Η Νέα Συμφωνία των Δυνάμεων | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Η Νέα Συμφωνία των Δυνάμεων

Πώς να αποτραπεί η καταστροφή και να προωθηθεί η σταθερότητα σε έναν πολυπολικό κόσμο

Η καθιέρωση μιας παγκόσμιας Συμφωνίας θα αποτελούσε ασφαλώς μια οπισθοδρόμηση στο σχέδιο φιλελευθεροποίησης που ξεκίνησαν οι δημοκρατίες του κόσμου μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο. Οι προσδοκίες της προτεινόμενης ομάδας καθοδήγησης θέτουν έναν μέτριο πήχη σε σύγκριση με τον μακροχρόνιο στόχο της Δύσης να διαδώσει την δημοκρατική διακυβέρνηση και να παγκοσμιοποιήσει μια φιλελεύθερη διεθνή τάξη. Ωστόσο, αυτή η μείωση των προσδοκιών είναι αναπόφευκτη δεδομένης της γεωπολιτικής πραγματικότητας του 21ου αιώνα.

Το διεθνές σύστημα, κατ’ αρχήν, θα εμφανίζει χαρακτηριστικά τόσο της διπολικότητας όσο και της πολυπολικότητας. Θα υπάρχουν δύο ομότιμοι ανταγωνιστές -οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Κίνα. Σε αντίθεση με τον Ψυχρό Πόλεμο, ωστόσο, ο ιδεολογικός και γεωπολιτικός ανταγωνισμός μεταξύ τους δεν θα περικλείει όλον τον κόσμο. Αντιθέτως, η ΕΕ, η Ρωσία και η Ινδία, καθώς και άλλα μεγάλα κράτη όπως η Βραζιλία, η Ινδονησία, η Νιγηρία, η Τουρκία και η Νότια Αφρική, πιθανότατα θα βάζουν τις δύο υπερδυνάμεις αντιμέτωπες τη μια με την άλλη και θα επιδιώξουν να διατηρήσουν ένα σημαντικό μέτρο αυτονομίας. Τόσο η Κίνα όσο και οι Ηνωμένες Πολιτείες πιθανότατα θα περιορίσουν την εμπλοκή τους σε ασταθείς ζώνες χαμηλότερου στρατηγικού ενδιαφέροντος, αφήνοντάς σε άλλους -ή σε κανέναν- την διαχείριση δυνητικών συγκρούσεων. Η Κίνα ήταν από καιρό αρκετά έξυπνη για να διατηρήσει την πολιτική της απόσταση από μακρινές ζώνες συγκρούσεων, ενώ οι Ηνωμένες Πολιτείες, που επί του παρόντος αποσύρονται από τη Μέση Ανατολή και την Αφρική, το έμαθαν αυτό με τον σκληρό τρόπο.

Επομένως, το διεθνές σύστημα του 21ου αιώνα θα μοιάζει με εκείνο της Ευρώπης του 19ου αιώνα, που είχε δύο μεγάλες δυνάμεις -το Ηνωμένο Βασίλειο και την Ρωσία- και τρεις δυνάμεις χαμηλότερης τάξης -Γαλλία, Πρωσία και Αυστρία. Ο πρωταρχικός στόχος της Συμφωνίας της Ευρώπης ήταν η διατήρηση της ειρήνης μεταξύ των μελών της μέσω μιας αμοιβαίας δέσμευσης στην υπεράσπιση του εδαφικού διακανονισμού που επιτεύχθηκε στο Συνέδριο της Βιέννης το 1815. Η Συμφωνία στηρίχθηκε στην καλή πίστη και στην κοινή αίσθηση υποχρέωσης, όχι σε μια συμβασιοποιημένη συμφωνία. Οποιεσδήποτε ενέργειες απαιτούντο για την επιβολή των αμοιβαίων δεσμεύσεών τους, σύμφωνα με ένα βρετανικό μνημόνιο, «αφέθηκαν σκόπιμα να προκύψουν μέσα από τις συνθήκες της εποχής και της [κάθε] υπόθεσης». Τα μέλη της Συμφωνίας αναγνώρισαν τα ανταγωνιστικά τους συμφέροντα, ειδικά όταν επρόκειτο για την περιφέρεια της Ευρώπης, αλλά προσπάθησαν να διαχειριστούν τις διαφορές τους και να τις εμποδίσουν να θέσουν σε κίνδυνο την ομαδική αλληλεγγύη. Το Ηνωμένο Βασίλειο, για παράδειγμα, αντιτάχθηκε στην προτεινόμενη παρέμβαση της Αυστρίας για να αναστρέψει μια φιλελεύθερη εξέγερση που έλαβε χώρα στη Νάπολη το 1820. Ωστόσο, ο Βρετανός υπουργός Εξωτερικών, Λόρδος Castlereagh, τελικά συμφώνησε στα σχέδια της Αυστρίας υπό την προϋπόθεση ότι «ήταν έτοιμοι να δώσουν κάθε εύλογη διαβεβαίωση ότι οι απόψεις τους δεν κατευθύνονταν σε σκοπούς αύξησης [των εδαφών] ανατρεπτικής του Εδαφικού Συστήματος της Ευρώπης».

