Γιατί το αδιέξοδο στην ανατολική Ουκρανία πιθανώς θα διατηρηθεί | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Γιατί το αδιέξοδο στην ανατολική Ουκρανία πιθανώς θα διατηρηθεί

Παρά την ρωσική συγκέντρωση στρατευμάτων, το status quo εξυπηρετεί ακόμα και τις δύο πλευρές

Τις ημέρες πριν και μετά την τηλεδιάσκεψη κορυφής της περασμένης εβδομάδας μεταξύ του προέδρου των ΗΠΑ, Τζο Μπάιντεν, και του Ρώσου προέδρου, Βλαντιμίρ Πούτιν, υπήρξαν έντονες εικασίες ότι η Μόσχα βρίσκεται στα πρόθυρα μιας νέας στρατιωτικής εισβολής στην Ουκρανία. Οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν υπολογίσει ότι η Ρωσία έχει ήδη αναπτύξει σχεδόν 70.000 στρατιώτες -οι αναφορές των μέσων ενημέρωσης ισχυρίζονται σημαντικά υψηλότερους αριθμούς- σε πολλές τοποθεσίες κατά μήκος των ανατολικών συνόρων της Ουκρανίας και στην Κριμαία. Προφανώς, η ρωσική κυβέρνηση είναι ανυπόμονη με το ημιτελές έργο του πολέμου της [περιοχής] Ντονμπάς στην ανατολική Ουκρανία, ο οποίος διανύει τώρα τον όγδοο χρόνο του. Και ο Πούτιν φαίνεται να πιστεύει ότι μπορεί να αποτρέψει την είσοδο της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ απειλώντας με νέο πόλεμο στο κέντρο της Ευρώπης.

17122021-1.jpg

Ένας Ουκρανός στρατιώτης κοντά στην γραμμή διαχωρισμού στην περιοχή Luhansk, στην Ουκρανία, τον Δεκέμβριο του 2021. Stringer / Reuters
------------------------------------------------

Οι παρατηρητές είχαν δίκιο να ανησυχούν. Σύμφωνα με την [εφημερίδα] Washington Post, μια έκθεση των μυστικών υπηρεσιών των ΗΠΑ κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η Ρωσία μπορεί τελικά να μετακινήσει έως και 175.000 στρατιώτες στα σύνορα, δυνάμεις που θα μπορούσαν να είναι έτοιμες για μια μεγάλης κλίμακας εισβολή ακόμα και αυτόν τον χειμώνα. Και όπως έχουν επισημάνει πολλοί αναλυτές, οι ένοπλες δυνάμεις αμφότερων των χωρών είναι σημαντικά ισχυρότερες από όσο ήταν το 2014-15, μολονότι οι [δυνάμεις] της Ουκρανίας θα εξακολουθούσαν να υστερούν πλήρως έναντι αυτών της Ρωσίας. Όλο αυτό σημαίνει ότι μια νέα στρατιωτική κλιμάκωση πιθανότατα θα ήταν ακόμη πιο καταστρεπτική από την προηγούμενη.

Από την οπτικής της ίδιας της Ντονμπάς, ωστόσο, οι ανησυχητικές κινήσεις της Ρωσίας αποκτούν διαφορετική απόχρωση. Δεδομένης της πρόσφατης τροπής των γεγονότων στην αμφισβητούμενη περιοχή, υπάρχουν λόγοι να αμφισβητηθεί το ενδιαφέρον της Μόσχας για μια πραγματική εισβολή. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν θα μπορούσε να συμβεί ένα τόσο δραματικό βήμα, αλλά θα ήταν έκπληξη. Η γραμμή του μετώπου, μήκους 250 μιλίων, δεν έχει αλλάξει σχεδόν καθόλου από το 2015, με περίπου 35.000 υποστηριζόμενους από την Ρωσία αυτονομιστές -και πιθανώς πολύ περισσότερους Ουκρανούς στρατιώτες- να είναι καθηλωμένοι στις θέσεις τους. Έχοντας σταματήσει εδώ και καιρό να μάχονται για έδαφος, οι δύο πλευρές ανταλλάσσουν τώρα σφαίρες και μικρούς αριθμούς απωλειών, κυρίως για να αποφύγουν τους συμβιβασμούς που θα απαιτούσε οποιαδήποτε επίσημη ειρηνευτική συμφωνία. Αξιοσημείωτο είναι ότι λίγοι στις αποσχισθείσες περιοχές της Λουχάνσκ και της Ντονέτσκ φαίνεται να πιστεύουν ότι μια νέα εισβολή είναι πιθανή.

