Το τέλος του αμερικανικού μιλιταρισμού; | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Το τέλος του αμερικανικού μιλιταρισμού;

Ο Μπάιντεν πρέπει να αντιμετωπίσει τον εθισμό της Ουάσιγκτον στην βία

Η περικοπή του προϋπολογισμού του Πενταγώνου θα είχε αναγκαστικά σημαντικές επιπτώσεις στην διαμόρφωση και την τοποθέτηση των ενόπλων δυνάμεων των ΗΠΑ. Και εδώ, επίσης, είναι μια ευκαιρία για τον Μπάιντεν να αποδείξει ότι ασχολείται σοβαρά με το να κατατάξει την βία ως έσχατη λύση και να δώσει έμφαση στις μη καταναγκαστικές προσεγγίσεις της ηγεσίας. Το κλείσιμο μιας ή περισσότερων από τις έξι διοικητικές περιφερειακές διοικήσεις των ΗΠΑ, οι οποίες επιβλέπουν τις αμερικανικές στρατιωτικές επιχειρήσεις σε τεράστιες γεωγραφικές εκτάσεις, προσφέρει ένα καλό μέρος για να ξεκίνημα. Από αυτή την άποψη, η Νότια Διοίκηση των Ηνωμένων Πολιτειών (SOUTHCOM), η οποία έχει «ευθύνη» για ολόκληρη τη Νότια Αμερική και την Καραϊβική, θα πρέπει να είναι η πρώτη που θα κλείσει.

Οι γείτονες των Ηνωμένων Πολιτειών στον νότο αντιμετωπίζουν μια ποικιλία προκλήσεων. Οι κυριότερες από αυτές είναι η οικονομική υπανάπτυξη˙ οι εύθραυστοι πολιτικοί θεσμοί˙ τα εσωτερικά προβλήματα που σχετίζονται με την διαφθορά, το έγκλημα και το εμπόριο ναρκωτικών˙ και, κυρίως, η κλιματική αλλαγή. Το ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες θα πρέπει να καταβάλουν προσπάθειες για να ανακουφίσουν αυτά τα προβλήματα είναι αναμφίβολο. Αλλά κανένα από αυτά δεν ωφελείται από στρατιωτικές λύσεις. Εκτός από το να δώσει δουλειά σε έναν στρατηγό τεσσάρων αστέρων ή σε έναν ναύαρχο, η SOUTHCOM είναι το ίδιο σχετική με τις σημερινές ανησυχίες για την εθνική ασφάλεια, όσο τα ερειπωμένα παράκτια οχυρώματα πυροβολικού που εξακολουθούν να βρίσκονται δίπλα στα μεγάλα λιμάνια των ΗΠΑ.

Σε γενικές γραμμές, η κυβέρνηση Μπάιντεν θα πρέπει επίσης να μειώσει τον αριθμό των υπερπόντιων βάσεων των ΗΠΑ στο εξωτερικό. Υπάρχουν σήμερα περίπου 750 σε περισσότερες από 80 χώρες. Πού να ξεκινήσει να κόβει το στρατιωτικό προφίλ των ΗΠΑ στο εξωτερικό; Στην Ευρώπη. Σχεδόν οκτώ δεκαετίες μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και περίπου τρεις δεκαετίες μετά τον Ψυχρό Πόλεμο, δεν είναι πλέον απαραίτητο για τις αμερικανικές δυνάμεις να φυλάσσουν ευημερούσες δημοκρατίες όπως η Γερμανία, η Ιταλία, η Ισπανία, και το Ηνωμένο Βασίλειο, οι οποίες είναι πλήρως ικανές να αμυνθούν. Εκτός από τη μείωση του αποτυπώματος του αμερικανικού στρατού, η κυβέρνηση Μπάιντεν θα πρέπει επίσης να περιορίσει τις εξαγωγές όπλων αμερικανικής κατασκευής, που το οικονομικό έτος 2020 ανήλθαν σε παγκόσμια ηγετική θέση στα 175 δισεκατομμύρια δολάρια. Η περικοπή της πώλησης προηγμένων όπλων στην Σαουδική Αραβία -αυτή την στιγμή ξεπερνά τα 3 δισεκατομμύρια δολάρια ετησίως- προσφέρει μια αρχή.

