Η πτώση και η άνοδος της τεχνο-παγκοσμιοποίησης | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Η πτώση και η άνοδος της τεχνο-παγκοσμιοποίησης

Οι δημοκρατίες δεν πρέπει να αφήσουν το όνειρο του ανοιχτού Διαδικτύου να πεθάνει

Δύο λέξεις-κλειδιά έλειπαν από τις δηλώσεις που ακολούθησαν την εναρκτήρια διάσκεψη κορυφής τον Σεπτέμβριο του Τετραμερούς Διαλόγου για την Ασφάλεια (Quadrilateral Security Dialogue), γνωστού και ως Quad, στον οποίο συμμετέχουν η Αυστραλία, η Ινδία, η Ιαπωνία, και οι Ηνωμένες Πολιτείες. Η πρώτη απούσα λέξη ήταν προβλέψιμη: «Κίνα». Αν και η αυξανόμενη ισχύς της χώρας [1] είναι η σαφής γεωπολιτική ώθηση για αυτήν την ομαδοποίηση στον Ινδο-Ειρηνικό, οι αξιωματούχοι προσπαθούν να παρουσιάσουν τις προσπάθειές τους ως θετικές και όχι ως σχετικές με τον περιορισμό ενός αντιπάλου. Η άλλη λέξη που παραλείφθηκε, ωστόσο, ήταν και λιγότερο προφανής και πιο σημαντική. Οι τέσσερις κυβερνήσεις δημοσίευσαν ένα σύνολο κοινών αρχών για την τεχνολογία, δίνοντας έμφαση στις κοινές αξίες, τον θεμιτό ανταγωνισμό, και ένα «ανοιχτό, προσβάσιμο και ασφαλές τεχνολογικό οικοσύστημα». Αυτή η ρητορική μπορεί να ακούγεται αρκετά οικεία από τέσσερις χώρες που συναντώνται για να υποστηρίξουν μια «ελεύθερη, ανοιχτή, βασισμένη σε κανόνες τάξη». Αλλά για χρόνια, κάθε μια από αυτές τις κυβερνήσεις, σχεδόν αντανακλαστικά, θα υποστήριζε επίσης ένα ακόμη μεγαλύτερο τεχνολογικό όραμα: ένα «παγκόσμιο».

03112021-1.jpg

Σε μια διάσκεψη για την ασφάλεια του Διαδικτύου στο Πεκίνο, τον Σεπτέμβριο του 2018. Jason Lee / Reuters
-----------------------------------------------------

Σχεδόν από την έναρξή του, οι ιδεαλιστές είδαν στο Διαδίκτυο την ριζοσπαστική δυνατότητα να βοηθήσει στην γεφύρωση των διαφορών μεταξύ των ανθρώπων. Η ψηφιακή συνδεσιμότητα εξαπλώθηκε γρήγορα κατά την διάρκεια της μεθυστικής μεταψυχροπολεμικής περιόδου κατά την οποία η παγκοσμιοποίηση εκτινάχθηκε και η δημοκρατία, για πολλούς, φαινόταν να θριαμβεύει. Η τεχνο-παγκοσμιοποίηση ρίζωσε ως ιδανικό μεταξύ διπλωματών, ακαδημαϊκών, και τεχνολόγων που πίστευαν στην ελεύθερη και ανοιχτή ανταλλαγή τόσο ως αρετή από μόνη της όσο και ως μέσο διάδοσης των πολιτικών και οικονομικών ελευθεριών.

