Η Αμερική μετατρέπει την Ασία σε πυριτιδαποθήκη | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Η Αμερική μετατρέπει την Ασία σε πυριτιδαποθήκη

Οι κίνδυνοι της προσέγγισης «πρώτα ο στρατός»
Περίληψη: 

Οι Ηνωμένες Πολιτείες, αντί να ενισχύουν την πολεμική διάσταση του ανταγωνισμού με την Κίνα, θα πρέπει να εργάζονται ακούραστα για να συρρικνώσουν το διευρυνόμενο χάσμα μεταξύ των εχόντων και των μη εχόντων της Ασίας, να επιδοτούν τις πολιτικές κλιματικής προσαρμογής σε χώρες με πληθυσμό που κινδυνεύει, και να τιμωρούν την διαφθορά και την αυταρχική πολιτική.

Ο VAN JACKSON είναι διακεκριμένος συνεργάτης στο Asia Pacific Foundation of Canada, ανώτερος λέκτορας Διεθνών Σχέσεων στο Πανεπιστήμιο Victoria του Wellington στη Νέα Ζηλανδία, και συνεργάτης Άμυνας & Στρατηγικής στο Centre for Strategic Studies.

Η Ασία κινείται προς μια επικίνδυνη κατεύθυνση. Σε όλη την ήπειρο, η προηγμένη πυραυλική τεχνολογία διαδίδεται μεταξύ των φίλων και των αντιπάλων των ΗΠΑ. Οι πυρηνικές δυνάμεις αναλαμβάνουν εκτεταμένες προσπάθειες πυρηνικού εκσυγχρονισμού. Ο εκδημοκρατισμός βαλτώνει και, σε ορισμένες περιπτώσεις, υποχωρεί. Και η οικονομική επιρροή των Ηνωμένων Πολιτειών μειώνεται ενώ εκείνη της αυταρχικής Κίνας αυξάνεται.

25102021-1.jpg

Το αεροπλανοφόρο USS Carl Vinson διέρχεται από την Θάλασσα των Φιλιππίνων μαζί με δύο ιαπωνικά πλοία, τον Απρίλιο του 2017. Sean M. Castellano / The New York Times / Redux
------------------------------------------------------

Δεν είναι οι Ηνωμένες Πολιτείες η αιτία αυτών των ανησυχητικών τάσεων, αλλά η υπερβολικά στρατιωτικοποιημένη προσέγγισή τους στην Ασία τις κάνει χειρότερες. Με το να αυξάνει τα στρατεύματα και το στρατιωτικό υλικό στην περιοχή και με το να ενθαρρύνει τους συμμάχους της να διευρύνουν τα οπλοστάσιά τους, η Ουάσιγκτον υψώνει τις εντάσεις και αυξάνει τον κίνδυνο μιας σύγκρουσης που μπορεί να αποφευχθεί. Ακόμα χειρότερα, με το να αντιμετωπίζουν τις κινεζικές και βορειοκορεατικές στρατιωτικές απειλές ως τα μόνα πραγματικά προβλήματα της Ασίας, οι Ηνωμένες Πολιτείες παραχωρούν το οικονομικό πεδίο στο Πεκίνο και εγκαταλείπουν την ικανότητά τους να αντιμετωπίζουν μέσω μη στρατιωτικών μέσων την ανισότητα, την κλιματική αλλαγή, και άλλες υποκείμενες αιτίες περιφερειακής ανασφάλειας.

ΑΜΥΝΑ ΑΝΤΙ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΑΣ

Η προσέγγιση της Ουάσιγκτον στην Ασία έχει από καιρό υπερστρατιωτικοποιηθεί. Οι πρόεδροι Μπαράκ Ομπάμα και Ντόναλντ Τραμπ επιδίωξαν αμφότεροι να στηρίξουν ό,τι απέμεινε από την ηγεμονία των ΗΠΑ στην περιοχή -ο πρώτος με την χαρακτηριστική του «στροφή στην Ασία» και ο δεύτερος με τον στόχο του για έναν «ελεύθερο και ανοιχτό Ινδο-Ειρηνικό». Και οι δύο πρωτοβουλίες είδαν μια αυξανόμενη απειλή στον πλούτο, την πολιτική επιρροή, και την στρατιωτική ισχύ της Κίνας, και αμφότερες συνδέθηκαν σχεδόν εξ ολοκλήρου με τις δηλώσεις και προσπάθειες του Πενταγώνου περί διατήρησης της στρατιωτικής υπεροχής των ΗΠΑ. Ο πρόεδρος Τζο Μπάιντεν συνεχίζει αυτή την «πρώτα ο στρατός» παράδοση στην Ασία.