Στην πραγματικότητα, τον τελευταίο ενάμιση χρόνο, το Κίεβο και η Μόσχα αισθάνονται όλο και πιο άνετα με ένα αδιέξοδο που φέρνει οφέλη και στους δύο. Η Ντονμπάς αργά αλλά σταθερά αποσχίζεται από την Ουκρανία και «καταπίνεται» από την Ρωσία. Αυτή η τροχιά δεν ανταποκρίνεται στην επίσημη δέσμευση αμφότερων των χωρών για την ειρηνική επανένταξη της περιοχής στο ουκρανικό κράτος. Ωστόσο, η τάση εξυπηρετεί ισχυρά συμφέροντα τόσο στο Κίεβο όσο και στη Μόσχα και επομένως φαίνεται πιθανό να συνεχιστεί. Για το Κίεβο, η παράταση του πολέμου σημαίνει ότι δεν υποχρεούται να εφαρμόσει μια ειρήνη που θα ήταν πολιτικά και οικονομικά δαπανηρή. Για την Μόσχα, η ανεπίλυτη σύγκρουση σημαίνει ότι μπορεί να συνεχίσει να κρατά εκτός ισορροπίας το Κίεβο, υπονομεύοντας αυτό που θεωρεί ως ένα αντιρωσικό πολιτικό σχέδιο.

Αυτό που ενοχλεί, λοιπόν, τη Μόσχα δεν είναι η αποτυχία των συμφωνιών του Μινσκ να τερματίσουν τον πόλεμο στη Ντονμπάς με τους όρους της Ρωσίας. Αντίθετα, [η Μόσχα] φοβάται τους ολοένα στενότερους δεσμούς του Κιέβου με την Δύση και το ΝΑΤΟ. Απειλώντας με μια εισβολή, η Ρωσία ελπίζει να περιορίσει την διολίσθηση της Ουκρανίας προς τα δυτικά, διασφαλίζοντας ότι το νέο, ψυχρό modus vivendi με το Κίεβο παραμένει τουλάχιστον προβλέψιμο και ενισχύοντας μια κατάσταση που της έχει δώσει ευρύ έλεγχο στην αποσχισθείσα περιοχή.

ΜΙΑ ΑΠΟΤΥΧΗΜΕΝΗ ΕΙΡΗΝΗ

Το τρέχον πλαίσιο για τον τερματισμό του πολέμου στη Ντονμπάς —οι συμφωνίες του Μινσκ του 2014 και του 2015— ήταν καταδικασμένο από την αρχή. Όταν ξεκίνησε η σύγκρουση το 2014, οι ουκρανικές κυβερνητικές δυνάμεις φαινόταν να πλησιάζουν τη νίκη έναντι μιας χαοτικής ποικιλίας οπλισμένων από την Ρωσία αυτονομιστών, μέχρι που το Κρεμλίνο έστειλε τακτικά στρατεύματα με χιλιάδες άνδρες για να κατατροπώσουν τις κυβερνητικές δυνάμεις. Τα επακόλουθα πρωτόκολλα Μινσκ ΙΙ υπαγορεύτηκαν ουσιαστικά στο Κίεβο, με την Ρωσία να διεκδικεί ευρεία αυτονομία στις περιοχές που είχε βοηθήσει να αποσπαστούν βίαια από τον ουκρανικό έλεγχο.