Τα πιο ουτοπικά τεχνο-παγκοσμιοποιητικά οράματα δεν πραγματοποιήθηκαν ποτέ. Πράγματι, ένας λόγος για τον οποίο οι πολιτικοί ηγέτες αγκάλιασαν ένα ελεύθερο και ανοιχτό παγκόσμιο Διαδίκτυο ήταν για να συνηγορήσουν κατά των προσπαθειών για τον αποκλεισμό τμημάτων του Web: οι αυταρχικές κυβερνήσεις, ειδικά στην Κίνα, εργάστηκαν γρήγορα και αποτελεσματικά για να δημιουργήσουν ψηφιακούς φραγμούς που εμπόδιζαν τους πολίτες τους να έχουν ελεύθερη πρόσβαση στο Διαδίκτυο. Ακόμη και όταν οι διπλωμάτες των ΗΠΑ κήρυτταν την διαφάνεια, οι τομείς της άμυνας και των πληροφοριών της χώρας αντιλήφθηκαν νέους κινδύνους και χρησιμοποίησαν το Διαδίκτυο για να προωθήσουν πιο στενά συμφέροντα εθνικής ασφάλειας. Σήμερα, πολύ μακριά από τους ίσους όρους ανταγωνισμού για τους οποίους πολλοί ήλπιζαν, η πρόσβαση στο Διαδίκτυο και τα οφέλη που απορρέουν από αυτό παραμένουν εξαιρετικά άνισα σε όλο τον κόσμο.

Οι πρόσφατες δηλώσεις και ενέργειες στον Quad και πέραν αυτού υποδηλώνουν ότι πολλοί μακροχρόνιοι υποστηρικτές ενός παγκόσμιου Διαδικτύου έχουν πλέον κινηθεί προς ένα νέο όραμα τεχνολογικής ανάπτυξης: έναν κόσμο διχασμένο μεταξύ ανταγωνιστικών εθνικών ή ιδεολογικών μπλοκ, που το καθένα βασίζεται στους δικούς του αξιόπιστους υπολογιστές και προμηθευτές λογισμικού για να προστατεύεται από κακοήθεις παρεμβολές. Ωστόσο, η εγκατάλειψη του παγκόσμιου ιδεώδους προς όφελος των κλαμπ τεχνο-δημοκρατιών [2] ή τεχνο-απολυταρχιών σημαίνει εγκατάλειψη μιας κρίσιμης αναγνώρισης της εποχής του Διαδικτύου -ότι παρά τις πραγματικές διαιρέσεις, η ανθρωπότητα και οι τεχνολογίες της είναι πεισματικά αλληλένδετες.

Ένα μόνιμο τεχνολογικό ρήγμα είναι απίθανο, δαπανηρό, και μη πρακτικό. Επιπλέον, είναι ανεπιθύμητο. Χωρίς αλληλεξάρτηση, οι αντίπαλοι θα αντιμετωπίζουν ο ένας τον άλλον με λιγότερη αυτοσυγκράτηση, αυξάνοντας την πιθανότητα σοβαρής αντιπαράθεσης. Οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν ήδη μια ειδική ευθύνη να σκεφτούν με παγκόσμιους όρους για το Διαδίκτυο και την ψηφιακή τεχνολογία˙ από το Facebook μέχρι την Google, οι Αμερικανοί τιτάνες της βιομηχανίας κυριαρχούν στον κόσμο. Η ικανότητα του Διαδικτύου να προάγει τα ανθρώπινα δικαιώματα μπορεί να ήταν υπερβολικά μεγαλοποιημένη, αλλά η ικανότητά του να βλάψει δεν είναι, και η Ουάσιγκτον πρέπει να σκεφτεί και να δράσει παγκοσμίως για να κρατήσει υπό έλεγχο τους τεχνολογικούς γίγαντές της.

Η ΔΥΣΗ ΤΗΣ ΤΕΧΝΟ-ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΠΟΙΗΣΗΣ

Είτε αρέσει είτε όχι, το Διαδίκτυο και οι σχετικές τεχνολογίες του είναι παγκόσμιες προσπάθειες. Η ανάπτυξή τους -ειδικά στις Ηνωμένες Πολιτείες- έχει εξαρτηθεί από την ανθρώπινη εφευρετικότητα, τις πρώτες ύλες, και την εργασία που προέρχεται από όλο τον κόσμο. Απαίτησαν ανταλλαγή γνώσεων, ανάπτυξη ανοιχτού κώδικα, και επιστημονική συνεργασία διασυνοριακά. Η πιο ριζική συνεισφορά της τεχνολογίας του Διαδικτύου στην ιστορία -σχεδόν στιγμιαία δίκτυα επικοινωνιών που αγγίζουν ένα τεράστιο μέρος της ανθρωπότητας- βασίζεται σε καλώδια οπτικών ινών που συνδέουν σύνορα και διασχίζουν τον πυθμένα της θάλασσας, ένα μέρος που η Σύμβαση του ΟΗΕ για το Δίκαιο της Θάλασσας αποκαλεί «η κοινή κληρονομιά της ανθρωπότητας».