Ο συνεχής εκσυγχρονισμός των πυρηνικών δυνάμεων των ΗΠΑ προσφέρει επίσης ένα μέρος για να ξεκινήσει μια στροφή μακριά από τον μιλιταρισμό και μια ευκαιρία να ανακατευθυνθούν οι αμυντικές δαπάνες σε πιο επείγουσες προτεραιότητες. Ο πυρηνικός πόλεμος (ή ένα πυρηνικό ατύχημα) παραμένει μια από τις πιο άμεσες απειλές για την ανθρωπότητα. Με ελάχιστη δημόσια συζήτηση, οι Ηνωμένες Πολιτείες εμπλέκονται επί του παρόντος στην αντικατάσταση ολόκληρης της υπάρχουσας «στρατηγικής τριάδας», που αποτελείται από βομβαρδιστικά [αεροσκάφη] μεγάλου βεληνεκούς, βαλλιστικούς πυραύλους από υποβρύχια, και χερσαίους διηπειρωτικούς βαλλιστικούς πυραύλους. Αυτό το έργο πιθανότατα θα συνεχιστεί μέχρι τα μέσα της επόμενης δεκαετίας και θα κοστίσει τουλάχιστον 1 τρισεκατομμύριο δολάρια. Και όμως, ως υπογράφουσες την Συνθήκη για τη Μη Διάδοση των Πυρηνικών Όπλων (Nuclear Nonproliferation Treaty, NPT), οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν δεσμευτεί να «συνεχίσουν τις διαπραγματεύσεις με καλή πίστη» που θα οδηγήσουν σε «πυρηνικό αφοπλισμό». Εάν ο Μπάιντεν θέλει να αποδείξει ότι είναι σοβαρός στο να δώσει το παράδειγμα, μπορεί να εξετάσει το ενδεχόμενο να αντιμετωπίσει τις υποχρεώσεις των ΗΠΑ βάσει της NPT με κάτι άλλο εκτός από απλώς λόγια. Η ανακαίνιση και όχι η αντικατάσταση του πυρηνικού οπλοστασίου των ΗΠΑ θα έκανε ακριβώς αυτό.

Το ίδιο, επίσης, θα έκανε και η προλεχθείσα επιλογή μιας πρώτης πυρηνικής επίθεσης, που σημαίνει μια προληπτική επίθεση για την εξάλειψη του οπλοστασίου ενός αντιπάλου. Μια δέσμευση «μη πρώτης χρήσης» δεν θα εμπόδιζε τις Ηνωμένες Πολιτείες από αντίποινα σε περίπτωση που στοχοποιηθούν από μια πυρηνική επίθεση. Θα σήμαινε, ωστόσο, ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες είναι σοβαρές για την αφαίρεση της Δαμόκλειου σπάθης που οι πυρηνικές δυνάμεις έχουν επικρεμάσει πάνω στην ανθρωπότητα από τις πρώτες μέρες του Ψυχρού Πολέμου.

ΕΝΑΣ ΝΕΟΣ ΨΥΧΡΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ;

Το καλύτερο πεδίο δοκιμών για να θέσει ο Μπάιντεν την ρητορική του σε εφαρμογή είναι η Κίνα [6]. Εάν η βία είναι πραγματικά η επιλογή της έσχατης λύσης, ο Μπάιντεν θα καταβάλει κάθε δυνατή προσπάθεια για να αποτρέψει την ολοένα και πιο εχθρική σχέση των ΗΠΑ με την Κίνα από το να γίνει ένας ολοκληρωτικός στρατιωτικός ανταγωνισμός. Το να επιτραπεί η σχέση ΗΠΑ-Κίνας να επικεντρωθεί σε μια κούρσα εξοπλισμών, συγκρίσιμη με εκείνη που καθοδήγησε τον ανταγωνισμό ΗΠΑ-Σοβιετικής Ένωσης στην δεκαετία του 1950, θα ήταν το απαύγασμα της απερισκεψίας. Ωστόσο, όπως δείχνει η πρόσφατα ανακοινωθείσα συμφωνία Αυστραλίας-Ηνωμένου Βασιλείου-Ηνωμένων Πολιτειών για την πώληση πυρηνικών υποβρυχίων στην Αυστραλία, ο Μπάιντεν φαίνεται να κλίνει προς αυτήν ακριβώς την κατεύθυνση. Στην ομιλία του στον ΟΗΕ, ο Μπάιντεν είπε ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες «δεν επιδιώκουν έναν νέο Ψυχρό Πόλεμο ή έναν κόσμο χωρισμένο σε άκαμπτα μπλοκ». Όμως, οι πράξεις μιλούν πιο δυνατά από τα λόγια, και μέχρι στιγμής, ο Μπάιντεν φαίνεται να αποδέχεται έναν νέο Ψυχρό Πόλεμο ως αναπόφευκτο ή ως σαν να καλωσορίζει μια τέτοια προοπτική. Σε κάθε περίπτωση, με την συμφωνία για τα υποβρύχια, η αξιοπιστία του ισχυρισμού του Μπάιντεν ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες σκοπεύουν τώρα να ηγηθούν δια του παραδείγματος αρχίζει να φαίνεται μάλλον αδύναμη. Ίσως ο Μπάιντεν επενδύει στην ενίσχυση της στρατιωτικής ισχύος των δεύτερης κατηγορίας συμμάχων των ΗΠΑ για να κάνει την Κίνα πιο συμβιβαστική. Αν είναι έτσι, βάζει ένα πολύ μεγάλο και επικίνδυνο στοίχημα.