Ο Γερμανός τραπεζίτης | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Ο Γερμανός τραπεζίτης

Η στρατηγική της «ατμομηχανής της Ευρώπης» προς την κυριαρχία*

Αποκαλυπτική είναι η διαπραγμάτευση και τα αποτελέσματά της για την διαγραφή του χρέους από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Αρχικά, στο πλαίσιο του υπολογισμού των γερμανικών αποζημιώσεων συνεστήθη μια τριμερής επιτροπή (με την συμμετοχή και της Γερμανίας, ως παρατηρητή), η οποία θα καθόριζε το ακριβές ύψος του γερμανικού χρέους. Τον Ιούνιο του 1951, η επιτροπή ολοκλήρωσε το έργο της, προσδιορίζοντας το προπολεμικό χρέος της Γερμανίας σε 22,6 δισ. μάρκα και το μεταπολεμικό σε 16,2 δισ., ήτοι συνολικά 38,8 δισ. μάρκα. Αυτά τα τεράστια ποσά σαφώς και δεν μπορούσαν να αποπληρωθούν και, μάλιστα, με τους τόκους να τρέχουν. Οπότε, οι Γερμανοί διαπραγματεύθηκαν και πέτυχαν την διευθέτησή τους.Το 1953 στο Λονδίνο, με την συμφωνία της 27ης Φεβρουαρίου κατάφεραν τελικά ένα γενναιόδωρο «κούρεμα» επικαλούμενοι τον «κίνδυνο εξ΄ Ανατολών». Η αρμόδια επιτροπή προσδιόρισε την προπολεμική οφειλή της Γερμανίας σε 7,5 δισ. μάρκα και την μεταπολεμική σε 7 δισ., ήτοι συνολικά σε 14,5 δισ. μάρκα, ποσό που αντιστοιχούσε μόλις στο 37,4% του αρχικά προσδιορισθέντος. Αλλά πιο σημαντικοί ήταν οι υπόλοιποι όροι σύμφωνα με τους οποίους:

(α) Οι πληρωμές των χρεών θα γίνονταν είτε σε σκληρό νόμισμα είτε σε γερμανικό μάρκο, κατ' επιλογή του οφειλέτη. Αυτό σημαίνει ότι ένα μεγάλο κομμάτι του χρέους θα μπορούσε να πληρωθεί με φρεσκοτυπωμένο από την γερμανική κεντρική τράπεζα χρήμα. Στην πράξη, η Γερμανία πλήρωσε σχεδόν το σύνολο της οφειλής της με μάρκα.

(β) Οι πιστώτριες χώρες συμφώνησαν να μειώσουν τις εξαγωγές τους προς την Γερμανία, ενισχύοντας παράλληλα τις γερμανικές βιομηχανίες ώστε να παράγουν τα αντίστοιχα προϊόντα. Με τον τρόπο αυτό, οι πιστωτές αποδέχτηκαν την κατά 66% μείωση των εξαγωγών τους προς την Γερμανία, συμβάλλοντας αποφασιστικά στην μετατροπή του εμπορικού ισοζυγίου της χώρας από αρνητικό σε θετικό.

(γ) Για να βοηθήσουν περισσότερο την ανάπτυξή της, οι πιστώτριες χώρες έδωσαν στην Γερμανία την δυνατότητα να παράγει προϊόντα όχι μόνο για την ικανοποίηση των εγχώριων αναγκών της αλλά και για εξαγωγή. Ουσιαστικά, δηλαδή, της παραχώρησαν ένα κομμάτι από την δική τους διεθνή πίτα.

(δ) Επί πλέον, οι πιστώτριες χώρες δεσμεύτηκαν ότι δεν θα είναι ιδιαίτερα αυστηρές σχετικά με την συνέπεια των Γερμανών στις πληρωμές τους: «Η ικανότητα της Γερμανίας να πληρώσει τις δημόσιες και ιδιωτικές οφειλές της, δεν σημαίνει μόνο την ικανότητα να πραγματοποιεί τακτικές πληρωμές σε γερμανικά μάρκα χωρίς πληθωριστικές συνέπειες, αλλά επίσης ότι η οικονομία της χώρας μπορεί να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις της, με βάση το τρέχον ισοζύγιο πληρωμών της. Ο υπολογισμός της ικανότητας αποπληρωμής της Γερμανίας απαιτεί να αντιμετωπιστούν μερικά προβλήματα όπως (α) η μελλοντική παραγωγική ικανότητα της Γερμανίας, ιδίως όσον αφορά την παραγωγική ικανότητα των εξαγωγών της, καθώς και η ικανότητα υποκατάστασης των εισαγωγών, (β) η δυνατότητα της πώλησης των γερμανικών προϊόντων στο εξωτερικό, (γ) οι μελλοντικές πιθανές εμπορικές συνθήκες και (δ) τα οικονομικά μέτρα που θα απαιτηθούν για την διασφάλιση πλεονάσματος από τις εξαγωγές». Δηλαδή, ούτε λίγο ούτε πολύ, οι πιστωτές αποδέχτηκαν ότι ο οφειλέτης τους θα μπορεί να πληρώνει όποτε ευκολύνεται και αν τον βολεύει!