Για δεκαετίες, διπλωμάτες και διανοούμενοι από τις Ηνωμένες Πολιτείες και πολλές άλλες χώρες προώθησαν το ιδανικό «ένα Διαδίκτυο, μια παγκόσμια κοινότητα, και ένα κοινό σώμα γνώσης που μας ωφελεί και μας ενώνει όλους», όπως το έθεσε η υπουργός Εξωτερικών Χίλαρι Κλίντον σε μια ομιλία-ορόσημο το 2010 για την ελευθερία του Διαδικτύου. Η Διεθνής Στρατηγική για τον Κυβερνοχώρο της κυβέρνησης Ομπάμα το 2011 (2011 International Strategy for Cyberspace) προειδοποίησε ότι «η εναλλακτική στην παγκόσμια ανοικτότητα και διαλειτουργικότητα είναι ένα κατακερματισμένο Διαδίκτυο, όπου μεγάλα τμήματα του παγκόσμιου πληθυσμού θα στερούνται πρόσβασης σε εξελιγμένες εφαρμογές και πλούσιο περιεχόμενο λόγω πολιτικών συμφερόντων μερικών εθνών».

Μέχρι πρόσφατα, άλλες χώρες του Quad μοιράζονταν τον ίδιο ενθουσιασμό για αυτήν την τεχνο-παγκοσμιοποιητική άποψη. Η διεθνής στρατηγική της Αυστραλίας για το 2017 για την εμπλοκή στον κυβερνοχώρο είναι πλούσια σε αναφορές σε μια παγκόσμια κοινότητα, την δημιουργία παγκόσμιων κανόνων, και μια παγκόσμια διαδικτυακή αγορά. Οι στρατηγικές κυβερνοασφάλειας που εκδόθηκαν από την Ινδία και την Ιαπωνία το 2013 μίλησαν επίσης επιδοκιμαστικά για μια παγκόσμια κοινότητα του Διαδικτύου. Αυτές οι κυβερνήσεις, με λόγια αν όχι πάντα με πράξεις, υποστήριξαν ένα ανοιχτό και παγκόσμιο τεχνολογικό περιβάλλον σε αντίθεση με τις πιο περιορισμένες και δρακόντειες γωνιές του Διαδικτύου στην Κίνα, την Ρωσία και αλλού.

Ένα παγκόσμιο Διαδίκτυο, ωστόσο, δεν χρειάζεται να είναι ακυβέρνητο. Οι χώρες που προώθησαν ένα τεχνο-παγκοσμιοποιητικό όραμα για το Διαδίκτυο και κατήγγειλαν τους ισχυρισμούς «κυβερνο-κυριαρχίας» των αυταρχικών εξακολουθούσαν να ασκούν τις δικές τους κυρίαρχες εξουσίες, για παράδειγμα στον περιορισμό της παιδικής πορνογραφίας. Ορισμένες κυβερνήσεις στην Ευρώπη έχουν θεσπίσει ισχυρούς περιορισμούς στην ρητορική μίσους, όπως ο νόμος για την Επιβολής για τα Δίκτυα (Network Enforcement Act) της Γερμανίας, ο οποίος απαιτεί την ταχεία διαγραφή του παράνομου λόγου στο διαδίκτυο. Ωστόσο, μέχρι πρόσφατα, οι στρατηγικές αυτών των χωρών είχαν ως σημείο εκκίνησης το άνοιγμα προς τον κόσμο και προσπαθούσαν να προστατεύσουν έναντι ενός περιορισμένου αριθμού συγκεκριμένων κινδύνων.

