοποίησε το θυμικό της ισραηλινής κοινής γνώμης. Η αμερικανική αναγνώριση ενίσχυσε την δημοτικότητα του πρωθυπουργού Νετανιάχου, σε μια εποχή ιδιαίτερα δύσκολη για την δημόσια εικόνα του ιδίου, της οικογένειάς του και των στενών του συνεργατών. Παρ’ όλα αυτά, στα ΜΜΕ της χώρας δεν τονίσθηκε μια σημαντική λεπτομέρεια: Ανεξάρτητα από την έντονη φιλο-εβραϊκή χροιά του διαγγέλματος, ο Ντόναλντ Τραμπ κατέστησε σαφές ότι η ισραηλινή πρωτεύουσα που αναγνώρισε δεν συμπίπτει με τα εδαφικά όρια της πόλης όπως αυτά καθορίζονται από την ισραηλινή νομοθεσία. Δεν αναγνωρίσθηκε «ολόκληρη η Ιερουσαλήμ» ως πρωτεύουσα του εβραϊκού κράτους. Οι ΗΠΑ αναγνώρισαν την ισραηλινή πρωτεύουσα επί του τμήματος της Ιερουσαλήμ που θα καθορίσουν οι συνομιλίες με τους Παλαιστινίους. Κατέστη επίσης σαφές ότι η αρχή «Δύο Έθνη – Δύο Κράτη» συνεχίζει να είναι η βάση της τελικής λύσης. Παρ’ όλα αυτά, είναι αδιαμφισβήτητο ότι η 6η Δεκεμβρίου 2017 είναι μια ημερομηνία-ορόσημο για την ισραηλινή Ιστορία –εφάμιλλη ίσως με την de jure αναγνώριση του Ισραήλ από τις ΗΠΑ επί προεδρίας Τρούμαν.