Για τη Μόσχα, τα [πρωτόκολλα] Μινσκ II ήταν ένα σχέδιο για την δημιουργία υποστηριζόμενων από την Ρωσία ημιαυτόνομων κρατών, των οποίων η σθεναρή αντίθεση στην επέκταση του ΝΑΤΟ και της ΕΕ [1] θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για να αποτρέψει την ένταξη της Ουκρανίας σε αυτούς τους φορείς. Η συμφωνία είχε επίσης τους Ουκρανούς υπερασπιστές της, συμπεριλαμβανομένου, για ένα διάστημα, του τότε προέδρου Πέτρο Ποροσένκο, ο οποίος υποστήριξε ότι έδινε στην Ουκρανία σημαντική κυριαρχία στην περιοχή. Όμως, η προσέγγιση του Μινσκ αντιμετώπισε έντονη αντίθεση και από τις δύο πλευρές. Οι Ουκρανοί εθνικιστές την είδαν ως προδοσία, που έθετε σε κίνδυνο την ώθησή τους για ένα ενιαίο και πλήρως απορωσοποιημένο κράτος. Οι εθνικιστές της Ρωσίας θεώρησαν την συμφωνία ως ότι απέτυχε να ενώσει επισήμως τη Ντονμπάς με την Ρωσία.

Στα έξι χρόνια από τότε, τα «αντι-Μινσκ» στρατόπεδα έχουν το πάνω χέρι. Στην Ουκρανία, οι εθνικιστές ώθησαν τον Ποροσένκο να αναδιαμορφωθεί ως αντι-Ρώσος μιλιταριστής. Στην συνέχεια, το 2019, ο Ποροσένκο ανατράπηκε εύκολα από τον Βολοντίμιρ Ζελένσκι, ο οποίος τον κατηγόρησε ότι απέτυχε να τερματίσει τον πόλεμο. Ο Ζελένσκι δεν υποσχέθηκε να εφαρμόσει το Μινσκ, αλλά δεσμεύτηκε να τερματίσει σταδιακά την στρατιωτική σύγκρουση. Αντιμετώπισε έντονη αντίδραση από το Κίνημα για την Αντίσταση στην Συνθηκολόγηση (Movement to Resist Capitulation), έναν χαλαρό συνασπισμό σκληροπυρηνικών που υποστηρίζεται από τον Ποροσένκο, ορισμένοι από τους συνεργάτες του οποίου πήραν τα εύσημα για την διακοπή των πρώτων προσπαθειών του Ζελένσκι να απεμπλέξει ουκρανικές δυνάμεις στην πρώτη γραμμή.

Εν τω μεταξύ, το Κρεμλίνο έχει αποκρούσει αξιόπιστα προσπάθειες του Κιέβου να βρει έναν δρόμο προς την ειρήνη. Από το 2015, το Κίεβο έχει υποβάλλει πολυάριθμες προτάσεις για το πώς μια διεθνής δύναμη ή μια μεταβατική κυβέρνηση θα μπορούσε να επιβλέπει την επανένταξη της Ντονμπάς ως τμήμα της Ουκρανίας. Η Μόσχα απέρριψε κάθε πρόταση. Στην συνέχεια, όταν ο Ζελένσκι ανέλαβε την εξουσία υποσχόμενος να ανανεώσει τους δεσμούς με τις περιοχές που ελέγχονται από τους αυτονομιστές, η Μόσχα σχεδόν αμέσως τον αποδυνάμωσε, με το να κάνει τους πληθυσμούς τους επιλέξιμους για ρωσική υπηκοότητα. Αυτό άφησε τον νέο Ουκρανό ηγέτη στην αμήχανη θέση να προσπαθεί να κερδίσει ξανά πολίτες που, όπως υποστήριξαν οι αντίπαλοί του, είχαν ουσιαστικά ήδη φύγει.

ΕΝΑ ΒΟΛΙΚΟ ΑΔΙΕΞΟΔΟ

Μολονότι τόσο το Κίεβο όσο και η Μόσχα βρίσκονται συχνά σε κόντρα με τις δικές τους εθνικιστικές φατρίες, και οι δύο κυβερνήσεις έχουν ενισχύσει με τον δικό τους τρόπο το αδιέξοδο. Στην Ουκρανία, για παράδειγμα, τόσο ο Ζελένσκι όσο και η σκληροπυρηνική αντιπολίτευση που τον περιφρονεί φαίνεται να πιστεύουν, αν και για διαφορετικούς λόγους, ότι η επανένταξη της Ντονμπάς είναι για την ώρα ανεπιθύμητη: για την κυβέρνηση, το να επιτρέψει την συνέχιση της σύγκρουσης σημαίνει ότι θα αποφύγει τα πολιτικά ναρκοπέδια της επανένωσης, ενώ θα επωφελείται από την σταθερή παροχή Δυτικής βοήθειας και συμπάθειας. Από την πλευρά του, το Κρεμλίνο έχει υπαναχωρήσει από τις δικές του προσπάθειες για την εφαρμογή του Μινσκ, θεωρώντας πιο πρακτικό να επιδιώξει την de facto προσάρτηση ενώ το επίσημο καθεστώς των κρατιδίων της Ντόνετσκ και της Λουχάνσκ παραμένει άλυτο.