Οι φιλελεύθερες αρχές της διαφάνειας, των καθολικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων, και της δίκαιης πρόσβασης στην αγορά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε τρέχουσες διπλωματικές πρωτοβουλίες, όπως στην δήλωση αρχών του Quad σχετικά με την τεχνολογία ή στο Συμβούλιο Εμπορίου και Τεχνολογίας ΕΕ-ΗΠΑ (EU-U.S. Trade and Technology Council) που ξεκίνησε τον Σεπτέμβριο. Αλλά αυτή η ρητορική δεν αναιρεί μια απόκλιση από την τεχνο-παγκοσμιοποίηση. Οι Ηνωμένες Πολιτείες και οι σύμμαχοί τους συνειδητοποιούν όλο και περισσότερο τις νέες ευπάθειες που προέρχονται από τις διασυνδέσεις τους με τον κόσμο. Οι κίνδυνοι του Διαδικτύου —όπως η πιθανότητα για κυβερνοεπιθέσεις [3] και η διάδοση παραπληροφόρησης σε τεράστια κλίμακα— έχουν γίνει πιο ξεκάθαροι, εμπνέοντας μια εθνικιστική στροφή σε πολλές βασικές δημοκρατικές χώρες.

ΑΝΕΡΧΟΜΕΝΑ ΕΜΠΟΔΙΑ

Οι δημοκρατικές χώρες όπου οι υπέρμαχοι της τεχνο-παγκοσμιοποίησης ήταν κάποτε ασυγκράτητοι στην υπεράσπιση ενός ανοιχτού Διαδικτύου, τώρα έχουν γίνει ανήσυχες με τους κινδύνους της τεχνολογίας. Το Διαδίκτυο επέτρεψε σε εχθρικούς κρατικούς και μη κρατικούς φορείς [4] να διασχίζουν τα σύνορα. Εγκληματικές ομάδες έχουν εξαπολύσει επιθέσεις ransomware που παρέλυσαν διεθνικές ναυτιλιακές εταιρείες και προκάλεσαν όλεθρο στο παγκόσμιο εμπόριο. Συστημικά προβλήματα στην αγορά ψηφιακών συσκευών έχουν οδηγήσει σε βασικές ευπάθειες ασφαλείας σε οτιδήποτε, από συνδεδεμένους θερμοστάτες έως συστήματα βιομηχανικού ελέγχου που χρησιμοποιούνται από επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας και ύδρευσης. Από τις εκλογές μέχρι τα εμβόλια, η παραπληροφόρηση παρουσιάζει έντονες εγχώριες και παγκόσμιες προκλήσεις.

Ως αποτέλεσμα, ηγέτες στην Ινδία, τις Ηνωμένες Πολιτείες και άλλοι παλιοί υπέρμαχοι ενός παγκόσμιου Διαδικτύου προσπάθησαν τα τελευταία τέσσερα χρόνια να επιβάλουν περισσότερο έλεγχο στα δίκτυα. Αντικατοπτρίζοντας τις ενέργειες αυταρχικών κυβερνήσεων, επιδιώκουν να διακόψουν τους επιχειρησιακούς δεσμούς και τους δεσμούς της εφοδιαστικής αλυσίδας, ειδικά με την Κίνα και ιδιαίτερα στους τομείς του Διαδικτύου. Η αντιληπτή απειλή διείσδυσης ή δολιοφθοράς δεν περιορίζεται πλέον σε προμηθευτές κρίσιμων υποδομών, όπως η κινεζική εταιρεία Huawei, αλλά εκπέμπεται τώρα από άλλους τομείς, όπως τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και η βιομηχανία των καταναλωτικών drone.

