Μια μετα-αμερικανική Κεντρική Ασία | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Μια μετα-αμερικανική Κεντρική Ασία

Πώς προσαρμόζεται η περιοχή στην ήττα των ΗΠΑ στο Αφγανιστάν
Περίληψη: 

Η Ουάσινγκτον μπορεί να προσφέρει εναλλακτικές μορφές δέσμευσης, για παράδειγμα, όσον αφορά την οικονομική ανάπτυξη, την βοήθεια κατά της διαφθοράς, και την βοήθεια για την δημόσια υγεία, με την πεποίθηση ότι παραμένει ένας σημαντικός, αν και όχι πλέον απαραίτητος, παίκτης.

Ο ALEXANDER COOLEY είναι διευθυντής του Ινστιτούτου Harriman στο Columbia University και καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στην έδρα Claire Tow στο Barnard College.

Η εκπληκτική νίκη των Ταλιμπάν στο Αφγανιστάν έχει εξαπολύσει κύμα οργής κατά του προέδρου των ΗΠΑ, Τζο Μπάιντεν. Οι επικριτές κατηγορούν την διοίκησή του όχι μόνο για κακή διαχείριση της απόσυρσης των στρατευμάτων και βλάβη της παγκόσμιας αξιοπιστίας της Ουάσινγκτον, αλλά και για κάτι άλλο: ότι αφήνει ένα περιφερειακό κενό στην Κεντρική Ασία που η Κίνα και η Ρωσία [1] θα γεμίσουν με ενθουσιασμό. Ένα ειδησεογραφικό ρεπορτάζ [2] παρατήρησε ότι «οι κύριοι αντίπαλοι της Αμερικής όντως ζητωκραύγασαν … μετά την κατάρρευση της υποστηριζόμενης από τις ΗΠΑ κυβέρνησης στο Αφγανιστάν».

25082021-1.jpg

Εκκενώνοντας την Kabul, τον Αύγουστο του 2021. Sgt. Victor Mancilla / Reuters
-----------------------------------------------------

Ωστόσο, αυτό που εκφεύγει από τους επικριτές είναι ότι η Κεντρική Ασία δεν είναι πλέον ο άναρχος τόπος που ήταν πριν από 20 χρόνια, όταν οι Ταλιμπάν κυβερνούσαν υπό διεθνή απομόνωση. Σήμερα, υπάρχει μια περιφερειακή τάξη που μπορεί να καλύψει την απουσία της Ουάσινγκτον. Η εισβολή των Ηνωμένων Πολιτειών στο Αφγανιστάν μετά την 11η Σεπτεμβρίου [του 2001] προκάλεσε βαθιές αλλαγές στην πολιτική δυναμική της Κεντρικής Ασίας. Οι γείτονες του Αφγανιστάν έμαθαν να ελίσσονται στις συχνά αντιφατικές απαιτήσεις των Ηνωμένων Πολιτειών και της φιλελεύθερης διεθνούς τάξης τους, ενώ παράλληλα υποστήριζαν την αντίδραση της Κίνας και της Ρωσίας ενάντια στην συνεχιζόμενη στρατιωτική παρουσία των ΗΠΑ. Ως αποτέλεσμα, η Κεντρική Ασία σήμερα είναι ένας πολυπολικός χώρος όπου διαφορετικές χώρες ασκούν επιρροή μέσω νέων οργανισμών, κανόνων, και δικτύων που επικαλύπτονται με, και ανταγωνίζονται έναντι εκείνων των Ηνωμένων Πολιτειών και των συμμάχων τους.

Μακράν ενός πολιτικού κενού, υπάρχει ένα συνονθύλευμα δομών που οι δρώντες της Κεντρικής Ασίας είναι όλο και πιο πεπεισμένοι ότι πρέπει να χρησιμοποιούν για να κυβερνήσουν την περιοχή τους. Μέσα σε αυτή τη νέα τάξη, επιπλέον, υπάρχουν ακόμη μοχλοί που μπορούν να χρησιμοποιήσουν οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής των ΗΠΑ για να προωθήσουν μια πιο μετριοπαθή και εστιασμένη ατζέντα. Οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν είναι πλέον σε άμεσο τοπικό ανταγωνισμό με την Κίνα και την Ρωσία και υπάρχει μικρή πιθανότητα τα αμερικανικά στρατεύματα να επιστρέψουν στην περιοχή σε μεγάλο αριθμό οποτεδήποτε σύντομα. Ωστόσο, η Ουάσινγκτον μπορεί να προσφέρει εναλλακτικές μορφές δέσμευσης -συγκεκριμένα, όσον αφορά την οικονομική ανάπτυξη, την βοήθεια κατά της διαφθοράς, και την βοήθεια για την δημόσια υγεία- με την πεποίθηση ότι παραμένει ένας σημαντικός, αν και όχι πλέον απαραίτητος, παίκτης.