Εν τω μεταξύ, οι δύο πλευρές δεν έχουν πραγματοποιήσει κατ' ιδίαν συνομιλίες από τον Απρίλιο του 2020, αλλά συναντήθηκαν μέσω τηλεδιάσκεψης. Αυτόπτες μάρτυρες αυτών των συναντήσεων λένε ότι οι Ρώσοι συμπεριφέρονται όλο και περισσότερο σαν η παρουσία τους να είναι μια πράξη γενναιοδωρίας, επιμένοντας ότι το Κίεβο [πρέπει] να διαπραγματευτεί απευθείας με τους αυτονομιστές. Περιστασιακά, έχουν υπάρξει μικρές πρόοδοι: τον Ιούλιο του 2020, οι πλευρές κατάφεραν να συμφωνήσουν σε μια νέα κατάπαυση του πυρός που περιελάμβανε αυστηρές απαγορεύσεις στην ανταπόδοση πυρών. Ωστόσο, η συμφωνία κατέρρευσε έκτοτε, εν μέρει λόγω της άρνησης του Κιέβου να εφαρμόσει μια διάταξη που απαιτεί από κοινού παρακολούθηση από στρατεύματα που υποστηρίζονται από την Ουκρανία και την Ρωσία.

Οι ίδιες οι συνεχιζόμενες εχθροπραξίες έχουν προσφέρει στρεβλά κίνητρα και στις δύο πλευρές. Η σταθερή ροή των απωλειών σημαίνει ότι κάθε πλευρά μπορεί να παρέχει τακτικά νέες αποδείξεις για την κακία της άλλης. Ακόμη και για τους αυτονομιστές ηγέτες, των οποίων οι πληθυσμοί έχουν υποφέρει περισσότερο εξαιτίας των απωλειών αμάχων, οι συνεχιζόμενες εχθροπραξίες παρείχαν μια χρήσιμη απόσπαση της προσοχής από την δική τους κακοδιοίκηση και διαφθορά. Στην Ουκρανία αναφορές για Ουκρανούς στρατιώτες που πέθαναν στη μάχη παρέχουν τακτική υπενθύμιση της εκστρατείας της Ρωσίας να υπονομεύσει την δημοκρατία της χώρας. Σπάνια κάποιος στο Κίεβο αναγνωρίζει ότι η συντριπτική πλειονότητα των θυμάτων του εχθρού είναι επίσης Ουκρανοί.

ΠΡΟΣΑΡΤΗΣΗ ΜΕ ΑΛΛΑ ΜΕΣΑ

Για τα πολλά εκατομμύρια κατοίκους της Ντονμπάς, οι στρατηγικοί υπολογισμοί του Κιέβου και της Μόσχας σημαίνουν ελάχιστα. Σε συζητήσεις συχνά αυτοπροσδιορίζονται αδιακρίτως ως Ρώσοι και Ουκρανοί. Πολλοί είναι ουδέτεροι, αν όχι εχθρικοί προς τον Πούτιν [2], αλλά δεν εμπιστεύονται ούτε το Κίεβο. Δεν είναι πρόθυμοι για Δυτική στρατιωτική βοήθεια, γιατί ανησυχούν πως ό,τι και αν στείλει η Δύση θα μπορούσε να οδηγήσει και τις δύο πλευρές σε κλιμάκωση. Το όνειρό τους δεν είναι να πολεμήσουν τους Ρώσους ή, εναλλακτικά, να νικήσουν την παρακμιακή Δύση. Αυτό που θέλουν είναι να φύγει η πρώτη γραμμή που διασχίζει την περιοχή τους και να γνωρίζουν σε ποια χώρα ζουν. Όλο και περισσότερο, ωστόσο, η έλλειψη επίλυσης της σύγκρουσης έχει δώσει την δική της απάντηση.