Εν μέσω αυτής της αλλαγής, η επίσημη ρητορική έχει απορρίψει τον [όρο] «παγκόσμια» μιλώντας για τεχνολογία και Διαδίκτυο. Η Εθνική Στρατηγική για τον Κυβερνοχώρο της κυβέρνησης Τραμπ για το 2018 φιλοδοξούσε να «προωθήσει ένα ανοιχτό, διαλειτουργικό, αξιόπιστο και ασφαλές Διαδίκτυο» —αλλά όχι απαραίτητα παγκόσμιο. Η πρωτοβουλία του Υπουργού Εξωτερικών, Μάικ Πομπέο, για το Καθαρό Δίκτυο έκανε έκκληση να αποβληθούν οι «αναξιόπιστες» κινεζικές εφαρμογές από τα καταστήματα εφαρμογών των ΗΠΑ και να διατηρηθούν τα δεδομένα των ΗΠΑ μακριά από συστήματα cloud που λειτουργούν από Κινέζους. Η κυβέρνηση του Ναρέντρα Μόντι, του εθνικιστή πρωθυπουργού της Ινδίας, επικύρωσε πρόσφατα την απαγόρευση του 2020 σε δεκάδες κινεζικές εφαρμογές λογισμικού.

Η δυσπιστία για το παγκόσμιο Διαδίκτυο υπερβαίνει τους εθνικιστές πολιτικούς. Ένα ευρύ φάσμα ειδικών στον κυβερνοχώρο, την διακυβέρνηση δεδομένων, και την βιομηχανική πολιτική αναγνωρίζουν την ενοποίηση αλυσίδων εφοδιασμού εξαρτημάτων και διαδικτυακών υπηρεσιών μεταξύ Ηνωμένων Πολιτειών και Κίνας σε ως κίνδυνο για την εθνική ασφάλεια. Ερωτήματα σχετικά με την ακεραιότητα των προεδρικών εκλογών στις ΗΠΑ το 2016 πυροδότησαν μεγάλους φόβους ότι το Διαδίκτυο θα μπορούσε να υπονομεύσει τους δημοκρατικούς θεσμούς. Πολλοί στοχαστές που αποδοκίμασαν το καυστικό ύφος της κυβέρνησης Τραμπ -για παράδειγμα, την ωμή επιμονή του προέδρου σε όρους όπως ο «ιός της Γουχάν» για τον νέο κορωνοϊό- ωστόσο πιστεύουν ότι η Κίνα αντιπροσωπεύει ένα μοντέλο ψηφιακού αυταρχισμού που πρέπει να αντιμετωπιστεί ή τουλάχιστον να απομονωθεί. Σε αυτό το φως που σκοτεινιάζει, το παγκόσμιο Διαδίκτυο μπορεί να φαίνεται σαν ένα αφελές όνειρο περασμένων ετών.

Σήμερα, πολλές δημοκρατίες καταβάλλουν χαοτικές προσπάθειες για την οικοδόμηση συναίνεσης γύρω από την αντιμετώπιση της Κίνας και άλλων χωρών που ταυτίζονται με τον ψηφιακό αυταρχισμό. Η υπό την ηγεσία της Βρετανίας D-10, για παράδειγμα, αναζητά εναλλακτικές της κινεζικής εταιρείας τηλεπικοινωνιών Huawei στην ανάπτυξη της τεχνολογίας 5G. Τον Δεκέμβριο, ο Λευκός Οίκος θα πραγματοποιήσει μια «Σύνοδο Κορυφής για την Δημοκρατία», η οποία υποστηρίζει την ελπίδα ότι θα προωθήσει ένα πολυμερές δημοκρατικό αντίβαρο στις αυταρχικές τεχνολογικές πρακτικές. Αυτές οι προσπάθειες δεν είναι χωρίς αξία, αλλά αντιπροσωπεύουν μια αμυντική και αντιδραστική απάντηση σε ένα βαθύτερο πρόβλημα. Στην καλύτερη περίπτωση, αυτές οι πρωτοβουλίες θα μπορούσαν να επιτρέψουν στις ομοϊδεάτες χώρες να ανασυνταχθούν και να βρουν κοινό έδαφος πριν στραφούν στην αντιμετώπιση παγκόσμιων προκλήσεων˙ εξίσου πιθανά, θα μπορούσαν να αποδειχθούν απλώς διπλωματική απασχόληση καθώς εξακολουθούν να υπάρχουν πεισματικές διαφωνίες μεταξύ δημοκρατικών κυβερνήσεων και ομάδων συμφερόντων.