Σε μια προσπάθεια να αντιμετωπίσει τον ταχύ ναυτικό εκσυγχρονισμό της Κίνας, η κυβέρνηση Μπάιντεν έχει ξεκινήσει μια φιλόδοξη σειρά αμυντικών πρωτοβουλιών σε αυτό που τώρα αποκαλεί «Ινδο-Ειρηνικό». Ενθάρρυνε την Ιαπωνία να αναπτύξει υπερηχητικά όπλα και να επεκτείνει το βεληνεκές των πυραύλων κρουζ κατά πλοίων και άλλων αυτόνομων πυραύλων μεγάλου βεληνεκούς. Έχει πιέσει για νέες πωλήσεις όπλων στις Φιλιππίνες αξίας 2,6 δισεκατομμυρίων δολαρίων (επιπλέον των πωλήσεων ύψους 2,4 δισεκατομμυρίων δολαρίων το 2016), παρά τις ανησυχίες του Κογκρέσου για παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων [1] εκεί. Συμφώνησε να μεταφέρει πυραύλους κρουζ στην Αυστραλία και να υποστηρίξει την απόκτηση πυρηνοκίνητων υποβρυχίων από την Αυστραλία στο πλαίσιο τριμερούς συμφωνίας αμυντικής τεχνολογίας με την Αυστραλία και το Ηνωμένο Βασίλειο, γνωστής ως AUKUS. Και έχει ανακοινώσει σχέδια για επέκταση της στρατιωτικής παρουσίας των ΗΠΑ σε όλη την Ωκεανία, συμπεριλαμβανομένης μιας νέας βάσης στις Ομόσπονδες Πολιτείες της Μικρονησίας, μια διευρυμένη παρουσία στο Γκουάμ, μια νέα βάση στην Παπούα Νέα Γουινέα που θα μοιραστεί με την Αυστραλία, και νέων συστημάτων ραντάρ στο Παλάου.

Η απάντηση της κυβέρνησης Μπάιντεν στην πυρηνική επέκταση της Κίνας ήταν στρατιωτικοποιημένη με παρόμοιο τρόπο. Κατά την διάρκεια της προεδρίας του Τραμπ, αξιωματούχοι του Πενταγώνου προειδοποίησαν ότι η Κίνα ίσως να εγκαταλείπει την παραδοσιακή στρατηγική της να αναπτύσσει τόσα πυρηνικά όπλα όσα για να αποτρέψει μια επίθεση από έναν αντίπαλο. Εν μέρει προβλέποντας αυτήν την αλλαγή, η κυβέρνηση Τραμπ εκπόνησε σχέδια για μια προσπάθεια πυρηνικού εκσυγχρονισμού μέσα σε τρείς δεκαετίες που θα κόστιζε [2] μεταξύ 1,2 και 1,7 τρισεκατομμυρίων δολαρίων. Οι Ηνωμένες Πολιτείες διατηρούν μεγάλο περιθώριο πυρηνικής υπεροχής έναντι της Κίνας, αλλά ο Μπάιντεν εντούτοις υποστήριξε το σχέδιο του προκατόχου του για τεράστιες επενδύσεις σε πυρηνικούς πυραύλους κρουζ που εκτοξεύονται από υποβρύχια και μια νέα πυρηνική κεφαλή «χαμηλής απόδοσης» που ονομάζεται Trident D5, πρόσθετη αντιπυραυλική άμυνα για την Βορειοανατολική Ασία, και έναν στόλο 145 βομβαρδιστικών stealth B-21—πάνω από έξι φορές περισσότερα αεροπλάνα από όσα διαθέτει η τρέχουσα δύναμη βομβαρδιστικών B-2.

Ο Μπάιντεν ακολούθησε επίσης μια αυστηρά στρατιωτική προσέγγιση στην Βόρεια Κορέα, η οποία συνέχισε την συσσώρευση πυρηνικών και πυραύλων, πιο πρόσφατα αναπτύσσοντας τακτικά πυρηνικά όπλα, υπερηχητικά οχήματα ολίσθησης ικανά να αποφεύγουν την αντιπυραυλική άμυνα, και βαλλιστικούς πυραύλους που μπορούν να εκτοξευθούν από βαγόνια. Σε μια επανέκδοση της λεγόμενης στρατηγικής υπομονής των ετών του Ομπάμα, όταν οι Ηνωμένες Πολιτείες προσπάθησαν να πείσουν την Βόρεια Κορέα να αποπυρηνικοποιηθεί με το να στοιβάζουν κυρώσεις και να ενισχύουν την στρατιωτική παρουσία τους αντί για διαπραγματεύσεις, η κυβέρνηση Μπάιντεν έδωσε έμφαση στις αμυντικές δραστηριότητες έναντι της διπλωματίας.