Κατά την διάρκεια προηγούμενων φάσεων της σύγκρουσης, η Μόσχα διατήρησε την οικονομική της υποστήριξη προς τα κρατίδια της Ντόνετσκ και της Λουχάνσκ στο ελάχιστο, με το επιχείρημα ότι ήταν αναπόσπαστα μέρη της Ουκρανίας. Αλλά από την άνοιξη του 2020, οι διμερείς περιορισμοί που σχετίζονται με την COVID [3] έχουν αφήσει τους κατοίκους των περιοχών που ελέγχονται από τους αυτονομιστές όλο και πιο απομονωμένους από την Ουκρανία. Πριν από την πανδημία, τα πέντε πολιτικά σημεία ελέγχου κατά μήκος της πρώτης γραμμής κατέγραφαν περίπου ένα εκατομμύριο διελεύσεις το μήνα, κυρίως ηλικιωμένους που ταξίδευαν στην υπό κυβερνητικό έλεγχο στην Ουκρανία για να εισπράξουν τις κρατικές συντάξεις τους. Από τότε, ωστόσο, οι ηγέτες των αυτονομιστών δεν άνοιξαν ποτέ πλήρως τα σημεία ελέγχου, παρά τις σοβαρές, όπως φαίνεται, προσπάθειες των Ουκρανών διαπραγματευτών. Οι διελεύσεις γίνονται με το σταγονόμετρο, φτάνοντας μόλις στο 5% των προηγούμενων επιπέδων τους. Οι κάτοικοι που ακόμα επιθυμούν να ταξιδέψουν στην Ουκρανία πρέπει τώρα να κάνουν ακριβά, πολυήμερα ταξίδια μέσω ρωσικού εδάφους.

Με αυτά τα σκληρυνόμενα σύνορα, η Ρωσία κινήθηκε γρήγορα για να ενδυναμώσει τους δεσμούς με τους άμαχους πληθυσμούς της Ντόνετσκ και της Λουχάνσκ. Ρώσοι αξιωματούχοι λένε ότι έχουν δώσει ρωσικά διαβατήρια σε περισσότερους από 650.000 κατοίκους στο πλαίσιο της νέας ταχείας διαδικασίας που εισήχθη μετά τη νίκη του Ζελένσκι. Όπως το έθεσε ένας κάτοικος μιας πόλης που ελέγχεται από τους αυτονομιστές, οι γείτονες εκμεταλλεύονταν την προσφορά αφού «οι πύλες είναι ανοιχτές για εμάς μόνο προς μια κατεύθυνση».

Εν τω μεταξύ, η Μόσχα αρχίζει για πρώτη φορά να διοχετεύει σημαντικές επενδύσεις στην περιοχή. Τον Οκτώβριο, Ουκρανοί δημοσιογράφοι έλαβαν [4] αντίγραφο ενός εγγράφου της ρωσικής κυβέρνησης που περιγράφει συνοπτικά σχέδια για «την ταχεία οικονομική ανάπτυξη» της «επικράτειας 1» και της «επικράτειας 2» —κωδικός για τα δύο κρατίδια. Το σχέδιο προέβλεπε την δαπάνη 12 δισεκατομμυρίων δολαρίων για την περιοχή τα επόμενα τρία χρόνια, συμπεριλαμβανομένης της αύξησης των μισθών των εργαζομένων του δημόσιου τομέα ώστε να ισοδυναμούν με εκείνους στο γειτονικό Όμπλαστ του Ροστόφ στην Ρωσία. Αυτό θα ισοδυναμούσε με διπλασιασμό των τρεχουσών ετήσιων δαπανών της Μόσχας για τις αποσχισθείσες περιοχές και θα υπερέβαινε τις χρηματικές της μεταβιβάσεις σε σχεδόν κάθε περιοχή της Ρωσικής Ομοσπονδίας.