ΔΙΑΣΩΖΟΝΤΑΣ ΤΟ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟ

Μια καλύτερη προσέγγιση θα αναγνώριζε εξαρχής ότι το Διαδίκτυο και η ανάπτυξη της τεχνολογίας είναι πάντα παγκόσμια και δεν μπορούν εύκολα να χωριστούν μεταξύ ανταγωνιστικών πολιτικών μπλοκ. Η διαίρεση του Διαδικτύου σε επίπεδο υποδομής σε δύο ή περισσότερα ανεξάρτητα δίκτυα θα σήμαινε την αντιγραφή ολόκληρων πολύ περίπλοκων αλυσίδων εφοδιασμού, κάτι που θα ήταν εξαιρετικά δαπανηρό, μη αποδοτικό ως προς τον άνθρακα, και ανέφικτο, αν είναι καν δυνατό εξαρχής. Τέτοιες ρωγμές δεν θα εμπόδιζαν επίσης καινοτομίες ή όντως απειλές —συμπεριλαμβανομένων κακόβουλων επιθέσεων και φυσικών καταστροφών— από το να ξεπεράσουν πολιτικούς διαχωρισμούς.

Ένας τέλειος τεχνολογικός διαχωρισμός δεν είναι απλώς μη ρεαλιστικός αλλά και ανεπιθύμητος. Η υιοθέτηση μιας τάσης προς πολιτικά οριοθετημένα τεχνολογικά οικοσυστήματα θα υπονομεύσει την ανοιχτή κουλτούρα που τροφοδοτεί και ωφελεί τις πιο ελεύθερες κοινωνίες και θα ενισχύσει την κουλτούρα ελέγχου από πάνω προς τα κάτω που ευνοείται από κατασταλτικά καθεστώτα. Και αν οι αντίπαλοι είναι λιγότερο αλληλεξαρτώμενοι, έχουν λιγότερα κίνητρα να απέχουν από καταστροφικές επιθέσεις ο ένας στις κρίσιμες υποδομές του άλλου.

Μόνο μια ανανεωμένη και ρεαλιστική υιοθέτηση της τεχνο-παγκοσμιοποίησης θα προσφέρει ολοκληρωμένες λύσεις στα πραγματικά προβλήματα της τεχνολογικής διακυβέρνησης. Οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής πρέπει να υιοθετήσουν ένα παγκόσμιο όραμα που να αποφεύγει την ανοησία της πεποίθησης ότι τα τεχνικά συστήματα και οι βιομηχανικές αλυσίδες εφοδιασμού μπορούν να αποχωριστούν εντελώς από χώρες όπως η Κίνα. Θα πρέπει να αναπτύξουν λύσεις που αναγνωρίζουν την αξία και το αναπόφευκτο της διεθνούς σύνδεσης. Επιπλέον, ως έδρα πολλών από τις εταιρείες και τα άτομα που επηρεάζουν περισσότερο την εμπειρία του Διαδικτύου σε όλο τον κόσμο, οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν έναν ιδιαίτερο ρόλο που δεν μπορούν να αγνοήσουν. Εταιρείες όπως η Google και το Facebook διαμορφώνουν τον τρόπο με τον οποίο προστατεύονται -ή καταχρώνται- τα δικαιώματα στο απόρρητο και η ελεύθερη έκφραση, και τα κίνητρά τους δεν μπορούν να θεωρηθούν ενάρετα, ούτε η διαχείριση των διαδικτυακών κοινοτήτων ηθική, απλώς και μόνο επειδή εδρεύουν στις Ηνωμένες Πολιτείες. Οι κυβερνο-ουτοπιστές κάποτε ονειρεύονταν την απελευθέρωση που εξαπλώθηκε από ένα καλώδιο Ethernet˙ τώρα η Ουάσιγκτον πρέπει να διασφαλίσει ότι οι εταιρείες της δεν θα εξαπλώσουν την εκμετάλλευση και την ανασφάλεια.

