Ο Γερμανός τραπεζίτης | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Ο Γερμανός τραπεζίτης

Η στρατηγική της «ατμομηχανής της Ευρώπης» προς την κυριαρχία*

Αφότου τα δύο γερμανικά κράτη επανενώθηκαν το 1990, πολλοί παρατηρητές αναρωτήθηκαν αν αυτό που ήταν ουσιαστικά μια διευρυμένη Δυτική Γερμανία θα συνεχίσει εκείνη την εξαιρετική δέσμευση για την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση. Αρκετά χρόνια πριν ξεσπάσει η κρίση της ευρωζώνης, η απάντηση ήταν ήδη εμφανής. Η επανενωθείσα Γερμανία θα ήταν πλέον πιστή στα εθνικά της συμφέροντα στην Ευρώπη όποτε αυτό είναι δυνατό, αλλά και από μόνη της, όταν κρίνεται. Οι ηγέτες της, από το Βερολίνο, θα εξακολουθούν να προσπαθούν να είναι καλοί Ευρωπαίοι, αλλά δεν θα ανοίγουν πλέον το καρνέ των επιταγών τους τόσο εύκολα αν η Ευρώπη το ζητήσει.

Σταθμός στην διαδρομή του «Γερμανού τραπεζίτη» είναι η επανένωση. Μετά την πτώση του Τείχους του Βερολίνου στις 9 Νοεμβρίου 1989, ο Μιτεράν, θορυβημένος από την προοπτική της επανένωσης της Γερμανίας, πίεσε σκληρά για να στριμώξει τον Κολ για την Οικονομική και Νομισματική Ένωση. Στόχος του Μιτεράν ήταν να δεσμεύσει μια ενωμένη Γερμανία, και να κάνει την Γαλλία να ανακτήσει περισσότερο έλεγχο πάνω στο δικό της νόμισμα, ίσως και να κερδίσει κάποια επιρροή επί της Γερμανίας. Για να πετύχει τον στόχο του, ο Μιτεράν κινητοποίησε την Βρετανίδα πρωθυπουργό, Μάργκαρετ Θάτσερ, κρούοντας τον κώδωνα του κινδύνου υποστηρίζοντας ότι «φοβόταν ότι θα βρεθούν στην κατάσταση που ήταν οι προκάτοχοί τους στην δεκαετία του 1930, οι οποίοι απέτυχαν να αντιδράσουν απέναντι στην συνεχή πίεση από τους Γερμανούς». Στην πραγματικότητα όμως , ο «Γερμανός τραπεζίτης» εκμεταλλευόμενος τον φόβο του Γάλλου προέδρου έβαλε τις βάσεις για τη μετέπειτα εκστρατεία «κατάκτησης» της Ευρώπης μηδέ της Γαλλίας εξαιρουμένης. Υποδύθηκε ότι κάνει παραχωρήσεις αλλά στην πραγματικότητα κέρδισε τον έλεγχο του ευρώ το οποίο χρησιμοποίησε ως κερκόπορτα στην άλωση της ΕΕ. Η Γαλλία νοιαζόταν να αποκτήσει κάποιον έλεγχο πάνω στο νόμισμα της Γερμανίας, όχι η Γερμανία να αποκτήσει τον έλεγχο του προϋπολογισμού της Γαλλίας. Έτσι, η συζήτηση για την δημοσιονομική ένωση υποβιβάστηκε σε ένα σύνολο «κριτηρίων σύγκλισης», τα οποία έθεταν ως προϋπόθεση στα μέλη της νομισματικής ένωσης να κρατούν το δημόσιο χρέος κάτω από το 60% του ΑΕΠ και το έλλειμμα κάτω από 3%.