Το Κρεμλίνο έχει επίσης κινηθεί για να διευκολύνει το ρωσικό εμπόριο στα κρατίδια. Προηγουμένως, οι ρωσικές επιχειρήσεις ήταν ανίκανες να διεξάγουν νόμιμο εμπόριο εκεί, λόγω του καθεστώτος μη αναγνώρισης των κρατιδίων. Αλλά στα μέσα Νοεμβρίου, ο Πούτιν [5] διέταξε την κυβέρνησή του να αρχίσει να αναγνωρίζει τα πιστοποιητικά προέλευσης για τα αγαθά που παράγονται στην Λουχάνσκ και τη Ντόνετσκ, επιτρέποντάς τους να εμπορεύονται στην Ρωσία. Επιπλέον, αυτά τα αγαθά θα έχουν καθεστώς προτεραιότητας όταν πρόκειται για κρατικές και δημοτικές αγορές. Μολονότι οι μακροπρόθεσμες επιπτώσεις αυτών των μέτρων είναι ασαφείς, υποδηλώνουν μια εξελισσόμενη ρωσική προσέγγιση που δεν συνδέεται με οποιεσδήποτε διαπραγματεύσεις για το επίσημο καθεστώς [των κρατιδίων] .

Μέχρι τώρα, το Κίεβο έχει δείξει ελάχιστο ενδιαφέρον να προσπαθήσει α σταματήσει την αυξανόμενη λαβή της Μόσχας στη Ντονμπάς. Αυτό δεν [συμβαίνει] απαραίτητα επειδή η ουκρανική κυβέρνηση υποστηρίζει αυτές τις προσπάθειες, αλλά επειδή έχει πολύ περιορισμένη ικανότητα να την σταματήσει. Η διολίσθηση προς την πλήρη απόσχιση, ωστόσο, μπορεί επίσης να είναι μια παράλογη νίκη για τους εθνικιστές της Ουκρανίας. Εδώ και μερικά χρόνια, οι σκληροπυρηνικοί ανησυχούν για την συνεχιζόμενη επικράτηση των ρωσικών και ρωσόφωνων μέσων ενημέρωσης σε περιοχές της Ουκρανίας και για το γεγονός ότι πολλοί Ουκρανοί εξακολουθούν να αισθάνονται μια ισχυρή πολιτιστική ενότητα με την Ρωσία. Για όσους επιδιώκουν να εξαγνίσουν την χώρα από τις ρωσικές επιρροές -και για μια χούφτα Δυτικών αξιωματούχων που τους υποστηρίζουν- η απαλλαγή από τις σε μεγάλο βαθμό ρωσόφωνες αυτονομιστικές περιοχές που ο ίδιος ο Ουκρανός Υπουργός Επανένταξης έχει περιγράψει ως «ψυχικά άρρωστες», θα έκανε την ζωή πιο εύκολη. Χωρίς αυτούς, προτείνουν, θα ήταν πιθανό [η Ουκρανία] να χαράξει μια σαφή, ζωηρή γραμμή μεταξύ μιας ελεύθερης και δημοκρατικής Ουκρανίας, που είναι προσανατολισμένη προς την Δύση, και μιας αυταρχικής Ρωσίας, που δεν είναι. Αυτή η στάση, φυσικά, ταιριάζει απόλυτα σε μια από τις ατζέντες του Κρεμλίνου: υποδηλώνει στους Ρώσους ότι, μολονότι η κυβέρνησή τους μπορεί να τους λέει συστηματικά ψέματα και να τους φυλακίζει αυθαίρετα, δεν θα υπάρξει ποτέ θέση για ανθρώπους σαν αυτούς σε μια Δυτικού τύπου δημοκρατία.

