Γιατί η Δύση ανέχεται την Τουρκία | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Γιατί η Δύση ανέχεται την Τουρκία

Οι οικονομικοί δεσμοί αναβάλλουν μια αναπόφευκτη σύγκρουση που τροφοδοτείται από τις διαφορές στον πολιτισμό;
Περίληψη: 

Η συντηρητική αντιμετώπιση της επιθετικής τουρκικής συμπεριφοράς από ΕΕ και ΗΠΑ, είναι απόρροια σε μεγάλο βαθμό των σύνθετων οικονομικών και κατ’ επέκταση πολιτικών αλληλεξαρτήσεων που υφίστανται στο διεθνές σύστημα. Η Τουρκία φαίνεται να έχει πραγματοποιήσει μια πολιτισμική στροφή κατά την περίοδο διακυβέρνησης Ερντογάν και αυτό είναι κάτι που θα πρέπει να λάβει σοβαρά υπόψιν της η Δύση προκειμένου να επανεξετάσει την πολιτική κατευνασμού της απέναντι στην Άγκυρα.

Ο ΜΙΧΑΛΗΣ ΔΙΑΚΑΝΤΩΝΗΣ είναι οικονομολόγος, με μεταπτυχιακές σπουδές στις διεθνείς σχέσεις, συντονιστής έρευνας στον Τομέα Ρωσίας, Ευρασίας και Νοτιο-ανατολικής Ευρώπης (ΤΟ.ΡΕ.ΝΕ.) του Ινστιτούτου Διεθνών Σχέσεων και επιστημονικός συνεργάτης του Ελληνικού Ινστιτούτου Πολιτιστικής Διπλωματίας.

Η πρόσφατη άτυπη σύνοδος των Υπουργών Εξωτερικών της Ε.Ε. κατέληξε στην σύνταξη ενός καταλόγου πιθανών κυρώσεων κατά της Τουρκίας, που θα ενεργοποιηθούν εφόσον αυτή δεν περιορίσει την επιθετικότητά της απέναντι σε Ελλάδα και Κύπρο. Πέραν της συζητήσιμης αποτελεσματικότητας των ενδεχόμενων κυρώσεων, η νέα αναβολή της εφαρμογής τους μέχρι την Σύνοδο Κορυφής που θα πραγματοποιηθεί στις 24-25 Σεπτεμβρίου, αφενός δίνει το χρονικό περιθώριο στην Άγκυρα να εντείνει τις προκλήσεις της και να δημιουργήσει τετελεσμένα στην περιοχή του Αιγαίου και της Ανατολικής Μεσογείου, αφετέρου φανερώνει μια διστακτικότητα από την πλευρά της Ευρώπης να προβεί σε μια αποφασιστική ανάσχεση της τουρκικής επιθετικότητας. Είναι χαρακτηριστικό, ότι έχουν παρέλθει σχεδόν επτά χρόνια από τότε που το τουρκικό σεισμογραφικό Barbaros εισήλθε παρανόμως εντός της κυπριακής ΑΟΖ και περίπου δεκάξι μήνες από τότε που τα πλωτά γεωτρύπανα Fatih και Yavuz παραβίασαν τα κυπριακά ύδατα, με την ευρωπαϊκή διπλωματία να κωλυσιεργεί μέσω των αναποτελεσματικών κατευναστικών συστάσεων που απευθύνει προς την Τουρκία [1].

07092020-1.jpg

Η Γερμανίδα καγκελάριος Άνγκελα Μέρκελ κρατά το δώρο του Τούρκου προέδρου Ταγίπ Ερντογάν κατά την διάρκεια της επίσημης τελετής εγκαινίων της νέας πανεπιστημιούπολης του Τουρκο-Γερμανικού Πανεπιστημίου στην Κωνσταντινούπολη, στην Τουρκία, στις 24 Ιανουαρίου 2020. REUTERS/Umit Bektas
--------------------------------------------------------------

Οι ΗΠΑ, από την πλευρά τους, έχουν κλιμακώσει τις ενέργειές τους κατά της Άγκυρας. Ο Αμερικανός υφυπουργός Εξωτερικών, Φίλιπ Ρίκερ, δήλωσε προσφάτως ότι οι υπερπτήσεις των τουρκικών μαχητικών πάνω από την ελληνική επικράτεια και οι γεωτρητικές δραστηριότητες δυναμιτίζουν το κλίμα μεταξύ των δύο χωρών και υπονομεύουν την ενότητα του ΝΑΤΟ [2], ενώ ο υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ, Μαϊκ Πομπέο, διαβεβαίωσε ότι δεν θα επιτραπεί σε κανέναν να πραγματοποιήσει παράνομες γεωτρήσεις. Την 1η Σεπτεμβρίου, οι ΗΠΑ ήραν μερικώς το εμπάργκο πώλησης όπλων που είχε επιβληθεί στην Κυπριακή Δημοκρατία από το 1987, ενώ τον Ιούλιο αποφασίστηκε και ο τερματισμός της συμφωνίας για το πρόγραμμα των μαχητικών αεροσκαφών F-35, που δεν θα παραδοθούν τελικά στην Τουρκία.

