Η προεδρία Ντόναλντ Τραμπ στην εξωτερική πολιτική | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Η προεδρία Ντόναλντ Τραμπ στην εξωτερική πολιτική

Τι ήθελε να πετύχει και τι κατάφερε τελικά

-Μέση Ανατολή (Ισλαμικό Κράτος, Συρία, Ιράν, Ισραήλ, Αφγανιστάν)
Στην περιοχή της Μέσης Ανατολής η παρούσα αμερικανική κυβέρνηση είχε να αντιμετωπίσει ταυτόχρονα πολλά περισσότερα ανοιχτά μέτωπα από όσα είχαν να διαχειριστούν όλες οι προηγούμενες αμερικανικές προεδρίες. Το Ισλαμικό Κράτος αποτέλεσε την πρώτη προτεραιότητα. Οι ΗΠΑ, που ηγούνταν του διεθνούς συνασπισμού εναντίον των ισλαμιστών, ανέλαβαν πρωτοβουλίες, στέλνοντας στρατιώτες (κυρίως των ειδικών δυνάμεων) σε Ιράκ και Συρία. Σε συντονισμό με τις υπόλοιπες χώρες κατάφεραν σε λιγότερο από έξι μήνες (Αύγουστος 2017) από την ανάληψη της νέας διοίκησης, το Ισλαμικό Κράτος να απωλέσει το ένα τρίτο της εδαφικής του επικράτειας. Το τέλος του μορφώματος αυτού, που ήταν εν μέρει απόρροια των χειρισμών των προγενέστερων αξιωματούχων του Υπουργείου Εξωτερικών (με την Χίλαρι Κλίντον ως επικεφαλής να φέρει βαρύτατες ευθύνες), ήρθε αναπόφευκτα στις 23 Μαρτίου 2019. Η εξόντωση του ιδρυτή και ηγέτη του, Αμπού Μπακρ αλ Μπαγκντάντι, από τις αμερικανικές δυνάμεις (26 Οκτωβρίου 2019) εκπλήρωσε τον στόχο εξάλειψης της απειλής του Ισλαμικού Κράτους. Η Ουάσινγκτον διατήρησε τις δυνάμεις της στην περιοχή έως ότου βεβαιώθηκε ότι δεν υπάρχει κίνδυνος επανεμφάνισης των ισλαμιστών. Η απόσυρση των αμερικανικών δυνάμεων έγινε τελικά στις 6 Οκτωβρίου του ίδιου έτους, με την τουρκο-κουρδική διένεξη να δίνει την σκυτάλη του πολέμου στην Βόρεια Συρία.

Στο συριακό ζήτημα εν γένει, η πολιτική του Ντόναλντ Τραμπ δεν διαφοροποιήθηκε από τον προκάτοχό του σε ό,τι αφορά την στάση των ΗΠΑ προς το καθεστώς του Μπασάρ αλ Άσαντ. Προχώρησε, μάλιστα, σε δύο στοχευμένους βομβαρδισμούς (7 Απριλίου 2017 και 14 Απριλίου 2018), που σχετίζονταν με το πρόγραμμα χημικών όπλων του Αμμάν. Ωστόσο, κρατώντας τις ισορροπίες με την Ρωσία, το αμερικανικό ενδιαφέρον στην χώρα αυτή περιορίζεται στους τομείς των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και, κυρίως, στην αποτροπή της διείσδυσης του Ιράν, στο μέτρο που αυτή συνδέεται με την ασφάλεια του Ισραήλ.

Οι αμερικανο-ιρανικές σχέσεις επιδεινώθηκαν ραγδαία, από την αρχή της θητείας του Ντόναλντ Τραμπ αφού κατέστησε σαφές ότι η συναίνεση που είχε επιτευχθεί επί προεδρίας Μπαράκ Ομπάμα αποτελούσε παρελθόν [28]. Η απόσυρση από το Κοινό Συνολικό Σχέδιο Δράσης (JCPOA) του 2015 για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν ανακοινώθηκε από τον ίδιο στις 18 Μαΐου 2018, επαναφέροντας όχι μόνο τις κυρώσεις που είχαν καταργηθεί ως μέρος της συμφωνίας, αλλά επιβάλλοντας νέες που αφορούσαν ανώτατους αξιωματούχους της κυβέρνησης του Ιράν, κρατικές εταιρείες και ιδρύματα-τράπεζες της χώρας [29]. Επίσης, ο στρατός των φρουρών της Ισλαμικής Επανάστασης συμπεριλήφθηκε στην λίστα των τρομοκρατικών οργανώσεων (Απρίλιος 2019) [30]. Η εκτέλεση του στρατηγού Κασέμ Σουλεϊμανί (3 Ιανουαρίου 2020) στο αεροδρόμιο της Βαγδάτης, ύστερα από προσωπική εντολή του Αμερικανού προέδρου, οδήγησε τις σχέσεις των δύο χωρών στο ναδίρ.