Όταν σε σύντομο χρονικό διάστημα η Γαλλία και η Γερμανία παραβίασαν αυτές τις συνθήκες, το Συμβούλιο των Υπουργών ψήφισε να μην επιβληθούν ποινές και οι όροι της συμφωνίας αποδυναμώθηκαν έτσι ώστε να μην έχουν σημασία. Η πλήρης υποταγή στον στόχο αποκαλύφθηκε κατά την υλοποίηση της ενοποίησης με την δραστηριότητα της «Treuhand» (Treuhandanstalt, trust agency): ένας φορέας (εταιρεία συμμετοχών) που έλεγχε –σχεδόν– όλα τα δημόσια περιουσιακά στοιχεία (επιχειρήσεις, εκατομμύρια εκτάρια γεωργικής γης και δασών, ακίνητα της πρώην Στάζι, περιουσία του στρατού, δημόσιες κατοικίες, οργανισμούς κοινής ωφέλειας, φαρμακεία...) της Αν. Γερμανίας. Από τον φορέα αυτόν εξαρτώνταν περίπου 4,1 εκατομμύρια εργαζόμενοι (45% του εργατικού δυναμικού) που εργάζονταν σε 8.000 επιχειρήσεις σε 32.000 χώρους. Σε διάστημα τεσσάρων ετών η Treuhand είχε ιδιωτικοποιήσει ή εκκαθαρίσει επιχειρήσεις και είχε εκποιήσει τεράστια ακίνητη περιουσία. Η χώρα υπέστη τη μεγαλύτερη καταστροφή του παραγωγικού κεφαλαίου σε καιρό ειρήνης, χάνοντας 2,5 εκατομμύρια θέσεις εργασίας. Σύμφωνα με μια έρευνα, οι «επενδυτές» από την Δύση αγόρασαν κοψοχρονιά το 85% των εργοστασίων παραγωγής της Ανατολικής Γερμανίας. Ταυτόχρονα, εταιρείες συμβουλευτικών υπηρεσιών, όπως η KPMG, η McKinsey και η Roland Berger, αλλά και φορείς –επιχειρηματικές οντότητες και μεμονωμένοι επαγγελματίες– που συμμετείχαν στις εκποιήσεις και στις εκκαθαρίσεις πήραν δουλειές εκατοντάδων εκατομμυρίων ευρώ. Η Treuhand με χρέη 260 έως 270 δισ. μάρκα παρέδωσε την σκυτάλη σε άλλους φορείς (BvS, TLG, η BVVG) για να ολοκληρώσουν την... δουλειά. Εκατομμύρια Ανατολικογερμανοί ξενιτεύτηκαν και πολλοί από εκείνους που έμειναν οδηγήθηκαν στην εξαθλίωση με μισθούς και συντάξεις που δεν επαρκούν για να καλύψουν τις στοιχειώδεις ανάγκες, όπως για παράδειγμα στέγασης, καθώς τα ενοίκια εκτινάχθηκαν όταν τα σπίτια πέρασαν στα χέρια των «επενδυτών» και των funds. Σύμφωνα με έκθεση του Ομοσπονδιακού Ινστιτούτου Δημογραφικών Ερευνών από το έτος της επανένωσης, το 1990, ως το 2017 είχαν εγκαταλείψει την Ανατολική Γερμανία συνολικά 3,9 εκατ. άνθρωποι.

Δεν θα ήταν υπερβολή αν ισχυρίζονταν κανείς ότι η κρίση χρέους που ξεκίνησε από την Αμερική το 2008 και σε λιγότερο από δύο χρόνια κτύπησε και την ΕΕ , ήταν η ευκαιρία για τον «Γερμανό τραπεζίτη» να απολαύσει τους καρπούς της 65χρονης μεθοδικής, πολυτάραχης και κοπιώδους προσπάθειας που ξεκίνησε από τον Μάιο του 1945. Για να φτάσουν, όμως, εκεί οι σύγχρονες γερμανικές ηγεσίες χρειάστηκε να ξαναθυμηθούν τις πολιτικές του Αντενάουερ και του Έκχαρτ που συνίστανται στο να «υπενθυμίζουν κινδύνους» και να τους ανταλλάσσουν με «δωρεάν παροχές» ώστε οι άλλοι να πληρώνουν για λογαριασμό τους. Παραφράζοντας την περιγραφή του Ρότσιλντ: «Στην αρχή ζήτησαν δανεική ομπρέλα για να γλυτώσουν από την νεροποντή και όταν έπαψε να βρέχει όχι μόνο δεν την επέστρεψαν αλλά αρνήθηκαν να πληρώσουν ενοίκιο». Αυτό το αντιλαμβάνεται κανείς καταγράφοντας τους χειρισμούς που έγιναν από πλευρά –κυρίως- της Γερμανίας στην οικονομική κρίση του 2008 που μέχρι το 2010 εξελίχθηκε ευρωπαϊκή κρίση χρέους.

Τον Σεπτέμβριο του 2008, καθώς η κρίση ήταν παγκόσμια, ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών, Peer Steinbrück, δήλωσε ότι ήταν «ένα αμερικανικό πρόβλημα» που θα είχε ως αποτέλεσμα «να χάσουν οι Ηνωμένες Πολιτείες την θέση τους ως υπερδύναμη του παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού συστήματος». Η δήλωση αυτή έγινε την στιγμή που το Βερολίνο πανικόβλητο αναζητούσε τρόπους για να αποφευχθεί μια γενικευμένη κατάρρευση του τραπεζικού συστήματος καθώς οι μεγαλύτερες γερμανικές τράπεζες συμμετείχαν σε μεγάλο βαθμό στην αμερικανική κρίση των subprime. Η Deutsche Bank ήταν ένας σημαντικός παίκτης σε αυτά τα γεγονότα, αλλά απέδωσαν την εμπλοκή της στο γεγονός ότι η τράπεζα εγκατέλειψε την γερμανική ψυχή της.