Τι ισχύει για την (απο)στρατιωτικοποίηση των ελληνικών νησιών | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Τι ισχύει για την (απο)στρατιωτικοποίηση των ελληνικών νησιών

Η επιθετικότητα, οι σκοπιμότητες και οι παρερμηνείες της Τουρκίας στο ανατολικό Αιγαίο

Περίπου τρεις δεκαετίες αργότερα, και χωρίς ποτέ στο μεταξύ να έχει αμφισβητηθεί το δικαίωμα της Ελλάδας να στρατιωτικοποιήσει τα νησιά αυτά, το 1969 η Τουρκία διαμαρτυρήθηκε με διάβημα προς την Αθήνα για τις «απόπειρες στρατιωτικοποίησης» της Λήμνου. Μη διαβλέποντας την τουρκική μεταστροφή, η ελληνική κυβέρνηση επιβεβαίωσε ότι στο νησί υπήρχαν στρατιωτικές εγκαταστάσεις, σύμφωνα με όσα προέβλεπε η Σύμβαση του Μοντρέ [10]. Η τουρκική πλευρά ωστόσο απέρριψε τον ελληνικό ισχυρισμό, υποστηρίζοντας -σε αντίθεση με ό,τι η ίδια είχε δεχτεί 33 χρόνια νωρίτερα- ότι η Συνθήκη του Μοντρέ είχε αποκλειστικό σκοπό την εξυπηρέτηση της ασφάλειας της Τουρκίας, και ότι εφόσον τα δύο ελληνικά νησιά δεν αναφέρονταν ρητά σε αυτή, η συνθήκη δεν αναθεώρησε τους περιορισμούς στρατιωτικοποίησης νησιών εκτός της τουρκικής επικράτειας. Με άλλα λόγια, η Άγκυρα υποστήριξε -και επιμένει έκτοτε να υποστηρίζει- ότι για τα ελληνικά νησιά ισχύει το προηγούμενο καθεστώς αποστρατιωτικοποίησης όπως αυτό ορίστηκε από την Σύμβαση της Λωζάνης [11]. Τόσο η ελληνική πλευρά όσο και αρκετοί νομικοί και διεθνείς αναλυτές έχουν απορρίψει αυτή την ερμηνεία, καθώς το καθεστώς μιας κοινής γεωπολιτικά ζώνης δεν θα μπορούσε να καθορίζεται από διαφορετικές διεθνείς συνθήκες και οι τυχόν αναθεωρήσεις να επηρεάζουν μόνο τη μια πλευρά των συνόρων [12]. Άλλωστε οι όψιμες ενστάσεις της Τουρκίας έρχονται σε πλήρη αντίθεση με το ίδιο το προοίμιο της Σύμβασης του Μοντρέ και με τις δηλώσεις του τότε υπουργού Εξωτερικών της, Τεβφίκ Ρουστού Αράς, οι οποίες κατά το διεθνές δίκαιο έχουν δεσμευτικό χαρακτήρα [13]. Οπότε, οι απόπειρες της Άγκυρας να αμφισβητήσει το δικαίωμα στρατιωτικοποίησης της Λήμνου και της Σαμοθράκης από πλευράς της Ελλάδας δεν έχουν καμία βάση στο διεθνές δίκαιο, και η Ελλάδα έχει κάθε δικαίωμα να εγκαταστήσει στρατιωτικές δυνάμεις ή βάσεις στα νησιά αυτά, ή σε κάθε περίπτωση τα ίδια δικαιώματα που έχει και η Τουρκία επί των εδαφών της ζώνης των Στενών που βρίσκονται εντός της δικής της επικράτειας.