Αντιθέτως, ο πρόεδρος Τραμπ συνεχίζει να τηρεί μια στάση ευμενoύς ουδετερότητας απέναντι στην Άγκυρα, εμφανίζοντας τον εαυτό του ως προνομιακό συνομιλητή του Ταγίπ Ερντογάν[3], ενώ στο παρελθόν έχει προσπαθήσει να «φρενάρει» τις κυρώσεις κατά της Τουρκίας που προβλέπονται από τον Νόμο CAATSA και θα έπρεπε να έχουν ήδη εφαρμοστεί, τόσο λόγω της απόκτησης της πρώτης συστοιχίας των S-400 από την Ρωσία[4], όσο και λόγω του σκανδάλου με την κρατική τουρκική τράπεζα Halkbank [5], η οποία χρησιμοποιούσε συστηματικά το δίκτυό της προκειμένου να παρακάμπτει τις απαγορεύσεις που είχαν επιβληθεί στον χρηματοπιστωτικό τομέα του Ιράν.

ΟΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟΙ ΔΕΣΜΟΙ ΔΥΣΗΣ ΚΑΙ ΤΟΥΡΚΙΑΣ

Οι καθυστερήσεις των ΗΠΑ και της Ε.Ε. στην επιβολή αυστηρών κυρώσεων κατά της Τουρκίας, μπορούν να κατανοηθούν υπό το ρεαλιστικό πρίσμα ανάλυσης των Διεθνών Σχέσεων, καθώς τα οικονομικά αλλά και γεωπολιτικά «δεσμά» της Δύσης με την Τουρκία είναι αυξημένα και σύνθετα. Αρκεί κανείς να ρίξει μια ματιά στο παρακάτω γράφημα για να αντιληφθεί την υψηλή διασύνδεση των Δυτικών οικονομιών –και όχι μόνον αυτών- με εκείνη της Τουρκίας.

Γράφημα 1: Οι δέκα μεγαλύτεροι εμπορικοί εταίροι της Τουρκίας [6]

07092020-2.jpg

Η Γερμανία, η οποία έχει αναλάβει τον ρόλο του διαμεσολαβητή στις ελληνοτουρκικές σχέσεις –λόγω και των αυξημένων αρμοδιοτήτων της ως Προεδρεύουσα στο Συμβούλιο της Ε.Ε. το τρέχον εξάμηνο- εμφανίζει αυξημένη οικονομική εξάρτηση από την Άγκυρα και συνεπώς δυσκολεύεται ιδιαίτερα να αναλάβει πρωτοβουλίες για δραστικές οικονομικές κυρώσεις. Η Τουρκία αποτελεί τον μεγαλύτερο αγοραστή γερμανικών οπλικών συστημάτων, απορροφώντας το 1/3 των συνολικών εξαγωγών του Βερολίνου (344 εκατ. ευρώ το 2019) [7], ενώ υπάρχουν υπόνοιες ότι η ροή των γερμανικών εξοπλισμών προς την Άγκυρα βαίνει ακάθεκτη, παρά το θεωρητικό εμπάργκο που έχει επιβάλλει η κυβέρνηση Μέρκελ στην Τουρκία εξαιτίας των επεμβάσεών της σε Συρία και Λιβύη [8].

Επιπλέον, η Γερμανία λαμβάνει υπόψιν της το τουρκόφωνο πληθυσμιακό στοιχείο που ζει εντός της χώρας και μπορεί να επηρεάσει τόσο την οικονομία όσο και τις μελλοντικές εκλογικές διαδικασίες, ενώ προβληματίζεται και από τις απειλές που συχνά εκτοξεύει ο Ερντογάν προς την Ευρώπη σχετικά με το μεταναστευτικό ζήτημα. Για να αποκτήσουμε, όμως, μια συνολικότερη εικόνα των εμπορικών σχέσεων της Τουρκίας, ας εξετάσουμε τα παρακάτω δύο γραφήματα:

Γράφημα 2: Χώρες με τις περισσότερες εξαγωγές προς την Τουρκία [9]

07092020-3.jpg

Γράφημα 3: Χώρες με τις περισσότερες εισαγωγές από την Τουρκία [10]

07092020-4.jpg