ΗΜΕΡΕΣ ΔΟΞΗΣ

Αμέσως μετά την 11η Σεπτεμβρίου, οι Ηνωμένες Πολιτείες εξασφάλισαν συμφωνίες για εγκατάσταση στρατιωτικών βάσεων, για υπερπτήσεις, και συμφωνίες εφοδιαστικής (logistics) σε όλη την Κεντρική Ασία για να υποστηρίξουν την εκστρατεία τους στο Αφγανιστάν. Αλλά αυτές οι νέες συνεργασίες -ειδικά οι μεγάλες εγκαταστάσεις στο Ουζμπεκιστάν και το Κιργιζιστάν- προκάλεσαν ανησυχίες [3] για το πώς η υποστήριξη των ΗΠΑ μπορεί να επηρεάσει την εσωτερική πολιτική αυτών των χωρών. Ο αυταρχικός πρόεδρος του Ουζμπεκιστάν, Ισλάμ Καρίμοφ, είδε τη νέα του συνεργασία με τις Ηνωμένες Πολιτείες ως ευκαιρία να νομιμοποιήσει την εγχώρια εκστρατεία του εναντίον ισλαμιστών μαχητών. Η αμερικανική στρατιωτική παρουσία στο Κιργιζιστάν προσέφερε παρόμοια διεθνή νομιμοποίηση στον πρόεδρο Ασκάρ Ακάγιεφ, του οποίου η παρεοκρατία μείωνε σταθερά την φήμη του ως τον μόνο μεταρρυθμιστή της περιοχής.

Η υποστήριξη των ΗΠΑ σήμαινε επίσης μια συνεχή ροή ξένων ενισχύσεων σε πολλές μικρές πολιτείες. Ο στόχος ήταν να ενισχυθούν τα τοπικά αντιτρομοκρατικά προγράμματα, οι προσπάθειες για την καταπολέμηση των ναρκωτικών, και η ασφάλεια των συνόρων –όλα, ενέργειες που είχαν σχεδιαστεί για να βοηθήσουν την υπό την ηγεσία των ΗΠΑ πολεμική προσπάθεια και να προσφέρουν ένα σιωπηρό quid pro quo [αντάλλαγμα] για πρόσβαση στην [εκάστοτε] βάση. Αλλά η συνεργασία με τις Ηνωμένες Πολιτείες και άλλους συμμάχους του ΝΑΤΟ λειτούργησε επίσης προς την αντίθετη κατεύθυνση, επιτρέποντας στις χώρες της Κεντρικής Ασίας να εφαρμόσουν την χαρακτηριστική τους λεγόμενη πολυδιανυσματική (multivector ) εξωτερική πολιτική [4], όπου η καθεμία προσπάθησε να ισορροπήσει προσεκτικά τις σχέσεις μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών, της Κίνας, και της Ρωσίας επικαλούμενη την δυνητική επιρροή αντίπαλων δυνάμεων προκειμένου να διατηρήσει την εξωτερική υποστήριξη.

Η Κίνα και η Ρωσία, από την πλευρά τους, αποδέχθηκαν γρήγορα την ξαφνική είσοδο των Ηνωμένων Πολιτειών στην ευρύτερη Κεντρική Ασία, αν και είχαν τους δικούς τους λόγους για κάτι τέτοιο. Ο Ρώσος πρόεδρος, Βλαντιμίρ Πούτιν, ήταν ο πρώτος παγκόσμιος ηγέτης που τηλεφώνησε στον πρόεδρο Τζορτζ Μπους μετά τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου -προσφέροντας ρωσική υποστήριξη για την εκστρατεία στο Αφγανιστάν. Σε συνάντηση με τον Μπους στο Τέξας τον Νοέμβριο του 2001, ο Πούτιν επιβεβαίωσε [5] ότι δεν ανησυχούσε για το ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες θα χρησιμοποιούσαν τη νέα στρατιωτική παρουσία τους για να επιδιώξουν πρόσθετη γεωπολιτική επιρροή. Εκείνη την εποχή, ο Ρώσος πρόεδρος θεώρησε την συνεργασία με τις Ηνωμένες Πολιτείες ως μια ευκαιρία να καθιερωθεί η Μόσχα ως σημαντικός παγκόσμιος παίκτης και συνομιλητής στην περιοχή. Η Κίνα δέχτηκε επίσης οπορτουνιστικά την στρατιωτική παρουσία των ΗΠΑ, χρησιμοποιώντας την για να αναδιατυπώσει ομάδες Ουιγούρων [6] στην Σιντζιάνγκ ως συνδεδεμένες με την Αλ Κάιντα και ως εκ τούτου ως νόμιμους στόχους του πολέμου κατά της τρομοκρατίας. Αμερικανοί αξιωματούχοι συγκατένευσαν -συμφώνησαν με το αίτημα του Πεκίνου να κατατάξουν το Ισλαμικό Κίνημα του Ανατολικού Τουρκεστάν στη μαύρη λίστα του Στέιτ Ντιπάρτμεντ γι τους τρομοκράτες και να επιτρέψουν στους Κινέζους ανακριτές [7] να έχουν πρόσβαση σε κρατούμενους Ουιγούρους στον Κόλπο του Γκουαντάναμο.