Η ΣΥΝΘΗΚΗ ΤΩΝ ΠΑΡΙΣΙΩΝ ΚΑΙ Η (ΑΠΟ)ΑΠΟΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΟΠΟΙΗΣΗ ΤΩΝ ΔΩΔΕΚΑΝΗΣΩΝ

Τα Δωδεκάνησα αποτελούν μια τρίτη επιμέρους «πτυχή» του όλου θέματος, καθώς δεν ήταν μέρος της ελληνικής επικράτειας ούτε το 1923 ούτε το 1936. Τα νησιά καταλήφθηκαν από την Ιταλία το 1912, κατά την διάρκεια του ιταλοτουρκικού πολέμου που ξεκίνησε μισό χρόνο νωρίτερα (τον Σεπτέμβριο του 1911) για την Λιβύη. Αναγνωρίστηκαν ως κτήση της Ιταλίας με την Συνθήκη της Λωζάνης το 1923, και αποδόθηκαν στην Ελλάδα μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο με την Συνθήκη των Παρισίων (10 Φεβρουαρίου 1947). Ειδικότερα, το Άρθρο 14 της Συνθήκης αυτής όρισε ότι «Η Ιταλία εκχωρεί εις την Ελλάδα εν πλήρη κυριαρχία τας νήσους της Δωδεκανήσου» [14], ενώ στην συνέχεια αναφέρει ότι «Αι ανωτέρω νήσοι θα αποστρατιωτικοποιηθώσι και θα παραμείνωσιν αποστρατιωτικοποιημέναι» [15]. Η Τουρκία δήλωσε την εποχή εκείνη ικανοποιημένη από την απόδοση των νησιών στην Ελλάδα, την οποία έβλεπε ως πολύτιμη σύμμαχο απέναντι στις επιθετικές τότε διαθέσεις της Σοβιετικής Ένωσης. Ωστόσο, από τις αρχές της δεκαετίας του ’70 η Άγκυρα άρχισε να αμφισβητεί τη νομιμότητα της μεταβίβασης των Δωδεκανήσων στην Ελλάδα, ισχυριζόμενη ότι η Συνθήκη των Παρισίων δεν την δεσμεύει επειδή η ίδια η Τουρκία δεν ήταν συμβαλλόμενο μέρος σε αυτήν [16]. Ο ισχυρισμός αυτός δεν ευσταθεί, επειδή η Συνθήκη των Παρισίων ρύθμισε αντικειμενικά καθεστώτα τα οποία έχουν καθολική ισχύ έναντι όλων των μελών της διεθνούς κοινότητας, οπότε η Τουρκία είναι υποχρεωμένη να σεβαστεί τις διατάξεις της συνθήκης που αναφέρονται στη μεταβίβαση της κυριαρχίας των Δωδεκανήσων στην Ελλάδα, ακόμα κι αν δεν υπήρξε συμβαλλόμενο μέρος [17].

Αντιλαμβανόμενη το αβάσιμο της θέσης της, η Άγκυρα επιχείρησε να συνδέσει το καθεστώς κυριαρχίας των νησιών με τους περιορισμούς στρατιωτικοποίησης τους, ισχυριζόμενη ότι αφού η Ελλάδα παραβιάζει την παράγραφο 2 του Άρθρου 14, «απονομιμοποιείται» από το να τα κατέχει. Η σύνδεση που επιχειρεί η Τουρκία είναι ιδιαίτερα επικίνδυνη για τα ελληνικά συμφέροντα, καθώς αμφισβητεί την ίδια την ελληνική κυριαρχία επί των Δωδεκανήσων, ενώ παράλληλα επιχειρεί να εμφανιστεί ως «τοποτηρητής» καθεστώτων στην διαμόρφωση των οποίων δεν συμμετείχε. Η απόπειρα αυτή προσκρούει και πάλι σε όσα προβλέπει το διεθνές δίκαιο, καθώς σύμφωνα με την αρχή pacta tertiis nec nocent nec prosunt οι συμφωνίες τρίτων δεν παράγουν νόμιμα οφέλη για μη συμβαλλόμενα μέρη [18]. Πρέπει άλλωστε να έχουμε υπόψη ότι η αποστρατιωτικοποίηση των Δωδεκανήσων δεν προβλέφθηκε κατόπιν αιτήματος ή πίεσης της Τουρκίας -η οποία όπως αναφέραμε δεν συμμετείχε στην Διάσκεψη Ειρήνης, αλλά της Σοβιετικής Ένωσης, η οποία επεδίωκε στο πλαίσιο της ψυχροπολεμικής στρατηγικής της τον περιορισμό των δυτικών στρατιωτικών δυνάμεων στην ανατολική Μεσόγειο, ώστε να περιορίσει την απειλή που θα μπορούσαν να αποτελέσουν για τις δικές της δυνάμεις στην περιοχή [19].