Μια παγκόσμια Συμφωνία, όπως η Συμφωνία της Ευρώπης, είναι κατάλληλη για την προώθηση της σταθερότητας εν μέσω της πολυπολικότητας. Οι Συμφωνίες περιορίζουν τις συμμετοχές τους σε διαχειρίσιμο μέγεθος. Η ανεπισημότητά τους, τις επιτρέπει να προσαρμοστούν στις μεταβαλλόμενες συνθήκες και τις εμποδίζει να φοβίσουν τις δυνάμεις που είναι αντίθετες προς τις δεσμεύσεις. Υπό συνθήκες αυξανόμενου λαϊκισμού και εθνικισμού, διαδεδομένων κατά τον 19ο αιώνα και πάλι σήμερα, οι ισχυρές χώρες προτιμούν χαλαρότερες ομαδοποιήσεις και διπλωματική ευελιξία από τις σταθερές μορφές και τις υποχρεώσεις. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι τα μεγάλα κράτη έχουν ήδη στραφεί σε ομαδοποιήσεις σαν Συμφωνίες ή τις λεγόμενες ομάδες επαφής (contact groups) για να αντιμετωπίσουν δύσκολες προκλήσεις˙ στα παραδείγματα περιλαμβάνονται οι εξαμερείς συνομιλίες που αφορούσαν το πυρηνικό πρόγραμμα της Βόρειας Κορέας, ο συνασπισμός P5+1 που διαπραγματεύτηκε την πυρηνική συμφωνία με το Ιράν το 2015, και η ομάδα της Νορμανδίας που επιδιώκει την διπλωματική επίλυση της σύγκρουσης στην ανατολική Ουκρανία. Η Συμφωνία μπορεί να γίνει κατανοητή ως μια μόνιμη ομάδα επαφής με παγκόσμιο πεδίο.

Ξεχωριστά, ο 21ος αιώνας θα είναι πολιτικά και ιδεολογικά διαφοροποιημένος. Ανάλογα με την πορεία των λαϊκιστικών εξεγέρσεων που πλήττουν την Δύση, οι φιλελεύθερες δημοκρατίες μπορεί να είναι σε θέση να κρατηθούν. Αλλά το ίδιο και τα αντιφιλελεύθερα καθεστώτα. Η Μόσχα και το Πεκίνο σφίγγουν την λαβή τους εγχωρίως, δεν ανοίγονται. Μια σταθερή δημοκρατία είναι δύσκολο να βρεθεί στη Μέση Ανατολή και την Αφρική. Πράγματι, η δημοκρατία υποχωρεί, δεν προχωρά, παγκοσμίως -μια τάση που θα μπορούσε κάλλιστα να συνεχιστεί. Η διεθνής τάξη που ακολουθεί, πρέπει να δώσει χώρο στην ιδεολογική ποικιλομορφία. Μια Συμφωνία έχει την απαραίτητη ανεπισημότητα και ευελιξία για να το κάνει˙ διαχωρίζει τα θέματα εσωτερικής διακυβέρνησης από εκείνα της διεθνούς ομαδικής εργασίας. Κατά τον 19ο αιώνα, ήταν ακριβώς αυτή η πρακτική προσέγγιση στον τύπο του καθεστώτος που επέτρεψε σε δύο φιλελεύθερες δυνάμεις -το Ηνωμένο Βασίλειο και την Γαλλία- να συνεργαστούν με την Ρωσία, την Πρωσία και την Αυστρία, τρεις χώρες αποφασισμένες να υπερασπιστούν την απόλυτη μοναρχία.