Ο Ντόναλντ Τραμπ υπήρξε ο πρώτος Αμερικανός πρόεδρος που επισκέφθηκε την Δυτική Όχθη (22 Μαΐου 2017), εγκαινιάζοντας μια σειρά διπλωματικών πρωτοβουλιών στη Μέση Ανατολή. Σε γενικό πλαίσιο, η μη επίτευξη ειρηνευτικής συμφωνίας καταλογίστηκε στην παλαιστινιακή πλευρά λόγω της αδιαλλαξίας της να αναγνωρίσει την κρατική υπόσταση του Ισραήλ και λόγω των τρομοκρατικών επιθέσεων που το τελευταίο δέχεται από Άραβες εξτρεμιστές. Η παρούσα αμερικανική κυβέρνηση αναγνώρισε την Ιερουσαλήμ ως ισραηλινή πρωτεύουσα (6 Δεκεμβρίου 2017), μεταφέροντας μάλιστα την πρεσβεία από το Τελ Αβίβ στην Ιερουσαλήμ (14 Μαΐου 2018). Το νέο σχέδιο ειρήνευσης που παρουσιάστηκε από τον Αμερικανό πρόεδρο στον Λευκό Οίκο (28 Ιανουαρίου 2020) ενώπιον του Ισραηλινού πρωθυπουργού, Βενιαμίν Νετανιάχου, ήταν μεν ευνοϊκό για την ισραηλινή πλευρά, καθώς της παραχωρούσε μεγάλα τμήματα της Δυτικής Όχθης και της Ιερουσαλήμ, αλλά ταυτόχρονα προέβλεπε ένα μεγαλόπνοο πλάνο για την οικονομική ανασυγκρότηση του αυτόνομου παλαιστινιακού κράτους. Το σχέδιο απορρίφθηκε από την Παλαιστινιακή Αρχή [31].

Παράλληλα, το σχέδιο για την εξομάλυνση των σχέσεων του Τελ Αβίβ με τα υπόλοιπα αραβικά κράτη έφερε σημαντικά αποτελέσματα με την υπογραφή της ιστορικής συμφωνίας ειρήνευσης του Ισραήλ με τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και το Μπαχρέιν, η οποία επισημοποιήθηκε στην Ουάσινγκτον στις 15 Σεπτεμβρίου 2020. Η αποκατάσταση των διπλωματικών σχέσεων των παραπάνω χωρών σημαίνει πρακτικά μεγαλύτερη σταθερότητα και ειρήνευση στην ταραγμένη περιοχή της Μέσης Ανατολής, αποδεσμεύοντας αμερικανικούς πόρους, αφού καθίσταται λιγότερο επιτακτική η παρουσία αμερικανικών στρατιωτικών δυνάμεων. Ταυτόχρονα, η αμερικανική οικονομία θα επωφεληθεί με εισροή δισεκατομμυρίων δολαρίων από την πώληση πολεμικών αεροσκαφών F-35 στα ΗΑΕ, που μέχρι πρότινος δεν ήταν εφικτή λόγω της αντίδρασης του Ισραήλ. Η αμερικανική διαμεσολάβηση συνεχίζεται με την προσέγγιση Ισραήλ-Λιβάνου για τον καθορισμό των θαλάσσιων συνόρων τους, με σκοπό την εκμετάλλευση των κοιτασμάτων φυσικού αερίου που αναλογούν σε καθεμία. Σύμφωνα με πληροφορίες, άλλα πέντε αραβικά κράτη [32] εξετάζουν την εξομάλυνση των σχέσεών τους με το Ισραήλ [33].