(ε) Εξαιρετικά ενδιαφέρων είναι και ο όρος ο οποίος ορίζει ποια δικαστήρια θα είναι αρμόδια για να επιλύσουν τυχόν διαφωνίες που ενδεχομένως ανακύψουν στο μέλλον: «Σε περίπτωση διαφορών με τους πιστωτές, σε γενικές γραμμές, αρμόδια θα είναι τα γερμανικά δικαστήρια. Ρητά αναφέρεται ότι, σε ορισμένες περιπτώσεις, τα γερμανικά δικαστήρια μπορούν να αρνηθούν την εκτέλεση απόφασης ενός αλλοδαπού δικαστηρίου ή αρχής διαιτησίας, ιδίως όταν η εκτέλεση της απόφασης αντιτίθεται προς την δημόσια τάξη».

(στ) Ρυθμίζονται τα επιτόκια για τις γερμανικές οφειλές που είχαν δημιουργηθεί πριν τον πόλεμο, σε επίπεδα από 0% μέχρι το πολύ 5,5%.

Η «διάσωση» αυτή και οι δωρεάν ενισχύσεις που δόθηκαν από τις ΗΠΑ (1,17 δισ. δολάρια από το σχέδιο Μάρσαλ και 200 εκατ. δολάρια από την USAID ) ήταν το εφαλτήριο από το οποίο ξεκίνησε το γερμανικό οικονομικό θαύμα.

Και αφού κατάφερε ο «Γερμανός τραπεζίτης» να σωθεί με ξένα χρήματα, προχώρησε στο επόμενο βήμα. Το 1956, αμέσως μόλις οι ΗΠΑ υποχρέωσαν την Γαλλία και τη Μεγάλη Βρετανία να αποσύρουν τις δυνάμεις τους από την Διώρυγα του Σουέζ, ο καγκελάριος Konrad Adenauer ανέφερε σε έναν Γάλλο πολιτικό ότι τα ανεξάρτητα ευρωπαϊκά κράτη δεν θα γίνονταν ποτέ παγκόσμιες δυνάμεις, αλλά «ότι τους απομένει μόνο ένας τρόπος για να παίξουν έναν αποφασιστικό ρόλο στον κόσμο και αυτός είναι να ενωθούν σε μια Ευρώπη… Η Ευρώπη θα είναι η εκδίκησή σας». Έναν χρόνο μετά, η Συνθήκη της Ρώμης εγκαινίασε την Κοινή Αγορά.

Η Δυτικογερμανοί, τόσο οι ελίτ όσο και ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού, επέδειξαν εξαιρετική δέσμευση για την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση. Το έκαναν επειδή το ήθελαν και επειδή έπρεπε. Ήθελαν να δείξουν ότι η Γερμανία είχε μάθει από την τρομερή, προ του 1945, ιστορία της και ότι ήθελε να αποκαταστήσει πλήρως τον εαυτό της στην ευρωπαϊκή κοινότητα αξιών, φθάνοντας μέχρι και στο σημείο να παραδώσει μεγάλο μέρος της δικής της κυριαρχίας και της εθνικής ταυτότητας. Αλλά είχαν επίσης ένα σκληρό εθνικό συμφέρον με το να αποδείξουν την ευρωπαϊκή τους δέσμευση, καθώς μόνο με την ανάκτηση της εμπιστοσύνης των γειτόνων τους και των διεθνών εταίρων τους (συμπεριλαμβανομένων των Ηνωμένων Πολιτειών και της Σοβιετικής Ένωσης) θα μπορούσε να επιτευχθεί ο μακροπρόθεσμος στόχος τους για επανένωση της Γερμανίας. Όπως παρατήρησε κάποτε ο Χανς Ντίτριχ Γκένσερ, ο Δυτικογερμανός πρώην υπουργός Εξωτερικών, «Όσο πιο ευρωπαϊκή είναι η εξωτερική πολιτική μας, τόσο πιο εθνική είναι».