Η υπεύθυνη τεχνο-παγκοσμιοποίηση ξεκινά από την πατρίδα. Το Κογκρέσο των ΗΠΑ πρέπει να εγκρίνει έναν ολοκληρωμένο ομοσπονδιακό νόμο περί απορρήτου δεδομένων για να προστατεύσει τους Αμερικανούς από τις υπερβάσεις των εταιρειών τεχνολογίας και να αποδείξει την δέσμευσή του για δημοκρατική διακυβέρνηση στην εποχή του Διαδικτύου. Οι στοχαστές και οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής των ΗΠΑ θα πρέπει να έχουν μια σφαιρική άποψη στην ανάλυση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των επιπτώσεων της τεχνολογίας επιτήρησης που παράγεται τόσο σε δημοκρατικά όσο και σε αυταρχικά πλαίσια. Οι αξιωματούχοι πρέπει να αναζητήσουν τρόπους για να απολαμβάνουν τα μέγιστα οφέλη της ανοιχτής επιστημονικής ανταλλαγής και συνεργασίας προστατεύοντας παράλληλα σημαντικά συμφέροντα εθνικής ασφάλειας, για παράδειγμα στοχεύοντας στενά τομείς που σχετίζονται με την ασφάλεια για ειδικό έλεγχο, αλλά επιβεβαιώνοντας ενεργά την ανοικτότητα σε άλλους τομείς, συμπεριλαμβανομένων των φοιτητών και ερευνητών με διασυνδέσεις με χώρες ανησυχίας όπως η Κίνα.

Αυτή η επείγουσα εγχώρια δουλειά μπορεί να διαμορφώσει μια πλατφόρμα για θετικές διεθνείς προσπάθειες. Με ένα νέο γραφείο του Στέιτ Ντιπάρτμεντ αφιερωμένο σε θέματα κυβερνοασφάλειας και ψηφιακής πολιτικής, η κυβέρνηση των ΗΠΑ θα πρέπει να διαβουλεύεται και να συνεργάζεται με άλλες δημοκρατίες που αντιμετωπίζουν σχετιζόμενες με την τεχνολογία προκλήσεις και κοινωνικές εκρήξεις. Μπορεί να μην είναι πάντα εύκολο να βρεθεί συναίνεση. Οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Ευρωπαϊκή Ένωση, για παράδειγμα, έχουν εδώ και καιρό διαφωνία σχετικά με την διακυβέρνηση δεδομένων, παρά τα πολλά κοινά συμφέροντα και αξίες τους. Αλλά οι προσπάθειες για την συγκρότηση ενός διεθνούς, δημοκρατικού, που σέβεται τα δικαιώματα συνασπισμού για την διακυβέρνηση της τεχνολογίας θα αποτύχουν πριν ξεκινήσουν εάν δεν αναγνωρίσουν —στην αξιολόγηση των προκλήσεων και στην διαμόρφωση των λύσεων— ότι ένα τέτοιο έργο είναι εγγενώς παγκόσμιο.

Σύνδεσμοι:
[1] https://www.foreignaffairs.com/articles/china/competition-with-china-wit...
[2] https://www.foreignaffairs.com/articles/united-states/2020-10-13/uniting...
[3] https://www.foreignaffairs.com/articles/china/2020-04-13/making-cyberspa...
[4] https://www.foreignaffairs.com/articles/2019-04-16/spies-lies-and-algori...

Copyright © 2021 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved.

Στα αγγλικά: https://www.foreignaffairs.com/articles/world/2021-10-28/fall-and-rise-t...

Μπορείτε να ακολουθείτε το «Foreign Affairs, The Hellenic Edition» στο TWITTER στην διεύθυνση www.twitter.com/foreigngr αλλά και στο FACEBOOK, στην διεύθυνση www.facebook.com/ForeignAffairs.gr και στο linkedin στην διεύθυνση https://www.linkedin.com/company/foreign-affairs-the-hellenic-edition