ΟΥΤΕ ΠΟΛΕΜΟΣ, ΟΥΤΕ ΕΙΡΗΝΗ

Η τελευταία στρατιωτική συσσώρευση της Ρωσίας φαίνεται ότι στόχευε, τουλάχιστον εν μέρει, στις εκλαμβανόμενες ως Δυτικές προσβολές και προκλήσεις, όπως η παρουσία πλοίων των ΗΠΑ στη Μαύρη Θάλασσα και διάφορες καθυστερήσεις στον αγωγό Nord Stream 2 που υποτίθεται ότι θα προμηθεύει με ρωσικό αέριο την Ευρώπη χωρίς να διασχίζει την Ουκρανία. Δείχνοντας την ετοιμότητα της Ρωσίας για εισβολή, ο πρωταρχικός στόχος του Πούτιν μπορεί να ήταν να αναγκάσει τον Μπάιντεν [6] σε διάλογο και να αποτρέψει μια επέκταση του ΝΑΤΟ. Αυτό δεν σημαίνει ότι πρέπει να αγνοήσει κάποιος τον κίνδυνο μιας τυχαίας κλιμάκωσης ή μιας παρορμητικής κίνησης του Πούτιν να αναγκάσει όλη την Ουκρανία να επιστρέψει στην σφαίρα της Ρωσίας. Σημαίνει, ωστόσο, ότι η μεγαλύτερη ανησυχία ίσως είναι ότι η τρέχουσα σύγκρουση χαμηλού επιπέδου θα μπορούσε να συνεχιστεί επ' αόριστον, με περιστασιακούς εκφοβισμούς όπως ο παρών απλώς να γίνονται μέρος του μοτίβου του αδιεξόδου.

Προς το παρόν, πολλοί κάτοικοι της περιοχής πιστεύουν ότι η τρέχουσα κατάσταση είναι απίθανο να αλλάξει: περισσότερα από επτά χρόνια ζοφερής αβεβαιότητας τους έχουν αφαιρέσει κάθε ελπίδα ότι τα πράγματα μπορεί να βελτιωθούν και κάθε ενδιαφέρον να σκεφτούν την πιθανότητα να χειροτερέψουν τα πράγματα. «Το λένε αυτό κάθε χρόνο», παρατήρησε ένας κάτοικος της πόλης της Ντόνετσκ τις προάλλες, όταν ρωτήθηκε σχετικά με τις φήμες για νέα κλιμάκωση. «Όλοι πιστεύουν ότι αυτό απλώς θα σέρνεται [επί μακρόν]», είπε ένας άλλος.

Ένα κρύο γκρίζο πρωινό του Νοεμβρίου, συνάντησα έναν άνδρα να καπνίζει στην βάση ενός φράχτη από αγκαθωτό συρματοπλέγματα που χωρίζει την Ουκρανία από την Ρωσία. Στο παρελθόν, είπε, «αυτό δεν ήταν καν εδώ», χειρονομώντας προς τον φράχτη. Οι Ρώσοι το είχαν φτιάξει το 2018, χωρίζοντας το χωριό στα δύο, στη μέση του κεντρικού δρόμου. «Κανείς δεν μας ρώτησε», είπε. Ζούσε πέρα από τις πρώτες γραμμές σε εδάφη που κατείχαν οι αυτονομιστές, κερδίζοντας το ένα δέκατο από όσα κέρδιζε πριν από τον πόλεμο. Δεν έβλεπε τέλος στην σύγκρουση όσο ο Πούτιν είναι στην εξουσία, αλλά ανησυχούσε επίσης για το εάν η Ουκρανία θα διεκδικούσε ξανά τον έλεγχο. «Νομίζω ότι αυτό είναι για πάντα», είπε.

Σύνδεσμοι:
[1] https://www.foreignaffairs.com/articles/2019-12-10/age-great-power-compe...
[2] https://www.foreignaffairs.com/articles/russia-fsu/2021-04-01/vladimir-p...
[3] https://www.foreignaffairs.com/articles/united-states/2020-10-23/coronav...
[4] https://www.radiosvoboda.org/a/31478804.html
[5] https://www.foreignaffairs.com/articles/russian-federation/2020-06-09/pi...
[6] https://www.foreignaffairs.com/articles/russia-fsu/2021-06-14/how-biden-...

Copyright © 2021 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved.

Στα ελληνικά: https://www.foreignaffairs.com/articles/ukraine/2021-12-15/why-stalemate...

Μπορείτε να ακολουθείτε το «Foreign Affairs, The Hellenic Edition» στο TWITTER στην διεύθυνση www.twitter.com/foreigngr αλλά και στο FACEBOOK, στην διεύθυνση www.facebook.com/ForeignAffairs.gr και στο linkedin στην διεύθυνση https://www.linkedin.com/company/foreign-affairs-the-hellenic-edition